Τελικά οι οίκοι αξιολόγησης κάνουν καλό ή κακό, αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο που είθισται να λειτουργούν;
Διαβάζοντας το παρακάτω 2ο μέρος της αναφοράς μας στους οίκους αξιολόγησης τείνουμε να συμπεράνουμε ότι περισσότερο κάνουν ζημιά παρά οφελούν τις εθνικές ή/και οικονομικές οντότητες που αξιολογούν, άρα και γενικότερα τις οικονομικές δραστηριότητες. Οπότε καθίσταται αναγκαία η διαφοροποίηση των κανόνων με βάση τους οποίους λειτουργούν.
Τέσσερα είναι τα κυριότερα ζητήματα, που δημιούργησαν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των οίκων αξιολόγησης. Το ολιγοπώλιο των αξιολογητών, η έλλειψη ανεξαρτησίας, η έλλειψη προβλεψιμότητας και η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων. Ειδικότερα,
Ι. Οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch κατέχουν περίπου το 90% της παγκόσμιας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με τους δύο πρώτους να μοιράζονται περίπου το 80%. Ο έλεγχος της αγοράς, ουσιαστικά, από δύο οίκους αξιολόγησης ευδοκίμησε από κανονιστικό πλαίσιο των Η.Π.Α. (NRSRO) που παρήγαγε μείωση του ανταγωνισμού και κατ’ ακολουθία, τη μείωση της αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας των οίκων. Η διάρρηξη αυτής της ολιγοπωλιακής κατάστασης αποτελεί νομοθετικό στόχο των Η.Π.Α. και της Ε.Ε., όπως κατωτέρω εκτίθεται.
ΙΙ. O ρόλος των οίκων αξιολόγησης εστιάζεται στη διαμεσολάβηση μεταξύ δανειστών-επενδυτών και όσων αναζητούν την άντληση κεφαλαίων. Οι αξιολογήσεις διακρίνονται σε αυτές που γίνονται κατόπιν παραγγελίας (με εντολή) και σε αυτεπάγγελτες (χωρίς εντολή). Οι οίκοι αξιολόγησης κατά κανόνα πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους από τους αξιολογούμενους που τις παραγγέλνουν (εταιρίες, εκδότες ομολόγων ή μετοχών, διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων κ.λπ.). Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αξιολογούμενοι παρέχουν στους οίκους αυτούς και όλη την πληροφόρηση, προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις αξιολογήσεως. Αντιστοίχως, οι οίκοι παρέχουν στους αξιολογούμενους αξιολόγηση και φήμη. Στους δε επενδυτές, παρέχουν μέσω των αξιολογήσεων γνώση και εποπτεία των πιθανών επενδύσεων. Ουσιαστικά, οι οίκοι πληρώνονται για την τελική έκθεση αξιολόγησης και όχι για όλη τη διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων, εκτίμησης κινδύνου και ανάλυσης δεδομένων της αξιολόγησης. Έχει παρατηρηθεί ότι αν ο αξιολογούμενος δυσαρεστηθεί από την αξιολόγηση δεν επανέρχεται ως πελάτης, μπορεί δε και να μην αποπληρώσει τις υπηρεσίες που έλαβε. Έτσι, η ευθύνη και η δεοντολογία των οίκων κάμπτεται από την ανάγκη πληρωμής τους, αναδεικνύοντας ένα σοβαρό ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων και εν τέλει έλλειψης ανεξαρτησίας.
ΙΙΙ. Η ασιατική κρίση του 1997 θεωρείται ως κατ’ εξοχήν απόδειξη της έλλειψης προβλεψιμότητας επερχόμενης κρίσης, αφού οι οίκοι αξιολόγησης κατηγορήθηκαν για την έλλειψη οποιασδήποτε διορατικότητας, καθότι ακολουθούσαν την πλειοψηφούσα άποψη των διαμορφωτών της αγοράς, ενώ στη συνέχεια έκαναν ραγδαίες αξιολογήσεις και υποβιβασμούς πιστοληπτικής ικανότητας τραπεζών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την υπερδιόγκωση των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων στην οικονομία κρατών, επιχειρήσεων και λαών.
ΙV. Όπως διαπιστώθηκε και από την επίσημη αναφορά της έρευνας που διεξάχθηκε από την συσταθείσα από το κογκρέσο των ΗΠΑ επιτροπή για την οικονομική κρίση, οι οίκοι αξιολόγησης απέτυχαν, μεταμορφώνοντας επισφαλείς υποθήκες σε τοξικά οικονομικά προϊόντα, τα οποία χαρακτήριζαν ασφαλή, ενώ οι επενδυτές σε αυτά τα προϊόντα εμπιστεύονταν τους οίκους χωρίς να δείξουν καμία επιμέλεια, με αποτέλεσμα την συνεχόμενη παραγωγή νεότερων τοξικών προϊόντων με τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Εγκληματικές συμπεριφορές
Αναφέρθηκε ήδη ότι οι κύριες λειτουργίες των οίκων αξιολόγησης αφορούν πρώτον, την πληροφόρηση που παρέχουν στους επενδυτές και δεύτερον, την επιβεβαίωση της οικονομικής θέσης των αξιολογούμενων.
Αμφότερες οι λειτουργίες μπορούν να επηρεαστούν από συγκρούσεις συμφερόντων στις οποίες κυρίαρχο ρόλο έχει η παράνομη, παράτυπη ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά μετόχων, μελών Διοικητικών ή Εποπτικών Συμβουλίων (εφεξής Δ.Σ. ή Ε.Σ.), στελεχών, αναλυτών αξιολογήσεων ή ακόμη και εργαζομένων σε οίκους αξιολόγησης.
Τέτοιες συμπεριφορές, όπως καταγράφονται στην παγκόσμια βιβλιογραφία, σε εκθέσεις ανεξάρτητων επιτροπών και ινστιτούτων, κείμενα δεσμευτικών και μη δεσμευτικών κανόνων, αλλά και σε ποινικούς και αστικούς κώδικες και ειδικούς νόμους, είναι κυρίως, οι ακόλουθες :
Ι. Σε επίπεδο αναλυτών και εργαζομένων
1.- Αναλυτές αξιολογήσεων ή εργαζόμενοι (με σημαντική επιρροή) σε οίκους αξιολόγησης κατέχουν τίτλους ή καταθέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα (issuer or debtor).
2.- Αναλυτές αξιολογήσεων κατέχουν διευθυντικές ή εργασιακές θέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα.
3.- Αναλυτές αξιολογήσεων δανείζονται με προνομιακούς όρους από την αξιολογούμενη οντότητα ή έχουν ιδιαίτερα προσωπικές σχέσεις με φυσικά πρόσωπα σε θέσεις επιρροής της αξιολογούμενης οντότητας.
4.- Αναλυτές αξιολογήσεων λαμβάνουν δώρα ή άλλα ωφελήματα και παροχές από αξιολογούμενες οντότητες.
5.- Αναλυτές αξιολογήσεων που αμείβονται από τις αξιολογούμενες οντότητες. Η υψηλή αξιολόγηση αυξάνει τις αμοιβές και προσελκύει νέους πελάτες.
6.- Η ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών μεταξύ αναλυτών αξιολογήσεων που εργάζονται με διαφορετικές εντολές αναλύσεων.
ΙΙ. Σε εταιρικό επίπεδο
1.- Η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας αφορά μια αξιολογούμενη οντότητα που είναι θυγατρική ή συνδεδεμένη επιχειρηματικά με τον οίκο αξιολόγησης.
2.- Οίκοι αξιολόγησης που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα μέρος ή τμήμα της ιδιοκτησίας των αξιολογουμένων οντοτήτων.
3.- Ο οίκος αξιολόγησης παράλληλα με την αξιολόγηση διατηρεί και σχέση συμβούλου (consulting) προς την αξιολογούμενη οντότητα.
4.- Ο Οίκος αξιολόγησης παρέχει συμβουλές για το σχεδιασμό και την εισαγωγή στην αγορά δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων που στη συνέχεια αξιολογεί ο ίδιος.
5.-Σε περιπτώσεις συνεχιζόμενων περιοδικών αξιολογήσεων η αξιολόγηση αποκτά φιλικά χαρακτηριστικά, ώστε να μην διακοπεί λόγω δυσαρέσκειας η σχέση. Οι οίκοι και οι αξιολογούμενες οντότητες συνάπτουν μακροχρόνιες σχέσεις, στις οποίες οι αξιολογούμενες οντότητες πληρώνουν για την παροχή υπηρεσιών των αξιολογητών τους. Η χρόνια συνεργασία αυξάνει πιθανότητες κατασκευής αξιολογήσεων σύμφωνα με τις επιθυμίες του αξιολογούμενου.
6.- Η πληρωμή των παραγγελθεισών αξιολογήσεων από την αξιολογούμενη οντότητα οδηγεί σε υψηλή αξιολόγηση για να μην δυσαρεστηθεί ο αξιολογούμενος.
7.- Η επιβολή τελών αξιολογήσεως με εκβιαστικό ή δωροληπτικό χαρακτήρα που δεν αιτιολογούνται από διαφορά κόστους υπηρεσιών.
8.- Η επιβολή τελών αξιολογήσεως με εκβιαστικό ή δωροληπτικό χαρακτήρα που εξαρτώνται από την έκβαση της αξιολόγησης.
9.- Σε περίπτωση αξιολόγησης δημοσίου χρέους γίνονται συστάσεις για την κατεύθυνση της εθνικής πολιτικής του αξιολογούμενου κράτους.
10.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας με σκοπό ή αποτέλεσμα την χειραγώγηση, τον εξαναγκασμό σε πράξεις ή παραλείψεις ή την καταστροφή της οικονομικής της κατάστασης.
11.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας άρνηση αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας με σκοπό ή αποτέλεσμα την διατήρηση της δυσμενούς οικονομικής θέσης της.
12.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας χρήση πληροφοριών για την εκπόνηση αξιολόγησης που είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες.
13.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας έλλειψη αξιόπιστης μεθοδολογίας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
14.- Η αποφυγή επανεξέτασης μιας αξιολόγησης όταν σημειώνονται ουσιώδεις αλλαγές, που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα άλλο αξιολογικό αποτέλεσμα.
15.- Η αποφυγή επανεξέτασης μιας αξιολόγησης όταν οι μεθοδολογίες, πρότυπα ή βασικές παραδοχές της αξιολόγησης τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα.
16.- Η ανάμιξη των οίκων αξιολόγησης στη δημιουργία νέων επενδυτικών προϊόντων που αξιολογούνται από τους ίδιους.
17.- Η παραπλάνηση επενδυτών με τη δημοσίευση εσφαλμένων πληροφοριών για τη θετική προοπτική χρηματοπιστωτικών τίτλων.
18.- Η δημοσίευση μιας αυτεπάγγελτης μη ευνοϊκής αξιολόγησης ως μέσο πίεσης στον αξιολογούμενο για να αναθέσει νέα αξιολόγηση στον οίκο αξιολόγησης για να πετύχει ευνοϊκότερη αξιολόγηση.
19.- H συναυτουργία σε παραπλάνηση σε χρηματιστικές πράξεις.
20.- Η συμμετοχή σε πράξεις απάτης ή χειραγώγησης της αγοράς.
ΙΙΙ. Σε επίπεδο μετόχων ή μελών Δ.Σ. ή Ε.Σ. και στελεχών οίκων αξιολόγησης
1.- Μέτοχοι ή μέλη Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.) ή Εποπτικών Συμβουλίων (Ε.Σ.) οίκων αξιολόγησης ή στελέχη ή πρόσωπα που μέσω ελέγχου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον οίκο, μπορεί να είναι και μέλη Δ.Σ. ή Ε.Σ. ή στελέχη αξιολογούμενης οντότητας.
2.- Μέτοχοι ή μέλη Δ.Σ. ή Ε.Σ. οίκων αξιολόγησης ή στελέχη ή πρόσωπα που μέσω ελέγχου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον οίκο, μπορεί να έχουν επενδύσει στην αξιολογούμενη οντότητα.
3.- Δωροληψία ή εκβίαση εκ μέρους μετόχων, μελών Δ.Σ. ή Ε.Σ., στελεχών, αναλυτών αξιολογήσεων ή εργαζομένων σε οίκο αξιολόγησης ή άλλων άμεσα ή έμμεσα συνδεομένων με αυτόν μέσω ελέγχου προσώπων, η οποία τελείται εις βάρος μελών Δ.Σ. ή άλλων αποφασιστικών οργάνων της αξιολογούμενης οντότητας.
Από την απόλυτη ελευθερία στις αυξανόμενες ρυθμίσεις
Οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές «απαιτούν ένα παγκόσμιο σύστημα ελέγχου και ρύθμισης».
Αυτό κρίνεται ως αναγκαίο γιατί η παγκοσμιοποίηση ενεργοποιεί πέραν των υπολοίπων ασυμμετριών και τις νομικές ασυμμετρίες. Αυτές αυξάνουν τους κινδύνους των συνδεόμενων αγορών, αφού κράτη και διεθνείς θεσμοί έχουν αποτύχει στη δημιουργία αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου των αγορών και βεβαίως, των οίκων αξιολόγησης.
Ως γενικό πλαίσιο, αυτή η θέση είναι σαφής. Επίσης σαφές είναι ότι δεν είναι ορατή στο άμεσο μέλλον η ανάληψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ρυθμιστικής αρχής.
Αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην παραίτηση από την ανάληψη άλλων επί μέρους πρωτοβουλιών. Ο ισχυρισμός ότι ο έλεγχος σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να εμπεδωθεί εξαιτίας της παγκοσμιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν είναι ούτε θεωρητικά ακριβής ούτε εμπειρικά αποδεικτέος. Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το εάν, πως και πότε, μπορεί να υπάρξει ένα παγκόσμιο κοινό τεχνητό νόμισμα αναφοράς και μια ενιαία διεθνής εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών, ως μέσα ελέγχου της διεθνούς κερδοσκοπίας, όπως κατά καιρούς έχει προταθεί, είναι στον παρόντα χρόνο αναγκαία η ενίσχυση της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για την περιφερειακή αναδιάταξη και την επαναρρύθμιση των αγορών.
Αυτό ενδείκνυται ακριβώς γιατί οι εσφαλμένες αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης απέτυχαν να προσδιορίσουν έγκαιρα την επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς και τη μείωση της φερεγγυότητας χρηματοπιστωτικών οργανισμών και έτσι, συνέβαλαν σημαντικά στη διόγκωση και επιτάχυνση των συνεπειών της διεθνούς κρίσης που ξεκίνησε το 2007.
Κυρίως, από αυτή την αποτυχία αναδείχθηκε η ανάγκη θεσπίσεως ενός κοινού ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των οίκων αξιολόγησης.
Βεβαίως, η κυρίαρχη προσέγγιση αναγνωρίζοντας την ανάγκη μεταρρυθμίσεων του ρυθμιστικού πλαισίου των οίκων αξιολόγησης, συνδέει αυτές αποκλειστικά με τη διασφάλιση σταθερότητας στις κεφαλαιαγορές και την ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών.
Η προσέγγιση αυτή είναι στενά οικονομική και δεν αναδεικνύει την βασικότερη ανάγκη που επιβάλλει τις κανονιστικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή είναι η ανάγκη περιορισμού μιας δύναμης ισχύος, που δύναται να επηρεάσει την οικονομική σταθερότητα οποιουδήποτε κράτους και την οικονομική ασφάλεια κάθε λαού. Ως εκ τούτου ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι μόνο ένα πεδίο δράσεως ιδιωτικών συμφερόντων με σκοπό το κέρδος, αλλά πρωτίστως αποτελεί δημόσιο αγαθό και σε κάθε περίπτωση επηρεάζει το δημόσιο αγαθό της οικονομικής ασφάλειας και προόδου, αφού ο χαρακτήρας και η λειτουργικότητά του πρέπει να υπηρετούν όλα τα τμήματα του πληθυσμού και να είναι χρήσιμος σε αυτά.
Επομένως, είναι σημαντικό οι δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της υπευθυνότητας και της χρηστής διακυβέρνησης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απορρέουσες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ανεξάρτητες, αντικειμενικές και με επαρκή ποιότητα.
Διαβάζοντας το παρακάτω 2ο μέρος της αναφοράς μας στους οίκους αξιολόγησης τείνουμε να συμπεράνουμε ότι περισσότερο κάνουν ζημιά παρά οφελούν τις εθνικές ή/και οικονομικές οντότητες που αξιολογούν, άρα και γενικότερα τις οικονομικές δραστηριότητες. Οπότε καθίσταται αναγκαία η διαφοροποίηση των κανόνων με βάση τους οποίους λειτουργούν.
Τέσσερα είναι τα κυριότερα ζητήματα, που δημιούργησαν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των οίκων αξιολόγησης. Το ολιγοπώλιο των αξιολογητών, η έλλειψη ανεξαρτησίας, η έλλειψη προβλεψιμότητας και η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων. Ειδικότερα,
Ι. Οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s, Standard & Poor’s και Fitch κατέχουν περίπου το 90% της παγκόσμιας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με τους δύο πρώτους να μοιράζονται περίπου το 80%. Ο έλεγχος της αγοράς, ουσιαστικά, από δύο οίκους αξιολόγησης ευδοκίμησε από κανονιστικό πλαίσιο των Η.Π.Α. (NRSRO) που παρήγαγε μείωση του ανταγωνισμού και κατ’ ακολουθία, τη μείωση της αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας των οίκων. Η διάρρηξη αυτής της ολιγοπωλιακής κατάστασης αποτελεί νομοθετικό στόχο των Η.Π.Α. και της Ε.Ε., όπως κατωτέρω εκτίθεται.
ΙΙ. O ρόλος των οίκων αξιολόγησης εστιάζεται στη διαμεσολάβηση μεταξύ δανειστών-επενδυτών και όσων αναζητούν την άντληση κεφαλαίων. Οι αξιολογήσεις διακρίνονται σε αυτές που γίνονται κατόπιν παραγγελίας (με εντολή) και σε αυτεπάγγελτες (χωρίς εντολή). Οι οίκοι αξιολόγησης κατά κανόνα πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους από τους αξιολογούμενους που τις παραγγέλνουν (εταιρίες, εκδότες ομολόγων ή μετοχών, διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων κ.λπ.). Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αξιολογούμενοι παρέχουν στους οίκους αυτούς και όλη την πληροφόρηση, προκειμένου να συντάξουν τις εκθέσεις αξιολογήσεως. Αντιστοίχως, οι οίκοι παρέχουν στους αξιολογούμενους αξιολόγηση και φήμη. Στους δε επενδυτές, παρέχουν μέσω των αξιολογήσεων γνώση και εποπτεία των πιθανών επενδύσεων. Ουσιαστικά, οι οίκοι πληρώνονται για την τελική έκθεση αξιολόγησης και όχι για όλη τη διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων, εκτίμησης κινδύνου και ανάλυσης δεδομένων της αξιολόγησης. Έχει παρατηρηθεί ότι αν ο αξιολογούμενος δυσαρεστηθεί από την αξιολόγηση δεν επανέρχεται ως πελάτης, μπορεί δε και να μην αποπληρώσει τις υπηρεσίες που έλαβε. Έτσι, η ευθύνη και η δεοντολογία των οίκων κάμπτεται από την ανάγκη πληρωμής τους, αναδεικνύοντας ένα σοβαρό ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων και εν τέλει έλλειψης ανεξαρτησίας.
ΙΙΙ. Η ασιατική κρίση του 1997 θεωρείται ως κατ’ εξοχήν απόδειξη της έλλειψης προβλεψιμότητας επερχόμενης κρίσης, αφού οι οίκοι αξιολόγησης κατηγορήθηκαν για την έλλειψη οποιασδήποτε διορατικότητας, καθότι ακολουθούσαν την πλειοψηφούσα άποψη των διαμορφωτών της αγοράς, ενώ στη συνέχεια έκαναν ραγδαίες αξιολογήσεις και υποβιβασμούς πιστοληπτικής ικανότητας τραπεζών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την υπερδιόγκωση των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων στην οικονομία κρατών, επιχειρήσεων και λαών.
ΙV. Όπως διαπιστώθηκε και από την επίσημη αναφορά της έρευνας που διεξάχθηκε από την συσταθείσα από το κογκρέσο των ΗΠΑ επιτροπή για την οικονομική κρίση, οι οίκοι αξιολόγησης απέτυχαν, μεταμορφώνοντας επισφαλείς υποθήκες σε τοξικά οικονομικά προϊόντα, τα οποία χαρακτήριζαν ασφαλή, ενώ οι επενδυτές σε αυτά τα προϊόντα εμπιστεύονταν τους οίκους χωρίς να δείξουν καμία επιμέλεια, με αποτέλεσμα την συνεχόμενη παραγωγή νεότερων τοξικών προϊόντων με τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Εγκληματικές συμπεριφορές
Αναφέρθηκε ήδη ότι οι κύριες λειτουργίες των οίκων αξιολόγησης αφορούν πρώτον, την πληροφόρηση που παρέχουν στους επενδυτές και δεύτερον, την επιβεβαίωση της οικονομικής θέσης των αξιολογούμενων.
Αμφότερες οι λειτουργίες μπορούν να επηρεαστούν από συγκρούσεις συμφερόντων στις οποίες κυρίαρχο ρόλο έχει η παράνομη, παράτυπη ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά μετόχων, μελών Διοικητικών ή Εποπτικών Συμβουλίων (εφεξής Δ.Σ. ή Ε.Σ.), στελεχών, αναλυτών αξιολογήσεων ή ακόμη και εργαζομένων σε οίκους αξιολόγησης.
Τέτοιες συμπεριφορές, όπως καταγράφονται στην παγκόσμια βιβλιογραφία, σε εκθέσεις ανεξάρτητων επιτροπών και ινστιτούτων, κείμενα δεσμευτικών και μη δεσμευτικών κανόνων, αλλά και σε ποινικούς και αστικούς κώδικες και ειδικούς νόμους, είναι κυρίως, οι ακόλουθες :
Ι. Σε επίπεδο αναλυτών και εργαζομένων
1.- Αναλυτές αξιολογήσεων ή εργαζόμενοι (με σημαντική επιρροή) σε οίκους αξιολόγησης κατέχουν τίτλους ή καταθέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα (issuer or debtor).
2.- Αναλυτές αξιολογήσεων κατέχουν διευθυντικές ή εργασιακές θέσεις στην αξιολογούμενη οντότητα.
3.- Αναλυτές αξιολογήσεων δανείζονται με προνομιακούς όρους από την αξιολογούμενη οντότητα ή έχουν ιδιαίτερα προσωπικές σχέσεις με φυσικά πρόσωπα σε θέσεις επιρροής της αξιολογούμενης οντότητας.
4.- Αναλυτές αξιολογήσεων λαμβάνουν δώρα ή άλλα ωφελήματα και παροχές από αξιολογούμενες οντότητες.
5.- Αναλυτές αξιολογήσεων που αμείβονται από τις αξιολογούμενες οντότητες. Η υψηλή αξιολόγηση αυξάνει τις αμοιβές και προσελκύει νέους πελάτες.
6.- Η ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών μεταξύ αναλυτών αξιολογήσεων που εργάζονται με διαφορετικές εντολές αναλύσεων.
ΙΙ. Σε εταιρικό επίπεδο
1.- Η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας αφορά μια αξιολογούμενη οντότητα που είναι θυγατρική ή συνδεδεμένη επιχειρηματικά με τον οίκο αξιολόγησης.
2.- Οίκοι αξιολόγησης που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα μέρος ή τμήμα της ιδιοκτησίας των αξιολογουμένων οντοτήτων.
3.- Ο οίκος αξιολόγησης παράλληλα με την αξιολόγηση διατηρεί και σχέση συμβούλου (consulting) προς την αξιολογούμενη οντότητα.
4.- Ο Οίκος αξιολόγησης παρέχει συμβουλές για το σχεδιασμό και την εισαγωγή στην αγορά δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων που στη συνέχεια αξιολογεί ο ίδιος.
5.-Σε περιπτώσεις συνεχιζόμενων περιοδικών αξιολογήσεων η αξιολόγηση αποκτά φιλικά χαρακτηριστικά, ώστε να μην διακοπεί λόγω δυσαρέσκειας η σχέση. Οι οίκοι και οι αξιολογούμενες οντότητες συνάπτουν μακροχρόνιες σχέσεις, στις οποίες οι αξιολογούμενες οντότητες πληρώνουν για την παροχή υπηρεσιών των αξιολογητών τους. Η χρόνια συνεργασία αυξάνει πιθανότητες κατασκευής αξιολογήσεων σύμφωνα με τις επιθυμίες του αξιολογούμενου.
6.- Η πληρωμή των παραγγελθεισών αξιολογήσεων από την αξιολογούμενη οντότητα οδηγεί σε υψηλή αξιολόγηση για να μην δυσαρεστηθεί ο αξιολογούμενος.
7.- Η επιβολή τελών αξιολογήσεως με εκβιαστικό ή δωροληπτικό χαρακτήρα που δεν αιτιολογούνται από διαφορά κόστους υπηρεσιών.
8.- Η επιβολή τελών αξιολογήσεως με εκβιαστικό ή δωροληπτικό χαρακτήρα που εξαρτώνται από την έκβαση της αξιολόγησης.
9.- Σε περίπτωση αξιολόγησης δημοσίου χρέους γίνονται συστάσεις για την κατεύθυνση της εθνικής πολιτικής του αξιολογούμενου κράτους.
10.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας με σκοπό ή αποτέλεσμα την χειραγώγηση, τον εξαναγκασμό σε πράξεις ή παραλείψεις ή την καταστροφή της οικονομικής της κατάστασης.
11.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας άρνηση αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας μιας οντότητας με σκοπό ή αποτέλεσμα την διατήρηση της δυσμενούς οικονομικής θέσης της.
12.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας χρήση πληροφοριών για την εκπόνηση αξιολόγησης που είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες.
13.- Η εκ προθέσεως ή βαρείας αμελείας έλλειψη αξιόπιστης μεθοδολογίας αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
14.- Η αποφυγή επανεξέτασης μιας αξιολόγησης όταν σημειώνονται ουσιώδεις αλλαγές, που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα άλλο αξιολογικό αποτέλεσμα.
15.- Η αποφυγή επανεξέτασης μιας αξιολόγησης όταν οι μεθοδολογίες, πρότυπα ή βασικές παραδοχές της αξιολόγησης τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα.
16.- Η ανάμιξη των οίκων αξιολόγησης στη δημιουργία νέων επενδυτικών προϊόντων που αξιολογούνται από τους ίδιους.
17.- Η παραπλάνηση επενδυτών με τη δημοσίευση εσφαλμένων πληροφοριών για τη θετική προοπτική χρηματοπιστωτικών τίτλων.
18.- Η δημοσίευση μιας αυτεπάγγελτης μη ευνοϊκής αξιολόγησης ως μέσο πίεσης στον αξιολογούμενο για να αναθέσει νέα αξιολόγηση στον οίκο αξιολόγησης για να πετύχει ευνοϊκότερη αξιολόγηση.
19.- H συναυτουργία σε παραπλάνηση σε χρηματιστικές πράξεις.
20.- Η συμμετοχή σε πράξεις απάτης ή χειραγώγησης της αγοράς.
ΙΙΙ. Σε επίπεδο μετόχων ή μελών Δ.Σ. ή Ε.Σ. και στελεχών οίκων αξιολόγησης
1.- Μέτοχοι ή μέλη Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.) ή Εποπτικών Συμβουλίων (Ε.Σ.) οίκων αξιολόγησης ή στελέχη ή πρόσωπα που μέσω ελέγχου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον οίκο, μπορεί να είναι και μέλη Δ.Σ. ή Ε.Σ. ή στελέχη αξιολογούμενης οντότητας.
2.- Μέτοχοι ή μέλη Δ.Σ. ή Ε.Σ. οίκων αξιολόγησης ή στελέχη ή πρόσωπα που μέσω ελέγχου συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον οίκο, μπορεί να έχουν επενδύσει στην αξιολογούμενη οντότητα.
3.- Δωροληψία ή εκβίαση εκ μέρους μετόχων, μελών Δ.Σ. ή Ε.Σ., στελεχών, αναλυτών αξιολογήσεων ή εργαζομένων σε οίκο αξιολόγησης ή άλλων άμεσα ή έμμεσα συνδεομένων με αυτόν μέσω ελέγχου προσώπων, η οποία τελείται εις βάρος μελών Δ.Σ. ή άλλων αποφασιστικών οργάνων της αξιολογούμενης οντότητας.
Από την απόλυτη ελευθερία στις αυξανόμενες ρυθμίσεις
Οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές «απαιτούν ένα παγκόσμιο σύστημα ελέγχου και ρύθμισης».
Αυτό κρίνεται ως αναγκαίο γιατί η παγκοσμιοποίηση ενεργοποιεί πέραν των υπολοίπων ασυμμετριών και τις νομικές ασυμμετρίες. Αυτές αυξάνουν τους κινδύνους των συνδεόμενων αγορών, αφού κράτη και διεθνείς θεσμοί έχουν αποτύχει στη δημιουργία αποτελεσματικού ρυθμιστικού πλαισίου των αγορών και βεβαίως, των οίκων αξιολόγησης.
Ως γενικό πλαίσιο, αυτή η θέση είναι σαφής. Επίσης σαφές είναι ότι δεν είναι ορατή στο άμεσο μέλλον η ανάληψη πρωτοβουλίας για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ρυθμιστικής αρχής.
Αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην παραίτηση από την ανάληψη άλλων επί μέρους πρωτοβουλιών. Ο ισχυρισμός ότι ο έλεγχος σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να εμπεδωθεί εξαιτίας της παγκοσμιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν είναι ούτε θεωρητικά ακριβής ούτε εμπειρικά αποδεικτέος. Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το εάν, πως και πότε, μπορεί να υπάρξει ένα παγκόσμιο κοινό τεχνητό νόμισμα αναφοράς και μια ενιαία διεθνής εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών, ως μέσα ελέγχου της διεθνούς κερδοσκοπίας, όπως κατά καιρούς έχει προταθεί, είναι στον παρόντα χρόνο αναγκαία η ενίσχυση της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για την περιφερειακή αναδιάταξη και την επαναρρύθμιση των αγορών.
Αυτό ενδείκνυται ακριβώς γιατί οι εσφαλμένες αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης απέτυχαν να προσδιορίσουν έγκαιρα την επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς και τη μείωση της φερεγγυότητας χρηματοπιστωτικών οργανισμών και έτσι, συνέβαλαν σημαντικά στη διόγκωση και επιτάχυνση των συνεπειών της διεθνούς κρίσης που ξεκίνησε το 2007.
Κυρίως, από αυτή την αποτυχία αναδείχθηκε η ανάγκη θεσπίσεως ενός κοινού ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των οίκων αξιολόγησης.
Βεβαίως, η κυρίαρχη προσέγγιση αναγνωρίζοντας την ανάγκη μεταρρυθμίσεων του ρυθμιστικού πλαισίου των οίκων αξιολόγησης, συνδέει αυτές αποκλειστικά με τη διασφάλιση σταθερότητας στις κεφαλαιαγορές και την ενίσχυση της προστασίας των επενδυτών.
Η προσέγγιση αυτή είναι στενά οικονομική και δεν αναδεικνύει την βασικότερη ανάγκη που επιβάλλει τις κανονιστικές μεταρρυθμίσεις. Αυτή είναι η ανάγκη περιορισμού μιας δύναμης ισχύος, που δύναται να επηρεάσει την οικονομική σταθερότητα οποιουδήποτε κράτους και την οικονομική ασφάλεια κάθε λαού. Ως εκ τούτου ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν είναι μόνο ένα πεδίο δράσεως ιδιωτικών συμφερόντων με σκοπό το κέρδος, αλλά πρωτίστως αποτελεί δημόσιο αγαθό και σε κάθε περίπτωση επηρεάζει το δημόσιο αγαθό της οικονομικής ασφάλειας και προόδου, αφού ο χαρακτήρας και η λειτουργικότητά του πρέπει να υπηρετούν όλα τα τμήματα του πληθυσμού και να είναι χρήσιμος σε αυτά.
Επομένως, είναι σημαντικό οι δραστηριότητες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της υπευθυνότητας και της χρηστής διακυβέρνησης προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι απορρέουσες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ανεξάρτητες, αντικειμενικές και με επαρκή ποιότητα.