Πολλές φορές έχουμε συγκρίνει την περίοδο που διανύουμε με εκείνη του μεσοπολέμου, την περίοδο δηλαδή που προηγήθηκε του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κυρίαρχο στοιχείο σήμερα - όπως και τότε - είναι η συνεχής απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών, γεγονός που προοιωνίζει τον ερχομό άσχημων καταστάσεων. Παρόμοια κατάσταση είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη και την περίοδο ανάμεσα στους δυο μεγάλους πολέμους. Η Ιστορία διδάσκει, αλλά δυστυχώς λίγοι είναι πρόθυμοι να διδαχτούν από τα λάθη του παρελθόντος. Οι πλέον δύσπιστοι ή/και απαισιόδοξοι θα ρωτήσουν, όπως κάνουν συνήθως, "και να γνωρίζουμε, τι μπορούμε να κάνουμε για να αποτρέψουμε τα επερχόμενα;" Όταν ο πολίτης γνωρίζει και διαθέτει θέληση, πολλά μπορεί να κάνει!
Στη συνέχεια, και στην προσπάθεια που συνεχίζω να κάνω τονίζοντας το πρόβλημα που παραβλέπουν όλοι εκείνοι οι πολιτειακοί παράγοντες που δεν θα έπρεπε, το έλλειμα δηλαδή Δημοκρατίας που έχει προκύψει εξαιτίας των ακολουθούμενων μνημονιακών πολιτικών, των εκπορευόμενων από ξένα κέντρα, διάλεξα από το βιβλίο του Mark Mazower "Σκοτεινή Ήπειρος" ένα κεφάλαιο που αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς τη μεσοπολεμική περίοδο και την αποξένωση από τα δημοκρατικά ιδεώδη που οδήγησαν στην άνοδο του ναζισμού και του φασισμού με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκείνη την περίοδο δεν ήταν τα κοινοβούλια το μόνο επίμαχο ζήτημα. Επιθέσεις δεχόταν επίσης, σε πολύ ευρύτερο μέτωπο, η φιλελεύθερη δημοκρατία. Για να το θέσουμε όσο πιο απλά γίνεται: πόσο δημοκρατική ήταν η νοοτροπία της μεσοπολεμικής Ευρώπης; Απογοητευμένοι νομικοί έλεγαν πως το πρόβλημα δεν ήταν η υπερβολική δημοκρατικότητα των συνταγμάτων αλλά η έλλειψη δημοκρατικών αξιών στο ευρύ κοινό.
Ήδη από το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα διάφορα αντιφιλελεύθερα και αντιδημοκρατικά πιστεύω κέρδιζαν έδαφος. Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου εξαπλώθηκαν γρήγορα μέσω ενός «ευαγγελίου της βίας», που ήταν μεν πιο έκδηλο στο φασιστικό κίνημα, αλλά το συμμερίζονταν πολλοί εκπρόσωποι της «γενιάς του 1914», όπως την αποκάλεσε ένας μεταγενέστερος ιστορικός. Αναθρεμμένοι με τον πόλεμο, ορισμένοι ακραίοι ιδεολόγοι προτιμούσαν τη βία από το λόγο, τη δράση από τη ρητορεία... «Τίποτα δεν επιτυγχάνεται ποτέ δίχως αιματοχυσία», έγραφε ο νεαρός δεξιός Γάλλος Ντριέ Λα Ροσέλ στο Le Jeune Europeen (Ο νέος Ευρωπαίος). «Προσδοκώ ένα λουτρό αίματος». Η βία μάγευε τους καλλιτέχνες, εξπρεσιονιστές και σουρεαλιστές. Ορισμένοι διέκριναν την κληρονομιά του Πολέμου στην ατμόσφαιρα «εσωτερικού πολέμου» που πόλωνε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, και η οποία βρήκε τη νομική της έκφραση στην αντίληψη του Λένιν περί εσωτερικού εμφυλίου πολέμου και στο ναζιστικό «κράτος εκτάκτου ανάγκης».
Ανάμεσα στους βετεράνους του πολέμου υπήρχαν στοχαστές όπως ο Γιούνγκερ και πολιτικοί της Δεξιάς όπως ο Ρεμ, αρχηγός των SA (Ταγμάτων Εφόδου), ο Όσβαλντ Μόζλεϋ, ο Φλαμανδός εθνικιστής Γιόρις βαν Σέβερεν, ο Ούγγρος Φέρεντς Σάλασι (ιδρυτής του εξ- τρεμιστικού κινήματος του Βελόσταυρου) και φυσικά ο Χίτλερ. Τούτοι χτυπούσαν τη δημοκρατία επειδή ήταν «αστική»: νωθρή, υλιστική, ανιαρή και ανίκανη να προκαλέσει τη συμπάθεια των μαζών, ένας καθρέφτης των οραμάτων μιας περασμένης γενιάς, που οι πολιτικοί της φορούσαν φράκο και ημίψηλο. Ο Μπερτράν ντε Ζουβενέλ έλεγε πως οι νέοι έβρισκαν τη δημοκρατία μη ελκυστική. O Ανρί ντε Μοντερλάν αντιπαρέθετε στο «ταλαίπωρο βλέμμα» και την καθιστική ζωή του αστού τη σωματική ρώμη του πειθαρχημένου νεαρού θιασώτη του αυταρχισμού, ο οποίος καρπωνόταν τη φασιστική «επανάσταση του σώματος». Νέοι Ρουμάνοι διανοούμενοι όπως ο Εμίλ Σιοράν και ο Μιρτσέα Ελιάντε χαιρέτιζαν την επίθεση του Χίτλερ κατά του «δημοκρατικού ορθολογισμού» και την ενεργητικότητα του μεσσιανικού, πνευματικού ολοκληρωτισμού. Ενάντια στην εξύμνηση του εγωιστικού ατόμου από το φιλελευθερισμό προέβαλλαν το πνεύμα της αυτοθυσίας, της υπακοής και του καθήκοντος προς την κοινότητα.
....
Κατ’ αρχάς, η διεθνής στήριξη της δημοκρατίας μειωνόταν με το πέρασμα του χρόνου. Η κληρονομιά του μεσσιανικού φιλελευθερισμού του Γούντροου Γουίλσον υπονομευόταν από τον αμερικανικό απομονωτισμό, ενώ οι Ευρωπαίοι νικητές -η Βρετανία και η Γαλλία- ανησυχούσαν περισσότερο για τον κομμουνισμό παρά για τη δικτατορία. Όσο τα νέα κράτη της κεντροανατολικής Ευρώπης κρατούσαν τον κομμουνισμό στη γωνία, λίγο τους ένoιαζαν οι εσωτερικές τους πολιτικές διευθετήσεις. Φρόντιζαν να μην επιστρέφουν οι εκθρονισμένοι μονάρχες και αυτοκράτορες των Κεντρικών Δυνάμεων στην εξουσία, αλλά τους απασχολούσαν λιγότερο άλλες ενδεχόμενες απειλές. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι, αν η δημοκρατία ταυτιζόταν με την ειρήνη που είχε επιβληθεί στις Βερσαλλίες, τότε η κατάργηση της δημοκρατίας σήμαινε επίθεση ενάντια στην ίδια την ειρηνευτική συμφωνία. Γυρνώντας από την Καταλονία, ο Όργουελ εξέφρασε τον εκνευρισμό του για τον «βαθύ, βαθύτατο ύπνο της Αγγλίας», η οποία προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 έχανε αμαχητί τη μάχη των ιδεολογιών.
Σε όλη την Ευρώπη η απερίφραστη υποστήριξη της δημοκρατίας ήταν ισχνή. Ο Γκουλιέλμο Φερρέρο παρατηρούσε το 1925 ότι η αποτυχία της δημοκρατίας στην Ιταλία οφειλόταν κυρίως στην απουσία ενός ισχυρού δημοκρατικού κόμματος. Όχι όμως μόνο στην Ιταλία. Ο σκληρός πυρήνας των φιλελευθέρων παλαιού τύπου περιθωριοποιήθηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, καθώς οι αγώνες τους είχαν λήξει νικηφόρα με την ήττα των μοναρχών και των αριστοκρατιών. «Οι θετικοί λόγοι για να είναι κανείς φιλελεύθερος», σύμφωνα με τον Τζον Μέυναρντ Κέυνς το 1925, ήταν «πολύ ασθενείς». Η παρακμή των Βρετανών Φιλελευθέρων δεν επηρέασε τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο για το Δημοκρατικό Κόμμα της Βαϊμάρης, για παράδειγμα, ή για άλλα κλασικά φιλελεύθερα κόμματα. Η μαζική ψηφοφορία απειλούσε να τα περιθωριοποιήσει πολιτικά σε σχέση με τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς, του δυναμικού συντηρητισμού και εθνικισμού και του Καθολικισμού. Ιδίως ο φόβος του κομμουνισμού έσπρωξε πολλούς φιλελεύθερους προς αυταρχικές λύσεις. Εκεί συναντήθηκαν με διάφορους άλλους ελιτιστές -θιασώτες της κοινωνικής μηχανικής, διευθυντές επιχειρήσεων και τεχνοκράτες-, που επιθυμούσαν επιστημονικές, απολιτικές λύσεις στα δεινά της κοινωνίας και δυσανασχετούσαν με την αστάθεια και την ανικανότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά είχε εξασθενήσει σοβαρά από τη διάσπαση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών, και δεν ξανάγινε ποτέ τόσο ισχυρή όσο το 1918-19. Οι κομμουνιστές ανατάχθηκαν στην «αστική τυπολατρία», όπως την αποκαλούσαν -στην κοινοβουλευτική δημοκρατία δηλαδή-, μα δεν μπορούσαν να την καταστρέψουν, αν και έβαλαν τα δυνατά τους, τουλάχιστον πριν από το 1934. Με πιθανή εξαίρεση τη Γαλλία της δεκαετίας του 1930, έμειναν στο περιθώριο της πολιτικής και φιγουράρισαν -όπως είπε πρόσφατα ένας ιστορικός- «στην πλευρά των χαμένων σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των χρόνων του Μεσοπολέμου». «Οποιαδήποτε έλλογη κρίση και αν υιοθετήσουμε», καταλήγει ο Ντόναλντ Σασσούν, «οι επιδόσεις του προπολεμικού κομμουνισμού στην Ευρώπη πρέπει να καταγραφούν ως αποτυχία». Οι σοσιαλδημοκράτες δεν ήθελαν να καταστρέψουν τη δημοκρατία, εφόσον αυτή μπορούσε να μετασχηματιστεί σε σοσιαλισμό. «Η δημοκρατία δεν αρκεί / Στόχος είναι ο σοσιαλισμός», έλεγε το στιχάκι που συνόψιζε τη στάση του SPD απέναντι στη Βαϊμάρη. Ήταν μια πολύ προσωρινή υποστήριξη, βασισμένη σε μαρξιστικές προϋποθέσεις και επιφυλάξεις, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε ότι πολλά από τα κοινωνικά δικαιώματα που διατυπώνονταν στο δεύτερο μέρος του συντάγματος της Βαϊμάρης θα έμεναν κενό γράμμα. Τουλάχιστον ένας οξυδερκής κριτικός προείδε τις συνέπειες: ο Χέρμαν Χέλλερ προειδοποίησε στο απόγειο της ύφεσης ότι ή η Βαϊμάρη θα πραγματοποιούσε την υπόσχεσή της να γίνει ένα soziale Rechtsstaat -ένα κράτος με κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη, όπως προέβλεπε το σύνταγμα- ή θα ολίσθαινε προς τη δικτατορία. Μόνο εκεί όπου οι σοσιαλδημοκράτες συνέπηξαν μια γερή συμμαχία με αγροτικούς πληθυσμούς -όπως κατεξοχήν στη Σκανδιναβία- ή με τους συντηρητικούς -όπως στο Βέλγιο και στη Βρετανία- επέζησε η δημοκρατία. Στις άλλες χώρες, οι συνταγματικές δεσμεύσεις για κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα και παροχές πρόνοιας υπονομεύτηκαν από την ύφεση και τη μαζική ανεργία. Η επούλωση του ρήγματος στην Αριστερά μέσ’ από μια στρατηγική Λαϊκού Μετώπου ήρθε πολύ αργά για τη Γερμανία και την Αυστρία, απέτυχε να σώσει το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ισπανία και τελικά κατέρρευσε στην ίδια της τη γενέτειρα, τη Γαλλία .
Πολλοί συντηρητικοί, από τη μεριά τους, ήταν και αυτοί δυσαρεστημένοι από τη μεσοπολεμική δημοκρατία και ευχαρίστως θα επέστρεφαν σε πιο ελιτίστικους, αριστοκρατικούς, ενίοτε ακόμα και μοναρχικούς τρόπους διακυβέρνησης. Γι’ αυτούς το πρόβλημα με τη δημοκρατία ήταν ότι έδινε δύναμη στις μάζες, ότι δημοκρατία και εξουσία ήταν υποτίθεται ασύμβατα μεγέθη. Επίσης συνήθιζαν να επιτίθενται στη δημοκρατία για ηθικούς λόγους. Η δημοκρατία έδινε υπερβολική έμφαση στα δικαιώματα και όχι αρκετή στις υποχρεώσεις. Είχε εκθρέψει τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, συμβάλλοντας έτσι στην ίδια της την πτώση, αφού είχε πάψει να καλλιεργεί τη συνείδηση του πολίτη ή το αίσθημα της κοινότητας. Αυτά τουλάχιστον ήταν τα επιχειρήματα πολλών Καθολικών, Ορθόδοξων και εθνικιστών επικριτών της δημοκρατίας στη δεκαετία του 1920.
......
Οι επικρίσεις αυτές αποκάλυπταν την αδυναμία της δημοκρατίας να σταθεί στο ύψος των αυτάρεσκων ισχυρισμών της, ότι είχε ενσαρκώσει το έθνος στο σύνολό του και του είχε δώσει φωνή. Κάποτε είχε ακουστεί τόσο σίγουρη: «Εμείς, το τσεχοσλοβακικό έθνος, θέλοντας να σχηματίσουμε μια τελειότερη ένωση του έθνους...», έτσι ξεκινούσε το προοίμιο του τσεχικού συντάγματος του 1920. παρέμενε όμως ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσον οι Σλοβάκοι, οι Εβραίοι, οι Ούγγροι και οι Γερμανοί της χώρας ένιωθαν ότι συμπεριλαμβάνονταν σε αυτή την έκφραση. Ο Ούγκο Πρόυς, συντάσσοντας το προσχέδιο του συντάγματος της Βαϊμάρης, σημείωνε ότι «δεν υπάρχει ούτε πρωσικό ούτε βαυαρικό έθνος... υπάρχει μόνο ένα γερμανικό έθνος, που θα διαμορφώσει την πολιτική του οργάνωση στο πλαίσιο της γερμανικής δημοκρατίας». Και όμως, τα γεγονότα έδειξαν το αντίθετο: στη μεν Αυστρία απαγορεύτηκε να ενταχθεί στη νέα Γερμανία, στη δε Βαυαρία να αποσχιστεί· το ίδιο το σύνταγμα συντάχθηκε σε ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου. Ο γεμάτος αυτοπεποίθηση αστικός ισχυρισμός ότι τα φιλελεύθερα συντάγματα θα αναγνώριζαν και συνάμα θα γαλουχούσαν το Έθνος διαψεύστηκε σχεδόν παντού από τις εθνοτικές και ταξικές διαιρέσεις. Επομένως όσοι είχαν ως ύψιστη προτεραιότητά τους την εθνική ενότητα έλκονταν ολοένα περισσότερο από συμπαγέστερες και αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε απογοητεύσει το Έθνος και ίσως θα χρειαζόταν να θυσιαστεί, προκειμένου το Έθνος να επιζήσει. «Όταν ένα σύνταγμα αποδεικνύεται άχρηστο», έγραφε ο Χίτλερ στον καγκελάριο Μπρύνινγκ το 1931, «δεν πεθαίνει το έθνος - αλλάζει το σύνταγμα».
Έτσι δεν είναι περίεργο που στη δεκαετία του 1930 πολλοί ρωτούσαν για ποιο λόγο είχε θεωρηθεί δεδομένο ότι η δημοκρατία θα ανθούσε στην Ευρώπη. Αυτή η στάση πήγαινε γάντι στη βρετανική πολιτική του κατευνασμού. «Ίσως το σύστημα της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης, που ταιριάζει στη Μεγάλη Βρετανία, να ταιριάζει σε λίγες χώρες πέρα απ’ αυτήν», σχολίαζαν περιφρονητικά οι Times, υπερασπιζόμενοι την πολιτική της μη παρέμβασης στην Ισπανία: «Οι πρόσφατες κυβερνήσεις της Ισπανίας προσπάθησαν να συμμορφωθούν προς τον κοινοβουλευτικό τύπο της αβασίλευτης δημοκρατίας, με ελάχιστη όμως επιτυχία». Ιδωμένη έτσι, η κρίση της δημοκρατίας στην Ευρώπη απλώς αποδείκνυε την ανωτερότητα της Βρετανίας .
Δεν ήταν όμως μόνο η απομονωτιστική Αγγλία που είχε αυτή την άποψη. Ο Καρλ Λέβενσταϊν ήταν ένας από τους πολλούς που επισήμαιναν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες με γηγενή δημοκρατική παράδοση ήταν πολύ λίγες. Σε πολύ λίγα κράτη, έλεγε, διέθεταν οι πληθυσμοί μια μακρόχρονη παράδοση αγώνων για τις λαϊκές ελευθερίες. Μήπως η ιστορία της ανατολικής Ευρώπης δεν έδειχνε ότι η δημοκρατία ήταν ένα δώρο της τελευταίας στιγμής που έκαναν στις χώρες της -ίσως μάλιστα με το ζόρι- οι νικητές στις Βερσαλλίες, και όχι αποτέλεσμα λαϊκών κινητοποιήσεων; Τι το περίεργο επομένως που ο κόσμος συναινούσε τόσο εύκολα στην απώλεια ενός πράγματος για το οποίο είναι ζήτημα αν είχε παλέψει; Οι ρηχές ρίζες της δημοκρατίας στην πολιτική παράδοση της Ευρώπης ήταν ένας λόγος που τα αντιφιλελεύθερα καθεστώτα εγκαθιδρύθηκαν με τόση ευκολία και με τόσο μικρή διαμαρτυρία.
Στη συνέχεια, και στην προσπάθεια που συνεχίζω να κάνω τονίζοντας το πρόβλημα που παραβλέπουν όλοι εκείνοι οι πολιτειακοί παράγοντες που δεν θα έπρεπε, το έλλειμα δηλαδή Δημοκρατίας που έχει προκύψει εξαιτίας των ακολουθούμενων μνημονιακών πολιτικών, των εκπορευόμενων από ξένα κέντρα, διάλεξα από το βιβλίο του Mark Mazower "Σκοτεινή Ήπειρος" ένα κεφάλαιο που αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς τη μεσοπολεμική περίοδο και την αποξένωση από τα δημοκρατικά ιδεώδη που οδήγησαν στην άνοδο του ναζισμού και του φασισμού με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκείνη την περίοδο δεν ήταν τα κοινοβούλια το μόνο επίμαχο ζήτημα. Επιθέσεις δεχόταν επίσης, σε πολύ ευρύτερο μέτωπο, η φιλελεύθερη δημοκρατία. Για να το θέσουμε όσο πιο απλά γίνεται: πόσο δημοκρατική ήταν η νοοτροπία της μεσοπολεμικής Ευρώπης; Απογοητευμένοι νομικοί έλεγαν πως το πρόβλημα δεν ήταν η υπερβολική δημοκρατικότητα των συνταγμάτων αλλά η έλλειψη δημοκρατικών αξιών στο ευρύ κοινό.
Ήδη από το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα διάφορα αντιφιλελεύθερα και αντιδημοκρατικά πιστεύω κέρδιζαν έδαφος. Με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου εξαπλώθηκαν γρήγορα μέσω ενός «ευαγγελίου της βίας», που ήταν μεν πιο έκδηλο στο φασιστικό κίνημα, αλλά το συμμερίζονταν πολλοί εκπρόσωποι της «γενιάς του 1914», όπως την αποκάλεσε ένας μεταγενέστερος ιστορικός. Αναθρεμμένοι με τον πόλεμο, ορισμένοι ακραίοι ιδεολόγοι προτιμούσαν τη βία από το λόγο, τη δράση από τη ρητορεία... «Τίποτα δεν επιτυγχάνεται ποτέ δίχως αιματοχυσία», έγραφε ο νεαρός δεξιός Γάλλος Ντριέ Λα Ροσέλ στο Le Jeune Europeen (Ο νέος Ευρωπαίος). «Προσδοκώ ένα λουτρό αίματος». Η βία μάγευε τους καλλιτέχνες, εξπρεσιονιστές και σουρεαλιστές. Ορισμένοι διέκριναν την κληρονομιά του Πολέμου στην ατμόσφαιρα «εσωτερικού πολέμου» που πόλωνε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, και η οποία βρήκε τη νομική της έκφραση στην αντίληψη του Λένιν περί εσωτερικού εμφυλίου πολέμου και στο ναζιστικό «κράτος εκτάκτου ανάγκης».
Ανάμεσα στους βετεράνους του πολέμου υπήρχαν στοχαστές όπως ο Γιούνγκερ και πολιτικοί της Δεξιάς όπως ο Ρεμ, αρχηγός των SA (Ταγμάτων Εφόδου), ο Όσβαλντ Μόζλεϋ, ο Φλαμανδός εθνικιστής Γιόρις βαν Σέβερεν, ο Ούγγρος Φέρεντς Σάλασι (ιδρυτής του εξ- τρεμιστικού κινήματος του Βελόσταυρου) και φυσικά ο Χίτλερ. Τούτοι χτυπούσαν τη δημοκρατία επειδή ήταν «αστική»: νωθρή, υλιστική, ανιαρή και ανίκανη να προκαλέσει τη συμπάθεια των μαζών, ένας καθρέφτης των οραμάτων μιας περασμένης γενιάς, που οι πολιτικοί της φορούσαν φράκο και ημίψηλο. Ο Μπερτράν ντε Ζουβενέλ έλεγε πως οι νέοι έβρισκαν τη δημοκρατία μη ελκυστική. O Ανρί ντε Μοντερλάν αντιπαρέθετε στο «ταλαίπωρο βλέμμα» και την καθιστική ζωή του αστού τη σωματική ρώμη του πειθαρχημένου νεαρού θιασώτη του αυταρχισμού, ο οποίος καρπωνόταν τη φασιστική «επανάσταση του σώματος». Νέοι Ρουμάνοι διανοούμενοι όπως ο Εμίλ Σιοράν και ο Μιρτσέα Ελιάντε χαιρέτιζαν την επίθεση του Χίτλερ κατά του «δημοκρατικού ορθολογισμού» και την ενεργητικότητα του μεσσιανικού, πνευματικού ολοκληρωτισμού. Ενάντια στην εξύμνηση του εγωιστικού ατόμου από το φιλελευθερισμό προέβαλλαν το πνεύμα της αυτοθυσίας, της υπακοής και του καθήκοντος προς την κοινότητα.
....
Κατ’ αρχάς, η διεθνής στήριξη της δημοκρατίας μειωνόταν με το πέρασμα του χρόνου. Η κληρονομιά του μεσσιανικού φιλελευθερισμού του Γούντροου Γουίλσον υπονομευόταν από τον αμερικανικό απομονωτισμό, ενώ οι Ευρωπαίοι νικητές -η Βρετανία και η Γαλλία- ανησυχούσαν περισσότερο για τον κομμουνισμό παρά για τη δικτατορία. Όσο τα νέα κράτη της κεντροανατολικής Ευρώπης κρατούσαν τον κομμουνισμό στη γωνία, λίγο τους ένoιαζαν οι εσωτερικές τους πολιτικές διευθετήσεις. Φρόντιζαν να μην επιστρέφουν οι εκθρονισμένοι μονάρχες και αυτοκράτορες των Κεντρικών Δυνάμεων στην εξουσία, αλλά τους απασχολούσαν λιγότερο άλλες ενδεχόμενες απειλές. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι, αν η δημοκρατία ταυτιζόταν με την ειρήνη που είχε επιβληθεί στις Βερσαλλίες, τότε η κατάργηση της δημοκρατίας σήμαινε επίθεση ενάντια στην ίδια την ειρηνευτική συμφωνία. Γυρνώντας από την Καταλονία, ο Όργουελ εξέφρασε τον εκνευρισμό του για τον «βαθύ, βαθύτατο ύπνο της Αγγλίας», η οποία προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 έχανε αμαχητί τη μάχη των ιδεολογιών.
Σε όλη την Ευρώπη η απερίφραστη υποστήριξη της δημοκρατίας ήταν ισχνή. Ο Γκουλιέλμο Φερρέρο παρατηρούσε το 1925 ότι η αποτυχία της δημοκρατίας στην Ιταλία οφειλόταν κυρίως στην απουσία ενός ισχυρού δημοκρατικού κόμματος. Όχι όμως μόνο στην Ιταλία. Ο σκληρός πυρήνας των φιλελευθέρων παλαιού τύπου περιθωριοποιήθηκε στα χρόνια του Μεσοπολέμου, καθώς οι αγώνες τους είχαν λήξει νικηφόρα με την ήττα των μοναρχών και των αριστοκρατιών. «Οι θετικοί λόγοι για να είναι κανείς φιλελεύθερος», σύμφωνα με τον Τζον Μέυναρντ Κέυνς το 1925, ήταν «πολύ ασθενείς». Η παρακμή των Βρετανών Φιλελευθέρων δεν επηρέασε τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο για το Δημοκρατικό Κόμμα της Βαϊμάρης, για παράδειγμα, ή για άλλα κλασικά φιλελεύθερα κόμματα. Η μαζική ψηφοφορία απειλούσε να τα περιθωριοποιήσει πολιτικά σε σχέση με τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς, του δυναμικού συντηρητισμού και εθνικισμού και του Καθολικισμού. Ιδίως ο φόβος του κομμουνισμού έσπρωξε πολλούς φιλελεύθερους προς αυταρχικές λύσεις. Εκεί συναντήθηκαν με διάφορους άλλους ελιτιστές -θιασώτες της κοινωνικής μηχανικής, διευθυντές επιχειρήσεων και τεχνοκράτες-, που επιθυμούσαν επιστημονικές, απολιτικές λύσεις στα δεινά της κοινωνίας και δυσανασχετούσαν με την αστάθεια και την ανικανότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Η ευρωπαϊκή Αριστερά είχε εξασθενήσει σοβαρά από τη διάσπαση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών, και δεν ξανάγινε ποτέ τόσο ισχυρή όσο το 1918-19. Οι κομμουνιστές ανατάχθηκαν στην «αστική τυπολατρία», όπως την αποκαλούσαν -στην κοινοβουλευτική δημοκρατία δηλαδή-, μα δεν μπορούσαν να την καταστρέψουν, αν και έβαλαν τα δυνατά τους, τουλάχιστον πριν από το 1934. Με πιθανή εξαίρεση τη Γαλλία της δεκαετίας του 1930, έμειναν στο περιθώριο της πολιτικής και φιγουράρισαν -όπως είπε πρόσφατα ένας ιστορικός- «στην πλευρά των χαμένων σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των χρόνων του Μεσοπολέμου». «Οποιαδήποτε έλλογη κρίση και αν υιοθετήσουμε», καταλήγει ο Ντόναλντ Σασσούν, «οι επιδόσεις του προπολεμικού κομμουνισμού στην Ευρώπη πρέπει να καταγραφούν ως αποτυχία». Οι σοσιαλδημοκράτες δεν ήθελαν να καταστρέψουν τη δημοκρατία, εφόσον αυτή μπορούσε να μετασχηματιστεί σε σοσιαλισμό. «Η δημοκρατία δεν αρκεί / Στόχος είναι ο σοσιαλισμός», έλεγε το στιχάκι που συνόψιζε τη στάση του SPD απέναντι στη Βαϊμάρη. Ήταν μια πολύ προσωρινή υποστήριξη, βασισμένη σε μαρξιστικές προϋποθέσεις και επιφυλάξεις, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε ότι πολλά από τα κοινωνικά δικαιώματα που διατυπώνονταν στο δεύτερο μέρος του συντάγματος της Βαϊμάρης θα έμεναν κενό γράμμα. Τουλάχιστον ένας οξυδερκής κριτικός προείδε τις συνέπειες: ο Χέρμαν Χέλλερ προειδοποίησε στο απόγειο της ύφεσης ότι ή η Βαϊμάρη θα πραγματοποιούσε την υπόσχεσή της να γίνει ένα soziale Rechtsstaat -ένα κράτος με κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη, όπως προέβλεπε το σύνταγμα- ή θα ολίσθαινε προς τη δικτατορία. Μόνο εκεί όπου οι σοσιαλδημοκράτες συνέπηξαν μια γερή συμμαχία με αγροτικούς πληθυσμούς -όπως κατεξοχήν στη Σκανδιναβία- ή με τους συντηρητικούς -όπως στο Βέλγιο και στη Βρετανία- επέζησε η δημοκρατία. Στις άλλες χώρες, οι συνταγματικές δεσμεύσεις για κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα και παροχές πρόνοιας υπονομεύτηκαν από την ύφεση και τη μαζική ανεργία. Η επούλωση του ρήγματος στην Αριστερά μέσ’ από μια στρατηγική Λαϊκού Μετώπου ήρθε πολύ αργά για τη Γερμανία και την Αυστρία, απέτυχε να σώσει το δημοκρατικό πολίτευμα στην Ισπανία και τελικά κατέρρευσε στην ίδια της τη γενέτειρα, τη Γαλλία .
Πολλοί συντηρητικοί, από τη μεριά τους, ήταν και αυτοί δυσαρεστημένοι από τη μεσοπολεμική δημοκρατία και ευχαρίστως θα επέστρεφαν σε πιο ελιτίστικους, αριστοκρατικούς, ενίοτε ακόμα και μοναρχικούς τρόπους διακυβέρνησης. Γι’ αυτούς το πρόβλημα με τη δημοκρατία ήταν ότι έδινε δύναμη στις μάζες, ότι δημοκρατία και εξουσία ήταν υποτίθεται ασύμβατα μεγέθη. Επίσης συνήθιζαν να επιτίθενται στη δημοκρατία για ηθικούς λόγους. Η δημοκρατία έδινε υπερβολική έμφαση στα δικαιώματα και όχι αρκετή στις υποχρεώσεις. Είχε εκθρέψει τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, συμβάλλοντας έτσι στην ίδια της την πτώση, αφού είχε πάψει να καλλιεργεί τη συνείδηση του πολίτη ή το αίσθημα της κοινότητας. Αυτά τουλάχιστον ήταν τα επιχειρήματα πολλών Καθολικών, Ορθόδοξων και εθνικιστών επικριτών της δημοκρατίας στη δεκαετία του 1920.
......
Οι επικρίσεις αυτές αποκάλυπταν την αδυναμία της δημοκρατίας να σταθεί στο ύψος των αυτάρεσκων ισχυρισμών της, ότι είχε ενσαρκώσει το έθνος στο σύνολό του και του είχε δώσει φωνή. Κάποτε είχε ακουστεί τόσο σίγουρη: «Εμείς, το τσεχοσλοβακικό έθνος, θέλοντας να σχηματίσουμε μια τελειότερη ένωση του έθνους...», έτσι ξεκινούσε το προοίμιο του τσεχικού συντάγματος του 1920. παρέμενε όμως ανοιχτό το ερώτημα κατά πόσον οι Σλοβάκοι, οι Εβραίοι, οι Ούγγροι και οι Γερμανοί της χώρας ένιωθαν ότι συμπεριλαμβάνονταν σε αυτή την έκφραση. Ο Ούγκο Πρόυς, συντάσσοντας το προσχέδιο του συντάγματος της Βαϊμάρης, σημείωνε ότι «δεν υπάρχει ούτε πρωσικό ούτε βαυαρικό έθνος... υπάρχει μόνο ένα γερμανικό έθνος, που θα διαμορφώσει την πολιτική του οργάνωση στο πλαίσιο της γερμανικής δημοκρατίας». Και όμως, τα γεγονότα έδειξαν το αντίθετο: στη μεν Αυστρία απαγορεύτηκε να ενταχθεί στη νέα Γερμανία, στη δε Βαυαρία να αποσχιστεί· το ίδιο το σύνταγμα συντάχθηκε σε ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου. Ο γεμάτος αυτοπεποίθηση αστικός ισχυρισμός ότι τα φιλελεύθερα συντάγματα θα αναγνώριζαν και συνάμα θα γαλουχούσαν το Έθνος διαψεύστηκε σχεδόν παντού από τις εθνοτικές και ταξικές διαιρέσεις. Επομένως όσοι είχαν ως ύψιστη προτεραιότητά τους την εθνική ενότητα έλκονταν ολοένα περισσότερο από συμπαγέστερες και αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε απογοητεύσει το Έθνος και ίσως θα χρειαζόταν να θυσιαστεί, προκειμένου το Έθνος να επιζήσει. «Όταν ένα σύνταγμα αποδεικνύεται άχρηστο», έγραφε ο Χίτλερ στον καγκελάριο Μπρύνινγκ το 1931, «δεν πεθαίνει το έθνος - αλλάζει το σύνταγμα».
Έτσι δεν είναι περίεργο που στη δεκαετία του 1930 πολλοί ρωτούσαν για ποιο λόγο είχε θεωρηθεί δεδομένο ότι η δημοκρατία θα ανθούσε στην Ευρώπη. Αυτή η στάση πήγαινε γάντι στη βρετανική πολιτική του κατευνασμού. «Ίσως το σύστημα της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης, που ταιριάζει στη Μεγάλη Βρετανία, να ταιριάζει σε λίγες χώρες πέρα απ’ αυτήν», σχολίαζαν περιφρονητικά οι Times, υπερασπιζόμενοι την πολιτική της μη παρέμβασης στην Ισπανία: «Οι πρόσφατες κυβερνήσεις της Ισπανίας προσπάθησαν να συμμορφωθούν προς τον κοινοβουλευτικό τύπο της αβασίλευτης δημοκρατίας, με ελάχιστη όμως επιτυχία». Ιδωμένη έτσι, η κρίση της δημοκρατίας στην Ευρώπη απλώς αποδείκνυε την ανωτερότητα της Βρετανίας .
Δεν ήταν όμως μόνο η απομονωτιστική Αγγλία που είχε αυτή την άποψη. Ο Καρλ Λέβενσταϊν ήταν ένας από τους πολλούς που επισήμαιναν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες με γηγενή δημοκρατική παράδοση ήταν πολύ λίγες. Σε πολύ λίγα κράτη, έλεγε, διέθεταν οι πληθυσμοί μια μακρόχρονη παράδοση αγώνων για τις λαϊκές ελευθερίες. Μήπως η ιστορία της ανατολικής Ευρώπης δεν έδειχνε ότι η δημοκρατία ήταν ένα δώρο της τελευταίας στιγμής που έκαναν στις χώρες της -ίσως μάλιστα με το ζόρι- οι νικητές στις Βερσαλλίες, και όχι αποτέλεσμα λαϊκών κινητοποιήσεων; Τι το περίεργο επομένως που ο κόσμος συναινούσε τόσο εύκολα στην απώλεια ενός πράγματος για το οποίο είναι ζήτημα αν είχε παλέψει; Οι ρηχές ρίζες της δημοκρατίας στην πολιτική παράδοση της Ευρώπης ήταν ένας λόγος που τα αντιφιλελεύθερα καθεστώτα εγκαθιδρύθηκαν με τόση ευκολία και με τόσο μικρή διαμαρτυρία.