Στο κείμενο που αναδημοσιεύω στη συνέχεια από το βιβλίο του Ευ.Παπανούτσου "Οι Δρόμοι της Ζωής" - στο οποίο περιέχονται κείμενα που είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα στα τέλη της δεκαετίας του 70 - ο συγγραφέας/φιλόσοφος, αφού πρώτα διαπιστώνει την έλλειψη πολιτικής διαπαιδαγώγησης των Ελλήνων πολιτών, ανατρέχει στα κείμενα του Αριστοτέλη, προκειμένου να εξετάσει και να απαντήσει στο ερώτημα "ποιο είναι το καλύτερο πολίτευμα;"
Εάν κανείς
υποστηρίξει σοβαρά σε φιλικό κύκλο ότι όχι μόνο οι νέοι που φοιτούν ακόμα στο
σχολείο, αλλά και εμείς οι ώριμοι, που υποτίθεται ότι με τις εμπειρίες της
ηλικίας αποκτήσαμε τα εφόδια της ζωής, έχουμε ανάγκη από πολιτική αγωγή, είναι
σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει, αν όχι διαμαρτυρίες, ασφαλώς τη θυμηδία.
Εντούτοις παλαιότερα και πρόσφατα γεγονότα του εθνικού μας βίου πείθουν όποιον θα
τα εξετάσει με προσοχή ότι στο κεφάλαιο τούτο οι ελλείψεις μας είναι πολλές.
Και θα είχαμε αναρίθμητα σφάλματα αποφύγει, και σωθεί από άλλες τόσες πικρές μεταμέλειες,
αν είχαμε με κάποιο τρόπο διδαχτεί τα στοιχεία της πολιτικής θεωρίας. Το
Σύνταγμά μας, όπως και όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα, για την άσκηση των
πολιτικών μας δικαιωμάτων ως μόνους όρους θέτει την ενηλικίωση και τον (με την
ευρύτατη έννοια της λέξης) έντιμο βίο. Όχι και την προπαιδεία, ένα κάποιο
διαφωτισμό στα μεγάλα θέματα της πολιτικής ζωής. Υποτίθεται ότι μαζί με τη
γενική του εκπαίδευση, που είναι υποχρεωτική για τον πολίτη της Δημοκρατίας,
αυτός θα έχει πάρει και μια στοιχειώδη πολιτική αγωγή. Ποιαν όμως αγωγή του
τύπου τούτου δίνει στα παιδιά του Λαού το ελληνικό σχολείο — από το δημοτικό έως
το πανεπιστήμιο; Καλύτερα να μην επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση σ’ αυτό το
ερώτημα. Και ας υπογραμμίσουμε άλλη μια φορά την ανάγκη όλων των ηλικιών να διαπαιδαγωγηθούν
πολιτικά, εάν θέλουμε οι πολίτες αυτής της (ανέκαθεν δεινοπαθούσας από εσωτερικούς
κλυδωνισμούς) χώρας και άξιοι να γίνουν της Δημοκρατίας και συνειδητά να την
υπηρετήσουν.
Εάν μου έδιναν
την εντολή να διδάξω πολιτική θεωρία σε μικρούς και μεγάλους, εγώ — με την
άδειά σας — θα άρχιζα το μάθημά μου δίνοντας το λόγο σ’ ένα δοκιμασμένο και
απαράμιλλο στο είδος του συγγραφέα, Δάσκαλο των δασκάλων, στον Αριστοτέλη.
..........
Και επειδή ο αρχαίος φιλόσοφος αφετηρία στους πολιτικούς διαλογισμούς
του έχει τη σκέψη, ότι ο σκοπός για τον οποίο οι άνθρωποι ίδρυσαν «πόλιν»,
δηλαδή μια πολιτικά οργανωμένη κοινότητα, είναι όχι απλώς το «ζην», αλλά το «ευ
ζην» (διαφορετικά θα υπήρχε και «πόλις» δούλων και των άλλων ζώων, ενώ δεν
υπάρχει, γιατί δούλοι και ζώα «δεν μετέχουν στην ευδαιμονία, ουδέ στο ζην με
δική τους βούληση»), όπως λέει στο 3ο βιβλίο των «Πολιτικών» του (1280a
31- 34), θα άρχιζα από το τελευταίο βιβλίο των «Ηθικών
Νικομαχείων», όπου διευκρινίζεται η έννοια της «ευδαιμονίας» (ταυτόσημη του «ευ
ζην»). Για τους Έλληνες συγγραφείς των κλασικών χρόνων «ευδαιμονία» δεν είναι η
κοινή ευτυχία, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, ένα ανώτερο ποιόν ζωής. Γι’ αυτό
μερικές φορές αντιδιαστέλλουν τον «ευδαίμονα» προς τον «ευτυχή», όπως λ.χ.
κάνει ο Ευριπίδης στη «Μήδεια» (1230): «όλβου δ’ επιρρυέντος ευτυχέστερος
άλλου γένοιτ’ αν άλλος, ευδαίμων δ’ αν ού». "Αν έρθουν πλούτη — όπως με
πολλήν ευαισθησία μεταφράζει ο Π. Πρεβελάκης — «ο ένας απ’ τον άλλο τύχη
καλύτερη να πεις πως έχει, μα ευτυχισμένο, να μην πεις κανένα». Ευτυχής λοιπόν
είναι ο ευνοούμενος της τύχης, ο τυχερός, ευδαίμων ο ευνοούμενος των θεών, ο
μακάριος, αυτός που αξιώθηκε να αποκτήσει πληρότητα και κάλλος ζωής, όχι απλώς
πλούτη ή δύναμη. Η ευδαιμονία, λέγει στη συνέχεια ο Αριστοτέλης, είναι ένα αγαθό
που έχει αυτάρκεια, που δεν επιζητείται δηλαδή για χάρη κάποιου άλλου, αλλά
είναι «αιρετόν» καθ’ έαυτό, αγαθό αυτάξιο (Ηθικά Νικομ.· 1176b
1-10). Δεν έχει νόημα να ρωτήσει κανείς έναν άνθρωπο
«γιατί» και «για ποιο σκοπό» επιθυμεί και επιδιώκει την ευδαιμονία. Η αξίωση
αυτή είναι βαθιά και ουσιαστικά ανθρώπινη: θέλουμε την ευδαιμονία για την
ευδαιμονία.
Και για να την
αποκτήσουμε δεν φτάνει να συντάξουμε με περίσκεψη την ατομική, πρέπει να
οργανώσουμε ανάλογα και τη συλλογική μας ζωή. Ιδού ο λόγος που οι ελεύθεροι
άνθρωποι ιδρύουν «πόλεις», πολιτικά καθεστώτα, και αγρυπνούν για την ορθή λειτουργία
τους. Πάγια είναι η πεποίθηση του Έλληνα των κλασικών χρόνων ότι ευημερία,
δικαιοσύνη, ευδαιμονία δεν αποκτώνται ούτε διασφαλίζονται παρά μόνο σε μίαν
ευημερούσα, δίκαιη, ευδαίμονα «πόλη». Σοφοκλής, Θουκυδίδης, Πλάτων,
Αριστοτέλης, ο καθένας με το δικό του τρόπο, έχουν επισημάνει το αξίωμα τούτο.
Πώς όμως διοικείται, πώς πρέπει να λειτουργεί μια πόλη (ένα κράτος, θα λέγαμε
σήμερα) για να είναι σύμφωνη με την εικόνα της τέλειας μορφής της, με την «ιδέα»
της; Ακολουθώντας τη γραμμή του δασκάλου του ο Αριστοτέλης εκθέτει μεθοδικά τη
φυσιολογία και την παθολογία του πολιτεύματος με βάση την πλούσια πείρα του από
το πλήθος και την ποικιλία των ελληνικών πολιτειών της εποχής εκείνης. Τρεις
κύριοι τύποι διακρίνονται συνήθως, και από τον καθένα υπάρχει, λέγει, μια
υγιής και μια νοσηρά μορφή. Η διάκριση των τύπων γίνεται ανάλογα με τον αριθμό
των φορέων της εξουσίας- ή ένας ή λίγοι ή πολλοί θα είναι αυτοί. Σε
κάθε περίπτωση έχουμε μίαν «ορθή» πολιτεία και μια «παρέκβαση», μιάν εκτροπή από
το ορθό. Το κριτήριο είναι: πού αποβλέπουν και πώς κυβερνούν όσοι ασκούν την
εξουσία, προς «το κοινόν» ή προς «το ίδιον συμφέρον»; Στις ορθές πολιτείες οι
άρχοντες άρχουν προς το κοινόν συμφέρον: βασιλεία,
όταν ένας κυβερνά, αριστοκρατία, όταν άρχουν
λίγοι και σπουδαίοι, πολιτεία (έτσι ονομάζει
ο Αριστοτέλης την ορθή δημοκρατία) όταν άρχουν οι πολλοί, ο Δήμος. Στις «παρεκβάσεις»
στόχος και επιδίωξη των άρχοντων είναι όχι το κοινόν, αλλά το ίδιον συμφέρον.
Παρέκβαση από τη βασιλεία η τυραννίς, από την αριστοκρατία η ολιγαρχία, από την
«πολιτεία» η φαύλη δημοκρατία. Το δικό του συμφέρον κοιτάζει ο τύραννος, το
συμφέρον των εύπορων η ολιγαρχία, το συμφέρον μόνο των απόρων η φαύλη
δημοκρατία. Καμιά από τις παρεκβατικές αυτές μορφές δεν έχει σκοπό και
πρόγραμμά της να προαγάγει και να διασφαλίσει το κοινόν συμφέρον, το συμφέρον
όλων αδιακρίτως των πολιτών (Πολιτικά, βιβλ. Γ', 1279a 28-1279b 10).
Η ανάλυση αυτή,
τυπική τα χρόνια εκείνα, δεν ικανοποιεί τον Αριστοτέλη και ο φιλόσοφός μας
προχωρεί σε μια βαθύτερη διερεύνηση του θέματος. Ο αριθμός, λέγει, των φορέων
της εξουσίας δεν είναι ουσιαστικό γνώρισμα της δομής ενός πολιτεύματος (παρά
μόνο — φυσικά — στην περίπτωση της μοναρχίας, όπου ένας είναι ο βασιλεύς ή ο
τύραννος). Γιατί, υποθέσετε ότι σε μια πόλη οι περισσότεροι είναι εύποροι και οι
λιγότεροι άποροι, και άρχουν οι εύποροι, θα ονομάσουμε τούτο το πολίτευμα
δημοκρατικό; Κάπου αλλού λοιπόν πρέπει να αναζητήσουμε τη διαχωριστική γραμμή: στην
οικονομική δύναμη και στο πολιτικό πρόγραμμα των φορέων της εξουσίας. Εάν
κυβερνούν οι πλούσιοι, το πολίτευμα είναι ολιγαρχικό· όταν η εξουσία βρίσκεται στα
χέρια των λιγότερο ευνοημένων, των απόρων, η πόλη δημοκρατείται. «Εκείνο λοιπόν
κατά το όποιο διαφέρουν μεταξύ τους η δημοκρατία και η ολιγαρχία, είναι η πενία
και ο πλούτος· και κατ’ ανάγκη όπου οι άρχοντες άρχουν με βάση τον πλούτο τους,
εκεί το πολίτευμα είναι ολιγαρχικό, όπου κυβερνούν οι άποροι, δημοκρατικό· αλλά
συμβαίνει οι πρώτοι να είναι λίγοι και οι δεύτεροι πολλοί, γιατί λίγοι είναι εκείνοι
που ευπορούν, ενώ μέτοχοι της ελευθερίας είναι όλοι οι πολίτες. Γι’ αυτές ακριβώς
τις αιτίες φιλονικούν τα δύο μέρη ποιο θα εξουσιάζει την πολιτεία» (1279b
40-1280a 7). Ώστε η πάλη των οικονομικά διαχωρισμένων τάξεων για την εξουσία
προδιαγράφεται ήδη στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, ως μια πραγματολογική όμως
διατύπωση, όχι ως δεοντολογική αρχή, τέλεια μορφή της πολιτείας είναι κατά τον
φιλόσοφό μας εκείνη όπου το συμφέρον όλων αδιακρίτως των πολιτών, και όχι μιας
κοινωνικής τάξης, γίνεται ο στόχος των φορέων της εξουσίας. Αυτή είναι ή
διαφορά.
Ποια άραγε από τις
τρεις μορφές πολιτείας, τις «ορθές» φυσικά, όχι τις «παρεκβατικές», η
μοναρχική, η αριστοκρατική ή η δημοκρατική, είναι η προτιμότερη; Αξίζει να
διαβάσει κανείς τις σελίδες που έχει αφιερώσει στο καίριο τούτο θέμα ο αρχαίος φιλόσοφος,
για να θαυμάσει την οξύνοια, το θάρρος και τη λεπτότητά του. Όταν ρωτήθηκε,
κατά την παράδοση, ο Σόλων ποιο είδος πολιτεύματος συμβουλεύει ως έμπειρος και
σοφός νομοθέτης, λέγεται ότι ρώτησε κι αυτός με τη σειρά του: «για πού; και
πότε;», εννοώντας προφανώς ότι το «άριστον» σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι
κάτι το απόλυτο, αλλά συνάρτηση τοπικών και χρονικών όρων. Εάν λοιπόν για την Αθήνα
των προμηδικών χρόνων αποδείχτηκε άριστο το άλφα πολίτευμα, τούτο δεν είναι
κατ’ ανάγκη το καλύτερο που θα μπορούσε να έχει ύστερ’ από πενήντα χρόνια η
Σικυών π.χ. Ο Αριστοτέλης ακολουθεί άλλη γραμμή στα μαθήματά του. Πρώτα
περιορίζει τη σύγκριση σε δύο πολιτεύματα, το αριστοκρατικό και το δημοκρατικό,
αφήνοντας παράμερα τη μοναρχία. (Και τούτο έχει σημασία για το δάσκαλο του
’Αλεξάνδρου που κατηγορήθηκε ως «αντικαθεστωτικός» και έφυγε από την Αθήνα για να
πεθάνει στη Χαλκίδα). Επειδή — καθώς υποστηρίζουν μερικοί σχολιαστές του έργου
— η βασιλεία στις ελληνικές πόλεις της εποχής του ήταν σπάνιο πολίτευμα.
Πιθανότερος είναι ίσως ένας άλλος λόγος που φαίνεται αρκετά καθαρά μεσ’ από τις
γραμμές του κειμένου. Οι βασιλείς πέφτουν πολύ συχνά θύματα κολάκων και επιτήδειων
συμβούλων και επειδή η βούλησή τους δεν υπόκειται σε έλεγχο, γρήγορα
μετατρέπονται σε αυθαίρετους και βίαιους τυράννους· η τυραννίς όμως είναι
«παρέκβαση» και όχι μορφή πολιτείας, επομένως δεν δικαιούται να πάρει μέρος στη
σύγκριση.
Αριστοκρατία λοιπόν η (ορθή) δημοκρατία; Θεωρητικός και οπαδός της
χρυσής τομής, της «μεσότητος», ο Αριστοτέλης αποκρούει τα άκρα ως ασύμφορα για την
κοινωνική ευστάθεια και επικίνδυνα για τη νομιμότητα στο δημόσιο βίο, και δίνει
την προτίμησή του στο πολίτευμα που μπορεί να συνδυάσει τις αρετές και να αποφύγει
τα μειονεκτήματα των δύο τούτων τυπικών μορφών. Τα κύρια αξιώματα μέσα στην
πόλη πρέπει — λέγει — να κατέχουν οι άριστοι, οι «σπουδαίοι άνδρες», που έχουν
δώσει δείγματα της ικανότητάς τους και παρέχουν την εγγύηση ότι θα τηρήσουν με ευλάβεια
τους νόμους, το πλήθος όμως των πολιτών, ο μεγάλος αριθμός, θα μετέχει αποφασιστικά
στη διακυβέρνηση του κράτους με την άσκηση δύο κυριαρχικών δικαιωμάτων: του
«βουλεύεσθαι» και του «κρίνειν». Τον τύπο τούτο χάραξαν με τη σοφία τους ο Σόλων
και μερικοί άλλοι νομοθέτες που δίνουν στο λαό δικαίωμα συμμετοχής στις αρχαιρεσίες
και στον έλεγχο των αρχόντων, «άρχειν δε κατά μόνας ουκ εώσιν». Όσο για την αντίρρηση
ότι είναι επικίνδυνο να παραχωρηθεί στο πλήθος (όπου ο καθένας ως άτομο έχει μειωμένες
ικανότητες και όχι πάντοτε ανεπίληπτες προθέσεις) τέτοια δύναμη, ο Αριστοτέλης
είναι κατηγορηματικός: «Μπορούν» λέγει «οι πολλοί, που καθένας τους δεν είναι
σπουδαίος ανήρ, όταν συνέλθουν για ν’ αποφασίσουν, να είναι καλύτεροι από τους σπουδαίους,
όχι σαν απομονωμένα άτομα, αλλά ως σύνολο, όπως τα δείπνα που γίνονται με τη
συνεισφορά πολλών είναι καλύτερα από εκείνα που ετοιμάζονται με έξοδα ενός μόνο
χορηγού. Από τους πολλούς ο καθένας έχει μόριο αρετής και φρόνησης, όταν λοιπόν
συνέρχονται, γίνονται σαν ένας άνθρωπος με πολλά πόδια και με πολλά χέρια, που
έχει και πολλές αισθήσεις· το ίδιο συμβαίνει και με τα (συλλογικά) ήθη και τη
(συλλογική) διάνοια» (1281b 1-8). Σε τελευταία όμως ανάλυση — και τούτο πρέπει να το σημειώσουμε
ιδιαίτερα μέσα στην πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη —εκείνη η πολιτεία ορθοποδεί
όπου «κυριαρχούν οι ορθώς κείμενοι νόμοι και οι άρχοντες, είτε ένας είναι είτε
περισσότεροι, αποφαίνονται κυριαρχικά σε όσες περιπτώσεις αδυνατούν οι νόμοι να
καθορίσουν με ακρίβεια το σωστό, γιατί δεν είναι εύκολο να δηλώσει για όλα ο
νομοθέτης τη βούλησή του» (1282b 3-7).