Στη συνέχεια αναδημοσιεύω ένα τμήμα από την εισαγωγή του βιβλίου του Bruno Snell "Η Ανακάλυψη του Πνεύματος"*. Στο βιβλίο αυτό μελετάται η πορεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η συμβολή του στη συγκρότηση της ευρωπαϊκής σκέψης.
Η ευρωπαϊκή σκέψη αρχίζει με τους αρχαίους Έλληνες. Στην εποχή τους χρονολογείται γενικά η διαμόρφωση ενός μοναδικού τρόπου σκέψης, που για τον ευρωπαϊκό κόσμο έχει αναμφισβήτητα δεσμευτικό χαρακτήρα. Όταν μάλιστα με την προϋπόθεσή της ασκούμε επιστήμη ή φιλοσοφία, η σκέψη αυτή αποδεσμεύεται από κάθε σχετική ιστορική συνθήκη και σκοπεύει στο σταθερό και απόλυτο, στην αλήθεια. Ακριβέστερα: δεν σκοπεύει απλώς στην αλήθεια, αλλά και κατορθώνει να συλλάβει το σταθερό, το απόλυτο και το αληθινό. Ωστόσο η σκέψη αυτή σχηματίστηκε ιστορικά, και η λέξη «σχηματίστηκε» στην πραγματική της σημασία είναι πολύ πλουσιότερη από ό,τι συνήθως πιστεύεται. Επειδή είμαστε συνηθισμένοι να δεχόμαστε τη σκέψη αυτή υποχρεωτικά, την ταυτίζουμε κατά απλοϊκό και αυθόρμητο τρόπο με νοητικές διαδικασίες διαφορετικού τύπου. Έτσι, αν και η ολοένα αυξανόμενη κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα οδήγησε στην αναθεώρηση της ορθολογιστικής άποψης ότι το «πνεύμα» παραμένει αιώνια αμετάβλητο, οι δυσκολίες σχετικά με την κατανόηση της γένεσης της ελληνικής σκέψης εξακολουθούν να υφίστανται. Αυτό συμβαίνει γιατί οι μαρτυρίες του πρώιμου ελληνικού πολιτισμού κρίνονται με βάση τις δικές μας σύγχρονες αντιλήψεις. Έτσι επειδή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, τα πρώτα έργα της ελληνικής παράδοσης, επικοινωνούν άμεσα με τον σύγχρονο αναγνώστη και τον συγκινούν βαθιά, παραβλέπεται εύκολα το γεγονός ότι στον Όμηρο όλα είναι πολύ διαφορετικά από ό,τι στη δική μας εποχή.
Για να παρακολουθήσουμε την εξελικτική διαδικασία του πρώιμου ελληνικού πολιτισμού που οδηγεί ανοδικά προς την ευρωπαϊκή σκέψη πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη γένεση της σκέψης στον ελληνικό χώρο ως επανάσταση. Οι Έλληνες δεν πρόσθεσαν απλώς νέες περιοχές γνώσης (π.χ. επιστήμες, φιλοσοφία) με τη βοήθεια ενός ήδη δοσμένου πνευματικού εξοπλισμού, ούτε επέκτειναν παλαιές μεθόδους (π.χ. μια λογική διαδικασία), αλλά δημιούργησαν για πρώτη φορά αυτό που ονομάζουμε σκέψη.
Η ανακάλυψη του δραστήριου ερευνητικού πνεύματος είναι δική τους προσφορά. Βάση αυτού του πνεύματος αποτελεί μια καινούρια αντίληψη του ανθρώπου για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή τη διαδικασία, την ανακάλυψη του πνεύματος, έχουμε υπόψη μας στην εξέταση της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας από τον Όμηρο και μετά. Οι σταθμοί της πορείας αυτής είναι το έπος, η λυρική ποίηση, το δράμα, οι προσπάθειες για ορθολογική σύλληψη της φύσης και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ανακάλυψη του πνεύματος σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι εννοούμε όταν λέμε: ο Κολόμβος «ανακάλυψε» την Αμερική. Η Αμερική υπήρχε και πριν από την ανακάλυψή της, ενώ το ευρωπαϊκό πνεύμα δημιουργήθηκε συγχρόνως με την ανακάλυψή του. Η ύπαρξή του οφείλεται στη συνείδηση που απέκτησε ο άνθρωπος για τον ίδιο του τον εαυτό. Ωστόσο η χρήση του ρήματος «ανακαλύπτω» δεν είναι άστοχη στο σημείο αυτό. Το πνεύμα δεν «εφευρίσκεται» απλώς, όπως εφευρίσκεται ένα εργαλείο, που συντελεί στη βελτίωση των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου, ή μία μέθοδος, που συμβάλλει στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων. Το πνεύμα δεν είναι κάτι που θα μπορούσαμε να επινοήσουμε αυθαίρετα ή κάτι που θα μπορούσαμε να το προσαρμόσουμε, όπως προσαρμόζουμε τις εφευρέσεις μας ανάλογα με τους σκοπούς μας· το πνεύμα δεν είναι κατά κανένα τρόπο εφεύρεση προσανατολισμένη προς ένα σκοπό. Το πνεύμα «υπήρχε» κατά κάποιο τρόπο πριν να ανακαλυφθεί, μόνο που η μορφή του ήταν διαφορετική: δεν προϋπήρχε «ως» πνεύμα.
Στο σημείο αυτό προβάλλουν δύο δυσκολίες στην ορολογία. Η μία αφορά ένα φιλοσοφικό πρόβλημα. Όταν υποστηρίζουμε ότι οι Έλληνες ανακάλυψαν το πνεύμα και συγχρόνως πιστεύουμε ότι το πνεύμα δημιουργήθηκε για πρώτη φορά χάρη στους Έλληνες (ή, με γραμματική ορολογία: το πνεύμα δεν είναι μόνο εξωτερικό αλλά και εσωτερικό αντικείμενο), είναι φανερό ότι χρησιμοποιούμε μια μεταφορά. Ωστόσο η μεταφορά είναι αναπόφευκτη, και είναι ορθή η γλωσσική διατύπωση σε σχέση μ’ αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε, γιατί μόνο με τη χρήση μεταφορών μπορούμε να μιλούμε για το ανθρώπινο πνεύμα.
Η δεύτερη δυσκολία στην ορολογία αφορά ένα πρόβλημα της ιστορίας του πνεύματος. Όταν υποστηρίζουμε ότι το πνεύμα ανακαλύφθηκε και δημιουργήθηκε από τους Έλληνες τη μεθομηρική εποχή, παραδεχόμαστε ότι ο Όμηρος συνέλαβε διαφορετικά αυτό πού ονομάζουμε πνεύμα. Με άλλα λόγια: υποστηρίζουμε ότι το «πνεύμα» υπήρχε κατά κάποιον τρόπο και στον Όμηρο, αλλά όχι «ως» πνεύμα. Αυτό σημαίνει ότι ο όρος «πνεύμα» αποτελεί την ερμηνεία (και μάλιστα την ορθή ερμηνεία, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να μιλούμε για «ανακάλυψη») ενός φαινομένου που προηγουμένως είχε ερμηνευτεί διαφορετικά, και γι’ αυτό υπήρχε και σε διαφορετική μορφή.
Για να παρακολουθήσουμε την εξελικτική διαδικασία του πρώιμου ελληνικού πολιτισμού που οδηγεί ανοδικά προς την ευρωπαϊκή σκέψη πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη γένεση της σκέψης στον ελληνικό χώρο ως επανάσταση. Οι Έλληνες δεν πρόσθεσαν απλώς νέες περιοχές γνώσης (π.χ. επιστήμες, φιλοσοφία) με τη βοήθεια ενός ήδη δοσμένου πνευματικού εξοπλισμού, ούτε επέκτειναν παλαιές μεθόδους (π.χ. μια λογική διαδικασία), αλλά δημιούργησαν για πρώτη φορά αυτό που ονομάζουμε σκέψη.
Η ανακάλυψη του δραστήριου ερευνητικού πνεύματος είναι δική τους προσφορά. Βάση αυτού του πνεύματος αποτελεί μια καινούρια αντίληψη του ανθρώπου για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή τη διαδικασία, την ανακάλυψη του πνεύματος, έχουμε υπόψη μας στην εξέταση της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας από τον Όμηρο και μετά. Οι σταθμοί της πορείας αυτής είναι το έπος, η λυρική ποίηση, το δράμα, οι προσπάθειες για ορθολογική σύλληψη της φύσης και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ανακάλυψη του πνεύματος σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι εννοούμε όταν λέμε: ο Κολόμβος «ανακάλυψε» την Αμερική. Η Αμερική υπήρχε και πριν από την ανακάλυψή της, ενώ το ευρωπαϊκό πνεύμα δημιουργήθηκε συγχρόνως με την ανακάλυψή του. Η ύπαρξή του οφείλεται στη συνείδηση που απέκτησε ο άνθρωπος για τον ίδιο του τον εαυτό. Ωστόσο η χρήση του ρήματος «ανακαλύπτω» δεν είναι άστοχη στο σημείο αυτό. Το πνεύμα δεν «εφευρίσκεται» απλώς, όπως εφευρίσκεται ένα εργαλείο, που συντελεί στη βελτίωση των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου, ή μία μέθοδος, που συμβάλλει στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων. Το πνεύμα δεν είναι κάτι που θα μπορούσαμε να επινοήσουμε αυθαίρετα ή κάτι που θα μπορούσαμε να το προσαρμόσουμε, όπως προσαρμόζουμε τις εφευρέσεις μας ανάλογα με τους σκοπούς μας· το πνεύμα δεν είναι κατά κανένα τρόπο εφεύρεση προσανατολισμένη προς ένα σκοπό. Το πνεύμα «υπήρχε» κατά κάποιο τρόπο πριν να ανακαλυφθεί, μόνο που η μορφή του ήταν διαφορετική: δεν προϋπήρχε «ως» πνεύμα.
Στο σημείο αυτό προβάλλουν δύο δυσκολίες στην ορολογία. Η μία αφορά ένα φιλοσοφικό πρόβλημα. Όταν υποστηρίζουμε ότι οι Έλληνες ανακάλυψαν το πνεύμα και συγχρόνως πιστεύουμε ότι το πνεύμα δημιουργήθηκε για πρώτη φορά χάρη στους Έλληνες (ή, με γραμματική ορολογία: το πνεύμα δεν είναι μόνο εξωτερικό αλλά και εσωτερικό αντικείμενο), είναι φανερό ότι χρησιμοποιούμε μια μεταφορά. Ωστόσο η μεταφορά είναι αναπόφευκτη, και είναι ορθή η γλωσσική διατύπωση σε σχέση μ’ αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε, γιατί μόνο με τη χρήση μεταφορών μπορούμε να μιλούμε για το ανθρώπινο πνεύμα.
Η δεύτερη δυσκολία στην ορολογία αφορά ένα πρόβλημα της ιστορίας του πνεύματος. Όταν υποστηρίζουμε ότι το πνεύμα ανακαλύφθηκε και δημιουργήθηκε από τους Έλληνες τη μεθομηρική εποχή, παραδεχόμαστε ότι ο Όμηρος συνέλαβε διαφορετικά αυτό πού ονομάζουμε πνεύμα. Με άλλα λόγια: υποστηρίζουμε ότι το «πνεύμα» υπήρχε κατά κάποιον τρόπο και στον Όμηρο, αλλά όχι «ως» πνεύμα. Αυτό σημαίνει ότι ο όρος «πνεύμα» αποτελεί την ερμηνεία (και μάλιστα την ορθή ερμηνεία, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να μιλούμε για «ανακάλυψη») ενός φαινομένου που προηγουμένως είχε ερμηνευτεί διαφορετικά, και γι’ αυτό υπήρχε και σε διαφορετική μορφή.
* Μετάφραση Δανιήλ Ιακώβ. Εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ.