Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο του Thomas Mann για τον Σοπενχάουερ. Κι αυτό επειδή η φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, την οποία ο μεγάλος νομπελίστας συγγραφέας πρωτογνώρισε στα είκοσί του χρόνια, είχε μεγάλη επίδραση στη σκέψη του, κάτι που φανερώνεται και σε κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του, όπως τα "Θάνατος στη Βενετία", "Μαγικό βουνό" και "Δόκτωρ Φάουστους". Άλλωστε και ο ίδιος τον συμπεριελάμβανε στους "τρεις μεγάλους Γερμανούς που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του", και αναφερόταν στον Νίτσε, τον Βάγκνερ και τον Σοπενχάουερ.
Η ανάλυση, λοιπόν, από τη σκοπιά του Thomas Mann της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ, είναι φυσικό να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Στη συνέχεια παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από αυτό το βιβλίο.
Αν και η φιλοσοφία του Σοπενχάουερ δεν πρόκειται να χάσει ποτέ τη ζωντάνια της και τη δύναμή της, ωστόσο αποδεικνύεται ότι τείνει να υφίσταται την ίδια κακομεταχείριση που υπέστη και το ασκητικό, επιστημονικό και δημιουργικά γόνιμο μήνυμα του Πλάτωνα. Αναφέρομαι εδώ στην εκμετάλλευση του Γερμανού φιλοσόφου από τον πλουσιοπάροχα προικισμένο καλλιτέχνη Ριχάρδο Βάγκνερ. Αλλά σε τούτο δεν φταίει, βέβαια, ο άλλος δάσκαλος και εμπνευστής του Σοπενχάουερ, ο όποιος συνέβαλε στην οικοδόμηση του συστήματος του. Και εννοώ, βέβαια, τον Κάντ. Ο Κάντ έκλινε αποκλειστικά και κατηγορηματικά προς την πλευρά της διάνοιας — πολύ μακριά από την τέχνη αλλά πολύ πιο κοντά στην κριτική.
Ο Ιμμάνουελ Κάντ, ο κριτικός της καθαρής γνώσης, διέσωσε τη φιλοσοφία από τη θεωρητικολογία στην οποία είχε υποχωρήσει και την επανέφερε στο βασίλειο της ανθρώπινης διάνοιας, την κατέστησε πεδίο του και οριοθέτησε το Λόγο. Στην Καινιξβέργη της Πρωσίας, το δεύτερο ήμισυ του δέκατου όγδοου αιώνα δίδαξε μια φιλοσοφία που πλησίαζε πολύ τις θεμελιώδεις αρχές που είχε διατυπώσει δυο χιλιάδες χρόνια πριν ο Πλάτων. Η όλη μας εμπειρία για τον κόσμο, δήλωνε, υπόκειται σε τρεις νόμους οι οποίοι συνίστανται στις απαραβίαστες μορφές υπό τις οποίες πραγματοποιείται όλη μας η γνώση. Τούτες οι μορφές είναι ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα. Δεν υπάρχουν όμως ορισμοί περί του πώς μπορεί να είναι ο κόσμος καθ’ εαυτόν και δι΄εαυτόν, δεν υπάρχουν δηλαδή ορισμοί του das Ding an sich (=το πράγμα καθ’ εαυτό), ανεξάρτητοι από την αντίληψη που έχουμε γι΄αυτόν θα λέγαμε ότι οι ορισμοί αυτοί ανήκουν μόνο στη φαινομενικότητά του, κατά το ότι δεν είναι παρά οι μορφές υπό τις οποίες σκεπτόμαστε. Κάθε μεταβολή, κάθε γέννηση και κάθε θάνατος νοείται μόνο μεσ’ απ’ αυτές τις τρείς μορφές — το χρόνο, το χώρο και την αιτιότητα. Έτσι λοιπόν ανήκουν στη σφαίρα της φαινομενικότητας και δεν μπορούμε να γνωρίσουμε διαμέσου αυτών το «πράγμα καθ’ εαυτό» [την όντως πραγματικότητα] στο οποίο δεν είναι εφαρμόσιμοι αυτοί οι ορισμοί. Αυτό ισχύει ακόμη και για το ίδιο μας το εγώ: το αντιλαμβανόμαστε μόνον ως εκδήλωση, όχι ως κάτι που μπορεί να υπάρχει καθ’ εαυτό. Με άλλους λόγους, ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα αποτελούν μηχανισμούς της διάνοιας, εμμενή δε αποκαλούμε τη σύλληψη εκείνη των πραγμάτων η οποία μας παραχωρείται από την εικόνα τους και η οποία καθορίζεται απ’ αυτά, ενώ, αντίθετα, υπερβατολογικό είναι αυτό το όποιο θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε εφαρμόζοντας πάνω του το Λόγο, την κριτική του Λόγου, και χρησιμοποιώντας αυτά τα τρία επινοήματα (το χρόνο, το χώρο και την αιτιότητα) ως απλές μορφές της γνώσης.
Αυτή είναι η θεμελιώδης ιδέα του Κάντ∙ και όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει συνδέεται στενά με την ιδέα του Πλάτωνα. Και οι δύο θεωρούν τον ορατό κόσμο ως φαινομενικό∙ με άλλους λόγους, ως έναν κόσμο φαινομενικά άσκοπο, ο οποίος αποκτά σημασία και σε κάποιο βαθμό πραγματικότητα μόνο και μόνο λόγω εκείνου το οποίο διαφαίνεται μέσ’ απ’ αυτόν. Και για τον ένα και για τον άλλο, η αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται υπεράνω, όπισθεν, εν ολίγοις «πέραν» του φαινομένου. Και είναι σχετικά αδιάφορο εάν λέγεται «ιδέα» [κατά Πλάτωνα] ή «das Ding an sich» [κατά Κάντ].
Και οι δύο αυτές έννοιες διαπερνούν βαθιά τη σκέψη του Σοπενχάουερ ο οποίος από νωρίς επέλεξε την εξαντλητική σπουδή του Πλάτωνα και του Κάντ (Γκαίτινγκεν, 1809-1811) και τοποθέτησε αυτούς τους δυο φιλοσόφους, που απείχαν τόσο πολύ χρονικά και χωρικά μεταξύ τους, πάνω απ’ όλους τους άλλους. Τα σχεδόν ταυτόσημα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει έμοιαζαν σαν να ήταν απολύτως συντονισμένα ώστε να στηρίξουν, να δικαιολογήσουν και να βοηθήσουν στη σύνθεση της κοσμοεικόνας την οποία ο ίδιος ο Σοπενχάουερ έφερε μέσα του. Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιο που τους χαρακτήριζε ως τους δυο μέγιστους φιλοσόφους του δυτικού κόσμου. Πήρε απ’ αυτούς ό,τι μπορούσε να χρησιμοποιήσει, ικανοποιώντας έτσι τη βαθιά του επιθυμία για το παραδοσιακό στοιχείο που τόσο καλά ήξερε να χειρίζεται, αν και λόγω της εντελώς διαφορετικής του ιδιοσυστασίας —ο Σοπενχάουερ ήταν μια συνείδηση πολύ πιο «μοντέρνα», ανεμοδαρμένη και πάσχουσα— δημιούργησε κάτι τελείως άλλο απ’ αυτό που πήρε.
Αυτό που πήρε ήταν η «ιδέα» από τον Πλάτωνα και το «Ding an sich» από τον Κάντ. Αλλά ως προς το δεύτερο έκανε κάτι πολύ τολμηρό, και μάλιστα σχεδόν απαγορευμένο, μολονότι, ταυτόχρονα, με βαθιά συνειδητή, σχεδόν καταναγκαστική πεποίθηση∙ προσδιόρισε το Ding an sich, το ονομάτισε, ισχυρίστηκε — αν και από τον ίδιο τον Κάντ δεν θα μπορούσαμε να το μάθουμε ποτέ — πως ήξερε τί ήταν. Ήταν η βούληση. Η βούληση ήταν η υπέρτατη, η απαραμείωτη, πανάρχαια αρχή της ύπαρξης, η πηγή κάθε φαινομένου, ο παρών και ενεργός γεννήτορας του καθενός ξεχωριστά, η κινητήρια δύναμη που δημιουργεί ολόκληρο τον ορατό κόσμο και ολόκληρη τη ζωή. Κυριαρχεί πέρα για πέρα. έτσι όταν λέει κανείς «βούληση» εννοεί βούληση για ζωή, και αν χρησιμοποιήσει ολόκληρη τη φράση δημιουργεί πλεονασμό. Η βούληση δεν μπορεί, παρά να είναι βούληση ενός και μόνο στόχου: της ζωής. Και γιατί; Μήπως διότι θεωρεί τη ζωή ανεκτίμητη; Μήπως διότι διαθέτει την εμπειρία κάποιας αντικειμενικής γνώσης της ζωής; Όχι. Κάθε γνώση είναι ξένη για τη βούληση. Η βούληση είναι κάτι ανεξάρτητο από τη γνώση, κάτι εντελώς πρωτότυπο και απόλυτο, μια τυφλή παρόρμηση, μια βασικά δίχως αίτιο, δίχως έξωθεν κίνητρο δύναμη. κάθε άλλο παρά εξαρτώμενη από κάποιαν αξιολόγηση της ζωής, διέπεται από την αντίστροφη τάση: κάθε αξιολόγηση εξαρτάται από τη δύναμη της βούλησης για ζωή.
Η βούληση λοιπόν, αυτή η «καθεαυτότητα» [η ουσία των «πραγμάτων καθ’ εαυτά»], που υπάρχει έξω από το χρόνο, το χώρο και την αιτιότητα, τυφλή και αναίτια, απαιτεί άπληστα, άγρια, βίαια τη ζωή, απαιτεί πραγμάτωση· και αυτή η πραγμάτωση συμβαίνει κατά τέτοιον τρόπο ώστε η αρχική ενότητα γίνεται πολλαπλότητα — μια διαδικασία που έλαβε την ταιριαστή ονομασία principium individuationis (αρχή της ατομικότητας)...
Η ανάλυση, λοιπόν, από τη σκοπιά του Thomas Mann της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ, είναι φυσικό να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Στη συνέχεια παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από αυτό το βιβλίο.
Αν και η φιλοσοφία του Σοπενχάουερ δεν πρόκειται να χάσει ποτέ τη ζωντάνια της και τη δύναμή της, ωστόσο αποδεικνύεται ότι τείνει να υφίσταται την ίδια κακομεταχείριση που υπέστη και το ασκητικό, επιστημονικό και δημιουργικά γόνιμο μήνυμα του Πλάτωνα. Αναφέρομαι εδώ στην εκμετάλλευση του Γερμανού φιλοσόφου από τον πλουσιοπάροχα προικισμένο καλλιτέχνη Ριχάρδο Βάγκνερ. Αλλά σε τούτο δεν φταίει, βέβαια, ο άλλος δάσκαλος και εμπνευστής του Σοπενχάουερ, ο όποιος συνέβαλε στην οικοδόμηση του συστήματος του. Και εννοώ, βέβαια, τον Κάντ. Ο Κάντ έκλινε αποκλειστικά και κατηγορηματικά προς την πλευρά της διάνοιας — πολύ μακριά από την τέχνη αλλά πολύ πιο κοντά στην κριτική.
Ο Ιμμάνουελ Κάντ, ο κριτικός της καθαρής γνώσης, διέσωσε τη φιλοσοφία από τη θεωρητικολογία στην οποία είχε υποχωρήσει και την επανέφερε στο βασίλειο της ανθρώπινης διάνοιας, την κατέστησε πεδίο του και οριοθέτησε το Λόγο. Στην Καινιξβέργη της Πρωσίας, το δεύτερο ήμισυ του δέκατου όγδοου αιώνα δίδαξε μια φιλοσοφία που πλησίαζε πολύ τις θεμελιώδεις αρχές που είχε διατυπώσει δυο χιλιάδες χρόνια πριν ο Πλάτων. Η όλη μας εμπειρία για τον κόσμο, δήλωνε, υπόκειται σε τρεις νόμους οι οποίοι συνίστανται στις απαραβίαστες μορφές υπό τις οποίες πραγματοποιείται όλη μας η γνώση. Τούτες οι μορφές είναι ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα. Δεν υπάρχουν όμως ορισμοί περί του πώς μπορεί να είναι ο κόσμος καθ’ εαυτόν και δι΄εαυτόν, δεν υπάρχουν δηλαδή ορισμοί του das Ding an sich (=το πράγμα καθ’ εαυτό), ανεξάρτητοι από την αντίληψη που έχουμε γι΄αυτόν θα λέγαμε ότι οι ορισμοί αυτοί ανήκουν μόνο στη φαινομενικότητά του, κατά το ότι δεν είναι παρά οι μορφές υπό τις οποίες σκεπτόμαστε. Κάθε μεταβολή, κάθε γέννηση και κάθε θάνατος νοείται μόνο μεσ’ απ’ αυτές τις τρείς μορφές — το χρόνο, το χώρο και την αιτιότητα. Έτσι λοιπόν ανήκουν στη σφαίρα της φαινομενικότητας και δεν μπορούμε να γνωρίσουμε διαμέσου αυτών το «πράγμα καθ’ εαυτό» [την όντως πραγματικότητα] στο οποίο δεν είναι εφαρμόσιμοι αυτοί οι ορισμοί. Αυτό ισχύει ακόμη και για το ίδιο μας το εγώ: το αντιλαμβανόμαστε μόνον ως εκδήλωση, όχι ως κάτι που μπορεί να υπάρχει καθ’ εαυτό. Με άλλους λόγους, ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα αποτελούν μηχανισμούς της διάνοιας, εμμενή δε αποκαλούμε τη σύλληψη εκείνη των πραγμάτων η οποία μας παραχωρείται από την εικόνα τους και η οποία καθορίζεται απ’ αυτά, ενώ, αντίθετα, υπερβατολογικό είναι αυτό το όποιο θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε εφαρμόζοντας πάνω του το Λόγο, την κριτική του Λόγου, και χρησιμοποιώντας αυτά τα τρία επινοήματα (το χρόνο, το χώρο και την αιτιότητα) ως απλές μορφές της γνώσης.
Αυτή είναι η θεμελιώδης ιδέα του Κάντ∙ και όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει συνδέεται στενά με την ιδέα του Πλάτωνα. Και οι δύο θεωρούν τον ορατό κόσμο ως φαινομενικό∙ με άλλους λόγους, ως έναν κόσμο φαινομενικά άσκοπο, ο οποίος αποκτά σημασία και σε κάποιο βαθμό πραγματικότητα μόνο και μόνο λόγω εκείνου το οποίο διαφαίνεται μέσ’ απ’ αυτόν. Και για τον ένα και για τον άλλο, η αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται υπεράνω, όπισθεν, εν ολίγοις «πέραν» του φαινομένου. Και είναι σχετικά αδιάφορο εάν λέγεται «ιδέα» [κατά Πλάτωνα] ή «das Ding an sich» [κατά Κάντ].
Και οι δύο αυτές έννοιες διαπερνούν βαθιά τη σκέψη του Σοπενχάουερ ο οποίος από νωρίς επέλεξε την εξαντλητική σπουδή του Πλάτωνα και του Κάντ (Γκαίτινγκεν, 1809-1811) και τοποθέτησε αυτούς τους δυο φιλοσόφους, που απείχαν τόσο πολύ χρονικά και χωρικά μεταξύ τους, πάνω απ’ όλους τους άλλους. Τα σχεδόν ταυτόσημα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει έμοιαζαν σαν να ήταν απολύτως συντονισμένα ώστε να στηρίξουν, να δικαιολογήσουν και να βοηθήσουν στη σύνθεση της κοσμοεικόνας την οποία ο ίδιος ο Σοπενχάουερ έφερε μέσα του. Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιο που τους χαρακτήριζε ως τους δυο μέγιστους φιλοσόφους του δυτικού κόσμου. Πήρε απ’ αυτούς ό,τι μπορούσε να χρησιμοποιήσει, ικανοποιώντας έτσι τη βαθιά του επιθυμία για το παραδοσιακό στοιχείο που τόσο καλά ήξερε να χειρίζεται, αν και λόγω της εντελώς διαφορετικής του ιδιοσυστασίας —ο Σοπενχάουερ ήταν μια συνείδηση πολύ πιο «μοντέρνα», ανεμοδαρμένη και πάσχουσα— δημιούργησε κάτι τελείως άλλο απ’ αυτό που πήρε.
Αυτό που πήρε ήταν η «ιδέα» από τον Πλάτωνα και το «Ding an sich» από τον Κάντ. Αλλά ως προς το δεύτερο έκανε κάτι πολύ τολμηρό, και μάλιστα σχεδόν απαγορευμένο, μολονότι, ταυτόχρονα, με βαθιά συνειδητή, σχεδόν καταναγκαστική πεποίθηση∙ προσδιόρισε το Ding an sich, το ονομάτισε, ισχυρίστηκε — αν και από τον ίδιο τον Κάντ δεν θα μπορούσαμε να το μάθουμε ποτέ — πως ήξερε τί ήταν. Ήταν η βούληση. Η βούληση ήταν η υπέρτατη, η απαραμείωτη, πανάρχαια αρχή της ύπαρξης, η πηγή κάθε φαινομένου, ο παρών και ενεργός γεννήτορας του καθενός ξεχωριστά, η κινητήρια δύναμη που δημιουργεί ολόκληρο τον ορατό κόσμο και ολόκληρη τη ζωή. Κυριαρχεί πέρα για πέρα. έτσι όταν λέει κανείς «βούληση» εννοεί βούληση για ζωή, και αν χρησιμοποιήσει ολόκληρη τη φράση δημιουργεί πλεονασμό. Η βούληση δεν μπορεί, παρά να είναι βούληση ενός και μόνο στόχου: της ζωής. Και γιατί; Μήπως διότι θεωρεί τη ζωή ανεκτίμητη; Μήπως διότι διαθέτει την εμπειρία κάποιας αντικειμενικής γνώσης της ζωής; Όχι. Κάθε γνώση είναι ξένη για τη βούληση. Η βούληση είναι κάτι ανεξάρτητο από τη γνώση, κάτι εντελώς πρωτότυπο και απόλυτο, μια τυφλή παρόρμηση, μια βασικά δίχως αίτιο, δίχως έξωθεν κίνητρο δύναμη. κάθε άλλο παρά εξαρτώμενη από κάποιαν αξιολόγηση της ζωής, διέπεται από την αντίστροφη τάση: κάθε αξιολόγηση εξαρτάται από τη δύναμη της βούλησης για ζωή.
Η βούληση λοιπόν, αυτή η «καθεαυτότητα» [η ουσία των «πραγμάτων καθ’ εαυτά»], που υπάρχει έξω από το χρόνο, το χώρο και την αιτιότητα, τυφλή και αναίτια, απαιτεί άπληστα, άγρια, βίαια τη ζωή, απαιτεί πραγμάτωση· και αυτή η πραγμάτωση συμβαίνει κατά τέτοιον τρόπο ώστε η αρχική ενότητα γίνεται πολλαπλότητα — μια διαδικασία που έλαβε την ταιριαστή ονομασία principium individuationis (αρχή της ατομικότητας)...