5 Δεκεμβρίου 2016

Το ζήτημα των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου μετά το 1990

To ζήτημα της αποπληρωμής από πλευράς της Γερμανίας του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων που οφείλονται στη χώρα μας, επανέρχεται κάθε τόσο στην επικαιρότητα μετά τη διακήρυξη από πλευράς των ελληνικών κυβερνήσεων (όποτε θυμούνται αυτό το θέμα) ότι θα επιμείνουν στη διεκδίκηση αυτών των ποσών (αν και το ύψος στο οποίο ανέρχονται αυτά τα ποσά δεν έχει καθοριστεί ακόμα).
Αρκετές φορές οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν υποβάλλει κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες αιτήματα για την καταβολή αυτών των γερμανικών οφειλών προς τη χώρα μας χωρίς επιτυχία, αφού προσέκρουαν στην άρνηση των γερμανών με το επιχείρημα ότι η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 την είχε απαλλάξει από αυτήν την καταβολή μέχρι την οριστική επίλυση του γερμανικού ζητήματος, δηλαδή την επανένωση.
Μετά την επανένωση του 1990 η χώρα μας έθεσε ξανά το θέμα επίσημα στις 14 Νοεμβρίου του 1995 με τη ρηματική διακοίνωση που επέδωσε ο Έλληνας πρέσβυς στη Γερμανία Ιωάννης Μπουρλογιάννης-Τσαγγαρίδης στο γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Χάρτμαν, χωρίς αποτέλεσμα (φυσικά !).
Στο παρακάτω κείμενο του Δημ.Κ.Αποστολόπουλου* περιγράφεται η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί πάνω σε αυτό το θέμα από το 1990 και μετά, ενώ προτείνονται και κάποια επιχειρήματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η χώρα μας στις συζητήσεις για τη διεκδίκηση αυτών των ποσών.
-->

Το ζήτημα των αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου μετά το 1990

Μόνο σε έναν και μοναδικό ουσιαστικό λόγο θα μπορούσε να στηριχθεί η αναβολή της αποπληρωμής των πολεμικών χρεών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και αυτός ήταν η διαίρεση των δύο Γερμανιών. Το 1990 οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν και το θέμα της Γερμανίας ρυθμίστηκε οριστικά στο διεθνές πεδίο. Από τη δεκαετία του 1990 δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την Ελλάδα, όπως και για άλλες χώρες, που καταστράφηκαν από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου, ώστε να ξεκινήσει εκ νέου η πολιτική συζήτηση γύρω από την προβληματική των αποζημιώσεων. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας της 12ης Σεπτεμβρίου 1990 (γνωστής ως Συνθήκης «2+4»: Δυτική και Ανατολική Γερμανία μαζί με ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), η οποία βέβαια σύμφωνα με την άποψη της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης δεν έχει τη νομική ισχύ Συνθήκης Ειρήνης, αλλά από τη στιγμή που ρυθμίζει οριστικά το γερμανικό ζήτημα είναι λογικό να ερμηνευθεί ως τέτοια, είναι σαφές ότι το Σύμφωνο του Λονδίνου του 1953, που μέχρι τότε αποτελούσε εμπόδιο για τη χορηγία αποζημιώσεων, μετατράπηκε σε δεσμευτική για την ενιαία Γερμανία νομική υποχρέωση. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε η ελληνική κυβέρνηση με την επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης του 1995.

Η ενωμένη Γερμανία απορρίπτει τα αιτήματα της Ελλάδας χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο δύο επιχειρήματα: α) ότι ύστερα από τόσες δεκαετίες δεν μπορούν να εγείρονται τέτοιες αξιώσεις, β) ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι δύο αντίπαλοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι πλέον εταίροι και μάλιστα η Ελλάδα έχει δεχθεί τεράστια ποσά ως επιδοτήσεις από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, στον οποίο τις μεγαλύτερες εισφορές αποδίδει η Γερμανία.

Τα επιχειρήματα αυτά παραγνωρίζουν ότι: α) η Ελλάδα από το 1945 διεκδικούσε τις αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, αλλά η γερμανική πλευρά απέρριπτε τις αξιώσεις στη βάση της Συνθήκης του 1953, β) το προηγούμενο των επανορθώσεων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που δόθηκαν αρκετές δεκαετίες μετά τη λήξη του, αποδεικνύει ότι οι αποζημιώσεις και φυσικά το κατοχικό δάνειο δεν εκπίπτουν με την πάροδο των ετών, παραμένουν ως υποχρεώσεις της ενιαίας Γερμανίας και οφείλουν να αποπληρωθούν όσα χρόνια και να έχουν περάσει, γ) οι επιδοτήσεις του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο εισφέρουν όλα τα κράτη-μέλη, διανέμονται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά εξίσου μεγάλα ποσά έχουν δοθεί σε κράτη-μέλη που δεν υπέστησαν καταστροφές και τεράστιες ανθρώπινες απώλειες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, τέλος, δ) σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η συζήτηση περί επανορθώσεων μπορεί τεχνηέντως από τη γερμανική πλευρά να τραβήξει σε μάκρος, είναι βέβαιο ότι κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να εμποδίσει την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, που αποτελεί μια καθαρά τραπεζική πράξη και μια οφειλή την οποία είχε αποδεχθεί και στην πράξη η ίδια η ναζιστική Γερμανία, πληρώνοντας τις δύο πρώτες δόσεις. Δυστυχώς, κάτι που αναγνώριζε ακόμη και η ναζιστική Γερμανία, σήμερα το αρνείται η ενωμένη και δημοκρατική Γερμανία.

Το θέμα των επανορθώσεων αποτελούσε ανέκαθεν αγκάθι στις σχέσεις των δύο χωρών. Είναι βέβαιο ότι η ρύθμιση των πολεμικών αποζημιώσεων και η αποπληρωμή του κατοχικού δανείου θίγει άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας, ωστόσο αποτελεί ηθική και νομική υποχρέωσή της. Ιδιαίτερα, η περίπτωση του δανείου, λόγω του ότι αποτελεί μοναδική περίπτωση, μπορεί να ρυθμιστεί χωρίς να δημιουργήσει προηγούμενο, που θα άνοιγε τον δρόμο για αξιώσεις από άλλες χώρες. Όσο η γερμανική πλευρά αποφεύγει να δώσει απάντηση, η εκκρεμότητα αυτή θα εξακολουθήσει να δηλητηριάζει τις διμερείς σχέσεις.



* Ο Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος είναι ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών, δρ Ιστορίας του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Βερολίνου.
GreekBloggers.com