Η στασιμότητα που παρουσιάζουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες δημοσκοπήσεις (όσο και αν αυτές αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τον πολύ κόσμο) προκαλούν συζητήσεις και ερωτήματα, λαμβανομένου υπόψη ότι εξαιτίας της δυσαρέκειας των πολιτών από τα εφαρμοζόμενα μνημονιακά μέτρα, θα έπρεπε το κόμμα αυτό να έχει πάρει κεφάλι με διαφορά από το δεύτερο κόμμα.
Ο κ.Σταύρος Λυγερός δίνει τις δικές του απαντήσεις στο άρθρο του στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ αυτής της εβδομάδας που αναδημοσιεύω παρακάτω.
Συνήθως συμφωνώ 100% με τα γραφόμενά του. Σε αυτή την περίπτωση, οι απόψεις μου έχουν και κάποιες διαφοροποιήσεις σε ένα δυο σημεία, τις οποίες, μη θέλοντας να προβάλλω σε αυτό το σημείο εκμεταλλευόμενος τη δημοτικότητα των απόψεων του καλού αρθρογράφου, τις παραθέτω στο επόμενο post αυτού του blog.
Ο κ.Σταύρος Λυγερός δίνει τις δικές του απαντήσεις στο άρθρο του στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ αυτής της εβδομάδας που αναδημοσιεύω παρακάτω.
Συνήθως συμφωνώ 100% με τα γραφόμενά του. Σε αυτή την περίπτωση, οι απόψεις μου έχουν και κάποιες διαφοροποιήσεις σε ένα δυο σημεία, τις οποίες, μη θέλοντας να προβάλλω σε αυτό το σημείο εκμεταλλευόμενος τη δημοτικότητα των απόψεων του καλού αρθρογράφου, τις παραθέτω στο επόμενο post αυτού του blog.
Οι αντιφάσεις που καθηλώνουν πολιτικοεκλογικά το ΣΥΡΙΖΑ
Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει πολιτικοεκλογικά τη διάχυτη
κοινωνική οργή για να διαμορφώσει καθαρό πλειοψηφικό ρεύμα. Το γεγονός ότι
δέχεται συστηματικές επιθέσεις από τις εκφάνσεις των αρχουσών ελίτ δεν είναι
επαρκής εξήγηση της αδυναμίας του. Στην πραγματικότητα, η Κουμουνδούρου δεν
έχει παρουσιάσει ένα αξιόπιστο εθνικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με
αποτέλεσμα να μην πείθει ότι μπορεί να οδηγήσει ασφαλώς την οικονομία και την
κοινωνία εκτός Μνημονίου.
Η
εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ από το 3% του 2009 (εάν αφαιρέσουμε το ποσοστό της
αποσχισθείσας ΔΗΜΑΡ) στο 27% του περασμένου Ιουνίου οφείλεται στην κρίση και
στην κατάρρευση του προηγούμενου δικομματικού συστήματος. Κεντροαριστεροί που
δεν τους εξέφραζε πια το ΠΑΣΟΚ του Μνημονίου κατέφυγαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ ως
εκλογικοί πρόσφυγες και όχι επειδή ασπάστηκαν τις ιδεολογικές αντιλήψεις του.
Η
θεμελιώδης αντίφαση και ταυτοχρόνως το στρατηγικό δίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα
είναι το εξής: Θα παραμείνει κόμμα διαμαρτυρίας ή θα μετεξελιχθεί σε κόμμα
εξουσίας, με αξιόπιστο σχέδιο εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας; Ο Τσίπρας
δείχνει να κινείται προς την κατεύθυνση της μετεξέλιξης, αλλά κατά τρόπο δειλό,
έμμεσο και αντιφατικό. Βασική αιτία είναι ότι οι συσχετισμοί στην κομματική
μικρογραφειοκρατία αντανακλούν την εκλογική βάση του 3%-5% και όχι του 27%.
Ορισμένα τμήματά της, μάλιστα, δεν θέλουν την εξουσία. Άλλοι επειδή θεωρούν ότι
ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος για να την ασκήσει με επιτυχία κι άλλοι επειδή με
μια αριστερίστικη λογική θεωρούν ιδανικό το ρόλο του μεγάλου κόμματος
διαμαρτυρίας!
Αναμφίβολα,
ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετεξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας σε ελάχιστο χρόνο και στο
εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον μιας πρωτοφανούς κρίσης. Μια τέτοια μετεξέλιξη
απαιτεί μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές υπερβάσεις από τον ίδιο τον Τσίπρα. Προς
το παρόν, αυτός πατάει σε δύο βάρκες. Οι αντιφάσεις που παρατηρούνται στον
πολιτικό λόγο των ηγετικών στελεχών οφείλονται ακριβώς στο γεγονός ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρεται ταυτοχρόνως και ως το κόμμα του 3%-5% και ως κόμμα του
27%.
Είναι
αλήθεια ότι ο Τσίπρας μετατοπίζει το κέντρο βάρους της ρητορικής του για να
μπορέσει να εκφράσει πολιτικά τους εκλογικούς πρόσφυγες από την Κεντροαριστερά
και να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Το κάνει, όμως, εμμέσως και με παλινδρομήσεις,
γεγονός που επιτρέπει σε άλλα στελέχη να εμμένουν στην παραδοσιακή ρητορική.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι πολιτικές αντιθέσεις να συντηρούνται και να κακοφορμίζουν,
προκαλώντας κλυδωνισμούς και ενδεχομένως μελλοντικές ρήξεις στον πολύχρωμο
κομματικό μικρόκοσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Με άλλα
λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περιέλθει σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας, την οποία,
βεβαίως, εκμεταλλεύονται προπαγανδιστικά στο έπακρο οι αντίπαλοί του. Το
γεγονός ότι επιδιώκει να βρεθεί στην εξουσία είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή
συνθήκη για να επιτύχει το στόχο του και κυρίως για να απεγκλωβίσει την
ελληνική οικονομία από το σπιράλ θανάτου και να την ξαναστήσει στα πόδια της.
Η αχίλλειος
πτέρνα του ΣΥΡΙΖΑ είναι το γεγονός ότι επαγγέλλεται την κατάργηση του
Μνημονίου, χωρίς να δίνει πειστική απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί μετά. Ο
Τσίπρας ισχυρίζεται ότι, επειδή η Ελλάδα παραμένει συστημικός κίνδυνος, το
ευρωιερατείο θα υποχρεωθεί να διαπραγματευτεί ένα βιώσιμο πρόγραμμα διεξόδου
από την κρίση. Η Ελλάδα πράγματι παραμένει συστημικός κίνδυνος, αλλά αυτό δεν
συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι το ευρωιερατείο θα υποχωρήσει εάν βρεθεί απέναντι
σε μια αποφασισμένη ελληνική κυβέρνηση.
Δεδομένου
ότι από τις εδώ εξελίξεις θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό και οι εξελίξεις στην
υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια, δεν αποκλείεται καθόλου το ευρωιερατείο να
εμμείνει στη θέση ότι παραμονή στην Ευρωζώνη μπορεί να υπάρξει μόνο εάν εφαρμοστεί
απαρέγκλιτα το Μνημόνιο. Με άλλα λόγια, εάν μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ καταργήσει το
Μνημόνιο, δεν αποκλείεται καθόλου να εξωθήσουν την Ελλάδα σε χρεοκοπία και σε
έξοδο από την Ευρωζώνη, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα προκύψουν σοβαρές
αρνητικές συνέπειες και για τον ευρωπαϊκό πυρήνα.
Επειδή η
Ευρωζώνη είναι αυτή που είναι και τις αποφάσεις τις παίρνει το Βερολίνο, ο
ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να δώσει σαφή απάντηση στο ερώτημα: Θα απεμπλακεί από το
Μνημόνιο, έστω κι αν αυτό οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης. Οι παλαιότερες
δηλώσεις του ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ αντανακλούσαν τέτοιους
προβληματισμούς. Η κυπριακή κρίση τούς επανέφερε. Στο σημείο που έχουν φτάσει
τα πράγματα, όμως, τα μισόλογα και οι θολές θέσεις μετατρέπονται σε
μπούμερανγκ. Ειδικά όταν προέρχονται από την αδύναμη πλευρά.