Είναι γεγονός ότι η διεθνής κατάσταση αυτή την περίοδο είναι ρευστή. Ιδιαίτερα σε αυτήν την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ρευστή από πολιτική, από οικονομική, από γεωστρατηγική άποψη. Προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν, ούτε και για το κοντινό μέλλον (εκτός αν ασπαστούμε την άποψη ότι όλα είναι προκαθορισμένα). Το μόνο που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή είναι να βάλουμε τα γεγονότα σε μια σειρά, μήπως καταφέρουμε και βγάλουμε κάποιαν άκρη.
Αυτό κάνει και ο κ.Σταύρος Λυγερός στο άρθρο του αυτής της εβδομάδας στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ.
Αναδιατάσσονται οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην
Ανατολική Μεσόγειο
Η βίαιη μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε αποικία χρέους δεν
πρόκειται να έχει μόνο οικονομικές επιπτώσεις. Επηρεάζει και τις γεωπολιτικές
εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ειδικά εάν συνδυαστεί με την επαναπροσέγγιση
Ισραήλ-Τουρκίας
που συμβολικά εκδηλώθηκε με την απολογία του
Νετανιάχου προς τον Ερντογάν. Προφανώς, η συριακή
κρίση διευκόλυνε τη γεφύρωση του χάσματος, δεδομένου ότι και οι δύο χώρες το
επιδίωκαν.
Όσα είχε να κερδίσει ο Ερντογάν στο επίπεδο της μουσουλμανικής
κοινής γνώμης τα έχει κερδίσει. Σε μια συγκυρία που η Ελλάδα και η Κύπρος
είναι ποιοτικά αποδυναμωμένες, θεωρεί ότι είναι ευκαιρία να βάλει χέρι στα όποια
ενεργειακά κοιτάσματά τους. Γι’ αυτό και δεν θέλει να έχει απέναντί του το
Ισραήλ. Από την πλευρά τους, το βασικό κίνητρο των Ισραηλινών ήταν ο έλεγχος
της Συρίας μετά την πιθανή ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και βεβαίως η
αντιμετώπιση του Ιράν.
Η γεφύρωση του χάσματος, ωστόσο, δύσκολα θα επαναφέρει τις
τουρκοϊσραηλινές σχέσεις στο προηγούμενο επίπεδο. Η πολιτική εμπιστοσύνη έχει
διαρραγεί. Μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν το αποτέλεσμα θα είναι απλώς η
εξομάλυνση των διμερών σχέσεων ή, αντιθέτως, θα αναπτυχθεί δυναμική
στρατηγικής συνεργασίας. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, το Ισραήλ υποχρεώνεται,
λόγω και της γεωπολιτικής αστάθειας, να αποδεχτεί έναν αυξημένο ρόλο της
Τουρκίας στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, θα χαράζει την πολιτική του
λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της Άγκυρας στο Κυπριακό, στα Ελληνοτουρκικά
και βεβαίως στο ζήτημα των ενεργειακών κοιτασμάτων.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν το ισραηλινό φυσικό
αέριο θα διοχετευτεί στην Ευρώπη μέσω της διψασμένης για ενέργεια Τουρκίας με
την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού. Η οδός αυτή είναι οικονομικά πιο συμφέρουσα,
αλλά μένει να αποδειχτεί εάν το Τελ Αβίβ θα βάλει όλα τα αβγά του στο τουρκικό
καλάθι μετά την κρίση που πέρασαν οι σχέσεις τους. Εάν επιλέξει την τουρκική
οδό, το Ισραήλ και η Τουρκία θα αλληλεξαρτηθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό, γεγονός
που αναπόφευκτα θα προσδώσει μια νέα ποιοτική διάσταση και στη συνεργασία τους
στο γεωπολιτικό επίπεδο.
Εάν οι εξελίξεις πάρουν αυτή την τροπή, οι επιπτώσεις άμεσα για
την Κυπριακή Δημοκρατία και εμμέσως για την Ελλάδα θα είναι ακόμα πιο
δυσμενείς. Η πρώτη επίπτωση είναι ότι το κόστος για την εξαγωγή του κυπριακού
φυσικού αερίου θα αυξηθεί, επειδή δεν θα υπάρχουν οικονομίες κλίμακας. Το
μειονέκτημα αυτό θα εξουδετερωθεί μόνο εάν ανακαλυφθούν νέα μεγάλα κοιτάσματα
στην κυπριακή ΑΟΖ. Μια δεύτερη επίπτωση είναι ότι θα σταματήσει να υφίσταται η
έμμεση ισραηλινή ομπρέλα προστασίας των γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ. Το
ενδεχόμενο, όμως, η Άγκυρα να σταματήσει με στρατιωτικά μέσα τις γεωτρήσεις
δεν είναι πολύ πιθανόν. Κι αυτό επειδή απέναντι της δεν θα έχει μόνο τους
Ελληνοκύπριους, αλλά και τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες που έχουν
εξασφαλίσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης, τη γαλλική Total, την ιταλική Eni, την κορεατική Kogas και όποιες στη συνέχεια αποκτήσουν δικαιώματα
στα υπόλοιπα κυπριακά θαλάσσια «οικόπεδα».
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλει οι
ενεργειακές πηγές στην κυπριακή ΑΟΖ να τεθούν υπό τον έλεγχο της ισχυρής και
απαιτητικής Άγκυρας, η οποία παίζει το δικό της αυτόνομο γεωπολιτικό παιχνίδι.
Με τη μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε αποικία χρέους, άλλωστε, τα
κυπριακά κοιτάσματα θα υποθηκευτούν στους δανειστές της Ευρωζώνης. Δεν
αποκλείεται, μάλιστα, η τρόικα να απαιτήσει το κυπριακό φυσικό αέριο να
διοχετευτεί στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω Τουρκίας, ειδικά εάν το Ισραήλ
επιλέξει αυτή την οδό.
Οι ευρωπαϊκές βλέψεις αλλά και η επαμφοτερίζουσα στάση της
Ουάσιγκτον ωθούν την κυβέρνηση Ερντογάν να επιλέγει όχι την άσκηση
στρατιωτικών πιέσεων, αλλά το όχημα της συνεκμετάλλευσης. Ας σημειωθεί ότι η
Ουάσιγκτον αναγνωρίζει το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκμεταλλευτεί
τους ενεργειακούς πόρους της. Πάντα, όμως, προσθέτει ότι τα οφέλη πρέπει να
είναι και για τις δύο κοινότητες, στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής λύσης
του Κυπριακού. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο Νταβούτογλου. Συνέδεσε τη
συνεκμετάλλευση με το κλείσιμο του Κυπριακού στη βάση ενός σχεδίου τύπου Ανάν.
Το διεθνές κλίμα ευνοεί την Άγκυρα. Τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο
και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις θεωρούν ότι η υπαγωγή της Κυπριακής
Δημοκρατίας στην τρόικα, σε συνδυασμό με την παρουσία του Αναστασιάδη στην
προεδρία, συνιστά μοναδική ευκαιρία για να κλείσουν το Κυπριακό. Το γονάτισμα
του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, λοιπόν, χρησιμοποιείται ως ευκαιρία
προκειμένου να εκκαθαριστούν όχι μόνο οικονομικού, αλλά και γεωπολιτικού
χαρακτήρα λογαριασμοί.