Πολλή συζήτηση έχει γίνει για το ρόλο που διαδραματίζουν οι οίκοι αξιολόγησης και κατά πόσον επενεργούν θετικά στα πλαίσια των οικονομικών δραστηριοτήτων, τόσο των κρατών όσο και των επιχειρήσεων.
Στη συνέχεια παραθέτω το πρώτο μέρος (θα ακολουθήσει και δεύτερο) άρθρου που αναλύει τα συν και τα πλην (που φαίνεται πως είναι περισσότερα) της λειτουργίας τους.
Οι οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας αποτελούν ιδιωτικές εταιρίες, που ως διακηρυγμένο σκοπό έχουν την παροχή των υπηρεσιών που ο τίτλος τους ορίζει, δηλαδή την αξιολόγηση της φερεγγυότητας των δανειζομένων (αξιολογούμενες οντότητες). Εν τούτοις, έχουν κατηγορηθεί για την ενεργή συμμετοχή τους στην κερδοσκοπία των χρηματοοικονομικών επενδύσεων.
Οι οίκοι αξιολόγησης μέχρι πριν από τριάντα έτη παρουσίαζαν ενδιαφέρον μόνον ή κυρίως για την αμερικανική αγορά. Σταδιακά η Ευρώπη άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον για τις αξιολογήσεις τους.
Βεβαίως, στο διάστημα αυτό, η προσοχή των αμερικανικών και ευρωπαϊκών οργάνων και αγορών στρεφόταν αποκλειστικά και μόνο στα αποτελέσματα των αξιολογήσεων τους, που βαθμιαία όλο και περισσότερο επηρέαζαν τις επενδυτικές επιλογές. Για την κανονιστική ρύθμιση της λειτουργίας τους δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρωτοβουλία, παρά μόνο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007. Έως τότε, η υπόθεση ότι δεν είχαν κανένα λόγο να κάνουν ατελείς αξιολογήσεις, αφού αυτό θα οδηγούσε στη πτώση της φήμης και πελατείας τους, θεωρούνταν επαρκής λόγος μη λήψης μέτρων εναντίον τους.
Αλλά και στη χώρα μας, υπήρξαν ισχυρές απόψεις για την ανάγκη μη θεσμοθετήσεως όχι μόνο οποιωνδήποτε κυρωτικών κανόνων, αλλά ακόμη και των μη δεσμευτικών κωδίκων δεοντολογίας. Το σκεπτικό βασιζόταν στο ότι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού ήταν επαρκές στοιχείο για την αυτορρύθμιση των εταιριών, αφού κάθε ενδιαφερόμενη εταιρία αρκούσε να δεσμεύεται μόνο από το δικό της σύστημα διαχείρισης ολικής ποιότητας, το οποίο θα πιστοποιούσαν άλλες αρμόδιες εταιρίες και θα τηρούσε με εσωτερικούς ελέγχους η ίδια.
Η συζήτηση για τη ρύθμιση της λειτουργίας των οίκων αξιολόγησης ξεκίνησε κατά την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας και ειδικώς, μετά τις εσφαλμένες εκτιμήσεις περί της φερεγγυότητας εταιριών όπως η Enron, η Worldcom και η Parmalat και την προξενηθείσα οικονομική κρίση που εξήχθη σε όλες τις αγορές. Μόνο τότε οι οίκοι αξιολόγησης ήλθαν στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος, εγείροντας ερωτήματα γύρω από την αξιοπιστία τους, τις μεθόδους δράσης, την εποπτεία και τη νομική ευθύνη τους.
Στο αντικείμενο αξιολόγησής των οίκων αξιολόγησης εντάσσονται αφενός, όλες οι οικονομικές δομές που θέλουν να αντλήσουν κεφάλαια, όπως, κράτη, δήμοι, πανεπιστήμια, τράπεζες, ασφαλιστικοί οργανισμοί, επιχειρήσεις, ιδιώτες, αφετέρου, όλα τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία που μπορεί να αξιολογηθούν, όπως κινητές αξίες (αξιόγραφα με στενή έννοια όπως οι μετοχές, και με ευρεία έννοια, δηλ. πιστωτικοί τίτλοι, όπως είναι τα χρηματόγραφα, δηλαδή η συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγή, η επιταγή, τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου και ακόμη οι ομολογίες, τα ασφαλιστήρια κ.λπ.) και προϊόντα διαχείρισης επενδύσεων.
Το έργο τους συνίσταται κυρίως πρώτον, στην παροχή πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας σχετικά με τον αξιολογούμενο φορέα (εφεξής αξιολογούμενη οντότητα) και δεύτερον, στην επιβεβαίωση της οικονομικής θέσης των αξιολογούμενων, με σκοπό την αποφυγή ή μείωση των πιστωτικών κινδύνων των δανειστών ή επενδυτών σε αυτόν.
Οι οίκοι αξιολόγησης διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές και τραπεζικές αγορές, δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας τις οποίες διενεργούν χρησιμοποιούνται συχνά από κυβερνήσεις, θεσμικούς επενδυτές, οικονομικές ρυθμιστικές αρχές, πιστωτικά ιδρύματα, επενδυτικές εταιρείες, ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, εκδότες χρηματοπιστωτικών τίτλων, συμβούλους χρεογράφων και δανειολήπτες για να λαμβάνουν επενδυτικές και χρηματοδοτικές αποφάσεις.
Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας αποτελούν δηλαδή, πηγή πληροφόρησης και σημείο αναφοράς πρώτον, για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των δανειζομένων, δεύτερον, για την επιβεβαίωση της φερεγγυότητας των δανειζομένων και τρίτον, για τον υπολογισμό των κινδύνων που ενέχει η δραστηριότητα των επενδυτών.
Έχει αποδειχθεί ότι οι αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης έχουν επίδραση στο κόστος των κεφαλαίων που αναζητούν οι δανειζόμενοι, στη ροή των πιστώσεων, αλλά και στην οικονομική σταθερότητα των αξιολογουμένων οντοτήτων και εν γένει των αγορών.
Δηλαδή, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας δεν αφορούν μόνο τα δύο προφανή μέρη μιας σχέσης, ήτοι τον δανειστή-επενδυτή και τον δανειζόμενο, αλλά επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των αγορών και την εμπιστοσύνη των επενδυτών και καταναλωτών.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι οίκοι αξιολόγησης δύνανται να αποτελέσουν παράγοντα αποσταθεροποίησης και ούτως ή άλλως αποτελούν ένα «σοβαρό παράγοντα μεταβολής της διάθεσης των αγορών». Για παράδειγμα, στην ασιατική και την ελληνική κρίση, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας από οποιονδήποτε οίκο, ακολουθούνταν άμεσα και με αγελαίο τρόπο από την υποβάθμιση που ενεργούσαν και οι υπόλοιποι οίκοι αξιολόγησης εις βάρος εθνικών οικονομιών.
Γι’ αυτό και έχει εύλογα κριθεί ότι η αποσταθεροποιητική λειτουργία των οίκων αξιολόγησης κατά την πρώτη υποβάθμιση μιας αξιολογούμενης οντότητας, δεν λειτουργεί κυρίως προς την κατεύθυνση βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας και προστασίας των επενδυτών, αλλά μάλλον έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αυτο-εκπληρούμενης προφητείας. Δηλαδή, η ανακοίνωση της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας προκαλεί αυτό το οποίο θεωρητικά, θέλει να αποφύγει. Την κατάρρευση κρατών και επενδυτών.
Μάλιστα, η αντικειμενικότητα και αμεροληψία τους δοκιμάζεται από πλήθος οικονομικών μελετών που τους αποδίδουν ιδιοτέλεια, προκαταλήψεις και γεωπολιτικές επιδιώξεις ως προς την αξιολόγηση κρατών και τίτλων δημόσιου χαρακτήρα, για τους εξής λόγους:
- Οι αξιολογήσεις κρατών είναι προκυκλικές και επιδεινώνουν τις οικονομικές κρίσεις και τις κρίσεις χρέους.
- Οι αξιολογήσεις των τίτλων κρατών ή δήμων είναι συστηματικά (και οπωσδήποτε κατά κανόνα) χαμηλότερες από αυτές των οντοτήτων ιδιωτικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη την ίδια κατηγορία κινδύνων, στοιχείο που αποδεικνύει προκατειλημμένες θέσεις των οίκων αξιολόγησης.
- Οι υποβαθμίσεις των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης είναι υπερβολικές και μεθοδολογικά αδικαιολόγητες.
- Οι αξιολογήσεις τους χαρακτηρίζονται από ισχυρές πολιτιστικές προκαταλήψεις και επηρεάζονται από γεωπολιτικούς συσχετισμούς. Οι σημαντικότεροι οίκοι αξιολόγησης αξιολογούν ευμενέστερα τις χώρες που έχουν την έδρα τους, καθώς και τις αγγλόφωνες χώρες, εγείροντας έτσι ερωτήματα για το εάν στον πυρήνα της λειτουργίας τους κυριαρχεί η οικονομική – χρηματοπιστωτική στόχευση ή η παραγωγή τεχνικών ελέγχου και διακυβέρνησης.
Πρόσφατη απόδειξη της υψηλής παγκόσμιας γεωπολιτικής σημασίας των οίκων αξιολόγησης αποτελεί το γεγονός ότι η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, η Κίνα και η Νότια Αφρική, χώρες γνωστές και ως BRICS, που ευαγγελίζονται ότι επιδιώκουν μια «δίκαιη, δημοκρατική και πολυπολική παγκόσμια τάξη», αποφάσισαν την ίδρυση και λειτουργία ενός δικού τους οίκου αξιολόγησης.