Πριν λίγο καιρό είχα διαβάσει το βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου "Το Τελευταίο Τέταρτο", στο οποίο ο συγγραφέας εξιστορούσε την "περιπέτεια" της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι για την έκδοση του περιοδικού "Τέταρτον" (από το οποίο περιοδικό έχουμε αναδημοσιεύσει σε αυτό το blog δύο από τα editorials του συνθέτη, εδώ κι εδώ). Διαβάζοντάς το, μαζί με τη γλυκιά αίσθηση της ανάμνησης της εποχής που διάβαζα κάθε τεύχος του περιοδικού (τα περισσότερα τα έχω φυλάξει μάλιστα), ένιωθα να με πλημμυρίζουν οι ήχοι κι από μια άλλη περιπέτεια του Μάνου Χατζιδάκι, από τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος. Υπήρξε μια εποχή που άκουγα το συγκεκριμένο σταθμό περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, μια εποχή που αγάπησα την κλασσική μουσική και με βάση εκείνα τα "μαθήματα" έχω σχηματίσει την προσωπική μου κλασσική δισκοθήκη. Είναι όμως κρίμα - και το ομολογώ με ενοχή - που τα τελευταία χρόνια μόνο σπάνια και περιστασιακά στεκόμουν στη συχνότητα του Τρίτου. Θεωρώ όμως μεγάλο πλήγμα για την πολιτιστική ζωή της χώρας μας, να πάψει να υπάρχει αυτός ο σταθμός. Επειδή, με την ύπαρξή του, όλο και σε κάποιους - άσχετο σε πόσους - θα άνοιγε την πόρτα στο μαγικό κόσμο της κλασσικής μουσικής, όπως είχε συμβεί και σε μένα. Αυτές τις σκέψεις μου τις δημιούργησε η ανάγνωση, σήμερα, του άρθρου του Τάκη Θεοδωρόπουλου για το Τρίτο Πρόγραμμα. Το αναδημοσιεύω, επειδή θεωρώ ότι αφορά τους αναγνώστες αυτού του blog. Απλά, να θυμίσω, ότι προσπάθεια να κλείσει το Τρίτο Πρόγραμμα είχε ξαναγίνει. Το Τρίτο Πρόγραμμα (του Τάκη Θεοδωρόπουλου) |
Το Τρίτο Πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας ήταν μια περιοχή
πολιτισμού στην έρημη χώρα. Χωρίς πολιτική ειδησεογραφία, απαλλαγμένο
από την υστερία των πολιτικών εκπομπών, σου θύμιζε ότι υπάρχει και μια
ζωή, πιο πραγματική από το καταθλιπτικό κουτσομπολιό του δημόσιου βίου
και την οικονομική παράνοια. Είναι αλήθεια ότι εδώ και πολλά χρόνια είχε μπει στο περιθώριο. Για τους περισσότερους υπήρχε καταναλώνοντας το κεφάλαιο που μάζεψε επί Χατζιδάκι, την ανάμνηση των καυστικών σχολίων του και τον προκλητικό συνδυασμό μετάδοσης κλασικής μουσικής με συνεντεύξεις του Ζαμπέτα ή του Φλωρινιώτη. Οι ακροατές είχαν μείνει λίγοι, ούτε και ξέρω αν έμπαινε καν στις μετρήσεις. Ακόμη λιγότεροι, λόγω «τεχνικών δυσχεριών». Αν και μεταδιδόταν σε δύο συχνότητες, σε ελάχιστα σημεία μπορούσες να το πιάσεις, πάντα συνέβαινε κάτι με τους αναμεταδότες και ακόμη και στα χρόνια της ευφορίας, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να επενδύσει σε υποδομές. Το life style, ισοπεδωτικό και απολυταρχικό, κατάφερε συντριπτικά κατάγματα σε ό,τι εκπροσωπούσε το Τρίτο Πρόγραμμα, με τους ελάχιστους ακροατές που συμπεριφέρονταν σαν μύστες. Μερικοί παραγωγοί του είχαν υιοθετήσει τη νοοτροπία του περιθωρίου. Ενώ περίμενες να ακούσεις μουσική, κάποιος μουσικολόγος σού την ανέλυε. Χρήσιμο, δεν λέω, χρησιμότερη όμως από τη μουσικολογία είναι η ίδια η μουσική. Υπήρχαν όμως και οι άλλοι που ήξεραν να προλογίζουν το μέρος μιας συμφωνίας με πέντε κουβέντες, όσες χρειάζονταν. Πολλές εκπομπές λόγου σου έδιναν την εντύπωση ότι οι ομιλητές έπασχαν από βαρυτάτης μορφής ανία – καθιερωμένο σύνδρομο των δημοσίων συζητήσεων για τη λογοτεχνία στη χώρα όπου όλοι, λίγο ώς πολύ, αισθάνονται λογοτέχνες. Κι όμως, περίπου ένα μήνα μετά το κατέβασμα του διακόπτη, η απουσία του Τρίτου είναι αισθητή. Λείπει το αίσθημα ότι κάπου, στην ίδια πόλη, υπάρχουν κάποιοι που δεν τους ξέρεις και ακούν Σούμαν όπως εσύ – αυτή είναι η διαφορά του ραδιοφώνου από το cd. Κοινώς το αίσθημα της πολιτισμένης κοινότητας, που ο τόπος σου στερεί βίαια. Δεν με νοιάζει αν η Νέα Τηλεόραση θα έχει δύο κανάλια ή ένα. Δεν ξέρω πόσες συχνότητες θα έχει το ραδιόφωνο. Εκείνο που σίγουρα πρέπει να έχει είναι το Τρίτο Πρόγραμμα, την ελάχιστη περιοχή πολιτισμού. |