Όσο και αν προσπαθεί η γερμανική πλευρά να υποβαθμίσει το ελληνικό αίτημα για την - επιτέλους - καταβολή στη χώρα μας των πολεμικών αποζημιώσεων και την εξόφληση του κατοχικού δανείου, φαίνεται ότι - επειδή αντιλαμβάνονται πως δεν θα καταφέρουν να αποφύγουν τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις τους μέχρι τέλους - ψάχνουν να βρουν τον πλέον ανώδυνο γι'αυτούς τρόπο να ξεμπερδεύουν οριστικά με το συγκεκριμένο αγκάθι. Και, μάλλον, θα προσπαθήσουν να το κάνουν αυτό σύντομα, όσο βρίσκονται στην ελληνική κυβέρνηση άτομα, τα οποία αισθάνονται/ξέρουν ότι είναι του χεριού τους.
Στο παρακάτω άρθρο του ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης κάνει μια ιστορική αναδρομή στις διευθετήσεις των πολεμικών χρεών των γερμανών, που βρέθηκαν να οφείλουν όσες φορές αυτοί στον 20ό αιώνα αιματοκύλησαν τον πλανήτη, αιχμάλωτοι του υπερφίαλου κι επεκτατικού DNA τους, και προτείνει διαπραγματευτικά όπλα που μπορεί να προβάλλει η ελληνική πλευρά, προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Στο παρακάτω άρθρο του ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης κάνει μια ιστορική αναδρομή στις διευθετήσεις των πολεμικών χρεών των γερμανών, που βρέθηκαν να οφείλουν όσες φορές αυτοί στον 20ό αιώνα αιματοκύλησαν τον πλανήτη, αιχμάλωτοι του υπερφίαλου κι επεκτατικού DNA τους, και προτείνει διαπραγματευτικά όπλα που μπορεί να προβάλλει η ελληνική πλευρά, προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Τα γερμανικά πολεμικά χρέη και το νέο "κούρεμα" του ελληνικού χρέους
(του Παναγιώτη Ρουμελιώτη)
Πρόσφατα (7/6/2013) πραγματοποιήθηκε στο Γραφείο του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Βερολίνο μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ
Γερμανών ευρωβουλευτών, ακαδημαϊκών και πολιτικών επιστημόνων σχετικά με τις
γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο της Deutsche Welle, το βασικό
συμπέρασμα από τη συζήτηση αυτή ήταν ότι το σενάριο άμεσης πληρωμής από τη
Γερμανία στην Ελλάδα πολεμικών αποζημιώσεων πρέπει ν' αποκλειστεί. Αλλά
υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι διευθέτησης του θέματος. Συγκεκριμένα, θα πρέπει
να διερευνηθεί η δυνατότητα ενός είδους σιωπηρής αναγνώρισης των γερμανικών
οφειλών (στις οποίες θα περιλαμβάνονται τόσο οι πολεμικές επανορθώσεις όσο και
οι γερμανικές οφειλές από το κατοχικό δάνειο), σε συνδυασμό με μια απομείωση
του ελληνικού χρέους. Επίσης η Γερμανία οφείλει να καταβάλει στην Ελλάδα,
ενδεχομένως μέσα από ένα Ταμείο Επενδύσεων,
και χρήματα.
Η λύση αυτή φαίνεται αναγκαία και εφικτή, παρά τα
προβλήματα που θα προκύψουν στην πορεία των διαπραγματεύσεων - κυρίως όσον
αφορά στο ύψος των αποζημιώσεων και του έντοκου κατοχικού δανείου.
Πριν
αναπτύξω τα επιχειρήματα που θα μπορούσαν θα χρησιμοποιηθούν σε μια τέτοια
διαπραγμάτευση, είναι σκόπιμο ν' αναφέρω το ιστορικό των ρυθμίσεων και
διαγραφών των γερμανικών χρεών που σχετίζονται με τις πολεμικές επανορθώσεις.
Οι επανορθώσεις
Μετά την ήττα τους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί
υποχρεώθηκαν το 1921, στο πλαίσιο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, να αναγνωρίσουν
επανορθώσεις ύψους 269 δις γερμανικών μάρκων χρυσού στους νικητές του πολέμου
(Τριπλή Συμφωνία). Αλλά το 1923 η Γερμανία κήρυξε στάση πληρωμών στα πολεμικά
χρέη της που αποπληρώνονταν με άνθρακα και σίδηρο. Σε απάντηση της στάσης
πληρωμών αυτής τα γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν τη βιομηχανική
περιοχή της κοιλάδας του Ruhr, όπου βρίσκονταν τα ορυχεία και
οι βιομηχανίες σιδήρου. Η στρατιωτική αυτή κατάληψη προκάλεσε την παθητική
αντίσταση των Γερμανών, ενώ η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας επιδεινώθηκε
και ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε στα ύψη. Έτσι, με πρωτοβουλία των Αμερικανών,
αποφασίστηκε η σύσταση της Συμμαχικής Επιτροπής Επανορθώσεων με επικεφαλής τον
Αμερικανό τραπεζίτη Charles Dawes. Σκοπός της Επιτροπής ήταν η εξεύρεση λύσης για την
είσπραξη των γερμανικών επανορθώσεων.
Τον Αύγουστο του 1924, οι προτάσεις της Επιτροπής έγιναν
αποδεκτές τόσο από τους συμμάχους όσο και από τη Γερμανία. Με βάση τη συμφωνία
αυτή, οι οφειλές για επανορθώσεις της Γερμανίας περιορίστηκαν στα 132 δις
γερμανικά μάρκα χρυσού. Η αποπληρωμή τους θα γινόταν σταδιακά, 1 δις μάρκα το
πρώτο έτος, και θα έφτανε μέχρι 2,5 δις ετησίως μετά το πέμπτο έτος. Οι πηγές
αποπληρωμής του χρέους θα συμπεριλάμβαναν τα
έσοδα από τις μεταφορές, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τους δασμούς.
Επίσης, οι σύμμαχοι θα επόπτευαν την αναδιοργάνωση της Reichsbank, ενώ τα γαλλικά και βελγικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν
από την περιοχή του Ruhr. Τέλος, οι αμερικανικές τράπεζες
θα παρείχαν δάνεια στη Γερμανία προκειμένου να αποπληρωθεί μέρος του γερμανικού
χρέους.
Μετά την επίτευξη της συμφωνίας αυτής, η γερμανική
οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν και το μάρκο
σταθεροποιήθηκε. Έτσι η αποπληρωμή του χρέους συνεχίστηκε κανονικά. Ωστόσο,
όταν ξέσπασε η μεγάλη ύφεση του 1929, οι σύμμαχοι διαπίστωσαν την αδυναμία της
Γερμανίας να αποπληρώνει τα πολεμικά της χρέη, λόγω της δραματικής μείωσης των
εισαγωγών και εξαγωγών της. Μια νέα Επιτροπή υπό τον Αμερικανό τραπεζίτη Owen Young πρότεινε ένα νέο σχέδιο «κουρέματος» και αποπληρωμής των
γερμανικών πολεμικών χρεών. Το χρέος αυτό περιορίστηκε στα 112 δις γερμανικά
μάρκα χρυσού (δηλαδή 107 δις δολάρια του 2013) και θα αποπληρωνόταν σε 59
χρόνια (μέχρι το 1988). Επίσης, η ετήσια δόση αποπληρωμής καθορίστηκε στο ήμισυ
σε σχέση μ'εκείνη του Σχεδίου Dawes, στα 473 εκατ.
Τα δύο τρίτα της ετήσιας δόσης θα καλύπτονταν με
δάνεια αμερικανικών τραπεζών προς τη Γερμανία. Στο πλαίσιο της συμφωνίας Young που εγκρίθηκε
τον Ιανουάριο του 1930 ιδρύθηκε και η Διεθνής Τράπεζα Διακανονισμών.
Η Διάσκεψη της Λωζάννης
Αλλά με την επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας οι
αμερικανικές τράπεζες δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την παροχή δανείων στη
Γερμανία Η οικονομία της τελευταίας είχε κυριολεκτικά πληγεί. Η ανεργία αυξήθηκε
στο 33,7% το 1931 και στο 40% το 1932. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Hoover ανακοίνωσε τον
Ιούλιο του 1931 το πάγωμα, για ένα χρόνο, της αποπληρωμής του γερμανικού
χρέους. Αλλά με την επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας, κατέστη σαφές ότι η
Γερμανία δεν μπορούσε ν' αποπληρώσει τα χρέη της Έτσι, στο πλαίσιο της
Διάσκεψης της Λωζάννης του 1932, οι σύμμαχοι, η Γερμανία και η Ιαπωνία
αποφάσισαν να μειωθεί το απλήρωτο χρέος της Γερμανίας κατά 90% και το υπόλοιπο
10% να αποπληρωθεί με την έκδοση γερμανικών ομολόγων. Με τη συμφωνία αυτή
παραγράφηκε ουσιαστικά το γερμανικό χρέος. Με την
άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην πολιτική σκηνή, η Γερμανία αρνήθηκε
την αποπληρωμή των επανορθώσεων του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου.
Έτσι, μέχρι το 1933, η Γερμανία είχε πληρώσει μόλις το ένα
όγδοο των πολεμικών χρεών της λόγω επανορθώσεων που είχαν αρχικά αποφασιστεί
στο πλαίσιο της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Μετά τη νέα γερμανική ήττα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι
σύμμαχοι, κάτω από πίεση οικονομολόγων (π.χ. Keynes), αποφάσισαν να περιορίσουν τις γερμανικές πολεμικές
επανορθώσεις. Συγκεκριμένα, όπως πίστευαν πολλοί παρατηρητές εκείνη την εποχή,
θα έπρεπε να μην επαναληφθεί το σφάλμα της Συμφωνίας των Βερσαλλιών, με βάση
την οποία κλήθηκε η Γερμανία να πληρώσει πολύ υψηλές πολεμικές αποζημιώσεις,
που οδήγησαν εμμέσως στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κι αυτό επειδή το βάρος των αποζημιώσεων εκείνων παρεμπόδισε την ανάπτυξη της
γερμανικής οικονομίας και την οδήγησε σε υπερπληθωρισμό. Η κατάσταση αυτή
διευκόλυνε την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Για το λόγο αυτό, οι σύμμαχοι αποφάσισαν στο Potsdam στις 2
Αυγούστου του 1943 να επιβάλουν στη Γερμανία πολύ μικρές πολεμικές
επανορθώσεις (23 δις δολάρια), που θα αποπληρώνονταν κυρίως σε είδος (μηχανολογικός
εξοπλισμός και βιομηχανικά εργοστάσια, τεχνολογικό και επιστημονικό know-how και υποχρεωτική εργασία Γερμανών πολιτών).
Αλλά και
πάλι, το 1953, στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Λονδίνου, οι σύμμαχοι, μεταξύ των
οποίων και η Ελλάδα, διέγραψαν το μισό περίπου προπολεμικό χρέος της Γερμανίας
(13,5 δις μάρκα) και ένα μεγάλο μέρος του μεταπολεμικού (15-16 δις μάρκα). Είχε
επίσης προηγηθεί, το 1948, το Σχέδιο Marshall, που
αφορούσε ουσιαστικά σε δωρεάν χρηματοδότηση προς τη Δυτική Ευρώπη για την
ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης βιομηχανίας και οικονομίας της γενικότερα. Η
Γερμανία εντάχθηκε στο Σχέδιο Marshall.
Τα διαπραγματευτικά μας όπλα
Με βάση την ιστορική αυτή αναδρομή, μπορούμε να
τεκμηριώσουμε καλύτερα τα ελληνικά επιχειρήματα για ένα νέο «κούρεμα» του
ελληνικού χρέους και μια ουσιαστική επενδυτική συνδρομή από τη Γερμανία και
την Ευρωζώνη γενικότερα.
Πρώτον, το δυσβάστακτο
δημόσιο χρέος μιας χώρας παρεμποδίζει την ανάπτυξή της και οδηγεί σε υψηλό
ποσοστό ανεργίας.
Δεύτερον, το δυσβάστακτο
δημόσιο χρέος δεν οφείλεται μόνο στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας μας
μετά το 2011, αλλά και στα λάθη του πρώτου Μνημονίου, που οδήγησαν στην
παραπέρα διόγκωση του ελληνικού χρέους ακόμα και μετά το πρώτο «κούρεμά» του.
Τρίτον, η ύφεση και η
ανεργία, αργά ή γρήγορα, προκαλούν κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αποσταθεροποίηση
(π.χ. άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία).
Τέταρτον, μόνο με
καθυστερημένες και μικρές ελαφρύνσεις του δημοσίου χρέους δεν λύνεται το
πρόβλημα της βιωσιμότητάς του (π.χ. η ρύθμιση του γερμανικού χρέους με το
Σχέδιο Dawes απέτυχε και
έτσι οδηγήθηκαν οι σύμμαχοι στο Σχέδιο Young).
Πέμπτον, ταυτόχρονα με την
ουσιαστική απομείωση του ελληνικού χρέους απαιτείται ένα ουσιαστικό πρόγραμμα
επενδύσεων (π.χ. ένα νέο Σχέδιο Marshall) για την
Ελλάδα, ώστε ν'ανορθωθεί η ελληνική οικονομία και να μειωθεί σταδιακά η
ανεργία (χωρίς το Σχέδιο Marshall, η Δυτική Ευρώπη και η
Γερμανία ειδικότερα δεν θα μπορούσαν να ανοικοδομηθούν).
Έκτον, η αναχρηματοδότηση
του υψηλού χρέους της Ελλάδας με νέα δάνεια δεν οδηγεί σε λύση του προβλήματος,
αλλά, αντίθετα, διογκώνει ακόμα περισσότερο το δημόσιο χρέος της. Επίσης, η
επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και η ανεπαρκής αναδιάρθρωση του
χρέους γενικότερα μεταθέτουν χρονικά το πρόβλημα και παρεμποδίζουν την
ανάπτυξη και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών (όπως έγινε και
με την αποτυχία του Σχεδίου Dawes).
Έβδομον, είναι πολύ πιθανό
το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου να συνδεθεί με
το νέο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, όπως προέκυψε και από τη σχετική
συζήτηση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Γραφείο του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου στο Βερολίνο.
Πέρα από τα
δύσκολα νομικά, πολιτικά και υπολογιστικά προβλήματα που θα προκύψουν προκειμένου η Γερμανία να αποδεχτεί τις επανορθώσεις
και να επιστρέψει το έντοκο κατοχικό δάνειο στην Ελλάδα, η γερμανική πλευρά
θα επιχειρήσει να συμψηφίσει τις οφειλές της προς τη χώρα μας με τα διμερή της
δάνεια προς την Ελλάδα από το 2010 (περίπου 17,5 δις ευρώ). Αλλά οι εκτιμήσεις
όσον αφορά στο ύψος των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου
υπερβαίνουν πολλαπλάσια τις οφειλές της χώρας μας προς τη Γερμανία.