Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ που ολοκληρώθηκε πριν λίγες μέρες αναφέρεται με το άρθρο του αυτή τη βδομάδα ο κ.Σταύρος Λυγερός.
Ένα συνέδριο ομφαλοσκόπησης θα το χαρακτήριζα, του οποίου τα αποτελέσματα απογοήτευσαν πολλούς που περίμεναν να αντλήσουν κάποια ρεαλιστική προσδοκία, σε μια εποχή που ο περισσότερος κόσμος νιώθει ξεκρέμαστος και ψάχνει κάπου να στηριχτεί.
Διαβάζοντας τα σχετικά με την έλλειψη προγράμματος του κόμματος ή πολιτικού σχεδίου, όπως το γράφει ο αρθρογράφος, μου έρχονται στο μυαλό δύο σκέψεις : Η μία, ότι ποτέ το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές δεν εφάρμοσε μετά τη νίκη του το πρόγραμμα που είχε παρουσιάσει προεκλογικά (για όσους δεν θυμούνται πιο παλιά, υπάρχουν τα πρόσφατα του 2009 με το "λεφτά υπάρχουν" πριν και την προσφυγή στο ΔΝΤ μετά, αλλά και του 2012 με την "επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου" πριν και την πιστή εφαρμογή του μετά), η δεύτερη σκέψη είναι ότι ελάχιστοι ψηφοφόροι ψηφίζουν στις ελληνικές εκλογές με βάση το πρόγραμμα των κομμάτων, αλλά είτε φανατικά/οπαδικά (πάντα το ίδιο κόμμα) είτε τιμωρητικά (για να τιμωρήουν το κόμμα που κυβερνούσε), είτε τέλος δια της εις άτοπον απαγωγής (πχ θέλω κόμμα κατά του μνημονίου, οι βασικές μου επιλογές είναι ΑΝΕΞ του Καμμένου, Χρυσή Αυγή και ΣΥΡΙΖΑ, ...τι διαλέγω;).
Περισσότερα όμως σε άλλο post, τώρα ας διαβάσουμε τι γράφει ο κ.Στ.Λυγερός.
Η παρατεινόμενη ασταθής ισορροπία στον πολιτικοεκλογικό συσχετισμό δυνάμεων αντανακλά την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια για να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Η αδυναμία του αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν έχει παρουσιάσει ένα επεξεργασμένο πολιτικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.
Ένα συνέδριο ομφαλοσκόπησης θα το χαρακτήριζα, του οποίου τα αποτελέσματα απογοήτευσαν πολλούς που περίμεναν να αντλήσουν κάποια ρεαλιστική προσδοκία, σε μια εποχή που ο περισσότερος κόσμος νιώθει ξεκρέμαστος και ψάχνει κάπου να στηριχτεί.
Διαβάζοντας τα σχετικά με την έλλειψη προγράμματος του κόμματος ή πολιτικού σχεδίου, όπως το γράφει ο αρθρογράφος, μου έρχονται στο μυαλό δύο σκέψεις : Η μία, ότι ποτέ το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές δεν εφάρμοσε μετά τη νίκη του το πρόγραμμα που είχε παρουσιάσει προεκλογικά (για όσους δεν θυμούνται πιο παλιά, υπάρχουν τα πρόσφατα του 2009 με το "λεφτά υπάρχουν" πριν και την προσφυγή στο ΔΝΤ μετά, αλλά και του 2012 με την "επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου" πριν και την πιστή εφαρμογή του μετά), η δεύτερη σκέψη είναι ότι ελάχιστοι ψηφοφόροι ψηφίζουν στις ελληνικές εκλογές με βάση το πρόγραμμα των κομμάτων, αλλά είτε φανατικά/οπαδικά (πάντα το ίδιο κόμμα) είτε τιμωρητικά (για να τιμωρήουν το κόμμα που κυβερνούσε), είτε τέλος δια της εις άτοπον απαγωγής (πχ θέλω κόμμα κατά του μνημονίου, οι βασικές μου επιλογές είναι ΑΝΕΞ του Καμμένου, Χρυσή Αυγή και ΣΥΡΙΖΑ, ...τι διαλέγω;).
Περισσότερα όμως σε άλλο post, τώρα ας διαβάσουμε τι γράφει ο κ.Στ.Λυγερός.
Η παρατεινόμενη ασταθής ισορροπία στον πολιτικοεκλογικό συσχετισμό δυνάμεων αντανακλά την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια για να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Η αδυναμία του αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν έχει παρουσιάσει ένα επεξεργασμένο πολιτικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης.
Μπορεί να επαγγέλλεται ειλικρινώς την απεμπλοκή από το
Μνημόνιο, αλλά δεν έχει πείσει ότι μπορεί να το πράξει χωρίς να προκληθεί
οικονομική ασφυξία και χάος. Το γεγονός αυτό
τροφοδοτεί το διάχυτο φόβο μεσαίων στρωμάτων που ακόμα δεν έχουν πέσει στον
γκρεμό και τα ωθεί να παραμένουν στην πολιτική αγκαλιά πρωτίστως της ΝΔ και
δευτερευόντως του ΠΑΣΟΚ. Έτσι ερμηνεύεται η πολιτικοεκλογική στασιμότητα του
ΣΥΡΙΖΑ σε μια περίοδο που η μικρομεσαία θάλασσα υφίσταται πρωτοφανή συμπίεση.
Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι εξ αντιδιαστολής αφενός να
διευκολύνεται η κυβέρνηση Σαμαρά κι αφετέρου να ενισχύεται η Χρυσή Αυγή. Η
διάχυτη εντύπωση ότι το εξαρτημένο εγχώριο πολιτικό σύστημα προδίδει την
κοινωνία ριζοσπαστικοποιεί μικρομεσαία στρώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση ωθεί
προς τα αριστερά, αλλά ταυτοχρόνως τροφοδοτεί και τη ραγδαία ανάπτυξη αντιδημοκρατικών
τάσεων.
Κατόπιν αυτών, θα περίμενε κανείς ότι το κεντρικό ζήτημα
στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ακριβώς η
επεξεργασία του σχεδίου που θα κάλυπτε το πολιτικό κενό και θα ωθούσε τη
ζυγαριά να γύρει προς την πλευρά μιας αντιμνημονιακής διεξόδου. Συνέβη ακριβώς
το αντίθετο. Το κρίσιμο αυτό ζήτημα απουσίαζε
παντελώς.
Το Συνέδριο, βεβαίως, ψήφισε προγραμματικές θέσεις, αλλά
στην πραγματικότητα πρόκειται για σχηματικές διατυπώσεις, οι οποίες επιτρέπουν
στις δύο πτέρυγες να τις επικαλούνται. Σε καμία περίπτωση δεν προσφέρουν
ουσιαστικές απαντήσεις στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Είναι ενδεικτικό ότι
κυριάρχησε το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», ενώ το ζητούμενο είναι η επεξεργασία
ενός σχεδίου το οποίο θα αντιμετωπίζει συνολικά το πρόβλημα, και όχι μόνο στο
επίπεδο του νομίσματος.
Το Συνέδριο ήταν μια εσωστρεφής διαδικασία που εξαρχής
είχε στόχο όχι μόνο να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα, αλλά και να
εδραιώσει και να νομιμοποιήσει ένα προεδροκεντρικό σύστημα εσωκομματικής
εξουσίας. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν να εξοβελιστεί η Πολιτική και να
αποθεωθεί ο φραξιονισμός, μεγάλο θύμα του οποίου ήταν οι ΠΑΣΟΚογενείς.
Μπορεί η Αριστερή Πλατφόρμα να κέρδισε ένα σημαντικό
μειοψηφικό ποσοστό, αλλά ο Τσίπρας πήρε από το Συνέδριο αυτό που ήθελε. Είναι
πια και με τη βούλα όχι μόνο ο κυρίαρχος, αλλά ουσιαστικά αυτός που θα χαράζει
την πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα χρησιμοποιήσει
τη σχεδόν απόλυτη εξουσία του να αποφασίζει.
Είναι αληθές ότι το οργανωτικό σχήμα που υπήρχε
δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα διαμαρτυρίας, το
οργανωτικό σχήμα των συνιστωσών -κορμός ο διπολικός Συνασπισμός και γύρω του
ένας αριθμός από αριστερές ομάδες- δεν αποτελούσε ούτε πολιτικό ούτε
λειτουργικό πρόβλημα. Κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στην πολυγλωσσία του.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν η κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού εκτόξευσε
τον ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Τον τελευταίο χρόνο οι «γαλάζιοι» και οι «πράσινοι»
αναδεικνύουν σε μείζον πολιτικό θέμα ανακοινώσεις κάποιας συνιστώσας ή
δηλώσεις κάποιου στελέχους που έρχονται σε αντίθεση με την κοινή γνώμη. Με άλλα
λόγια, η πολυγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε μετατραπεί στην αχίλλειο πτέρνα του. Η
Κουμουνδούρου υποχρεωνόταν να απολογείται, να διορθώνει και να αμύνεται.
Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα τερματίζει το
καθεστώς πολυγλωσσίας, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα του ξεκαθαρίσματος της ιδεολογικής φυσιογνωμίας και κυρίως του
πολιτικού σχεδίου. Κι όσο δεν ξεκαθαρίζονται αυτά, τόσο θα αναβλύζουν οι αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, που
πηγάζουν από το γεγονός ότι συμπεριφέρεται ταυτοχρόνως και ως κόμμα του 5% και
ως κόμμα του 27%.
Ο Τσίπρας και η «προεδρική φρουρά» επιδιώκουν να βρεθούν
στο τιμόνι της χώρας. Διστάζουν, όμως, να κάνουν ό,τι απαιτείται ώστε να
ανταποκριθούν σε μια ακραία πολιτική πρόκληση, όπως είναι η σημερινή κατάσταση
της χώρας. Η θεμελιώδης αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι εσωκομματικοί
συσχετισμοί αντανακλούν την εκλογική βάση του 4%-5% και όχι του 27%. Εάν αυτό
ίσχυε μία φορά πριν από το Συνέδριο, ισχύει δύο φορές μετά. Στο βωμό του
ελέγχου, η νέα Κεντρική Επιτροπή είναι πολιτικά πιο κλειστή από την
προηγούμενη. Αυτό σημαίνει ότι ο Τσίπρας θα πρέπει να δώσει μια έτσι κι αλλιώς
πολύ δύσκολη μάχη με ένα μάλλον ακατάλληλο πολιτικό εργαλείο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ της 18/7/2013