Είναι πλέον γεγονός ότι όλο και από περισσότερους γίνεται παραδεκτή η άποψη ότι τα μέτρα (ή κατ’ ευφημισμόν «μεταρρυθμίσεις») που επιβάλλουν στη χώρα μας οι δανειστές δεν έχουν σκοπό τη βελτίωση της οικονομίας της χώρας – όπως εκείνοι ισχυρίζονται – αλλά την παραδειγματική τιμωρία των πολιτών της χώρας μας για κάποιον λόγο για τον οποίον έχουν ακουστεί διάφορες ερμηνείες. Αυτό άλλωστε, κατά καιρούς, έχει δημοσιοποιηθεί από αξιόπιστες πηγές ως πληροφορία μέσα από τις συζητήσεις κορυφαίων πολιτικών παραγόντων της Ευρωζώνης.
Ας υποθέσουμε όμως ότι οι δανειστές δεν έχουν κακούς σκοπούς, καθώς και ότι δε είναι τόσο άσχετοι όσο δείχνουν οι υφεσιακές πολιτικές που συνεχώς μας επιβάλλουν δια των μνημονίων, αλλά θέλουν ειλικρινώς να βελτιώσουν την οικονομία της χώρας μας. Μπορούν να επιτύχουν αυτόν το στόχο οικονομικά μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν σε χώρες στις οποίες οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές που επικρατούν στην Ελλάδα; Η λογική απάντηση είναι αρνητική, φυσικά. Το θέμα είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις που δοκίμασαν να διαφοροποιήσουν κάποια στοιχεία των μοντέλων τους, και αυτές οι προσπάθειες αποδείχτηκαν αποτυχημένες (λάθος πολλαπλασιαστές, λάθος προβλέψεις κλπ).
Αν γενικεύσουμε το ερώτημα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η οικονομική επιστήμη διαθέτει τα εργαλεία που θα βοηθήσουν μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση, να την ξεπεράσει. Το άρθρο του καθηγητή Dani Rodrik* που αναδημοσιεύω στη συνέχεια θέτει παρόμοιους προβληματισμούς προτείνοντας κάποιες απαντήσεις.
Ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν το΄χει κάνει συνήθεια να μαίνεται εναντίον της τελευταίας γενιάς μακροοικονομικών μοντέλων γιατί παραβλέπουν παραδοσιακές κεϋνσιανές αλήθειες. Ο Πολ Ρόμερ, ένας από τους εμπνευστές της νέας θεωρίας ανάπτυξης, έχει κατηγορήσει ορισμένα κορυφαία ονόματα, μεταξύ των οποίων και ο βραβευμένος με Νόμπελ Ρόμπερτ Λούκας, για αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «mathiness» – τη χρήση των μαθηματικών με σκοπό να θολώσουν, και όχι να αποσαφηνίσουν, την κατάσταση.
Ο Ρίτσαρντ Τάλερ, διακεκριμένος συμπεριφοριστής οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, το΄χει κάνει επάγγελμα να καταγγέλει την αγνόηση της συμπεριφοράς στον πραγματικό κόσμο, προς όφελος μοντέλων που υποθέτουν πως οι άνθρωποι είναι «ορθολογικοί βελτιστοποιητές». Και ο καθηγητής χρηματοοικονομικών Λουίτζι Ζινγκάλες, επίσης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, έχει καταγγείλει πως οι συνάδελφοί του ειδικοί των χρηματοοικονομικών, έχουν παραπλανήσει την κοινωνία, υπερεκτιμώντας τα οφέλη που παράγονται από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Αυτού του είδους η κριτική θεώρηση από τα μεγάλα ονόματα του χώρου είναι υγιής και ευπρόσδεκτη – ιδίως σ΄ ένα πεδίο ελλιπούς, πολλές φορές, ενδοσκόπησης. Κι εγώ ο ίδιος έχω βάλει στο στόχαστρο τις ιερές αγελάδες του χώρου – τις ελεύθερες αγορές και το ελεύθερο εμπόριο – αρκετές φορές.
Ωστόσο υπάρχει κάτι το ανησυχητικό σ΄αυτόν το νέο γύρο κριτικής, το οποίο πρέπει να καταστεί σαφές – και να απορριφθεί. Τα οικονομικά δεν είναι μία τέτοιου είδους επιστήμη, στην οποία θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ένα αληθινό μοντέλο που λειτουργεί καλύτερα σε όλες τις περιστάσεις. Το θέμα δεν είναι «να επιτευχθεί ομοφωνία ως προς το ποιο μοντέλο είναι το σωστό», όπως το θέτει ο Ρόμερ, αλλά να διαπιστωθεί ποιο μοντέλο εφαρμόζεται καλύτερα σε ένα δεδομένο περιβάλλον. Κι αυτό θα παραμείνει για πάντα τέχνη, κι όχι επιστήμη, ιδίως όταν η επιλογή πρέπει να γίνει σε πραγματικό χρόνο.
Ο κοινωνικός κόσμος διαφέρει από τον φυσικό κόσμο, γιατί είναι δημιούργημα του ανθρώπου και ως εκ τούτου σχεδόν απεριόριστα εύπλαστος. Σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες λοιπόν, τα οικονομικά προοδεύουν επιστημονικώς, όχι αντικαθιστώντας τα παλαιά μοντέλα με καλύτερα, αλλά διευρύνοντας τη βιβλιοθήκη μοντέλων τους, με το κάθε ένα από αυτά να ρίχνει φως σε μία διαφορετική κοινωνική ανάγκη.
Για παράδειγμα, σήμερα έχουμε πολλά μοντέλα αγοράς με ατελή ανταγωνισμό ή ασύμμετρη πληροφόρηση. Τα μοντέλα αυτά δεν έχουν καταστήσει τους προκατόχους τους, οι οποίοι βασίζονταν στον τέλειο ανταγωνισμό, ξεπερασμένους ή παράκαιρους. Απλώς χάρη σ΄αυτά γνωρίζουμε καλύτερα πως διαφορετικές συνθήκες απαιτούν διαφορετικά μοντέλα.
Ομοίως, τα συμπεριφορικά μοντέλα που δίνουν έμφαση στη λεγόμενη ευρετική λήψη αποφάσεων μας κάνουν καλύτερους αναλυτές του περιβάλλοντος, όπου είναι σημαντικό να ληφθούν υπ΄ όψιν τέτοιου είδους παράγοντες. Δεν εκτοπίζουν τα μοντέλα ορθολογικής επιλογής, τα οποία παραμένουν το καλύτερο εργαλείο σε άλλα περιβάλλοντα. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που εφαρμόζεται στις προηγμένες χώρες μπορεί να αποτελεί κακό οδηγό σε αναπτυσσόμενες χώρες. Μοντέλα που δίνουν έμφαση σε προσδοκίες είναι μερικές φορές καλύτερα για την ανάλυση του πληθωρισμού και της ανεργίας· άλλες φορές, μοντέλα με κεϋνσιανά στοιχεία λειτουργούν εξαιρετικά.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Αργεντινός συγγραφέας, έγραψε κάποτε μια σύντομη ιστορία – μία μόνη παράγραφο – η οποία είναι ίσως ο καλύτερος οδηγός στην επιστημονική μέθοδο. Σε αυτήν, περιγράφεται μια μακρινή χώρα όπου η χαρτογραφία – η επιστήμη της δημιουργίας χαρτών – ασκήθηκε σε σημείο γελοιότητας. Ένας χάρτης μιας επαρχίας ήταν τόσο λεπτομερής που είχε το μέγεθος μιας ολόκληρης πόλης. Ο χάρτης της αυτοκρατορίας καταλάμβανε μια ολόκληρη επαρχία.
Με τον καιρό, οι χαρτογράφοι έγιναν ακόμα πιο φιλόδοξοι: σχεδίασαν ένα χάρτη που ήταν ένα ακριβές, «ένα-προς-ένα» αντίγραφο ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Όπως σημειώνει πικρόχολα ο Μπόρχες, οι επόμενες γενιές δεν μπόρεσαν να βρουν κάποια πρακτική χρήση ενός τόσο δυσλειτουργικού χάρτη. Έτσι, ο χάρτης αφέθηκε να σαπίσει στην έρημο, μαζί με την επιστήμη της γεωγραφίας την οποία αντιπροσώπευε.
Το μήνυμα του Μπόρχες εξακολουθεί να διαφεύγει πολλών κοινωνικών επιστημόνων ακόμα και σήμερα: η κατανόηση απαιτεί απλούστευση. Ο καλύτερος τρόπος να ανταποκριθεί κανείς στην πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής δεν είναι να επινοήσει όλο και πιο προηγμένα μοντέλα, αλλά να μάθει πώς λειτουργούν διάφοροι αιτιώδεις μηχανισμοί, ένας-ένας, και στη συνέχεια να κατανοήσει ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον.
Χρησιμοποιούμε έναν χάρτη αν οδηγούμε από το σπίτι στη δουλειά, έναν άλλο αν ταξιδεύουμε σε άλλη πόλη. Και πάλι άλλοι χάρτες χρειάζονται αν είμαστε με ποδήλατο, άλλοι με τα πόδια, κι άλλοι αν σκοπεύουουμε να πάρουμε μέσα μαζικής μεταφοράς.
H πλοήγηση από το ένα οικονομικό μοντέλο στο άλλο – η επιλογή του καταλληλότερου – είναι πολύ πιο δύσκολη από ό,τι η επιλογή του σωστού χάρτη. Οι ασκούντες το επάγγελμα χρησιμοποιούν ποικίλες επίσημες και ανεπίσημες εμπειρικές μεθόδους με μεγαλύτερη ή μικρότερη δεξιότητα. Και, στο επερχόμενο βιβλίο μου «Οικονομικοί Κανόνες», ασκώ κριτική στα προγράμματα πρακτικής εξάσκησης οικονομολόγων γιατί δεν εξοπλίζουν κατάλληλα τους μαθητές για τα εμπειρικά διαγνωστικά μέσα που απαιτεί ο κλάδος.
Αλλά οι εσωτερικοί επικριτές του επαγγέλματος έχουν άδικο όταν ισχυρίζονται πως ο κλάδος έχει παραστρατήσει επειδή οι οικονομολόγοι δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε ομοφωνία ως προς τα «σωστά» μοντέλα (τα αγαπημένα τους φυσικά). Ας εκτιμούμε τα οικονομικά σε όλη τους την πολυμορφία – ορθολογιστικά και συμπεριφορικά, κεϋνσιανά και κλασικά, πρώτα και δεύτερα, ορθόδοξα και ετερόδοξα – κι ας αφιερώσουμε την ενέργειά μας στο να γίνουμε σοφότεροι ως προς την επιλογή του καταλληλότερου πλαισίου κάθε φορά.
* Ο Dani Rodrik είναι καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών στο Institute for Advanced Study, του Πρίνστον, στο Νιου Τζέρσεϊ.