Είναι αλήθεια ότι το ταξίδι του Τσίπρα και των συνεργατών του στις ΗΠΑ θα μπορούσε να έχει θετικότερα αποτελέσματα. Υπήρξαν σημεία της επίσκεψης με θετικό πρόσημο και άλλα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Πού έγειρε η ζυγαριά θα το μάθουμε σύντομα. Την ανάλυση των επι μέρους πτυχών του ταξιδιού αυτού την κάνει με επιτυχία ο κ. Σταύρος Λυγερός.
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ήταν πάντα μία ευκαιρία για επαφές ηγετών. Μπορεί αυτές οι συναντήσεις να μην έχουν καθορισμένο αντικείμενο και να μην παράγουν άμεσα και απτά πολιτικά αποτελέσματα, αλλά δίνουν τη δυνατότητα για χαλαρή διπλωματία υποβάθρου. Για γνωριμίες, οι οποίες μελλοντικά μπορεί να διευκολύνουν τις διμερείς σχέσεις των χωρών. Μ’ αυτή την έννοια, οι επαφές του Τσίπρα στη Νέα Υόρκη ήταν χρήσιμες.
Η Ελλάδα, άλλωστε, για τους γνωστούς λόγους βρέθηκε το προηγούμενο διάστημα στην πρώτη γραμμή της διεθνούς δημοσιότητας. Το ίδιο και ο Τσίπρας. Ως νέο πρόσωπο και πρωταγωνιστής στο ελληνικό δράμα συγκεντρώνει και τους προβολείς των Μίντια και το ενδιαφέρον ηγετών, οι οποίοι σε άλλες συνθήκες δεν θα έδιναν χρόνο για να συναντηθούν μαζί του.
Είναι αληθές ότι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και διεθνώς έχουν εντυπωσιασθεί από το γεγονός ότι, παρά τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες, το κλείσιμο των τραπεζών και τελικώς τη μνημονιακή στροφή του, ο Τσίπρας κατάφερε να ξαναβρεθεί στον αφρό. Η άνετη τέταρτη κατά σειρά εκλογική νίκη του (εάν συνυπολογίσουμε και τη νίκη στις ευρωεκλογές του 2014 και το δημοψήφισμα) τον εδραιώνει θεσμικά στην εξουσία. Κατ’ επέκτασιν, υποχρεώνει τους διεθνείς παίκτες να τον αντιμετωπίσουν όχι σαν πολιτική παρένθεση, αλλά ως μία δύναμη με την οποία αξίζει να συνομιλήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος Ομπάμα σύστησε τον Τσίπρα στη σύζυγό του Μισέλ ως αυτόν που κέρδισε εκλογές, δηλαδή ως winner.
Η Ουάσιγκτον είχε εξαρχής τις επιφυλάξεις της για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του, λόγω των ριζοσπαστικών αριστερών ιδεών του και ειδικότερα επειδή θεωρούσε ότι ορισμένα κομματικά στελέχη διατηρούσαν αμφιλεγόμενες σχέσεις με την τρομοκρατία. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση Ομπάμα έπαιξε προσεκτικά το χαρτί Τσίπρα για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Δικαιολογημένα φοβόταν πως το Grexit θα προκαλούσε σημαντικές αναταράξεις στην Ευρωζώνη, οι οποίες θα επηρέαζαν αρνητικά και την εύθραυστη ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας.
Επιπροσθέτως, θεωρούσαν ότι η ασύνταχτη έξοδος από το ευρώ θα αποσταθεροποιούσε την Ελλάδα. Μία τέτοια εξέλιξη κρίθηκε ότι θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής, σε μία περίοδο που αιμορραγούν τα μέτωπα της Ουκρανίας στο βορρά, της Λιβύης στο νότο και της Συρίας-Ιράκ στην ανατολή.
Οι δύο αυτοί λόγοι ώθησαν την Ουάσιγκτον να αναμιχθεί παρασκηνιακά στις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους δανειστές, πιέζοντας και τις δύο πλευρές να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις για να βρουν μία λύση. Είναι αξιοσημείωτο ότι η θετική στάση του ΔΝΤ στο ζήτημα της απομείωσης του ελληνικού χρέους οφείλεται και σε αμερικανική παρέμβαση.
Η κυβέρνηση Ομπάμα χρησιμοποίησε την ελληνική υπόθεση και για να “κοντύνει” τη Γερμανία, η οποία, κυρίως δια του Σόιμπλε, είχε απορρίψει με αλαζονικό τρόπο τις αμερικανικές παραινέσεις όσον αφορά τη χαλάρωση της λιτότητας στην Ευρώπη. Όπως είχε πράξει και με το σκάνδαλο της Siemens, έτσι και τώρα με το σκάνδαλο της Volkswagen, η Ουάσιγκτον φροντίζει με τον δικό της έμμεσο, αλλά επώδυνο τρόπο να υπενθυμίζει στο Βερολίνο ποιος σε τελευταία ανάλυση είναι το αφεντικό.
Ακολουθώντας τις υπερβολές τριτοκοσμικών καθεστώτων, το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης έδωσε ανύπαρκτες πολιτικές διαστάσεις στην ολιγόλεπτη εθιμοτυπική συνάντηση του Τσίπρα με τον Ομπάμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι εμφανές πως η Ουάσιγκτον όχι μόνο δεν απομονώνει, αλλά και είναι διατεθειμένη να κάνει παιχνίδι με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι την στηρίζει άνευ όρων. Η αμερικανική επιμονή να συμμετάσχει η FYROM στη γνωστή διάσκεψη για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών με το όνομα “Μακεδονία” δεν οφείλεται μόνο σε εμμονές της γραφειοκρατίας του Στέητ Ντηπάρτμεντ. Είναι και ένα μήνυμα-προειδοποίηση προς τον Τσίπρα.
Όταν θα έλθει προσεχώς ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κέρι στην Αθήνα θα θέσει επί τάπητος τις αμερικανικές απαιτήσεις και θα ζητήσει δεσμεύσεις. Οι δεσμεύσεις είναι που θα ανοίξουν τον δρόμο για την επίσημη επίσκεψη του Τσίπρα στον Λευκό Οίκο, όπου και οριστικοποιείται το πλαίσιο των διμερών σχέσεων. Έτσι δουλεύει η αμερικανική διπλωματία με τις νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις φιλικών χωρών. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για κυβερνήσεις που δεν έχουν προϊστορία σχέσεων με την Ουάσιγκτον.
Τα όσα είπε ο Κέρι για μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο και για κατασκευή τερματικού LNG (υγροποιημένο αέριο) είναι ένα προς το παρόν ρητορικό αντίδωρο με σκοπό να τορπιλισθεί το σχέδιο για το νότιο δρόμο του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη. Υπενθυμίζουμε πως είναι στη φάση των διαπραγματεύσεων η κατασκευή αγωγού, ο οποίος θα μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στη FYROM, στη Σερβία, στην Ουγγαρία και στην Αυστρία.
Μελανό σημείο στην πολυήμερη παραμονή του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ήταν αναμφισβήτητα η εμφάνισή του στην εκδήλωση που πραγματοποίησε το ίδρυμα Κλίντον. Τα περισσότερα δηκτικά σχόλια αφορούσαν τα κακά αγγλικά του, τα οποία εμφανώς τον δυσκόλευαν να κατανοήσει τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο που ήταν ο συνομιλητής του.
Το γεγονός ότι ο Τσίπρας δεν μιλάει άπταιστα αγγλικά είναι ασφαλώς ένα μειονέκτημα, αλλά τίποτα περισσότερο. Το γεγονός ότι δεν ζήτησε να υπάρχει διερμηνεία, όμως, καταδεικνύει μία ελαφρότητα του ίδιου και του επιτελείου του, η οποία ανιχνεύεται γενικότερα. Η διαφαινόμενη πεποίθησή του πως ότι και αν κάνει στο τέλος θα τα καταφέρει, ενίοτε προσλαμβάνει διαστάσεις άγνοιας κινδύνου και έχει απτές αρνητικές συνέπειες. Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω εκδήλωση διοργανώθηκε για να προβληθεί η Ελλάδα και ο πρωθυπουργός της, για να υπογραμμισθεί ενώπιον ενός διακεκριμένου ακροατηρίου η ανάγκη απομείωσης του δημόσιου χρέους της και για να προσελκυσθούν επενδύσεις.
Παρότι, λοιπόν, ο Τσίπρας κλήθηκε να μιλήσει σε φιλικό περιβάλλον, δεν τα πήγε καλά. Κι όχι μόνο λόγω των αγγλικών. Χαμογελούσε αμήχανα, ήταν γενικόλογος και καθόλου πειστικός. Δεν είχε φροντίσει να προσαρμόσει την επιχειρηματολογία του στις ανάγκες που υπαγόρευε ο πολιτικός στόχος του και το είδος του ακροατηρίου του.
Η εμφάνισή του στο ίδρυμα Κλίντον αποδεικνύει έλλειψη προετοιμασίας. Αφού είχε θέσει ως στόχο του την προσέλκυση επενδύσεων, έπρεπε να παρουσιάσει την Ελλάδα σαν μία οικονομία, η οποία μετά από μία μακρά και επώδυνη κρίση σταθεροποιείται και εισέρχεται σε φάση απογείωσης. Οι επιχειρηματίες γνωρίζουν άριστα ότι σε οικονομίες που βρίσκονται σ’ αυτήν ακριβώς τη φάση υπάρχουν οι μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες.
Όπως μας επισήμανε επενδυτικός σύμβουλος με διεθνή πείρα, «για να πείσει το ακροατήριό του να ασχοληθεί σοβαρά με την Ελλάδα, όταν μάλιστα είναι γνωστή η υπερφορολόγηση και η συχνή αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, ο πρωθυπουργός έπρεπε να είναι συγκεκριμένος κι όχι γενικόλογος. Έπρεπε να αναφέρει παραδείγματα επενδυτικών ευκαιριών. Τα παραδείγματα θα προσέδιδαν αξιοπιστία και στις γενικές διαβεβαιώσεις του».
Το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί οι επιτελείς του Μαξίμου δεν αξιολόγησαν όπως έπρεπε την ευκαιρία που αντιπροσώπευε η εκδήλωση στο ίδρυμα Κλίντον; Και εάν την αξιολόγησαν, γιατί δεν προετοίμασαν τον πρωθυπουργό για απαντήσεις που θα υπηρετούσαν με αποτελεσματικότητα τους στόχους που είχε θέσει;
Η απάντηση μας φέρνει σ’ ένα κρίσιμο ζήτημα. Υπάρχει σοβαρό και αποτελεσματικό επιτελείο γύρω από τον Τσίπρα, ικανό να αξιολογεί τις ευκαιρίες και τους κινδύνους; Ικανό να επεξεργάζεται εναλλακτικές λύσεις σε ζητήματα κεντρικής πολιτικής και να προετοιμάζει επαρκώς τον πρωθυπουργό για να ανταπεξέρχεται σ’ όλες τις προκλήσεις και σ’ όλα τα επίπεδα;
Η παρατηρούμενη ελαφρότητα και η αδυναμία επαρκούς κατανόησης της σημασίας και των επιπτώσεων επιλογών, ενεργειών και εμφανίσεων μας υποχρεώνει να αμφιβάλλουμε. Υπάρχουν, βεβαίως, υπουργοί που έχουν αποδείξει ότι είναι επαρκείς και πατάνε στέρεα στο έδαφος. Τις σημαντικές κεντρικές αποφάσεις, όμως, τις λαμβάνει ένας πολύ κλειστός κύκλος στο Μαξίμου. Για την ακρίβεια, τις λαμβάνει ο πρωθυπουργός με τον υπουργό Επικρατείας Παππά και με την πιο χαλαρή συμμετοχή του ετέρου υπουργού Επικρατείας Φλαμπουράρη.
Τους τρεις αυτούς πλαισιώνουν σε κρίσιμους εκτελεστικούς ρόλους παιδιά του κομματικού σωλήνα, κατά κανόνα τριανταπεντάρηδες που δεν είχαν προηγουμένως δώσει δείγματα γραφής στη δημόσια σφαίρα ότι είναι αυθύπαρκτες πολιτικές οντότητες με ειδικό βάρος, ότι διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, αναγκαία πείρα και πολιτικές ικανότητες. Έχουν, όμως, δείξει την αφοσίωσή τους όχι μόνο στον Τσίπρα, αλλά και στον Παππά, ο οποίος κατά γενική ομολογία είναι και λειτουργεί σαν το alter ego του πρωθυπουργού. Ο υπουργός Επικρατείας, άλλωστε, είναι θεσμικά αρμόδιος και για τη γενική γραμματεία του πρωθυπουργού και για τη γενική γραμματεία της κυβέρνησης.
Στις αρμοδιότητες που είχε, μάλιστα, προστέθηκε τώρα και η αρμοδιότητα για τις επενδύσεις. Αυτή η απόφαση του πρωθυπουργού έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια, ορισμένα εκ των οποίων είναι και δηλητηριώδη. Σε κάθε περίπτωση ξενίζει το γεγονός ότι η εν λόγω αρμοδιότητα αποσπάται από το φυσικό περιβάλλον της, που είναι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, για να δοθεί στον ήδη υπερφορτωμένο υπουργό Επικρατείας.
Το επιχείρημα ότι ο Τσίπρας αναθέτει την αρμοδιότητα στον στενό συνεργάτη του, επειδή θέλει να διευκολύνει τις επενδύσεις, δεν είναι ευσταθές. Τουλάχιστον από θεσμικής απόψεως, ο αντιπρόεδρος Δραγασάκης και οι υπουργοί Οικονομικών Τσακαλώτος και Ανάπτυξης Σταθάκης θα έπρεπε να απολαμβάνουν της πλήρους εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Ο ίδιος, άλλωστε, τους εμπιστεύθηκε τα κρίσιμα χαρτοφυλάκιά τους.
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η εν λόγω απόφαση του πρωθυπουργού, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του Δραγασάκη, έχει προκαλέσει γκρίνιες εντός της κυβέρνησης. Προς το παρόν, οι γκρίνιες ακολουθούν υπόγειες διαδρομές. Κανείς δεν τολμάει να αμφισβητήσει όχι μόνο τον Τσίπρα, αλλά ούτε και τον Παππά. Πιθανότατα, όμως, οι γκρίνιες θα εκδηλωθούν με κάποιον τρόπο όταν εκ των πραγμάτων το κλίμα στην κοινωνία θα επιβαρυνθεί από την επερχόμενη λαίλαπα των επώδυνων μέτρων του 3ου Μνημονίου.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η κυβέρνηση, πιεζόμενη και από τους δανειστές και από τις ασφυκτικές προθεσμίες είναι αποφασισμένη να νομοθετήσει μαζικά και με διαδικασίες εξπρές όσα είναι αναγκαία για να περάσει επιτυχώς και εγκαίρως την 1η αξιολόγηση. Στόχος της δεν είναι μόνο να ανοίξει τις διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά και να προλάβει την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, ώστε να μην πάμε στο λεγόμενο bail in, το οποίο συμπεριλαμβάνει στην τρίτη φάση και κούρεμα καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ. Είναι προφανές πως μία τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε καίριο πλήγμα για την κυβέρνηση.
Όπως μας είπε κυβερνητικό στέλεχος, «ο μήνας του μέλιτος με την κοινωνία είναι σύντομος. Μετά και την υπερψήφιση των προγραμματικών δηλώσεων, η κυβέρνηση καλείται επιτέλους να κυβερνήσει. Για να μην σπαταλήσουμε την εντολή των ψηφοφόρων, πρέπει να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους για όσα έχουμε υποσχεθεί και είναι πέρα από το Μνημόνιο. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να επαναλάβουμε τα καμώματα και τα πειράματα του επταμήνου. Διαφορετικά, νωρίτερα ή αργότερα, θα μας πάρει ο διάολος της λαϊκής αγανάκτησης».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα, στις 4 Οκτωβρίου 2015
Πού έγειρε η ζυγαριά θα το μάθουμε σύντομα. Την ανάλυση των επι μέρους πτυχών του ταξιδιού αυτού την κάνει με επιτυχία ο κ. Σταύρος Λυγερός.
Το ταξίδι Τσίπρα στις ΗΠΑ και το επιτελείο του Μαξίμου
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ήταν πάντα μία ευκαιρία για επαφές ηγετών. Μπορεί αυτές οι συναντήσεις να μην έχουν καθορισμένο αντικείμενο και να μην παράγουν άμεσα και απτά πολιτικά αποτελέσματα, αλλά δίνουν τη δυνατότητα για χαλαρή διπλωματία υποβάθρου. Για γνωριμίες, οι οποίες μελλοντικά μπορεί να διευκολύνουν τις διμερείς σχέσεις των χωρών. Μ’ αυτή την έννοια, οι επαφές του Τσίπρα στη Νέα Υόρκη ήταν χρήσιμες.
Η Ελλάδα, άλλωστε, για τους γνωστούς λόγους βρέθηκε το προηγούμενο διάστημα στην πρώτη γραμμή της διεθνούς δημοσιότητας. Το ίδιο και ο Τσίπρας. Ως νέο πρόσωπο και πρωταγωνιστής στο ελληνικό δράμα συγκεντρώνει και τους προβολείς των Μίντια και το ενδιαφέρον ηγετών, οι οποίοι σε άλλες συνθήκες δεν θα έδιναν χρόνο για να συναντηθούν μαζί του.
Είναι αληθές ότι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και διεθνώς έχουν εντυπωσιασθεί από το γεγονός ότι, παρά τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες, το κλείσιμο των τραπεζών και τελικώς τη μνημονιακή στροφή του, ο Τσίπρας κατάφερε να ξαναβρεθεί στον αφρό. Η άνετη τέταρτη κατά σειρά εκλογική νίκη του (εάν συνυπολογίσουμε και τη νίκη στις ευρωεκλογές του 2014 και το δημοψήφισμα) τον εδραιώνει θεσμικά στην εξουσία. Κατ’ επέκτασιν, υποχρεώνει τους διεθνείς παίκτες να τον αντιμετωπίσουν όχι σαν πολιτική παρένθεση, αλλά ως μία δύναμη με την οποία αξίζει να συνομιλήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος Ομπάμα σύστησε τον Τσίπρα στη σύζυγό του Μισέλ ως αυτόν που κέρδισε εκλογές, δηλαδή ως winner.
Η Ουάσιγκτον είχε εξαρχής τις επιφυλάξεις της για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του, λόγω των ριζοσπαστικών αριστερών ιδεών του και ειδικότερα επειδή θεωρούσε ότι ορισμένα κομματικά στελέχη διατηρούσαν αμφιλεγόμενες σχέσεις με την τρομοκρατία. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση Ομπάμα έπαιξε προσεκτικά το χαρτί Τσίπρα για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Δικαιολογημένα φοβόταν πως το Grexit θα προκαλούσε σημαντικές αναταράξεις στην Ευρωζώνη, οι οποίες θα επηρέαζαν αρνητικά και την εύθραυστη ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας.
Επιπροσθέτως, θεωρούσαν ότι η ασύνταχτη έξοδος από το ευρώ θα αποσταθεροποιούσε την Ελλάδα. Μία τέτοια εξέλιξη κρίθηκε ότι θα είχε αρνητικές επιπτώσεις για τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής, σε μία περίοδο που αιμορραγούν τα μέτωπα της Ουκρανίας στο βορρά, της Λιβύης στο νότο και της Συρίας-Ιράκ στην ανατολή.
Οι δύο αυτοί λόγοι ώθησαν την Ουάσιγκτον να αναμιχθεί παρασκηνιακά στις διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους δανειστές, πιέζοντας και τις δύο πλευρές να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις για να βρουν μία λύση. Είναι αξιοσημείωτο ότι η θετική στάση του ΔΝΤ στο ζήτημα της απομείωσης του ελληνικού χρέους οφείλεται και σε αμερικανική παρέμβαση.
Η κυβέρνηση Ομπάμα χρησιμοποίησε την ελληνική υπόθεση και για να “κοντύνει” τη Γερμανία, η οποία, κυρίως δια του Σόιμπλε, είχε απορρίψει με αλαζονικό τρόπο τις αμερικανικές παραινέσεις όσον αφορά τη χαλάρωση της λιτότητας στην Ευρώπη. Όπως είχε πράξει και με το σκάνδαλο της Siemens, έτσι και τώρα με το σκάνδαλο της Volkswagen, η Ουάσιγκτον φροντίζει με τον δικό της έμμεσο, αλλά επώδυνο τρόπο να υπενθυμίζει στο Βερολίνο ποιος σε τελευταία ανάλυση είναι το αφεντικό.
Ακολουθώντας τις υπερβολές τριτοκοσμικών καθεστώτων, το επικοινωνιακό επιτελείο της κυβέρνησης έδωσε ανύπαρκτες πολιτικές διαστάσεις στην ολιγόλεπτη εθιμοτυπική συνάντηση του Τσίπρα με τον Ομπάμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι εμφανές πως η Ουάσιγκτον όχι μόνο δεν απομονώνει, αλλά και είναι διατεθειμένη να κάνει παιχνίδι με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι την στηρίζει άνευ όρων. Η αμερικανική επιμονή να συμμετάσχει η FYROM στη γνωστή διάσκεψη για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών με το όνομα “Μακεδονία” δεν οφείλεται μόνο σε εμμονές της γραφειοκρατίας του Στέητ Ντηπάρτμεντ. Είναι και ένα μήνυμα-προειδοποίηση προς τον Τσίπρα.
Όταν θα έλθει προσεχώς ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κέρι στην Αθήνα θα θέσει επί τάπητος τις αμερικανικές απαιτήσεις και θα ζητήσει δεσμεύσεις. Οι δεσμεύσεις είναι που θα ανοίξουν τον δρόμο για την επίσημη επίσκεψη του Τσίπρα στον Λευκό Οίκο, όπου και οριστικοποιείται το πλαίσιο των διμερών σχέσεων. Έτσι δουλεύει η αμερικανική διπλωματία με τις νεοεκλεγμένες κυβερνήσεις φιλικών χωρών. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για κυβερνήσεις που δεν έχουν προϊστορία σχέσεων με την Ουάσιγκτον.
Τα όσα είπε ο Κέρι για μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο και για κατασκευή τερματικού LNG (υγροποιημένο αέριο) είναι ένα προς το παρόν ρητορικό αντίδωρο με σκοπό να τορπιλισθεί το σχέδιο για το νότιο δρόμο του ρωσικού αερίου προς την Ευρώπη. Υπενθυμίζουμε πως είναι στη φάση των διαπραγματεύσεων η κατασκευή αγωγού, ο οποίος θα μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στη FYROM, στη Σερβία, στην Ουγγαρία και στην Αυστρία.
Μελανό σημείο στην πολυήμερη παραμονή του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ήταν αναμφισβήτητα η εμφάνισή του στην εκδήλωση που πραγματοποίησε το ίδρυμα Κλίντον. Τα περισσότερα δηκτικά σχόλια αφορούσαν τα κακά αγγλικά του, τα οποία εμφανώς τον δυσκόλευαν να κατανοήσει τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο που ήταν ο συνομιλητής του.
Το γεγονός ότι ο Τσίπρας δεν μιλάει άπταιστα αγγλικά είναι ασφαλώς ένα μειονέκτημα, αλλά τίποτα περισσότερο. Το γεγονός ότι δεν ζήτησε να υπάρχει διερμηνεία, όμως, καταδεικνύει μία ελαφρότητα του ίδιου και του επιτελείου του, η οποία ανιχνεύεται γενικότερα. Η διαφαινόμενη πεποίθησή του πως ότι και αν κάνει στο τέλος θα τα καταφέρει, ενίοτε προσλαμβάνει διαστάσεις άγνοιας κινδύνου και έχει απτές αρνητικές συνέπειες. Ας σημειωθεί ότι η εν λόγω εκδήλωση διοργανώθηκε για να προβληθεί η Ελλάδα και ο πρωθυπουργός της, για να υπογραμμισθεί ενώπιον ενός διακεκριμένου ακροατηρίου η ανάγκη απομείωσης του δημόσιου χρέους της και για να προσελκυσθούν επενδύσεις.
Παρότι, λοιπόν, ο Τσίπρας κλήθηκε να μιλήσει σε φιλικό περιβάλλον, δεν τα πήγε καλά. Κι όχι μόνο λόγω των αγγλικών. Χαμογελούσε αμήχανα, ήταν γενικόλογος και καθόλου πειστικός. Δεν είχε φροντίσει να προσαρμόσει την επιχειρηματολογία του στις ανάγκες που υπαγόρευε ο πολιτικός στόχος του και το είδος του ακροατηρίου του.
Η εμφάνισή του στο ίδρυμα Κλίντον αποδεικνύει έλλειψη προετοιμασίας. Αφού είχε θέσει ως στόχο του την προσέλκυση επενδύσεων, έπρεπε να παρουσιάσει την Ελλάδα σαν μία οικονομία, η οποία μετά από μία μακρά και επώδυνη κρίση σταθεροποιείται και εισέρχεται σε φάση απογείωσης. Οι επιχειρηματίες γνωρίζουν άριστα ότι σε οικονομίες που βρίσκονται σ’ αυτήν ακριβώς τη φάση υπάρχουν οι μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες.
Όπως μας επισήμανε επενδυτικός σύμβουλος με διεθνή πείρα, «για να πείσει το ακροατήριό του να ασχοληθεί σοβαρά με την Ελλάδα, όταν μάλιστα είναι γνωστή η υπερφορολόγηση και η συχνή αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού, ο πρωθυπουργός έπρεπε να είναι συγκεκριμένος κι όχι γενικόλογος. Έπρεπε να αναφέρει παραδείγματα επενδυτικών ευκαιριών. Τα παραδείγματα θα προσέδιδαν αξιοπιστία και στις γενικές διαβεβαιώσεις του».
Το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί οι επιτελείς του Μαξίμου δεν αξιολόγησαν όπως έπρεπε την ευκαιρία που αντιπροσώπευε η εκδήλωση στο ίδρυμα Κλίντον; Και εάν την αξιολόγησαν, γιατί δεν προετοίμασαν τον πρωθυπουργό για απαντήσεις που θα υπηρετούσαν με αποτελεσματικότητα τους στόχους που είχε θέσει;
Η απάντηση μας φέρνει σ’ ένα κρίσιμο ζήτημα. Υπάρχει σοβαρό και αποτελεσματικό επιτελείο γύρω από τον Τσίπρα, ικανό να αξιολογεί τις ευκαιρίες και τους κινδύνους; Ικανό να επεξεργάζεται εναλλακτικές λύσεις σε ζητήματα κεντρικής πολιτικής και να προετοιμάζει επαρκώς τον πρωθυπουργό για να ανταπεξέρχεται σ’ όλες τις προκλήσεις και σ’ όλα τα επίπεδα;
Η παρατηρούμενη ελαφρότητα και η αδυναμία επαρκούς κατανόησης της σημασίας και των επιπτώσεων επιλογών, ενεργειών και εμφανίσεων μας υποχρεώνει να αμφιβάλλουμε. Υπάρχουν, βεβαίως, υπουργοί που έχουν αποδείξει ότι είναι επαρκείς και πατάνε στέρεα στο έδαφος. Τις σημαντικές κεντρικές αποφάσεις, όμως, τις λαμβάνει ένας πολύ κλειστός κύκλος στο Μαξίμου. Για την ακρίβεια, τις λαμβάνει ο πρωθυπουργός με τον υπουργό Επικρατείας Παππά και με την πιο χαλαρή συμμετοχή του ετέρου υπουργού Επικρατείας Φλαμπουράρη.
Τους τρεις αυτούς πλαισιώνουν σε κρίσιμους εκτελεστικούς ρόλους παιδιά του κομματικού σωλήνα, κατά κανόνα τριανταπεντάρηδες που δεν είχαν προηγουμένως δώσει δείγματα γραφής στη δημόσια σφαίρα ότι είναι αυθύπαρκτες πολιτικές οντότητες με ειδικό βάρος, ότι διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, αναγκαία πείρα και πολιτικές ικανότητες. Έχουν, όμως, δείξει την αφοσίωσή τους όχι μόνο στον Τσίπρα, αλλά και στον Παππά, ο οποίος κατά γενική ομολογία είναι και λειτουργεί σαν το alter ego του πρωθυπουργού. Ο υπουργός Επικρατείας, άλλωστε, είναι θεσμικά αρμόδιος και για τη γενική γραμματεία του πρωθυπουργού και για τη γενική γραμματεία της κυβέρνησης.
Στις αρμοδιότητες που είχε, μάλιστα, προστέθηκε τώρα και η αρμοδιότητα για τις επενδύσεις. Αυτή η απόφαση του πρωθυπουργού έχει προκαλέσει ποικίλα σχόλια, ορισμένα εκ των οποίων είναι και δηλητηριώδη. Σε κάθε περίπτωση ξενίζει το γεγονός ότι η εν λόγω αρμοδιότητα αποσπάται από το φυσικό περιβάλλον της, που είναι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, για να δοθεί στον ήδη υπερφορτωμένο υπουργό Επικρατείας.
Το επιχείρημα ότι ο Τσίπρας αναθέτει την αρμοδιότητα στον στενό συνεργάτη του, επειδή θέλει να διευκολύνει τις επενδύσεις, δεν είναι ευσταθές. Τουλάχιστον από θεσμικής απόψεως, ο αντιπρόεδρος Δραγασάκης και οι υπουργοί Οικονομικών Τσακαλώτος και Ανάπτυξης Σταθάκης θα έπρεπε να απολαμβάνουν της πλήρους εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Ο ίδιος, άλλωστε, τους εμπιστεύθηκε τα κρίσιμα χαρτοφυλάκιά τους.
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η εν λόγω απόφαση του πρωθυπουργού, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του Δραγασάκη, έχει προκαλέσει γκρίνιες εντός της κυβέρνησης. Προς το παρόν, οι γκρίνιες ακολουθούν υπόγειες διαδρομές. Κανείς δεν τολμάει να αμφισβητήσει όχι μόνο τον Τσίπρα, αλλά ούτε και τον Παππά. Πιθανότατα, όμως, οι γκρίνιες θα εκδηλωθούν με κάποιον τρόπο όταν εκ των πραγμάτων το κλίμα στην κοινωνία θα επιβαρυνθεί από την επερχόμενη λαίλαπα των επώδυνων μέτρων του 3ου Μνημονίου.
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η κυβέρνηση, πιεζόμενη και από τους δανειστές και από τις ασφυκτικές προθεσμίες είναι αποφασισμένη να νομοθετήσει μαζικά και με διαδικασίες εξπρές όσα είναι αναγκαία για να περάσει επιτυχώς και εγκαίρως την 1η αξιολόγηση. Στόχος της δεν είναι μόνο να ανοίξει τις διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά και να προλάβει την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, ώστε να μην πάμε στο λεγόμενο bail in, το οποίο συμπεριλαμβάνει στην τρίτη φάση και κούρεμα καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ. Είναι προφανές πως μία τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε καίριο πλήγμα για την κυβέρνηση.
Όπως μας είπε κυβερνητικό στέλεχος, «ο μήνας του μέλιτος με την κοινωνία είναι σύντομος. Μετά και την υπερψήφιση των προγραμματικών δηλώσεων, η κυβέρνηση καλείται επιτέλους να κυβερνήσει. Για να μην σπαταλήσουμε την εντολή των ψηφοφόρων, πρέπει να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες τους για όσα έχουμε υποσχεθεί και είναι πέρα από το Μνημόνιο. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να επαναλάβουμε τα καμώματα και τα πειράματα του επταμήνου. Διαφορετικά, νωρίτερα ή αργότερα, θα μας πάρει ο διάολος της λαϊκής αγανάκτησης».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα, στις 4 Οκτωβρίου 2015