14 Ιουλίου 2015

Η Συνθήκη των Βερσαλιών (1919)

Και να που η Συνθήκη των Βερσαλιών του 1919 ήρθε στο προσκήνιο μετά την προχθεσινή συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές "εταίρους". Ο λόγος σύγκρισης είναι ότι οι απαιτήσεις τους (των γερμανών ουσιαστικά, αφού πάντα περνάει το δικό τους στη σημερινή Ευρωπαϊκή 'Ένωση") έχουν την ίδια τιμωρητική, ταπεινωτική διάθεση που είχαν και οι όροι που επέβαλλαν στη Γερμανία οι νικητές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ας θυμηθούμε, όσο πιο συνοπτικά μπορούμε, τι ήταν αυτή η Συνθήκη.  
 
Η συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), λοιπόν, είναι η Συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην Αντάντ (γαλλ. Entente) και την Γερμανική Αυτοκρατορία. Μετά από έξι μήνες διαπραγματεύσεων, που έλαβαν χώρα στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, η συνθήκη υπεγράφη ως συνέχεια της ανακωχής της 11ης Νοεμβρίου 1918 του δάσους της Κομπιένης. Παρότι υπήρχαν πολλές διατάξεις στη Συνθήκη, μία από τις πιο σημαντικές όριζε ότι η Γερμανία αποδεχόταν την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και, σύμφωνα με τα άρθρα 231-248, αποδεχόταν να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε διάφορες χώρες.

Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους συμμάχους άρχισαν στις 18 Ιανουαρίου στην Αίθουσα Καθρεπτών του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. Εβδομήντα αντιπρόσωποι από είκοσι έξι έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης. Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις, οπότε έμειναν μόνο οι «Τέσσερις Μεγάλοι». Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία.
Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau έμαθε, επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου. Στις 20 Ιουνίου, δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Καγκελάριο Γκούσταφ Μπάουερ, αφού παραιτήθηκε ο Φίλιπ Σάιντεμαν. Η Γερμανία τελικά συμφώνησε με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά στις 23 Ιουνίου.
Στις 28 Ιουνίου 1919 ο Χέρμαν Μύλλερ, ο νέος Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, και ο Υπουργός Μεταφορών, Γιοχάνες Μπελλ (Johannes Bell) συμφώνησαν να υπογράψουν τη Συνθήκη, που επικυρώθηκε από την Κοινωνία των Εθνών στις 10 Ιανουαρίου 1920. Στη Γερμανία η Συνθήκη προκάλεσε σοκ και αισθήματα ταπείνωσης, γιατί πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν άδικο να επωμιστεί μόνον η Γερμανία και οι σύμμαχοί της την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου.
Οι τρεις εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων που διαπραγματεύθηκαν τη συνθήκη ήταν ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Lloyd George, ο Γάλλος Πρωθυπουργός Georges Clemenceau και ο Aμερικανός Πρόεδρος Woodrow Wilson. Ο Ιταλός Πρωθυπουργός Vittorio Orlando διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο στις διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία δεν συμμετείχε διόλου σε αυτές. Στις Βερσαλλίες ήταν δύσκολο να αποφασιστεί μία κοινή θέση, γιατί οι επιδιώξεις των διαφόρων χωρών συγκρούονταν μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένας «δυσχερής συμβιβασμός».

Αποτελέσματα - Επακόλουθα της Συνθήκης

Η υπογραφή της συνθήκης για τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου έγινε με σεμνή τελετή στις αίθουσες των Βερσαλλιών (29 Ιουνίου του 1919). Ήταν ένα κείμενο βίας και ταπείνωσης που ουσιαστικά ένα και μόνο αποτέλεσμα είχε: Να τονώσει τη γερμανική λύσσα για ρεβάνς που λίπανε το έδαφος για να φυτρώσει ο Χίτλερ και να ανθίσει ο ναζισμός. Για την ώρα, όμως, οι εταίροι σχεδίαζαν την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ). Εγκαινιάστηκε πανηγυρικά στις 16 Ιανουαρίου του 1920. Οι λογαριασμοί με την Αυστροουγγαρία των Αψβούργων έκλεισαν χάρη στις συνθήκες του Σεν Ζερμέν (10 Σεπτεμβρίου του 1919) και του Τριανόν (4 Ιουνίου του 1920). Η συνθήκη με τη Βουλγαρία υπογράφτηκε στο Νεϊγί (27 Οκτωβρίου του 1919) και με την Τουρκία στο Σαν Ρέμο (26 Απριλίου του 1920).

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προέκυψαν παγκόσμια οικονομική δύναμη με μοχλό τον αποικιακό εμπορικό επεκτατισμό που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στο κραχ του 1929. Η Βρετανία βρέθηκε παντοδύναμη αποικιακή θαλασσοκράτειρα αυτοκρατορία. Η Γαλλία έφτασε τα σύνορά της ως τον Ρήνο, εκπληρώνοντας τους αλυτρωτικούς της πόθους, κι απέκτησε μεγάλη επιρροή στα πράγματα της Ευρώπης.
Στην Αφρική δούλεψαν οι χάρακες και οι διαβήτες και η ήπειρος μοιράστηκε ακριβοδίκαια ανάμεσα στη Γαλλία και στη Βρετανία, που όμως τουμπάρισε τον εταίρο της στη μοιρασιά της Μέσης Ανατολής. Και η Ιταλία δεν μπορούσε να έχει κανένα παράπονο: Οι περιοχές του Τιρόλο, της Τεργέστης, της Ιστρίας, της Ζάρας, ακόμα και το Φιούμε και κάποια νησιά της Αδριατικής της ανήκαν. Κι εκείνη η Σασόνα, η πρώην ελληνική και μετέπειτα αλβανική. Προκειμένου να μπει στον πόλεμο, είχε πάρει την εντολή της προστασίας στην Αλβανία (1915) κι έφτασε ως την ιταλοαλβανική αμυντική συνθήκη του 1927.
Στο Φιούμε, ένας τυχοδιώκτης Ντ’ Ανούντσιο κήρυξε την ανεξαρτησία (1919) για να επακολουθήσει η προσάρτηση του 1924. Είχε προηγηθεί η κατοχύρωση των Δωδεκανήσων με τη συνθήκη της Λοζάννης (1923) κι είχε ακολουθήσει η διείσδυση στη Δαλματία με τη συνθήκη του Νετούνο (1929). Ο φασισμός του Μπενίτο Μουσολίνι (από τις 30 Οκτωβρίου του 1922) την είχε οδηγήσει σταδιακά εναντίον της Αυστρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Τουρκίας και της Γαλλίας, αλλά και σε εμπορικές συμφωνίες με τη Ρουμανία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία.

Η Γερμανία είχε ακρωτηριαστεί, ταπεινωθεί κι εξωθηθεί στην οικονομική εξόντωση. Και η Αυστροουγγαρία είχε διαμελιστεί περίπου στα «εξ ων συνετέθη». Από την απέραντη αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε απομείνει η οικονομικά αφανισμένη δημοκρατία της Αυστρίας, η Γερμανική Αυστρία όπως αποκλήθηκε, περιορισμένη στη γη που κατείχαν τα πρώην αρχιδουκάτα Σαλτσβούργο, Φοράλμπεργκ, Στυρία και Βόρειο Τιρόλο, 83.800 τετραγωνικά χιλιόμετρα συνολικά, με 6.400.000 κατοίκους.
GreekBloggers.com