21 Δεκεμβρίου 2016

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης και η Αθηναϊκή Δημοκρατία

Μπορεί να αποτελέσει η Αθηναϊκή Δημοκρατία οδηγό για τον τρόπο που θα λειτουργεί η Δημοκρατία στη σημερινή εποχή; Είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει τον Κ.Καστοριάδη σε πολλές δημοσιεύσεις του και το συμπέρασμα που βγαίνει δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο.
Στο κείμενο* που παραθέτω στη συνέχεια αναδεικνύονται κάποιοι από τους προβληματισμούς που προκύπτουν από τη σύγκριση του δημοφιλέστερου πολιτεύματος ανάμεσα στη σημερινή εποχή και σε εκείνην της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.

Η συχνότητα και ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται ο Καστοριάδης στην Αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα δείχνουν ότι τα επιτεύγματα της στον τομέα πρωτίστως της πολιτικής και δευτερευόντως της φιλοσοφίας και της τραγωδίας τον γοητεύουν και τον εμπνέουν, θεωρεί ότι στην Αρχαία Ελλάδα, μολονότι δε δημιουργήθηκαν ποτέ ιδεώδεις θεσμοί, συντελέστηκε η αμφισβήτηση των ήδη υπαρχόντων θεσμών, η οποία σηματοδότησε τη ρήξη με την ετερονομία και ταυτόχρονα την κίνηση προς την κατεύθυνση της αυτονομίας. Επικαλούμενος μάλιστα το Θουκυδίδη, υπογραμμίζει την ταύτιση της πόλης με τους πολίτες της, για να σταθεί ακολούθως στην τριπλή ιδιότητα των πολιτών ως "αυτονόμων" (αφού ορίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους), ως "αυτοδίκων" (αφού δικάζουν οι ίδιοι τις παραβάσεις που γίνονται) και ως "αυτοτελών" (αφού κυβερνούν οι ίδιοι τον εαυτό τους). Συμπεραίνει λοιπόν ότι στη δημοκρατία οι ίδιοι οι πολίτες δίνουν στον εαυτό τους το νόμο, δηλαδή διαμορφώνουν οι ίδιοι τους θεσμούς, με βάση τους οποίους ζουν, και συγκροτούν οι ίδιοι την κυβέρνηση, μέσω της οποίας καθορίζουν προς τα πού θα βαδίσουν. Επομένως, "εάν δεν είμαστε αυτόνομοι, αυτόδικοι και αυτοτελείς, δεν μπορούμε (...) να πούμε ότι ζούμε σε δημοκρατία".

16 Δεκεμβρίου 2016

Ο Τσίπρας, το ΔΝΤ, το Βερολίνο και τα βραχυπρόθεσμα (του Στ.Λυγερού)

Όλα είναι  ρευστά πλέον, όπως φαίνεται. Το αποτέλεσμα του ιταλικού δημοψηφίσματος, όσο και αν δεν προκάλεσε άμεσες εξελίξεις, δεν παύει να είναι ένας κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας που φαίνεται πως χαλαρώνει.
Το άρθρο του κ.Σταύρου Λυγερού που αναδημοσιεύω παρακάτω έχει γραφτεί περίπου μια βδομάδα νωρίτερα. Σε ορισμένα από τα θέματα που θίγει έχουν σημειωθεί κάποιες - έστω και ανεπαίσθητες - εξελίξεις. Παρ'όλα αυτά, καταγράφει και κάποιες προοπτικές σχετικά με το πού μπορεί να βαδίσουν τα πράγματα.

Όπως έχει καταστεί σαφές από τη ρητορική του, εδώ και καιρό ο Τσίπρας είχε επενδύσει όλες τις πολιτικές ελπίδες του στην ικανοποίηση από την Ευρωζώνη τριών αιτημάτων: Πρώτον, την επαρκή ελάφρυνση του χρέους. Δεύτερον τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο έληγε τον Μάρτιο και παρατείνεται μέχρι το τέλος του 2017. Τρίτον, τη μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 και για τα επόμενα χρόνια.
Όσον αφορά το χρέος, το  Eurogroup της 15ης Μαϊου 2016 είχε αποφασίσει την ανακοίνωση των λεγόμενων βραχυπρόθεσμων μέτρων ουσιαστικά πριν τη λήξη του 2016. Στην πραγματικότητα, πέρα από το ελληνικό αίτημα, ήταν η απαίτηση του ΔΝΤ που είχε υποχρεώσει τον Σόιμπλε να αποδεχθεί έστω και αυτό το λίγο. Υπενθυμίζουμε ότι η γερμανική Βουλή (και η ολλανδική) έχουν θέσει ως όρο για την εκταμίευση των δόσεων τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το ΔΝΤ υποστηρίζει σταθερά δύο θέσεις που εξυπηρετούν την Αθήνα: Πρώτον ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ως εκ τούτου απαιτείται γενναία ελάφρυνσή του και μάλιστα άμεσα. Δεύτερον, ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά είναι μη ρεαλιστικός και πως πρέπει να μειωθεί στο 1,5%. Είναι οι δύο θέσεις που δεν δέχεται το Βερολίνο.

14 Δεκεμβρίου 2016

Ευνοϊκές οι συνθήκες για τον Beppe Grillo, μπορεί όμως να κυβερνήσει;


Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία δεν αποκλείεται να επηρεάσουν και τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ περισσότερο επειδή στη χώρα αυτή γίνεται σεβαστή η ψήφος των πολιτών - σε μεγάλο βαθμό, τουλάχιστον - και που σίγουρα έγινε σεβαστό το αποτέλεσμα του πρόσφατου δημοψηφίσματος.
Παρακάτω, αναδημοσιεύω ένα άρθρο από τους Financial Times που υπογράφει όμως ένας Ιταλός, o James Politi*. Μπορούμε λοιπόν να τον θεωρήσουμε ως αρμόδιο για να μας δώσει μια εικόνα της σημερινής πραγματικότητας στη γείτονα χώρα. Και το καταφέρνει με αρκετά γλαφυρό τρόπο.
 
Για πολλά χρόνια, ο Ερμάνο Πέργκολα, ένας 66χρονος πωλητής κεραμικών ειδών, υποστήριζε το κόμμα Φόρτσα Ιτάλια και χαρακτήριζε τον εαυτό του πιστό οπαδό του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ενώ έκλεινε όμως την περασμένη εβδομάδα το κατάστημά του στην Πομέτσια, μια παραλιακή πόλη νοτίως της Ρώμης, είπε ότι στρέφεται τώρα προς το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, το ανερχόμενο αντισυστημικό κόμμα της χώρας. 
«Δοκιμάσαμε τα τελευταία χρόνια όλων των ειδών τα προγράμματα – και πήγαν στα σκουπίδια», είπε. «Ας δοκιμάσουμε λοιπόν κι αυτούς τους τύπους. Η δοκιμή δεν βλάπτει, έτσι δεν είναι;» 
Ο Πέργκολα είναι ένας από τα 19,4 εκατομμύρια Ιταλών που ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Το αποτέλεσμα αυτό αποτέλεσε θρίαμβο για το κόμμα που ίδρυσε ο Μπέπε Γκρίλο το 2009, το οποίο έχει ταχθεί υπέρ ενός δημοψηφίσματος για την αποχώρηση της Ιταλίας από το ευρώ. 
«Βγήκαμε στην πλατεία και πανηγυρίσαμε, ήταν μια όμορφη στιγμή», λέει ο Φάμπιο Φούτσι, ο 37χρονος δήμαρχος της Πομέτσια, όπου το ΟΧΙ έλαβε 73%. 
Το ερώτημα που θέτουν όμως τα παραδοσιακά κόμματα της Ιταλίας, μαζί με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, είναι κατά πόσον οι Πέντε Αστέρες μπορούν να μετατρέψουν αυτή την επιτυχία σε νίκη στις βουλευτικές εκλογές. 

12 Δεκεμβρίου 2016

Αν όχι τώρα, πότε; (του Γ.Βαρουφάκη)

Στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε προχθές στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Γ.Βαρουφάκης ξεσκεπάζει την εικόνα που προσπάθησε η Κυβέρνηση να περάσει στους πολίτες ως αληθινή και προτρέπει τον πρωθυπουργό να αντισταθεί, θεωρώντας ότι αυτή η χρονική περίοδος είναι η πλέον κατάλληλη.
Θεωρητικά δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τα γραφόμενά του. Πρακτικά δεν μπορώ να ξέρω αν - σε περίπτωση που ήταν (και) αυτή τη χρονική στιγμή υπουργός Οικονομικών - θα ήθελε ή θα μπορούσε να εφαρμόσει αυτά που προτρέπει την τωρινή κυβέρνηση να κάνει.
Εφόσον όμως δεν το ξέρουμε αυτό, δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε γι'αυτά που γράφει, αν και πολλοί θα ανατρέξουν στην πολιτική που εφάρμοσε ο ίδιος όταν ήταν υπουργός και θα τον κρίνουν κάνοντας συγκρίσεις.
Πολλά έχουν συμβεί, όμως, από τότε γι'αυτό ας επικεντρωθούμε πλέον στο σήμερα. 


Ήταν το Eurogroup που, υποτίθεται, θα αντάμειβε την κυβέρνηση με ανακουφιστική αναδιάρθρωση χρέους.

Κατέληξε να είναι το Eurogroup που μονιμοποίησε τη σκληρότατη, συνεχώς αύξουσα λιτότητα για τα επόμενα δέκα χρόνια και τη ματαίωση της οποιασδήποτε ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους.  

Μέσα από τα σαγόνια μιας προαναγγελθείσης επιτυχίας η κυβέρνηση «απέσπασε» ένα Βατερλό.

Ας δούμε τα πράγματα ψυχρά και αντικειμενικά από τη σκοπιά του τι έπρεπε να γίνει, τι ήλπιζε (και υποσχόταν) η κυβέρνηση ότι θα γίνει και τι τελικά έγινε.


Τι έπρεπε να έχει γίνει κατ’ ελάχιστον.

Τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την ανάκαμψη ήταν:

    (1) Αναδιάρθρωση χρέους που να επιτρέπει στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος (από το 2017 και για κάθε έτος μετά, συμπεριλαμβανόμενου και του 2018) το πολύ της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ – κάτι που θα ισοδυναμούσε με πάγωμα της λιτότητας στα σημερινά επίπεδα (δηλαδή το ελάχιστο που απαιτείται).

    (2) Επαναφορά της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στη ρευστότητα της ΕΚΤ (τεχνικά μιλώντας, επαναφορά του waiver που «τράβηξε» η ΕΚΤ την 4η Φεβρουαρίου του 2015).

    (3) Ανακοίνωση ότι από τον Ιανουάριο οι ελληνικοί «τίτλοι» (δηλαδή χρέος «ελληνικής κοπής», π.χ. κρατικά ομόλογα αλλά και ιδιωτικό χρέος) θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, δίνοντας μια εκ των ων ουκ άνευ ένεση αισιοδοξίας.

5 Δεκεμβρίου 2016

Το ζήτημα των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου μετά το 1990

To ζήτημα της αποπληρωμής από πλευράς της Γερμανίας του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων που οφείλονται στη χώρα μας, επανέρχεται κάθε τόσο στην επικαιρότητα μετά τη διακήρυξη από πλευράς των ελληνικών κυβερνήσεων (όποτε θυμούνται αυτό το θέμα) ότι θα επιμείνουν στη διεκδίκηση αυτών των ποσών (αν και το ύψος στο οποίο ανέρχονται αυτά τα ποσά δεν έχει καθοριστεί ακόμα).
Αρκετές φορές οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν υποβάλλει κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες αιτήματα για την καταβολή αυτών των γερμανικών οφειλών προς τη χώρα μας χωρίς επιτυχία, αφού προσέκρουαν στην άρνηση των γερμανών με το επιχείρημα ότι η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 την είχε απαλλάξει από αυτήν την καταβολή μέχρι την οριστική επίλυση του γερμανικού ζητήματος, δηλαδή την επανένωση.
Μετά την επανένωση του 1990 η χώρα μας έθεσε ξανά το θέμα επίσημα στις 14 Νοεμβρίου του 1995 με τη ρηματική διακοίνωση που επέδωσε ο Έλληνας πρέσβυς στη Γερμανία Ιωάννης Μπουρλογιάννης-Τσαγγαρίδης στο γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Χάρτμαν, χωρίς αποτέλεσμα (φυσικά !).
Στο παρακάτω κείμενο του Δημ.Κ.Αποστολόπουλου* περιγράφεται η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί πάνω σε αυτό το θέμα από το 1990 και μετά, ενώ προτείνονται και κάποια επιχειρήματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η χώρα μας στις συζητήσεις για τη διεκδίκηση αυτών των ποσών.
-->

Το ζήτημα των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου μετά το 1990

Μόνο σε έναν και μοναδικό ουσιαστικό λόγο θα μπορούσε να στηριχθεί η αναβολή της αποπληρωμής των πολεμικών χρεών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και αυτός ήταν η διαίρεση των δύο Γερμανιών. Το 1990 οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν και το θέμα της Γερμανίας ρυθμίστηκε οριστικά στο διεθνές πεδίο. Από τη δεκαετία του 1990 δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την Ελλάδα, όπως και για άλλες χώρες, που καταστράφηκαν από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου, ώστε να ξεκινήσει εκ νέου η πολιτική συζήτηση γύρω από την προβληματική των αποζημιώσεων. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας της 12ης Σεπτεμβρίου 1990 (γνωστής ως Συνθήκης «2+4»: Δυτική και Ανατολική Γερμανία μαζί με ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), η οποία βέβαια σύμφωνα με την άποψη της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης δεν έχει τη νομική ισχύ Συνθήκης Ειρήνης, αλλά από τη στιγμή που ρυθμίζει οριστικά το γερμανικό ζήτημα είναι λογικό να ερμηνευθεί ως τέτοια, είναι σαφές ότι το Σύμφωνο του Λονδίνου του 1953, που μέχρι τότε αποτελούσε εμπόδιο για τη χορηγία αποζημιώσεων, μετατράπηκε σε δεσμευτική για την ενιαία Γερμανία νομική υποχρέωση. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε η ελληνική κυβέρνηση με την επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης του 1995.

GreekBloggers.com