Παραξενεύεται όποιος διαβάζει σήμερα κείμενο στο οποίο συνδέεται η πολιτική με τη φιλοσοφία. Και ο λόγος είναι, φυσικά, ότι έχει υπόψη του την ποιότητα του σημερινού πολιτικού προσωπικού και το χαμηλότατο επίπεδό του.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Στους αρχαίους χρόνους, στην Ελλάδα, αυτές οι δυο έννοιες θεωρούνταν στενά συνδεδεμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πυθαγόρας είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική στην Κάτω Ιταλία, όπου εζησε και δημιούργησε κατά το δεύτερο μισό της ζωής του. Ενώ και άλλοι φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης - και όχι μόνο - περιέλαβαν πολιτικές προτάσεις στα έργα τους· ο Πλάτων μάλιστα σε κάποια από τα πρώτα έργα του είχε προτείνει ως ιδανική τη λύση του Άρχοντα-Φιλοσόφου, μια λύση που - καθόλου παράξενο - απέρριψε σχετικά σύντομα.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν λοιπόν, ότι φιλοσοφία και πολιτική συγγενεύουν και συνδετικός τους κρίκος είναι η δικαιοσύνη. Και από το όραμα της δικαιοσύνης εκείνων των χρόνων περάσαμε κατά το Μεσαίωνα στην πολιτική ως όχημα για την απόκτηση δύναμης! Κι έτσι φτάσαμε στην εφαρμογή της πολιτικής της δύναμης που γνωρίζουμε σήμερα πολύ καλά. Πόσο μακριά από τις αρχές που κήρυτταν οι πρόγονοί μας!
Με αυτά τα θέματα ασχολείται στο κείμενο που παραθέτω στη συνέχεια ο Ευάγγελος Παπανούτσος.
Πολιτική είναι η τέχνη του άρχειν αλλά και του άρχεσθαι, γενικά η τέχνη πώς να μετέχει κανείς αποτελεσματικά στα κοινά, στο δημόσιο βίο της χώρας του, είτε σαν άρχων είτε σαν αρχόμενος, αφού οι ευθύνες όπως και τα έργα μοιράζονται (με τρόπο ανάλογο προς τη μορφή της πολιτείας): στους διοικούντες και στους διοικούμενους. Η κάθε τάξη έχει τα καθήκοντα και τα δικαιώματά της, συνυφασμένα με τις βλέψεις και τα συμφέροντα τα δικά της, αλλά και με τις βλέψεις και τα συμφέροντα της κοινότητας (πάλι με τρόπο που κάθε φορά προσδιορίζεται από τον τύπο του πολιτεύματος). Στους αρχαίους χρόνους θεωρία της Πολιτικής (τέχνης) έχουμε μόνο στην Ελλάδα. Οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι, από τον Θαλή και τον Πυθαγόρα έως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ασχολήθηκαν με τα προβλήματα του δημόσιου βίου, και μάλιστα όχι μόνο θεωρητικά. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Για να αναπτυχθεί πολιτική θεωρία έπρεπε να υπάρχει, πολιτική πράξη, ενδιαφέρον ζωηρό και ενεργητική συμμετοχή των μελών της κοινότητας στη συλλογική ζωή. Και αυτή μόνο στις αρχαίες ελληνικές «πόλεις», που είχαν λίγο ως πολύ ελεύθερο πολιτικό βίο, υπήρχε. Αυτός άλλωστε είναι και ο κύριος λόγος που η φιλοσοφία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα.
Όσοι δεν αγαπούν τα μονομερή σχήματα και τις θεωρίες του «μονόδρομου» (που και σε μένα δεν αρέσουν) δέχονται ότι υπάρχει διαλεκτική αμοιβαιότητα στις σχέσεις ελεύθερου πολίτικου βίου και ελεύθερου θεωρητικού στοχασμού, πολιτικής και φιλοσοφίας, όπως και οι δύο διαμορφώθηκαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο: το ένα στοιχείο καθορίζει το άλλο και καθορίζεται απ’ αυτό. Δημόσια ζωή και φιλοσοφία γεννήθηκαν η μία από την άλλη, επηρέασαν βαθιά η μία την άλλη, αναπτύχθηκαν η μία σε στενή συνάρτηση με την άλλη. Το κύκλωμα στις σχέσεις τους είναι συνεχές. Ούτε από τους λαούς της Μεσοποταμίας ούτε από τους αρχαίους Αιγυπτίους και Πέρσες έλειψαν οι μεγαλοφυΐες, τα προνομιούχα πνεύματα. Εάν δεν απόκτησαν φιλοσοφία (και πολιτική θεωρία, της ελληνικής φιλοσοφίας μέρος αναπόσπαστο), τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα κράτη εκείνα δεν είχαν ποτέ ανεπτυγμένη δημόσια ζωή με ενεργητική συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση της χώρας. Οι δημοκρατούμενες ελληνικές πόλεις έδωσαν αξία στο «άλογο» και στην «πειθώ», στον «έλεγχο» και στα «επιχειρήματα», αφού αυτό απαιτούσε η δομή, το ήθος του πολιτεύματός τους· και έτσι δημιούργησαν τις ιστορικές προϋποθέσεις για να ριζώσει στο έδαφός τους και να ανθήσει η φιλοσοφία (ο ελεύθερος κριτικός στοχασμός). Αλλά και η φιλοσοφία ανταπέδωσε γενναιόδωρα τη χάρη: με τις θεωρητικές κατασκευές και τις κριτικές αναλύσεις της φώτισε και κατεύθυνε την πολιτική πράξη έδωσε στερεά θεμέλια και υψηλοφροσύνη στην κύρια πολιτική λειτουργία: τη νομοθεσία—φιλόσοφοι έγιναν νομοθέτες και κυβερνήτες ελληνικών πόλεων (π.χ. ο Αρχύτας στην Μεγάλη Ελλάδα) ή σύμβουλοι ηγεμόνων (Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά.).
Χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης είναι ότι δεν μπορούσε να φαντασθεί τον άνθρωπο απομονωμένο από την πολιτικά οργανωμένη κοινότητα, ούτε να δεχτεί ότι η κοινότητα αυτή έχει ζωή αυθύπαρκτη χωριστή από τη ζωή (τις βλέψεις, τις ιδέες, τη δράση) των μελών της. Για την αντίληψη των Αρχαίων το ένα στοιχείο υπάρχει, ουσιώνεται και καταξιώνεται μέσα στο άλλο και δια του άλλου. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί τον εαυτό του όχι έξω αλλά μέσα στην πολιτεία και δια της πολιτείας. Και η πολιτεία είναι γνήσια και πλήρης κατά το νόημα και το κύρος της όταν ταυτίζεται με τον κάθε πολίτη χωριστά και με όλους μαζί, όταν ζει και ευδοκιμεί από την εργασία, την πρωτοβουλία, την αρετή τους.
Έτσι εξηγείται και η τοποθέτηση του ζητήματος «έννοια της δικαιοσύνης» από τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας»: ας ψάξουμε πρώτα να βρούμε ποια είναι η δίκαιη πολιτεία, και όταν την ανακαλύψουμε θα έχουμε κιόλας βρει ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος. Το ένα είναι προϋπόθεση και συνάρτηση του άλλου. Η δίκαιη πολιτεία έργο και καμάρι δίκαιων ανθρώπων, και ο δίκαιος άνθρωπος γέννημα και δόξα της δίκαιης πολιτείας. Δίκαιος άνθρωπος μέσα σε άδικη πολιτεία, και άδικη πολιτεία από δίκαιους ανθρώπους είναι για την ελληνική αντίληψη πράγματα ασυμβίβαστα, ακατανόητα. Και αν γίνονται αυτά τα πράγματα (και γίνονται) τούτο είναι έξω από τον χώρο του θεμιτού, παρά τους νόμους του «λόγου». Σε όλες τις μεγάλες στιγμές της η πολιτική θεωρία και πράξη των Αρχαίων αυτή τη χρυσή βάση είχε: πώς ο πολίτης και η πόλη να προκόψουν στην «ευδαιμονία» και στην «αρετή» (Λυκούργος κατά Πλούταρχο)· πώς ο ένας δια του άλλου θα γίνει τέλειος, «δίκαιος» (Πλάτων).
Στους νέους χρόνους το σκηνικό αλλάζει εντελώς· χαρακτηριστικό προανάκρουσμα το πρώτο βιβλίο ευρωπαϊκής πολιτικής φιλοσοφίας: Ο «Ηγεμόνας» του Nicolo Machiavelli, 16ος αιώνας. Φαντάζεστε ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας Πυθαγόρας ή Δημόκριτος, ένας Πλάτων ή Αριστοτέλης να συλλάβει και να γράψει ένα βιβλίο που εγκωμιάζει τη δύναμη; τη δύναμη για τη δύναμη; Και αυτός ο Θουκυδίδης, ο ρεαλιστής, με το στόμα των μεγάλων ηγετών που παρουσιάζει υποστηρίζει ότι όχι η δύναμη ως δύναμη, αλλά η λάμψη της πολιτείας, το γόητρο στους σύγχρονους και η φήμη στους μεταγενέστερους, είναι ο σκοπός και το έπαθλο των σκληρών αγώνων. Οι νέοι χρόνοι αρχίζουν με άλλο εντελώς μοτίβο. Ο «Ηγεμόνας» ενσαρκώνει τον ιδεώδη πολιτικό, και για τον «Ηγεμόνα», όπως λέει ο πλαστουργός του, ο Machiavelli, το κίνητρο, το πρόγραμμα και ο σκοπός είναι η δύναμη. Κάνουμε πολιτική για να αποκτήσουμε δύναμη, για να αποσπάσουμε από τους άλλους δύναμη, για να διαθέτουμε εμείς μόνο (ή εμείς περισσότερο από κάθε άλλον) δύναμη. Εκατό χρόνια αργότερα ένα δεύτερο σύνθημα θα συμπληρώσει και θα ολοκληρώσει το πρώτο: και της γνώσης προορισμός είναι να δώσει δύναμη σ’ εκείνον που την κατέχει: «knowledge is power», Francis Bacon. Έτσι η «δύναμη» γίνεται το νέο είδωλο. Ο αρχαίος έλεγε: της πολιτικής σκοπός ο τέλειος (ο ευδαίμων και δίκαιος) άνθρωπος, της επιστήμης σκοπός ο τέλειος (ο ευδαίμων και δίκαιος) άνθρωπος, και ο άνθρωπος πραγματοποιείται μέσα στην κοινωνική του διέκταση· και με την κοινωνική του διέκταση, μέσα στην πολιτεία και με την πολιτεία. Τώρα η πολιτική είναι ο δρόμος (ατόμων και κρατών) προς τη δύναμη. Κατά τον Machiavelli δεν υπάρχει θεμιτό και μη θεμιτό μέσον για την πολιτική και τον πολιτικό εφόσον τούτο οδηγεί ασφαλώς στη δύναμη. Και ο Bacon στο «Novum Organon» (στην Καινή Διαθήκη της επιστήμης· Παλαιά Διαθήκη της ο μεσαιωνικός «Αριστοτέλης») είναι εξίσου σαφής και τολμηρός: γνώση είναι ό,τι μας δίνει τη δύναμη να νικήσουμε στον αγώνα μας με τη Φύση· η θεωρητική κατάκτηση που δεν βοηθάει σ’ αυτή τη νίκη, δεν επιτελεί το σκοπό της γνώσης.
Όταν με τέτοια εμβλήματα αρχίζει ένας πολιτισμός, δεν είναι καθόλου παράξενο πώς έφτασε εκεί που τον βλέπουμε σήμερα. Η Machtpolitik, η πολιτική της δύναμης, εφαρμόζεται πια απροσχημάτιστα όχι μόνο από κείνους που τη διακηρύττουν χωρίς συστολή, αλλά και από όσους καμώνονται ότι την αποδοκιμάζουν, επειδή τάχα τα ελατήριά τους είναι ευγενή. Από εδώ και πέρα πια όχι οι ηθικές εκτροπές, αλλά τα λάθη λογαριάζονται στους πολιτικούς ηγέτες· το «ευτυχές» αποτέλεσμα δικαιώνει τις μεγαλύτερες αυθαιρεσίες. Και ο πόλεμος, θα πει ένας θεωρητικός της στρατιωτικής τέχνης του περασμένου αιώνα (Klausewitz), είναι μια μορφή της πολιτικής: πολιτική με άλλα μέσα, αλλά με τον ίδιο σκοπό: απόκτηση δύναμης, αύξηση της δύναμης που διαθέτουμε, απόσπαση δύναμης από τους άλλους.
Αυτό όμως δεν είναι, δεν μπορεί να είναι το πρόσωπο της πολιτικής αλλά το προσωπείο της. Η δίψα για δύναμη ή για πλούτη, ακόμη και για γόητρο και δόξα δεν κάνει τον πολιτικό. Κάτι άλλο είναι, πρέπει να είναι το κίνητρο, το πρόγραμμα, το περιεχόμενο της, ζωής του.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Στους αρχαίους χρόνους, στην Ελλάδα, αυτές οι δυο έννοιες θεωρούνταν στενά συνδεδεμένες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πυθαγόρας είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική στην Κάτω Ιταλία, όπου εζησε και δημιούργησε κατά το δεύτερο μισό της ζωής του. Ενώ και άλλοι φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης - και όχι μόνο - περιέλαβαν πολιτικές προτάσεις στα έργα τους· ο Πλάτων μάλιστα σε κάποια από τα πρώτα έργα του είχε προτείνει ως ιδανική τη λύση του Άρχοντα-Φιλοσόφου, μια λύση που - καθόλου παράξενο - απέρριψε σχετικά σύντομα.
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν λοιπόν, ότι φιλοσοφία και πολιτική συγγενεύουν και συνδετικός τους κρίκος είναι η δικαιοσύνη. Και από το όραμα της δικαιοσύνης εκείνων των χρόνων περάσαμε κατά το Μεσαίωνα στην πολιτική ως όχημα για την απόκτηση δύναμης! Κι έτσι φτάσαμε στην εφαρμογή της πολιτικής της δύναμης που γνωρίζουμε σήμερα πολύ καλά. Πόσο μακριά από τις αρχές που κήρυτταν οι πρόγονοί μας!
Με αυτά τα θέματα ασχολείται στο κείμενο που παραθέτω στη συνέχεια ο Ευάγγελος Παπανούτσος.
Πολιτική είναι η τέχνη του άρχειν αλλά και του άρχεσθαι, γενικά η τέχνη πώς να μετέχει κανείς αποτελεσματικά στα κοινά, στο δημόσιο βίο της χώρας του, είτε σαν άρχων είτε σαν αρχόμενος, αφού οι ευθύνες όπως και τα έργα μοιράζονται (με τρόπο ανάλογο προς τη μορφή της πολιτείας): στους διοικούντες και στους διοικούμενους. Η κάθε τάξη έχει τα καθήκοντα και τα δικαιώματά της, συνυφασμένα με τις βλέψεις και τα συμφέροντα τα δικά της, αλλά και με τις βλέψεις και τα συμφέροντα της κοινότητας (πάλι με τρόπο που κάθε φορά προσδιορίζεται από τον τύπο του πολιτεύματος). Στους αρχαίους χρόνους θεωρία της Πολιτικής (τέχνης) έχουμε μόνο στην Ελλάδα. Οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι, από τον Θαλή και τον Πυθαγόρα έως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ασχολήθηκαν με τα προβλήματα του δημόσιου βίου, και μάλιστα όχι μόνο θεωρητικά. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Για να αναπτυχθεί πολιτική θεωρία έπρεπε να υπάρχει, πολιτική πράξη, ενδιαφέρον ζωηρό και ενεργητική συμμετοχή των μελών της κοινότητας στη συλλογική ζωή. Και αυτή μόνο στις αρχαίες ελληνικές «πόλεις», που είχαν λίγο ως πολύ ελεύθερο πολιτικό βίο, υπήρχε. Αυτός άλλωστε είναι και ο κύριος λόγος που η φιλοσοφία γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα.
Όσοι δεν αγαπούν τα μονομερή σχήματα και τις θεωρίες του «μονόδρομου» (που και σε μένα δεν αρέσουν) δέχονται ότι υπάρχει διαλεκτική αμοιβαιότητα στις σχέσεις ελεύθερου πολίτικου βίου και ελεύθερου θεωρητικού στοχασμού, πολιτικής και φιλοσοφίας, όπως και οι δύο διαμορφώθηκαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο: το ένα στοιχείο καθορίζει το άλλο και καθορίζεται απ’ αυτό. Δημόσια ζωή και φιλοσοφία γεννήθηκαν η μία από την άλλη, επηρέασαν βαθιά η μία την άλλη, αναπτύχθηκαν η μία σε στενή συνάρτηση με την άλλη. Το κύκλωμα στις σχέσεις τους είναι συνεχές. Ούτε από τους λαούς της Μεσοποταμίας ούτε από τους αρχαίους Αιγυπτίους και Πέρσες έλειψαν οι μεγαλοφυΐες, τα προνομιούχα πνεύματα. Εάν δεν απόκτησαν φιλοσοφία (και πολιτική θεωρία, της ελληνικής φιλοσοφίας μέρος αναπόσπαστο), τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι τα κράτη εκείνα δεν είχαν ποτέ ανεπτυγμένη δημόσια ζωή με ενεργητική συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση της χώρας. Οι δημοκρατούμενες ελληνικές πόλεις έδωσαν αξία στο «άλογο» και στην «πειθώ», στον «έλεγχο» και στα «επιχειρήματα», αφού αυτό απαιτούσε η δομή, το ήθος του πολιτεύματός τους· και έτσι δημιούργησαν τις ιστορικές προϋποθέσεις για να ριζώσει στο έδαφός τους και να ανθήσει η φιλοσοφία (ο ελεύθερος κριτικός στοχασμός). Αλλά και η φιλοσοφία ανταπέδωσε γενναιόδωρα τη χάρη: με τις θεωρητικές κατασκευές και τις κριτικές αναλύσεις της φώτισε και κατεύθυνε την πολιτική πράξη έδωσε στερεά θεμέλια και υψηλοφροσύνη στην κύρια πολιτική λειτουργία: τη νομοθεσία—φιλόσοφοι έγιναν νομοθέτες και κυβερνήτες ελληνικών πόλεων (π.χ. ο Αρχύτας στην Μεγάλη Ελλάδα) ή σύμβουλοι ηγεμόνων (Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά.).
Χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης είναι ότι δεν μπορούσε να φαντασθεί τον άνθρωπο απομονωμένο από την πολιτικά οργανωμένη κοινότητα, ούτε να δεχτεί ότι η κοινότητα αυτή έχει ζωή αυθύπαρκτη χωριστή από τη ζωή (τις βλέψεις, τις ιδέες, τη δράση) των μελών της. Για την αντίληψη των Αρχαίων το ένα στοιχείο υπάρχει, ουσιώνεται και καταξιώνεται μέσα στο άλλο και δια του άλλου. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί τον εαυτό του όχι έξω αλλά μέσα στην πολιτεία και δια της πολιτείας. Και η πολιτεία είναι γνήσια και πλήρης κατά το νόημα και το κύρος της όταν ταυτίζεται με τον κάθε πολίτη χωριστά και με όλους μαζί, όταν ζει και ευδοκιμεί από την εργασία, την πρωτοβουλία, την αρετή τους.
Έτσι εξηγείται και η τοποθέτηση του ζητήματος «έννοια της δικαιοσύνης» από τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας»: ας ψάξουμε πρώτα να βρούμε ποια είναι η δίκαιη πολιτεία, και όταν την ανακαλύψουμε θα έχουμε κιόλας βρει ποιος είναι ο δίκαιος άνθρωπος. Το ένα είναι προϋπόθεση και συνάρτηση του άλλου. Η δίκαιη πολιτεία έργο και καμάρι δίκαιων ανθρώπων, και ο δίκαιος άνθρωπος γέννημα και δόξα της δίκαιης πολιτείας. Δίκαιος άνθρωπος μέσα σε άδικη πολιτεία, και άδικη πολιτεία από δίκαιους ανθρώπους είναι για την ελληνική αντίληψη πράγματα ασυμβίβαστα, ακατανόητα. Και αν γίνονται αυτά τα πράγματα (και γίνονται) τούτο είναι έξω από τον χώρο του θεμιτού, παρά τους νόμους του «λόγου». Σε όλες τις μεγάλες στιγμές της η πολιτική θεωρία και πράξη των Αρχαίων αυτή τη χρυσή βάση είχε: πώς ο πολίτης και η πόλη να προκόψουν στην «ευδαιμονία» και στην «αρετή» (Λυκούργος κατά Πλούταρχο)· πώς ο ένας δια του άλλου θα γίνει τέλειος, «δίκαιος» (Πλάτων).
Στους νέους χρόνους το σκηνικό αλλάζει εντελώς· χαρακτηριστικό προανάκρουσμα το πρώτο βιβλίο ευρωπαϊκής πολιτικής φιλοσοφίας: Ο «Ηγεμόνας» του Nicolo Machiavelli, 16ος αιώνας. Φαντάζεστε ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας Πυθαγόρας ή Δημόκριτος, ένας Πλάτων ή Αριστοτέλης να συλλάβει και να γράψει ένα βιβλίο που εγκωμιάζει τη δύναμη; τη δύναμη για τη δύναμη; Και αυτός ο Θουκυδίδης, ο ρεαλιστής, με το στόμα των μεγάλων ηγετών που παρουσιάζει υποστηρίζει ότι όχι η δύναμη ως δύναμη, αλλά η λάμψη της πολιτείας, το γόητρο στους σύγχρονους και η φήμη στους μεταγενέστερους, είναι ο σκοπός και το έπαθλο των σκληρών αγώνων. Οι νέοι χρόνοι αρχίζουν με άλλο εντελώς μοτίβο. Ο «Ηγεμόνας» ενσαρκώνει τον ιδεώδη πολιτικό, και για τον «Ηγεμόνα», όπως λέει ο πλαστουργός του, ο Machiavelli, το κίνητρο, το πρόγραμμα και ο σκοπός είναι η δύναμη. Κάνουμε πολιτική για να αποκτήσουμε δύναμη, για να αποσπάσουμε από τους άλλους δύναμη, για να διαθέτουμε εμείς μόνο (ή εμείς περισσότερο από κάθε άλλον) δύναμη. Εκατό χρόνια αργότερα ένα δεύτερο σύνθημα θα συμπληρώσει και θα ολοκληρώσει το πρώτο: και της γνώσης προορισμός είναι να δώσει δύναμη σ’ εκείνον που την κατέχει: «knowledge is power», Francis Bacon. Έτσι η «δύναμη» γίνεται το νέο είδωλο. Ο αρχαίος έλεγε: της πολιτικής σκοπός ο τέλειος (ο ευδαίμων και δίκαιος) άνθρωπος, της επιστήμης σκοπός ο τέλειος (ο ευδαίμων και δίκαιος) άνθρωπος, και ο άνθρωπος πραγματοποιείται μέσα στην κοινωνική του διέκταση· και με την κοινωνική του διέκταση, μέσα στην πολιτεία και με την πολιτεία. Τώρα η πολιτική είναι ο δρόμος (ατόμων και κρατών) προς τη δύναμη. Κατά τον Machiavelli δεν υπάρχει θεμιτό και μη θεμιτό μέσον για την πολιτική και τον πολιτικό εφόσον τούτο οδηγεί ασφαλώς στη δύναμη. Και ο Bacon στο «Novum Organon» (στην Καινή Διαθήκη της επιστήμης· Παλαιά Διαθήκη της ο μεσαιωνικός «Αριστοτέλης») είναι εξίσου σαφής και τολμηρός: γνώση είναι ό,τι μας δίνει τη δύναμη να νικήσουμε στον αγώνα μας με τη Φύση· η θεωρητική κατάκτηση που δεν βοηθάει σ’ αυτή τη νίκη, δεν επιτελεί το σκοπό της γνώσης.
Όταν με τέτοια εμβλήματα αρχίζει ένας πολιτισμός, δεν είναι καθόλου παράξενο πώς έφτασε εκεί που τον βλέπουμε σήμερα. Η Machtpolitik, η πολιτική της δύναμης, εφαρμόζεται πια απροσχημάτιστα όχι μόνο από κείνους που τη διακηρύττουν χωρίς συστολή, αλλά και από όσους καμώνονται ότι την αποδοκιμάζουν, επειδή τάχα τα ελατήριά τους είναι ευγενή. Από εδώ και πέρα πια όχι οι ηθικές εκτροπές, αλλά τα λάθη λογαριάζονται στους πολιτικούς ηγέτες· το «ευτυχές» αποτέλεσμα δικαιώνει τις μεγαλύτερες αυθαιρεσίες. Και ο πόλεμος, θα πει ένας θεωρητικός της στρατιωτικής τέχνης του περασμένου αιώνα (Klausewitz), είναι μια μορφή της πολιτικής: πολιτική με άλλα μέσα, αλλά με τον ίδιο σκοπό: απόκτηση δύναμης, αύξηση της δύναμης που διαθέτουμε, απόσπαση δύναμης από τους άλλους.
Αυτό όμως δεν είναι, δεν μπορεί να είναι το πρόσωπο της πολιτικής αλλά το προσωπείο της. Η δίψα για δύναμη ή για πλούτη, ακόμη και για γόητρο και δόξα δεν κάνει τον πολιτικό. Κάτι άλλο είναι, πρέπει να είναι το κίνητρο, το πρόγραμμα, το περιεχόμενο της, ζωής του.