Πριν λίγες βδομάδες κουβέντιαζα με ένα ζευγάρι, ευτυχισμένους γονείς
παιδιού 2 ετών. Υπερήφανοι, όπως όλοι οι γονείς σε ανάλογες περιπτώσεις,
μου εκθείαζαν το βλαστάρι τους και τις πράξεις του, που αποδείκνυαν
πόσο έξυπνο είναι. Κι εγώ ο άκαρδος, αντί να συναινέσω, τους ανέπτυξα τη
θεωρία μου, ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με άπειρες δυνατότητες, οι
οποίες τιθασεύονται από το εκπαιδευτικό σύστημα και το κοινωνικό
περιβάλλον, έτσι ώστε να μπορούν να προβλέπονται και να ελέγχονται οι
συμπεριφορές και οι αντιδράσεις τους.
Με έκπληξη βρήκα πριν λίγες μέρες ένα άρθρο που αναφερόταν σε αυτό ακριβώς το θέμα. Βέβαια, μόνο έκπληξη δεν δοκίμασα, όταν διάβασα σε ποιά χώρα πρωτοεφαρμόστηκε.
Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να μην αναδημοσιεύσω σε αυτό το blog ένα τέτοιο άρθρο.
Σε περισσότερες από 30 χώρες του εξωτερικού λειτουργούν (μόνο για πολύ «προνομιούχα» παιδιά) εδώ και πολλά χρόνια κάποια εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία ακολουθούν μια μεθοδολογία πολύ διαφορετική από αυτό που θα προσδιορίζαμε σήμερα ως «κλασική εκπαίδευση». Ο λόγος για τα «Δημοκρατικά Σχολεία», τα οποία έχουν δημιουργηθεί κατά το πρότυπο του περίφημου οικοτροφείου Summerhill School (το πρώτο του είδους που ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1921 από τον Alexander Sutherland Neill), και ακολουθούν ένα εντελώς διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Τον Απρίλιο του 2012, οι Αμερικανοί ερευνητές Rahul Agrawal και Fernando Gomez-Pinilla δημοσίευσαν στο ιατρικό περιοδικό Journal of Physiology τα ευρήματα της εξαιρετικά σημαντικής έρευνας που πραγματοποιούσαν τον τελευταίο καιρό, αναφορικά με την επίδραση του Μεταβολικού Συνδρόμου (πάθηση που έχει να κάνει με τον μεταβολισμό της γλυκόζης και έχει συνδεθεί με την παχυσαρκία, καρδιαγγειακά προβλήματα και διαβήτη) στον εγκέφαλο. Αυτό που διαπίστωσαν (μεταξύ άλλων) μετά από χορήγηση διατροφής πλούσιας σε γλυκόζη για διάστημα 6 εβδομάδων σε πειραματόζωα, ήταν σχεδόν ολική αποτυχία των εγκεφαλικών κυττάρων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, που εκδηλωνόταν με τη μορφή της απώλειας μνήμης και προσανατολισμού. Ευτυχώς η βλάβη δεν ήταν μόνιμη, αλλά τα πειραματόζωα ήταν σε θέση να αποκαταστήσουν τη φυσιολογική τους εγκεφαλική λειτουργία με διατροφή πλούσια σε Ωμέγα-3 λιπαρά.
Με έκπληξη βρήκα πριν λίγες μέρες ένα άρθρο που αναφερόταν σε αυτό ακριβώς το θέμα. Βέβαια, μόνο έκπληξη δεν δοκίμασα, όταν διάβασα σε ποιά χώρα πρωτοεφαρμόστηκε.
Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να μην αναδημοσιεύσω σε αυτό το blog ένα τέτοιο άρθρο.
Κατασκευάζοντας τους υπηκόους
του Μέλλοντος
«Πειραματόζωα» τα σημερινά
παιδιά!
του Χρηστού Βαγενά
Η δήθεν «σύγχρονη παιδεία»
«H εκπαίδευση πρέπει να στοχεύει στην καταστροφή της
ελεύθερης βούλησης κατά τρόπο τέτοιο ώστε, αφού
οι μαθητές θα έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους, να είναι ανίκανοι σε
ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή τους να σκεφθούν ή να πράξουν διαφορετικά από τις
επιθυμίες των εκπαιδευτών τους... Ο Κοινωνικός Ψυχολόγος του μέλλοντος θα έχει
υπό τον έλεγχό του έναν αριθμό τμημάτων μαθητών σχολικής ηλικίας, πάνω στους
οποίους θα εφαρμόζει διαφορετικές μεθόδους, με στόχο την παραγωγή μιας αδιαμφισβήτητης πεποίθησης, για
παράδειγμα ότι το χιόνι είναι μαύρο. Όταν η τεχνική θα έχει
τελειοποιηθεί, κάθε κυβέρνηση που θα διαθέτει τον έλεγχο του εκπαιδευτικού
συστήματος για πάνω από
μια γενιά θα μπορεί να
ελέγχει με ασφάλεια τους υπηκόους
της, χωρίς την ανάγκη στρατού ή αστυνομίας».
Η ανατριχιαστική παραπάνω διατύπωση ανήκει στον περίφημο Johann Gottlieb Fichte (1762-1814), τον αναγνωρισμένο ακόμα και σήμερα ως βασικότερο θεμελιωτή και υπέρμαχο της εφαρμογής του συστήματος της κυβερνητικά ελεγχόμενης δωρεάν παιδείας που εφαρμόζεται από τα περισσότερα κράτη του κόσμου στις μέρες μας (από το «μνημειώδες» έργο ζωής του, που έμεινε στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού ως Wissenschaftslehre (Δόγμα της Επιστημονικής Γνώσης).
Η ανατριχιαστική παραπάνω διατύπωση ανήκει στον περίφημο Johann Gottlieb Fichte (1762-1814), τον αναγνωρισμένο ακόμα και σήμερα ως βασικότερο θεμελιωτή και υπέρμαχο της εφαρμογής του συστήματος της κυβερνητικά ελεγχόμενης δωρεάν παιδείας που εφαρμόζεται από τα περισσότερα κράτη του κόσμου στις μέρες μας (από το «μνημειώδες» έργο ζωής του, που έμεινε στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού ως Wissenschaftslehre (Δόγμα της Επιστημονικής Γνώσης).
Όπως
συμβαίνει συνήθως, οι αποκρουστικές για κάθε έννοια ελεύθερα σκεπτόμενου νου
ιδέες και «φιλοσοφικοί» προβληματισμοί
του Fichte βρήκαν το πιο γόνιμο έδαφος σε μια ιδιαίτερα «σκοτεινή»
εποχή για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Τα
στρατεύματα του Ναπολέοντα κατατρόπωναν στο πεδίο της μάχης τον Πρωσικό Στρατό
(1806) και έντρομοι
οι Πρώσοι προύχοντες
και ευγενείς αναζητούσαν έναν αποτελεσματικό τρόπο επαναθεμελίωσης του
συστήματος εξουσίας τους στην κοινωνία κατά τρόπο τέτοιο, ώστε καμία απειλή να
μην είναι σε θέση να το κλονίσει στο μέλλον. Η λύση στην οποία στράφηκαν (ανακηρύσσοντάς
την, μάλιστα, ως «εθνική προτεραιότητα») ήταν η επιβολή ενός υποχρεωτικού κυβερνητικού συστήματος εκπαίδευσης που είχε
ως στόχο τη δημιουργία πειθαρχημένων μαθητών, οι οποίοι θα εκπαιδεύονταν να
ακολουθούν διαταγές, χωρίς ποτέ να αμφισβητούν την εξουσία.
Το
σύστημα που εφαρμόστηκε απαιτούσε υποχρεωτική παρακολούθηση, ενιαίες εθνικές
εκπαιδευτικές διαδικασίες, εθνικές εξετάσεις για όλους τους μαθητές, ενιαίο
εθνικό πρόγραμμα σπουδών για όλα τα επίπεδα και υποχρεωτικό νηπιαγωγείο. Μέσα
σε λίγες δεκαετίες, η αποτελεσματικότητα του νέου συστήματος ήταν τέτοια, ώστε
προκάλεσε το ενδιαφέρον και των υπόλοιπων Δυτικών κρατών. Πλήθος εκπαιδευτικών
εκπροσώπων από τα αυτοπροσδιοριζόμενα ως «πολιτισμένα κράτη» άρχισαν τότε να
συρρέουν στη Γερμανία (μεταξύ αυτών και ο θεωρούμενος ως «πατέρας» του
δημόσιου αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος, Horace Mann [1796-1859]), με μοναδικό
στόχο τη μελέτη, μεταφορά και προσαρμογή των αρχών του πρωσικού εκπαιδευτικού
μοντέλου στις χώρες καταγωγής τους. Ήταν η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης,
κατά την οποία η ακόρεστη επιθυμία των ολιγαρχών για συσσώρευση πλούτου από τη
βιομηχανική παραγωγή υπαγόρευε τη δημιουργία μαζικών αριθμών μερικώς
μορφωμένων εργατών. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλήσσει το γεγονός ότι, στο σύνολό τους, τα
σχολικά συστήματα που
διαμορφώθηκαν διέθεταν όλα τα χαρακτηριστικά μιας μονάδας βιομηχανικής
παραγωγής.
Ακολουθώντας
την αρχή του διαχωρισμού των πρώτων υλών της βιομηχανικής διαδικασίας, οι
μαθητές διαχωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: α) σε εκείνους που ήταν πιο δεκτικοί
στην απομνημόνευση, την υποταγή» την αποδοχή και μηχανική επανάληψη των αρχών
που διδάσκονταν, οι οποίοι προορίζονταν για την παροχή υπηρεσιών στους
εξουσιαστές από ανώτερα αξιώματα και β) στους υπολοίπους, που προορίζονταν να
καλύψουν εργατικές θέσεις.
Η
έναρξη της λειτουργίας των «σχολικών μονάδων» γινόταν (κατά τα πρότυπα των
βιομηχανικών) νωρίς το πρωί με κουδούνια, οι μαθητές χωρίζονταν σε «παρτίδες»
με μοναδικό κριτήριο το «έτος παραγωγής» (τάξεις), εφαρμόστηκε η αρχή του
επιμερισμού των εγκαταστάσεων, με τους μαθητές να μετακινούνται (όπως και τα
προϊόντα, κατά τη διαδικασία της παραγωγής τους) από τη μία στην άλλη, και χρησιμοποιήθηκαν
ακόμα και ειδικές στολές (ώστε να είναι ξεκάθαρος ο διαχωρισμός ανάμεσα στους
«επόπτες» της βιομηχανικής παραγωγής και τους «εποπτευόμενους»-μαθητές). Ενώ,
ακριβώς όπως συμβαίνει και με τα ελαττωματικά, προϊόντα, όσοι μαθητές «αποτύγχαναν»
να ανταποκριθούν στις «προδιαγραφές παραγωγής», αποβάλλονταν από το σύστημα
μέσα από συγκεκριμένες (συνήθως συνοπτικές) διαδικασίες «αξιολόγησης».
Χημική εξάρτηση και ψυχοφάρμακα για παιδιά
Κάποτε τους μαθητές που, αδυνατώντας να προσαρμοστούν στα παραπάνω, αντιδρούσαν ή παρουσίαζαν ενδείξεις αυτού που έχει επικρατήσει να αναφέρεται ως «αποκλίνουσα συμπεριφορά», το σύστημα απλά τους απέρριπτε, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ανεπίδεκτους μαθήσεως» και τους άφηνε ελεύθερους να βρουν τον δρόμο τους στην κοινωνία. Σήμερα, όμως, θεωρεί τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών ως «ψυχικά ασθενείς» και επιβάλλει την αντιμετώπιση της «πάθησής» τους με ψυχοφάρμακα (δίνοντας παράλληλα στις φαρμακευτικές εταιρίες την ευκαιρία να τους εντάξουν στο πελατολόγιό τους).
Κάποτε τους μαθητές που, αδυνατώντας να προσαρμοστούν στα παραπάνω, αντιδρούσαν ή παρουσίαζαν ενδείξεις αυτού που έχει επικρατήσει να αναφέρεται ως «αποκλίνουσα συμπεριφορά», το σύστημα απλά τους απέρριπτε, χαρακτηρίζοντάς τους ως «ανεπίδεκτους μαθήσεως» και τους άφηνε ελεύθερους να βρουν τον δρόμο τους στην κοινωνία. Σήμερα, όμως, θεωρεί τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών ως «ψυχικά ασθενείς» και επιβάλλει την αντιμετώπιση της «πάθησής» τους με ψυχοφάρμακα (δίνοντας παράλληλα στις φαρμακευτικές εταιρίες την ευκαιρία να τους εντάξουν στο πελατολόγιό τους).
Η νέα «επιδημία» που σαρώνει
τα τελευταία χρόνια
τις μαθητικές
κοινότητες των Δυτικών κρατών ονομάζεται ADHD (Attention Deficit Hyperactivity Disorder - στα ελληνικά «Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής»)
και για την αντιμετώπισή της προτείνονται από τους ειδικούς ακόμη και ιδιαίτερα
«δραστικά» κατασταλτικά αντιψυχωσικά σκευάσματα (όπως τα περίφημα Ritalin, Vyvanse
και Adderall) - με παρενέργειες που εκτείνονται από υπνηλία,
αϋπνία, μια κατάσταση που θυμίζει το σύνδρομο
Πάρκινσον (Parkinsonism) και ανεξέλεγκτη λειτουργία των σιελογόνων αδένων,
έως και ισχυρές παραισθήσεις. Η φαρμακευτική
αγωγή που συνίσταται για
την αντιμετώπιση του Συνδρόμου Ελλειμματικής Προσοχής ουσιαστικά αναστέλλει
τις συναισθηματικές αντιδράσεις των μικρών μαθητών απέναντι στην καταπίεση που
υφίστανται, καθιστώντας τους πιο «δεκτικούς» στις απαιτήσεις του σχολικού
περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του αμερικανικού κέντρου
πρόληψης και ελέγχου ασθενειών (CDCP), το 2007 μόνο στις ΗΠΑ είχαν διαγνωστεί
ως πάσχοντες από το εν λόγω σύνδρομο περισσότεροι από 5,4 εκατ. μαθητές ηλικίας
4-17 ετών (ποσοστό 9,5% επί του συνόλου), καταγράφοντας μια εξαιρετικά
ανησυχητική αυξητική τάση, καθώς τα νέα διαγνωστικά τεστ φροντίζουν να
περιλαμβάνουν ολοένα και περισσότερα παιδιά στην κατηγορία των «νοσούντων».
Σε
ένα εξαιρετικό σχετικό άρθρο των New York Times, ο Alan Schwartz κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την
ανεξέλεγκτη χορήγηση ψυχοφαρμάκων σε μικρούς μαθητές, καταγράφοντας μέσα από
μαρτυρίες ιατρών, γονέων και παιδιών μια νέα, ακόμα πιο επικίνδυνη τάση: την
αυξανόμενη χρήση των εν λόγω σκευασμάτων από μαθητές που, χωρίς να
αντιμετωπίζουν κανένα απολύτως πρόβλημα στη σχολική τους προσαρμογή και
κοινωνική συμπεριφορά, βρίσκουν στα συνταγογραφούμενα για την αντιμετώπιση του
Συνδρόμου Ελλειμματικής Προσοχής φάρμακα ένα σημαντικό βοήθημα για τη βελτίωση
των σχολικών τους επιδόσεων, χρησιμοποιώντας τα ως ένα είδος «ντοπαρίσματος».
Σε μια (μάλλον κυνική) παραδοχή, ο Αμερικανός παιδίατρος δρ. Michael Anderson
αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: "Δεν έχω και μεγάλο περιθώριο επιλογής. Έχουμε αποφασίσει ως κοινωνία ότι
είναι υπερβολικά ακριβό να τροποποιήσουμε το περιβάλλον των παιδιών. Επομένως,
τροποποιούμε τα
παιδιά"...
Σε καμία περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε
ότι το Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής είναι μια ανύπαρκτη πάθηση ή ότι δεν
υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις παιδιών που ενδεχομένως να ωφελούνται από τη
χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων. Ωστόσο, ίσως θα
πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια
για τη ραγδαία εξάπλωση της σύγχρονης αυτής «επιδημίας» περισσότερο σε τομείς,
όπως η χημική τους διατροφή (βλ. παρακάτω) ή η «ανακολουθία» ανάμεσα στους
σύγχρονους ρυθμούς ζωής και το «παρωχημένο» σύστημα εκπαίδευσης στο οποίο
καλούνται να προσαρμοστούν, παρά στα ίδια τα παιδιά. Πρέπει να γίνει
κατανοητό ότι οι νεαροί μαθητές γεννήθηκαν, ζουν και μεγαλώνουν
σε μια ηλεκτρονική εποχή, με ταχύτατη ροή πληροφοριών και ευρύτατη χρήση κάθε
είδους οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων. Κανείς δεν μπορεί να τα κατηγορήσει
αν νιώθουν ότι «ασφυκτιούν», αδυνατώντας να βρουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον στο,
ούτως ή άλλως, «βιομηχανικό» σχολικό τους περιβάλλον.
Κρατώντας τα παιδιά
μακριά από τις οικογένειες τους
Το 2007, σε συνέντευξή του (για το ντοκιμαντέρ Endgame του «αιρετικού» Alex Jones) ο Αμερικανός σκηνοθέτης Aaron Russo δήλωνε ότι, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Αμερικανός δικηγόρος Νικ Ροκφέλερ (γόνος της γνωστής δυναστείας) του είχε εμπιστευτεί ότι ο λόγος για τον οποίο η οικογένειά του είχε επιλέξει να χρηματοδοτήσει το γυναικείο κίνημα των προηγούμενων δεκαετιών ήταν διπλός: αφ’ ενός, επειδή προσέβλεπαν στον διπλασιασμό των εσόδων τους από τη φορολόγηση της εργασίας και του υπόλοιπου μισού του πληθυσμού, αφ’ ετέρου (το κυριότερο), επειδή ήθελαν να πάρουν στα χέρια τους τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μέσω της κρατικής εκπαίδευσης, απομακρύνοντάς τα όσο το δυνατόν περισσότερο από τις οικογένειές τους. Στην ίδια συνέντευξη, ο Russo μετέφερε και την παραδοχή των Ροκφέλερ ότι απώτερος στόχος των κινήσεων των διεθνών τραπεζιτών είναι να πιέσουν τον παγκόσμιο πληθυσμό, ώστε να αποδεχθεί την τοποθέτηση μικροτσίπ, το οποίο θα τους δίνει τη δυνατότητα άσκησης απόλυτου κοινωνικού ελέγχου.
Το 2007, σε συνέντευξή του (για το ντοκιμαντέρ Endgame του «αιρετικού» Alex Jones) ο Αμερικανός σκηνοθέτης Aaron Russo δήλωνε ότι, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Αμερικανός δικηγόρος Νικ Ροκφέλερ (γόνος της γνωστής δυναστείας) του είχε εμπιστευτεί ότι ο λόγος για τον οποίο η οικογένειά του είχε επιλέξει να χρηματοδοτήσει το γυναικείο κίνημα των προηγούμενων δεκαετιών ήταν διπλός: αφ’ ενός, επειδή προσέβλεπαν στον διπλασιασμό των εσόδων τους από τη φορολόγηση της εργασίας και του υπόλοιπου μισού του πληθυσμού, αφ’ ετέρου (το κυριότερο), επειδή ήθελαν να πάρουν στα χέρια τους τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μέσω της κρατικής εκπαίδευσης, απομακρύνοντάς τα όσο το δυνατόν περισσότερο από τις οικογένειές τους. Στην ίδια συνέντευξη, ο Russo μετέφερε και την παραδοχή των Ροκφέλερ ότι απώτερος στόχος των κινήσεων των διεθνών τραπεζιτών είναι να πιέσουν τον παγκόσμιο πληθυσμό, ώστε να αποδεχθεί την τοποθέτηση μικροτσίπ, το οποίο θα τους δίνει τη δυνατότητα άσκησης απόλυτου κοινωνικού ελέγχου.
Σαν
σε επιβεβαίωση των ισχυρισμών του Αμερικανού σκηνοθέτη, τα τελευταία χρόνια στις χώρες-μέλη της ΕΕ και τις
ΗΠΑ έχει σημειωθεί δραματική αύξηση στον αριθμό των παιδιών που οι Αρχές
απομακρύνουν από τις οικογένειές τους ακόμα και για ασήμαντες αφορμές, συχνά
με τη γνωμάτευση συνεργαζόμενων ειδικών που δεν μπήκαν καν στον κόπο να γνωρίσουν
τις εν λόγω οικογένειες από κοντά. Ειδικά στη Μεγ.Βρετανία το θέμα τελευταία
έχει πάρει τεράστια έκταση, με ολοένα και περισσότερες καταγγελίες γονέων που
κάνουν λόγο για κοινωνικούς λειτουργούς που επιλέγονται με αμφιλεγόμενα κριτήρια
και απομακρύνουν τα παιδιά από τους γονείς τους, στερώντας τους ακόμα και το
δικαίωμα να τα επισκεφθούν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Video games, κινούμενα σχέδια και pop κουλτούρα
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι οι εξουσιαστές του πλανήτη έχουν ήδη προχωρήσει πολύ πέρα από το να ασκούν απλώς επιρροή στις ζωές των μαθητών, μέσα από τον έλεγχο του σημαντικού μέρους της ζωής τους εντός των σχολικών εγκαταστάσεων (μέσω των κυβερνητικών συστημάτων εκπαίδευσης). Όλα δείχνουν ότι ο νέος τους στόχος είναι ο ελεύθερος χρόνος των παιδιών, οι ώρες που οι νεαροί μαθητές περνούν εκτός σχολείου, και το μέσο που χρησιμοποιούν για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο είναι οι βιομηχανίες παραγωγής ταινιών κινούμενων σχεδίων, βιντεοπαιχνιδιών (για τις νεαρότερες ηλικίες) και της περίφημης «ποπ κουλτούρας», που απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε εφήβους.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι οι εξουσιαστές του πλανήτη έχουν ήδη προχωρήσει πολύ πέρα από το να ασκούν απλώς επιρροή στις ζωές των μαθητών, μέσα από τον έλεγχο του σημαντικού μέρους της ζωής τους εντός των σχολικών εγκαταστάσεων (μέσω των κυβερνητικών συστημάτων εκπαίδευσης). Όλα δείχνουν ότι ο νέος τους στόχος είναι ο ελεύθερος χρόνος των παιδιών, οι ώρες που οι νεαροί μαθητές περνούν εκτός σχολείου, και το μέσο που χρησιμοποιούν για να επιτύχουν αυτόν τον στόχο είναι οι βιομηχανίες παραγωγής ταινιών κινούμενων σχεδίων, βιντεοπαιχνιδιών (για τις νεαρότερες ηλικίες) και της περίφημης «ποπ κουλτούρας», που απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε εφήβους.
Προσπερνώντας
το λίγο-πολύ «γνωστό» (αν και εξαιρετικά σοβαρό) ζήτημα των υποσυνείδητων
μηνυμάτων αποκρυφιστικού, καταναλωτικού, ακόμα και σεξουαλικού χαρακτήρα, με τα
οποία έρχονται σε επαφή συστηματικά τα παιδικά, μυαλά και από τις τρεις
παραπάνω βιομηχανίες ψυχαγωγίας (ακόμα και από εταιρίες θεωρούμενες ως «υπεράνω
κάθε υποψίας», όπως π.χ. η Disney- βλ.
ενδεικτικά http://quicklol.com/disney-subliminal-messages-collection/), θα δοθεί βάρος κυρίως στον τρόπο με τον οποίο τα
παραπάνω συντελούν στον αρνητικό προγραμματισμό των παιδικών ψυχών.
Χάρη
στα πρωτοποριακά πειράματα και τις έρευνες των θεμελιωτών της Συμπεριφοριστικής
ψυχολογίας Pavlov, Watson, Thorndike και Skinner,
είναι γνωστοί οι μηχανισμοί μέσω των οποίων συντελείται η μάθηση. Ένα αρνητικό,
ή σωστότερα «ουδέτερο» για τα παιδικά μυαλά ερέθισμα (όπως π.χ. η περίφημη
πυραμίδα του αμερικανικού δολαρίου ή ένας σεξουαλικός υπαινιγμός σε μια ταινία
κινούμενων σχεδίων), μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε δετικό, όταν
ταυτίζεται με τη φυσική ικανοποίηση και τα δετικά συναισθήματα που αποκομίζει
ένα παιδί όταν παρακολουθεί μια ταινία ή παίζει ένα παιχνίδι - διαδικασία που
ενισχύεται με την επανάληψη.
Αυτό είναι κάτι πού φαίνεται να το γνωρίζουν καλύτερα οι ιθύνοντες των
περισσότερων μεγάλων εταιριών παραγωγής κινούμενων σχεδίων, βιντεοπαιχνιδιών
και ποπ μουσικής, καθώς φροντίζουν ώστε τα «προϊόντα» τους να βρίθουν
συνειδητών και ασυνείδητων αναφορών που, εκτός της ασυνείδητης εξοικείωσης που
επιφέρουν με τα παραπάνω σύμβολα, καλλιεργούν καταναλωτική συμπεριφορά στα
παιδιά, ενισχύουν κοινωνικά και «ρατσιστικά» στερεότυπα (όπως π.χ. αυτά του
πλούτου ή της ομορφιάς), «μολύνουν» τα παιδικά μυαλά με έννοιες όπως αυτή του
«εξουσιαστή» και του «εξουσιαζόμενου» και απενοχοποιούν στη σκέψη τους τη χρήση
βίας.
Όμως τα «τραύματα» που προκαλούνται στους -ακόμα υπό διαμόρφωση-
παιδικούς εγκεφάλους από τα παραπάνω, ενδέχεται να είναι ακόμα σοβαρότερα. Σε
πείραμα που διεξήχθη στα τέλη του 2011 (υπό την επίβλεψη του Ελληνοαμερικανού
Δημήτρη Χριστάκη, διευθυντή του Κέντρου Παιδικής Υγείας, Συμπεριφοράς και
Ανάπτυξης στο Σηάτλ των ΗΠΑ), φάνηκε ξεκάθαρα ότι τα παιδιά προσχολικής
ηλικίας που είχαν παρακολουθήσει μια ταινία κινουμένων σχεδίων με σχετικά
γρήγορη δράση υστερούσαν σημαντικά ως προς τη δυνατότητα αντίληψης και
εστίασης της προσοχής τους, σε σύγκριση με συνομηλίκους τους που κατά το ίδιο
διάστημα απλώς ζωγράφιζαν. Σημειωτέον ότι ένα παιδί ηλικίας 4-8 ετών
παρακολουθεί τηλεόραση κατά μέσο όρο 2-4,5 ώρες ημερησίως.
Άλλες
έρευνες, όπως αυτή του Ιάπωνα καθηγητή Νευρολογίας στο πανεπιστήμιο Nihon του
Τόκυο, Akio Mori (2002), έδειξαν ότι οι ομάδες νεαρών που αφιέρωναν από 2 έως 7
ώρες καθημερινά παίζοντας βιντεοπαιχνίδια απειλούνταν με σχεδόν μόνιμη
καταστολή ορισμένων εγκεφαλικών λειτουργιών που συσχετίζονταν με τις
συναισθηματικές λειτουργίες, τη δημιουργικότητα, την κοινωνικοποίηση και την
ικανότητα ελέγχου της συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι, σε
αντίθεση με όσους ασχολούνται από λίγο έως καθόλου με βιντεοπαιχνίδια, τα
εγκεφαλικά κύματα Βήτα των συγκεκριμένων νεαρών gamers παρέμεναν σταθερά σε
εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, καταδεικνύοντας ότι οι «παθιασμένοι» παίκτες
σπάνια χρησιμοποιούσαν το προμετωπιαίο τμήμα του εγκεφάλου τους. Τα μέλη αυτής
της ομάδας παραδέχτηκαν στους ερευνητές ότι ήταν οξύθυμοι, αντιμετώπιζαν
δυσκολίες συγκέντρωσης και τους προκαλούσαν δυσφορία οι φιλικές συναναστροφές.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε σε μια άλλη, εξαιρετικά
ανησυχητική τάση που έχει λάβει τα τελευταία χρόνια ανεξέλεγκτες διαστάσεις:
την ανεμπόδιστη πρόσβαση των εφήβων σε ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου.
Όπως έδειξαν οι έρευνες της Αμερικανίδας δρ. Judith A. Reisman, Ph.D. (The Psychopharmacology
of Pictorial Pornography Restructuring Brain, Mind & Memory &
Subverting Freedom of Speech, 2000), η έκθεση του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου ενός
εφήβου σε πορνογραφικές εικόνες είναι ικανή να προκαλέσει αναδιαμόρφωση στις
νευρωνικές συνάψεις, δημιουργώντας μόνιμο εθισμό στις χημικές ουσίες (κυρίως
ντοπαμίνη) που εκλύονται από τον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής
διέγερσης. Ειδικά σε αγόρια και κορίτσια εφηβικής ηλικίας, ο εθισμός αυτός
(αντίστοιχος με αυτόν που προκαλείται από το κάπνισμα ή το αλκοόλ) είναι ικανός
να αμβλύνει τη φυσιολογική σεξουαλική ικανότητα αντίδρασης σε ερεθίσματα, με
αποτέλεσμα μεγαλώνοντας τα συγκεκριμένα άτομα να δυσκολεύονται να αντλήσουν
σεξουαλική ικανοποίηση από αυτό που θα αποκαλούσαμε ως φυσιολογική ερωτική
δραστηριότητα.
Εμβόλια, «χημική» διατροφή και περιορισμός του IQ
Τα μωρά έρχονται στον κόσμο ως πνευματικά ολοκληρωμένες, φωτεινές οντότητες, με άπειρο δυναμικό. Ωστόσο, οι κοινωνικές πρακτικές φροντίζουν να περιορίζουν σταδιακά αυτό το δυναμικό, ώστε να φτάσει σε σημείο να ανταποκρίνεται στα «μέτρα και τα σταθμά» που ορίζουν τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα. Η αρχή γι’ αυτό γίνεται από τις πρώτες κιόλας ημέρες ζωής του βρέφους, με τον εμβολιασμό. Και είναι ενδεικτικό της πλύσης εγκεφάλου που έχει δεχτεί επί δεκαετίες η κοινωνία το ότι ακόμα χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για το αυτονόητο: πως το να χορηγεί κανείς σε νεογνά (και μάλιστα σε ενέσιμη μορφή) μείγματα που, μεταξύ άλλων, περιέχουν την ίσως πιο τοξική ουσία στον πλανήτη (υδράργυρος) είναι εξαιρετικά επικίνδυνη πρακτική.
Τα μωρά έρχονται στον κόσμο ως πνευματικά ολοκληρωμένες, φωτεινές οντότητες, με άπειρο δυναμικό. Ωστόσο, οι κοινωνικές πρακτικές φροντίζουν να περιορίζουν σταδιακά αυτό το δυναμικό, ώστε να φτάσει σε σημείο να ανταποκρίνεται στα «μέτρα και τα σταθμά» που ορίζουν τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα. Η αρχή γι’ αυτό γίνεται από τις πρώτες κιόλας ημέρες ζωής του βρέφους, με τον εμβολιασμό. Και είναι ενδεικτικό της πλύσης εγκεφάλου που έχει δεχτεί επί δεκαετίες η κοινωνία το ότι ακόμα χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για το αυτονόητο: πως το να χορηγεί κανείς σε νεογνά (και μάλιστα σε ενέσιμη μορφή) μείγματα που, μεταξύ άλλων, περιέχουν την ίσως πιο τοξική ουσία στον πλανήτη (υδράργυρος) είναι εξαιρετικά επικίνδυνη πρακτική.
Μια
εξαιρετικά σημαντική πτυχή του ζητήματος που, παρά την ευρύτατη πληροφόρηση των
τελευταίων ετών, εξακολουθεί να διαφεύγει από πολλούς είναι η επίδραση του
υδραργύρου στην ανάπτυξη των
εγκεφαλικών κυττάρων. Όπως έδειξαν οι έρευνες των δρ. Fritz Lorscheider
και δρ. Naweed Syed, του πανεπιστημίου του Calgary του Καναδά (2000), τα ιόντα
υδραργύρου (ακόμα κι όταν ο υδράργυρος εισπνέεται σε μικροσκοπικές ποσότητες,
σε αέρια μορφή) έχουν την τάση να προσκολλώνται στις μικροσκοπικές πρωτεϊνικές
δομές των εγκεφαλικών νευρώνων, με αποτέλεσμα, εμποδίζοντας τον φυσιολογικό κυτταρικό μεταβολισμό, να αναστέλλουν την ανάπτυξή τους και να τους καταστρέφουν, επιφέροντας ένα είδος εκφυλισμού που προσιδιάζει με
εκείνον που προκαλεί η νόσος Αλτσχάιμερ.
Μπορεί
οι Καναδοί επιστήμονες να ήταν από τους πρώτους που απέδειξαν την
ακαταλληλότητα του υδραργύρου ως στοιχείου για οποιαδήποτε ιατρική ή
οδοντιατρική χρήση, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι οι μόνοι. Έκτοτε, δεκάδες
ερευνών έχουν επαληθεύσει τους χειρότερους φόβους όλων εκείνων που μέχρι
πρόσφατα χαρακτηρίζονταν ως «συνωμοσιολόγοι» (μόνο στους πρώτους μήνες του 2011
δημοσιεύτηκαν 6 αντίστοιχες έρευνες).
Η
ομαλή νοητική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών δεν απειλείται μόνο από την
παρουσία υδραργύρου στα εμβόλια και τα οδοντικά σφραγίσματα. Οι ειδικοί, εδώ
και δεκαετίες, επισείουν την προσοχή μας στην επικινδυνότητα των
επεξεργασμένων τροφών, συνδέοντάς τις ακόμα και με αντικοινωνική ή επιθετική
συμπεριφορά. Ωστόσο, ελάχιστοι φαίνονται να είναι ενήμεροι για τη βλαπτική
επίδραση σε κάθε είδους γνωστική λειτουργία ενός από τα πλέον διαδεδομένα
συστατικά που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή διατροφή: της ζάχαρης.
Όσο
παράξενο και αν ακούγεται, δεν αποκλείεται η ζημιά που προκαλείται στα μυαλά
των παιδιών από την κακής ποιότητας κρατική εκπαίδευση να είναι εφάμιλλη με
εκείνη του «χημικού» τρόπου ζωής. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται δύο Αμερικανοί
ειδικοί, ο δρ. George Land και η δρ. Beth Jarman Ph.D., συνιδρυτές του Κέντρου
FarSight Group, με αντικείμενο μελέτης τη Δημιουργική Μεθοδολογία. Τα
αποτελέσματα μιας πολυετούς έρευνας που διεξήγαγαν στις ΗΠΑ με τη συνεργασία
1.600 παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας αναφορικά με αυτό που αποκαλούν
«Αποκλίνουσα Σκέψη» αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, και την κεντρική θεματολογία ενός
εξαιρετικού βιβλίου (Breakpoint and Beyond: Mastering the Future Today,
1998), προκαλώντας έντονο προβληματισμό στην παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα.Σε περισσότερες από 30 χώρες του εξωτερικού λειτουργούν (μόνο για πολύ «προνομιούχα» παιδιά) εδώ και πολλά χρόνια κάποια εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία ακολουθούν μια μεθοδολογία πολύ διαφορετική από αυτό που θα προσδιορίζαμε σήμερα ως «κλασική εκπαίδευση». Ο λόγος για τα «Δημοκρατικά Σχολεία», τα οποία έχουν δημιουργηθεί κατά το πρότυπο του περίφημου οικοτροφείου Summerhill School (το πρώτο του είδους που ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1921 από τον Alexander Sutherland Neill), και ακολουθούν ένα εντελώς διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Τον Απρίλιο του 2012, οι Αμερικανοί ερευνητές Rahul Agrawal και Fernando Gomez-Pinilla δημοσίευσαν στο ιατρικό περιοδικό Journal of Physiology τα ευρήματα της εξαιρετικά σημαντικής έρευνας που πραγματοποιούσαν τον τελευταίο καιρό, αναφορικά με την επίδραση του Μεταβολικού Συνδρόμου (πάθηση που έχει να κάνει με τον μεταβολισμό της γλυκόζης και έχει συνδεθεί με την παχυσαρκία, καρδιαγγειακά προβλήματα και διαβήτη) στον εγκέφαλο. Αυτό που διαπίστωσαν (μεταξύ άλλων) μετά από χορήγηση διατροφής πλούσιας σε γλυκόζη για διάστημα 6 εβδομάδων σε πειραματόζωα, ήταν σχεδόν ολική αποτυχία των εγκεφαλικών κυττάρων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, που εκδηλωνόταν με τη μορφή της απώλειας μνήμης και προσανατολισμού. Ευτυχώς η βλάβη δεν ήταν μόνιμη, αλλά τα πειραματόζωα ήταν σε θέση να αποκαταστήσουν τη φυσιολογική τους εγκεφαλική λειτουργία με διατροφή πλούσια σε Ωμέγα-3 λιπαρά.
Πέρα
από τις γνωστές παθήσεις που έχουν κατά καιρούς συνδεθεί με την ευρεία κατανάλωση ζάχαρης (από
απλή τερηδόνα έως παχυσαρκία, μεταβολικές παθήσεις, διαβήτη και καρκίνο) σε
όλες της τις μορφές, ο κίνδυνος
για τους αναπτυσσόμενους εγκεφάλους των παιδιών είναι πραγματικά τεράστιος,
ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι η ζάχαρη
σήμερα χρησιμοποιείται (και μάλιστα σε ανεξέλεγκτες ποσότητες) σε όλες σχεδόν
τις παιδικές, και όχι μόνο, τροφές. Σημειωτέον ότι υπάρχουν σήμερα
παιδιά που είναι κυριολεκτικά «εθισμένα» στη ζάχαρη - με ό,τι αυτό συνεπάγεται
(στερητικό σύνδρομο, που εκδηλώνεται ως
εκνευρισμός και χαμηλή αυτοεκτίμηση, συναισθήματα που αντικαθίστανται
στιγμιαία από έντονη ευφορική διάθεση, μόλις καταναλώσουν ζάχαρη).
Κακή εκπαίδευση κατά δημιουργικότητας
Στα
πλαίσια του ιδιότυπου «πειράματος» που διεξήγαγαν, διαμοίρασαν σε 1.600 παιδιά
προσχολικής ηλικίας ένα φυλλάδιο που περιείχε 8 τεστ, βάσει του οποίου θα
γινόταν η αξιολόγηση της δημιουργικής τους ευφυΐας (συγκεκριμένα, ζητούνταν
από τα παιδιά να επινοήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες χρήσεις για ένα
συγκεκριμένο αντικείμενο π.χ. μια γλάστρα). Προς έκπληξή τους, διαπίστωσαν ότι
τα παιδιά είχαν δώσει απαντήσεις που τα κατέτασσαν στο επίπεδο τής ιδιοφυίας,
όσον αφορά στην επινοητικότητά τους, σε ποσοστό 98%. Πέντε χρόνια αργότερα, οι
δύο Αμερικανοί ερευνητές αποφάσισαν να επαναλάβουν το ίδιο ακριβώς πείραμα με
τα ίδια ακριβώς παιδιά, που πλέον βρίσκονταν στο δημοτικό, έχοντας ηλικίες
8-10 ετών. Όμως τα αποτελέσματα είχαν πλέον διαφοροποιηθεί σημαντικά, καθώς
μόλις 32% των παιδιών κατάφεραν να επαναλάβουν τα ίδια υψηλά αποτελέσματα.
Στην
τρίτη φάση του πειράματος (με τα ίδια παιδιά, που πλέον βρίσκονταν στο
γυμνάσιο) τα αποτελέσματά τους είχαν πέσει ακόμα πιο χαμηλά, με το ποσοστό
εκείνων που αρίστευσαν να ανέρχεται μόλις στο 10% (στους ενήλικες άνω των 25
ετών, μόλις το 2% καταφέρνει να «σκοράρει» τόσο υψηλά αποτελέσματα σε παρόμοια
τεστ).
Τα
παραπάνω δεν αφήνουν παρά ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας: κάτι πάει στραβά στον
τρόπο που εκπαιδεύονται τα παιδιά μας...
Τα δημοκρατικά σχολεία
Βασισμένα
στην αρχή της ελευθερίας, στα σχολεία αυτά τα πάντα αποφασίζονται με βάση τα
ψηφίσματα μιας δημοκρατικής κοινότητας, στην οποία μετέχουν όλοι ανεξαιρέτως
-μαθητές και προσωπικό- με ίσο δικαίωμα ψήφου (η κοινότητα αυτή λειτουργεί και
ως «δικαστήριο», στην περίπτωση επίλυσης διαφορών) . Οι μαθητές επιλέγουν οι
ίδιοι τι, πώς, πότε και από ποιον θα διδαχθούν (συχνά προτιμάται ένας μαθητής
μεγαλύτερου επιπέδου, παρά ένας καθηγητής), συγκροτώντας ομάδες-τμήματα στις
οποίες συμμετέχουν ελεύθερα όλοι όσοι ενδιαφέρονται, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Επιπλέον, οι μαθητές έχουν το δικαίωμα ακόμα και να αντικαταστήσουν έναν καθηγητή,
αν αυτός ψηφιστεί ως ακατάλληλος.
Τα
ιδιότυπα αυτά σχολεία-οικοτροφεία βρίσκονται συνήθως εγκατεστημένα μακριά από
αστικά κέντρα, σε τοπία ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς, και το μάθημα διεξάγεται
σε όποιον χώρο επιλέξουν οι ίδιοι οι μαθητές. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι,
παρόλο που οι επιδόσεις των φοιτούντων στα δημοκρατικά σχολεία σε εισαγωγικές
για τα πανεπιστήμια εξετάσεις είναι κατά κανόνα σημαντικά υψηλότερες από αυτές
των υπόλοιπων σχολείων (εφάμιλλες των καλύτερων ιδιωτικών), τα μαθήματα που
συνήθως επιλέγουν να διδαχθούν οι μαθητές δεν είναι καθόλου «συμβατικά»:
τέχνες, κηπουρική, ξυλουργική, βοτανολογία, θέατρο, λογοτεχνία κ.ά. Στα εν λόγω
εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν επικρατεί κανένα χάος. Υπάρχουν πολύ αυστηροί και
συγκεκριμένοι κανόνες, οι οποίοι όμως αποφασίζονται από κοινού και τηρούνται με
ευλάβεια, υπό την προϋπόθεση ότι σε καμία
περίπτωση δεν αντιτίθενται στην πρωταρχική αρχή λειτουργίας σχολείων - αυτή
της ελευθερίας των μαθητών.
Αναλογιζόμενοι
όλα τα παραπάνω, ίσως το μόνο που απομένει να προσθέσουμε είναι η φράση του
ιδρυτή των δημοκρατικών σχολείων, Sutherland Neill: «Ο ρόλος ενός παιδιού
είναι να ζήσει τη ζωή του»...
Δημοσιεύτηκε στο NEXUS μηνός Μαρτίου 2013