Στην ακολουθία του Αλεξάνδρου βρισκόταν επίσης ο οπαδός του Δημόκριτου Ανάξαρχος κι ο φίλος του τελευταίου Πύρρων από την Ήλιδα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, ο Πύρρων θα πρέπει να έζησε μοναχικά αργότερα. Θα πρέπει να του στοίχισε, όταν άκουσε κάποιον Ινδό να βρίζει τον Ανάξαρχο γιατί υπηρετούσε στη βασιλική αυλή, αντί να βελτιώνει τους άλλους με τις νουθεσίες του. Επειδή η σκεπτικιστική επιφύλαξη του Πύρρωνα έβρισκε εφαρμογή και στην καθημερινή του ζωή, εφόσον χαρακτήριζε την αδιαφορία απέναντι στην ύπαρξη και την ψυχική γαλήνη ως στόχο του σοφού, πολλοί υπέθεσαν ότι οι ερεθισμοί που δέχτηκε στις Ινδίες καθόρισαν κι αυτές τη διαμόρφωση της διδασκαλίας του. Βέβαια, εδώ θα έπρεπε να εικάσουμε λιγότερο βουδιστικές επιρροές και περισσότερο επιδράσεις μιας αρχαιότερης μορφής του ινδικού σκεπτικισμού, για την οποία μας πληροφορεί ο βουδιστικός Κανών.Η κυριότερη πηγή, από την οποία αντλούσε η αρχαιότητα τις γνώσεις της για τις Ινδίες, ήταν το σωζόμενο σε αποσπάσματα βιβλίο του Μεγασθένη, ο οποίος παρέμεινε στην αυλή του Ινδού βασιλιά Τσαντραγκούπτα (Σανδράκοττος) από το 302 έως το 291 ως πρεσβευτής του Νικάτορα από τη Σελεύκεια. Αυτός μιλάει για δύο κατηγορίες Ινδών σοφών, τους Βραχμάνους και τους Σαρμάνους· στους τελευταίους δεν ανήκουν μόνο βουδιστές μοναχοί, όπως νόμισαν μερικοί, αλλά οι πιο διαφορετικές κατηγορίες ασκητών, αφού και στον Κανόνα πάλι χρησιμοποιείται η έκφραση σαμαναβράχμανα για μέλη μη βουδιστικών αιρέσεων. Ο Μεγασθένης παραθέτει μερικές μαρτυρίες σχετικά με τη διδασκαλία Ινδών φιλοσόφων, αλλά είναι δύσκολο να τις αναγάγουμε σε συγκεκριμένα ινδικά συστήματα. Ο Εγήσανδρος μάς αναφέρει, ότι ο γιος του Τσαντραγκούπτα Αμιτροχάτης (Αμιτραγκχάτα, πιο γνωστός ως Μπιντουσάρα) είχε παρακαλέσει τον Αντίοχο Σωτήρα να του στείλει γλυκό κρασί, ξερά σύκα και έναν Έλληνα σοφιστή. Ο Αντίοχος όμως, λέγεται, του απάντησε πως θα έπρεπε να παραιτηθεί από την τελευταία αυτή επιθυμία, γιατί δεν ήταν δυνατό, σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, να πωλούνται σοφιστές. Αν σ’ αυτή την πληροφορία κρύβεται κάποιος πυρήνας αλήθειας, τότε θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε με σιγουριά, ότι στις Ινδίες είχαν ακούσει κάτι γύρω από την ελληνική φιλοσοφία.
Ο γιος αυτού του Ινδού ηγεμόνα, ο Ασόκα (273-232), στο δέκατο τρίτο διάταγμά του, από όσα γράφονταν σε βράχο, καυχιέται ότι είχε στείλει αποστόλους του βουδισμού στον Αντίοχο Θεό στην Εγγύς Ανατολή, στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο στην Αίγυπτο, στον Αντίγονο Γονατά στη Μακεδονία, στον Μάγα στην Κυρήνη και στον Αλέξανδρο στην Ήπειρο. Ωστόσο τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με τη μοίρα αυτών των αποστολών. Αργότερα ακούμε για Ελληνοϊνδούς βασιλιάδες που κυβερνούσαν στην περιοχή των νοτιοδυτικών συνόρων και τιμούσαν ινδικούς θεούς. Ο σημαντικότερος από αυτούς, ο Μένανδρος, ο οποίος βασίλευσε στην Καμπούλ γύρω στα 150 π.Χ., εμφανίζεται να μιλάει με το βουδιστή μοναχό Ναγκασένα στο έργο της συλλογής "Πάλι, Οι ερωτήσεις του Μιλίντα".
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή οι σχέσεις των Ινδιών με τη Δύση ήταν πολύ πυκνές, όπως μαρτυρούν τα ρωμαϊκά νομίσματα που έχουν βρεθεί στις νότιες Ινδίες. Στην εποχή του Αυγούστου ήρθε στην Ευρώπη κάποιος Ινδός ασκητής με τ’ όνομα Ζαρμανοχέγας (Σραμανατσάρια, «αρχηγός των επαιτών μοναχών»;) μαζί με πρεσβεία από Ινδούς. Κάηκε ζωντανός με τη θέλησή του στην Αθήνα, κι έδειχναν τον τάφο του για πολύ καιρό αργότερα. Ο νεοπυθαγόρειος Απολλώνιος από τα Τύανα (στην Καππαδοκία), που έζησε την εποχή του Νέρωνα, πρέπει να είχε κάνει φιλοσοφικές συζητήσεις με βραχμάνους στις Ινδίες, όπως πληροφορούμαστε από τη βιογραφία του γεμάτη με μυθιστορηματικά στοιχεία, γραμμένη από τον Φλάβιο Φιλόστρατο (3ος αιώνας). Ο γνωστικός Βαρδεσάνης (154-222) πήρε από μια ινδική πρεσβεία προς τον αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο μια σειρά από στοιχεία για τις ινδικές θρησκείες, που μπορεί να είχαν επηρεάσει τη διδασκαλία του. Οπωσδήποτε, η γνώση των ινδικών διδασκαλιών ήταν τότε στη Δύση αξιόλογη. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (πέθανε στα 215) αναφέρει τον Βούδα, «που τον τιμούν οι Ινδοί σαν θεό». Σχετικά με τον Βούδα, ο Άγιος Ιερώνυμος (πέθανε στα 420) ξέρει ότι γεννήθηκε από την πλευρά μιας παρθένου, σύμφωνα με την άποψη των γυμνοσοφιστών. Επίσης και αλλού στη λογοτεχνία βρίσκουμε μια σειρά από μαρτυρίες για ινδικές θρησκευτικές αντιλήψεις. Και ο Πλωτίνος μοιάζει να τρέφει πολλή εκτίμηση για την ινδική σοφία. Μας αναφέρει, ότι στα 243 μ.Χ. ακολούθησε το στρατό του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ΄, που βάδιζε εναντίον των Περσών, με την ελπίδα να μπορέσει έτσι να μελετήσει στην πηγή της την περσική και ινδική σοφία. Η άτυχη πορεία αυτής της εκστρατείας είχε βέβαια ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει ο Πλωτίνος να φθάσει στις Ινδίες.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα σε αρχαίους φιλοσόφους και βραχμάνους μέχρι αρκετά υστερότερους χρόνους. «Κάποιος Σαλλούστιος, κυνικός φιλόσοφος, που είχε τη δύναμη να αναισθητοποιείται απέναντι στη δύναμη της φωτιάς, όπως ο φακίρης, τόλμησε να μπει, στα μέσα του 5ου αιώνα, σ’ έναν κύκλο εθνικών συνωμοτών, όπου μπορούσε να γνωριστεί με βραχμάνους. Η τροφή τους αποτελούνταν απλώς και μόνο από ρύζι, χουρμάδες και νερό και ήταν ακόμη πιο λιτή από τη δική του, κάτι που του προξένησε θαυμασμό».
Ενώ όμως μας παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν έλθει σε επαφή με την ινδική σοφία, δεν κατέχουμε κανενός είδους ινδικές παραδόσεις για τη γνώση των αρχαίων Ινδών γύρω από τη δυτική φιλοσοφία. Η αιτία αυτού του γεγονότος μπορεί να βρίσκεται στο ότι οι Ινδοί στα κείμενά τους δεν αναφέρονται συνήθως στις δοξασίες ξένων λαών. Ακόμη και το Ισλάμ δεν μνημονεύεται στα φιλοσοφικά κείμενα του 16ου αιώνα, αν και από καιρό είχε ριζώσει σε εκτεταμένες περιοχές των Ινδιών. Το γεγονός, ότι σε κανένα ινδικό κείμενο δεν γίνεται αναφορά ούτε της εκστρατείας του Αλεξάνδρου, ούτε των ταξιδιών των Ινδών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μας διδάσκει, ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί το argumentum e silentio* να εμφανισθεί ως απόδειξη για την έλλειψη επιδράσεων. Η ινδική αστρολογία, η οποία χρησιμοποιεί ελληνικούς τεχνικούς όρους, δείχνει την πραγματική ύπαρξη τέτοιας επίδρασης σε άλλους τομείς.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα διακόπηκε σχεδόν ολοκληρωτικά η σύνδεση ανάμεσα στις Ινδίες και τη Δύση. Εφόσον η χριστιανική θεολογία αξίωνε να είναι ο μοναδικός φορέας όλης της αλήθειας, δεν μπόρεσε φυσικά να ελκύσει το ενδιαφέρον της η ινδική φιλοσοφία.
Ο γιος αυτού του Ινδού ηγεμόνα, ο Ασόκα (273-232), στο δέκατο τρίτο διάταγμά του, από όσα γράφονταν σε βράχο, καυχιέται ότι είχε στείλει αποστόλους του βουδισμού στον Αντίοχο Θεό στην Εγγύς Ανατολή, στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο στην Αίγυπτο, στον Αντίγονο Γονατά στη Μακεδονία, στον Μάγα στην Κυρήνη και στον Αλέξανδρο στην Ήπειρο. Ωστόσο τίποτα δεν είναι γνωστό σχετικά με τη μοίρα αυτών των αποστολών. Αργότερα ακούμε για Ελληνοϊνδούς βασιλιάδες που κυβερνούσαν στην περιοχή των νοτιοδυτικών συνόρων και τιμούσαν ινδικούς θεούς. Ο σημαντικότερος από αυτούς, ο Μένανδρος, ο οποίος βασίλευσε στην Καμπούλ γύρω στα 150 π.Χ., εμφανίζεται να μιλάει με το βουδιστή μοναχό Ναγκασένα στο έργο της συλλογής "Πάλι, Οι ερωτήσεις του Μιλίντα".
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή οι σχέσεις των Ινδιών με τη Δύση ήταν πολύ πυκνές, όπως μαρτυρούν τα ρωμαϊκά νομίσματα που έχουν βρεθεί στις νότιες Ινδίες. Στην εποχή του Αυγούστου ήρθε στην Ευρώπη κάποιος Ινδός ασκητής με τ’ όνομα Ζαρμανοχέγας (Σραμανατσάρια, «αρχηγός των επαιτών μοναχών»;) μαζί με πρεσβεία από Ινδούς. Κάηκε ζωντανός με τη θέλησή του στην Αθήνα, κι έδειχναν τον τάφο του για πολύ καιρό αργότερα. Ο νεοπυθαγόρειος Απολλώνιος από τα Τύανα (στην Καππαδοκία), που έζησε την εποχή του Νέρωνα, πρέπει να είχε κάνει φιλοσοφικές συζητήσεις με βραχμάνους στις Ινδίες, όπως πληροφορούμαστε από τη βιογραφία του γεμάτη με μυθιστορηματικά στοιχεία, γραμμένη από τον Φλάβιο Φιλόστρατο (3ος αιώνας). Ο γνωστικός Βαρδεσάνης (154-222) πήρε από μια ινδική πρεσβεία προς τον αυτοκράτορα Αντωνίνο Πίο μια σειρά από στοιχεία για τις ινδικές θρησκείες, που μπορεί να είχαν επηρεάσει τη διδασκαλία του. Οπωσδήποτε, η γνώση των ινδικών διδασκαλιών ήταν τότε στη Δύση αξιόλογη. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (πέθανε στα 215) αναφέρει τον Βούδα, «που τον τιμούν οι Ινδοί σαν θεό». Σχετικά με τον Βούδα, ο Άγιος Ιερώνυμος (πέθανε στα 420) ξέρει ότι γεννήθηκε από την πλευρά μιας παρθένου, σύμφωνα με την άποψη των γυμνοσοφιστών. Επίσης και αλλού στη λογοτεχνία βρίσκουμε μια σειρά από μαρτυρίες για ινδικές θρησκευτικές αντιλήψεις. Και ο Πλωτίνος μοιάζει να τρέφει πολλή εκτίμηση για την ινδική σοφία. Μας αναφέρει, ότι στα 243 μ.Χ. ακολούθησε το στρατό του αυτοκράτορα Γορδιανού Γ΄, που βάδιζε εναντίον των Περσών, με την ελπίδα να μπορέσει έτσι να μελετήσει στην πηγή της την περσική και ινδική σοφία. Η άτυχη πορεία αυτής της εκστρατείας είχε βέβαια ως αποτέλεσμα να μην μπορέσει ο Πλωτίνος να φθάσει στις Ινδίες.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις σχέσεις ανάμεσα σε αρχαίους φιλοσόφους και βραχμάνους μέχρι αρκετά υστερότερους χρόνους. «Κάποιος Σαλλούστιος, κυνικός φιλόσοφος, που είχε τη δύναμη να αναισθητοποιείται απέναντι στη δύναμη της φωτιάς, όπως ο φακίρης, τόλμησε να μπει, στα μέσα του 5ου αιώνα, σ’ έναν κύκλο εθνικών συνωμοτών, όπου μπορούσε να γνωριστεί με βραχμάνους. Η τροφή τους αποτελούνταν απλώς και μόνο από ρύζι, χουρμάδες και νερό και ήταν ακόμη πιο λιτή από τη δική του, κάτι που του προξένησε θαυμασμό».
Ενώ όμως μας παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς μια σειρά από περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είχαν έλθει σε επαφή με την ινδική σοφία, δεν κατέχουμε κανενός είδους ινδικές παραδόσεις για τη γνώση των αρχαίων Ινδών γύρω από τη δυτική φιλοσοφία. Η αιτία αυτού του γεγονότος μπορεί να βρίσκεται στο ότι οι Ινδοί στα κείμενά τους δεν αναφέρονται συνήθως στις δοξασίες ξένων λαών. Ακόμη και το Ισλάμ δεν μνημονεύεται στα φιλοσοφικά κείμενα του 16ου αιώνα, αν και από καιρό είχε ριζώσει σε εκτεταμένες περιοχές των Ινδιών. Το γεγονός, ότι σε κανένα ινδικό κείμενο δεν γίνεται αναφορά ούτε της εκστρατείας του Αλεξάνδρου, ούτε των ταξιδιών των Ινδών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μας διδάσκει, ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί το argumentum e silentio* να εμφανισθεί ως απόδειξη για την έλλειψη επιδράσεων. Η ινδική αστρολογία, η οποία χρησιμοποιεί ελληνικούς τεχνικούς όρους, δείχνει την πραγματική ύπαρξη τέτοιας επίδρασης σε άλλους τομείς.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα διακόπηκε σχεδόν ολοκληρωτικά η σύνδεση ανάμεσα στις Ινδίες και τη Δύση. Εφόσον η χριστιανική θεολογία αξίωνε να είναι ο μοναδικός φορέας όλης της αλήθειας, δεν μπόρεσε φυσικά να ελκύσει το ενδιαφέρον της η ινδική φιλοσοφία.
* «Επιχείρημα από τη σιωπή». Πρόκειται για έναν συλλογισμό που βασίζεται στο γεγονός ότι κάτι δεν αναφέρεται ή δεν τεκμηριώνεται. Η λογική πίσω από αυτό είναι ότι, εφόσον δεν υπάρχει μαρτυρία ή αναφορά για κάτι, ίσως αυτό δεν συνέβη ή δεν υπήρξε.
Πηγή: "Η Φιλοσοφία των Ινδών" του Helmut Von Glasenapp