12 Ιουνίου 2013

Δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση (Τζωρτζ Όργουελ)

To 1984, το βιβλίο του Τζωρτζ Όργουελ, λογικά, οι περισσότεροι θα το έχετε διαβάσει σε κάποια στιγμή της ζωής σας.
Αυτές τις μέρες - γιατί άραγε; - μου ήλθε πάλι στο νου αυτό το βιβλίο, το τράβηξα από τη βιβλιοθήκη μου και βάλθηκα να το ξεφυλλίζω. Στάθηκα σε κάποιο σημείο, λίγο μετά τη σελίδα 80, διάβαζα κι έκανα συνειρμούς. Είναι οι γραμμές που παραθέτω παρακάτω. Ας τις θυμηθούν όσοι το έχουν διαβάσει και όσοι δεν το έχουν διαβάσει μπορεί να παρακινηθούν να το βρουν και να δουν γιατί αυτό το βιβλίο θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα έργα των τελευταίων 60-70 χρόνων. 
" ...έγραψε:
Δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση, και δε θ’ αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν.
Αυτό, σκέφτηκε, θα μπορούσε να ’vαι σχεδόν αντιγραφή από κάποιο βιβλίο του Κόμματος. Το Κόμμα, βέβαια, ισχυριζόταν πως είχε απελευθερώσει τους προλετάριους από τη σκλαβιά. Πριν από την Επανάσταση, είχαν γνωρίσει φοβερή καταπίεση από τους καπιταλιστές. Τους άφηναν να πεθαίνουν από την πείνα, τους μαστίγωναν, έστελναν τις γυναίκες να δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία (στην πραγματικότητα, ακόμα και τώρα οι γυναίκες δούλευαν στα ανθρακωρυχεία), πουλούσαν τα παιδιά τους στις φάμπρικες από έξι χρονών. Παράλληλα όμως μ' αυτά, πιστό στις αρχές της διπλής σκέψης, το Κόμμα δίδασκε ότι οι προλετάριοι ήταν από τη φύση τους κατώτερα όντα και ότι έπρεπε να κρατιούνται σε υποταγή σαν τα ζώα. Για να συμβαίνει αυτό, έπρεπε να εφαρμόζονται μερικοί απλοί κανόνες. Ήταν γεγονός ότι πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για τους προλετάριους. Δεν χρειαζόταν να ξέρει κανείς πολλά γι’ αυτούς. Όσο συνέχιζαν να δουλεύουν και να γεννοβολούν, όλες οι άλλες δραστηριότητές τους δεν είχαν σημασία. Αφημένοι στην τύχη τους, σαν τα αμολημένα κοπάδια στις πεδιάδες της Αργεντινής, είχαν ξαναγυρίσει σ’ έναν τρόπο ζωής που τους φαινόταν φυσικός, πάνω στα πρότυπα των προγόνων τους. Γεννιούνταν, μεγάλωναν στους δρόμους, πήγαιναν στη δουλειά από τα δώδεκα τους χρόνια, περνούσαν μια σύντομη περίοδο ανθηρής ομορφιάς και σεξουαλικού πόθου, παντρεύονταν στα είκοσι, ήταν κιόλας μεσόκοποι στα τριάντα, και πέθαιναν συνήθως γύρω στα εξήντα τους. Η βαριά δουλειά, η φροντίδα για το σπίτι και τα παιδιά, οι μικροπρεπείς καβγάδες με τους γείτονες, κινηματογράφος, ποδόσφαιρο, μπίρα και προπάντων ο τζόγος, ήταν όλος κι όλος ο πνευματικός τους ορίζοντας. Δεν ήταν δύσκολο να τους ελέγχει το Κόμμα. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν διαρκώς πράκτορες της Αστυνομίας της Σκέψης, διαδίδοντας ψεύτικες φήμες. Και σημείωναν και εξοστράκιζαν τα λίγα άτομα που έκριναν ότι μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα. Δεν έκαναν όμως καμιά προσπάθεια να τους μυήσουν στην ιδεολογία του Κόμματος. Το Κόμμα δεν ήθελε να έχουν οι προλετάριοι πολιτική συνείδηση.
Ό,τι ζητούσε απ’ αυτούς ήταν ένας πρωτόγονος πατριωτισμός τον οποίον μπορούσε να επικαλείται κάθε φορά που χρειαζόταν να τους κάνει να δεχτούν περισσότερες ώρες δουλειάς ή μειωμένο συσσίτιο. Ακόμα κι όταν ήταν δυσαρεστημένοι -πράγμα που συνέβαινε καμιά φορά - η δυσαρέσκειά τους δεν οδηγούσε πουθενά, γιατί, χωρίς απόψεις για τα γενικά ζητήματα, συγκεντρώνονταν μόνο σε ασήμαντες προσωπικές στενοχώριες. Τα σημαντικά πράγματα τους διέφευγαν. Οι περισσότεροι προλετάριοι δεν είχαν καν τηλεοθόνες σπίτι τους. Ακόμα και η Ασφάλεια πολύ λίγο ανακατευόταν στις δουλειές τους. Υπήρχε ένα μεγάλο ποσοστό εγκληματικότητας, σωστό κράτος εν κράτει από κλέφτες, ληστές, πόρνες, λαθρέμπορους ναρκωτικών και φυγόδικους κάθε λογής- αλλ’ αφού αυτά συνέβαιναν μεταξύ των προλετάριων, δεν είχαν σημασία. Στα θέματα ηθικής ήταν ελεύθεροι να ακολουθούν τον κώδικα των προγόνων τους. Ο σεξουαλικός πουριτανισμός του Κόμματος δεν επιβαλλόταν σ’ αυτούς. Οι σεξουαλικές σχέσεις δεν τιμωρούνταν, το διαζύγιο επιτρεπόταν. Ακόμα και η θρησκευτική λατρεία θα επιτρεπόταν, αν οι προλετάριοι έδιναν κάποια ένδειξη ότι τη χρειάζονταν ή την ήθελαν. Ήταν υπεράνω κάθε υποψίας. 'Οπως έλεγε και ένα σύνθημα του Κόμματος: «Τα ζώα και οι προλετάριοι είναι ελεύθεροι».

. . . . .
ΙΙώς μπορούσες να ξέρεις ποια και πόσα απ’αυτά ήταν ψέμα­τα; Ίσως να ήταν αλήθεια ότι ο μέσος άνθρωπος ζούσε καλύτερα τώρα απ’ ό,τι πριν την Επανάσταση. Η μόνη μαρτυρία για το αντίθετο ήταν η σιωπηλή διαμαρτυρία που ένιωθες μέσα σου, το ενστικτώδες αίσθημα ότι οι συνθήκες ζωής σήμερα σού είναι ανυ­πόφορες και ότι κάποτε στο παρελθόν θα πρέπει να ήταν διαφορετι­κές. Του ήρθε η σκέψη ότι το κύριο χαρακτηριστικό της τωρινής ζωής δεν ήταν η σκληρότητα και η ανασφάλεια, αλλά η αδιαφορία, η μιζέρια, η υποταγή. Η ζωή, αν κοίταζες γύρω, δεν παρουσίαζε την παραμικρή ομοιότητα όχι μόνο με τα ψέματα που ξεχύνονταν από τις τηλεοθόνες, αλλά και με τα ιδανικά που προσπαθούσε να πραγ­ματοποιήσει το Κόμμα. Ακόμα και για ένα μέλος του Κόμματος πολλές πτυχές της ζωής ήταν ουδέτερες, δεν είχαν τίποτα να κάνουν με την πολιτική: ήταν μόνο η ταλαιπωρία και ο μόχθος της βαριάς δουλειάς, ένας αγώνας να εξασφαλίσεις μια θέση στον Υπό­γειο, να μαντάρεις μια παλιωμένη κάλτσα, να φυλάξεις τη γόπα του τελευταίου τσιγάρου που σου απόμεινε, να ζητιανέψεις μια ταμπλέ­τα ζαχαρίνη. Το ιδανικό που είχε ορίσει το Κόμμα ήταν κάτι τερά­στιο, τρομερό, αστραφτερό, ένας κόσμος από ατσάλι και μπετόν με τερατώδεις μηχανές και φοβερά όπλα, ένα έθνος πολεμιστών και φανατικών, που προχωρούσαν εμπρός μέσα σε τέλεια ενότητα, που έκαναν τις ίδιες σκέψεις, κραύγαζαν τα ίδια συνθήματα, που αιώνια εργάζονταν, πολεμούσαν, θριάμβευαν, καταδίωκαν. Τριακόσια εκα­τομμύρια άνθρωποι, όλοι με το ίδιο πρόσωπο. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν ερειπωμένες βρομερές πόλεις όπου σέρνονταν υποσιτι­σμένοι άνθρωποι με τρύπια παπούτσια μέσα σε μπαλωμένα σπίτια του δέκατου ένατου αιώνα, που μύριζαν πάντα λάχανο και ελεεινά αποχωρητήρια. Από τη σκέψη του πέρασε το όραμα του Λονδίνου τεράστιου κι ερειπωμένου, μια πολιτεία με ένα εκατομμύ­ριο σκουπιδοτενεκέδες…

… Μέρα νύχτα οι τηλεοθόνες σου έπαιρναν τ’ αφτιά με στατιστικές που αποδείκνυαν ότι οι άνθρωποι σήμερα είχαν περισσότερη τροφή, περισσότερα ρού­χα, καλύτερα σπίτια, καλύτερη ψυχαγωγία, ότι ζούσαν περισσότερα χρόνια, δούλευαν λιγότερες ώρες, ήταν ψηλότεροι, πιο υγιείς, πιο δυνατοί, πιο ευτυχισμένοι, πιο έξυπνοι, πιο μορφωμένοι απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν. Ούτε μια λέξη απ’ αυτές τις στατιστικές δεν μπορούσε να αποδειχθεί σωστή ή λανθασμένη. Το Κόμμα έλεγε, παραδείγματος χάρη, ότι σήμερα το σαράντα τοις εκατό των ενηλί­κων προλετάριων ήταν μορφωμένοιž ενώ, πριν από την Επανάσταση, έλεγε, ήταν μόνο το δεκαπέντε. Το Κόμμα ισχυριζόταν ότι η αναλο­γία της παιδικής θνησιμότητας ήταν τώρα μόνο εκατόν εξήντα στα χίλια, ενώ πριν από την Επανάσταση ήταν τριακόσια, και ούτω καθεξής. Ήταν σαν να έχεις μία εξίσωση με δύο αγνώστους. Θα μπορούσε κάθε λέξη από τα βιβλία της ιστορίας, ακόμα και τα πράγματα που παραδεχόταν κανείς αναντίρρητα, να είναι καθαρή φαντασία. Απ’ όσο ήξερε, μπορεί να μην είχε υπάρξει ο νόμος jus primae noctis ή πράγματα σαν τον καπιταλιστή και το ημίψηλο.

Το καθετί έσβηνε μες στην ομίχλη. Το παρελθόν είχε σβηστεί, το σβήσιμο είχε ξεχαστεί, το ψέμα γινόταν αλήθεια… "
GreekBloggers.com