Στο χθεσινό του άρθρο στη Real News ο Νίκος Χατζηνικολάου εκφράζει την απορία που έχουμε οι περισσότεροι από εμάς, βλέποντας τις παράλογες απαιτήσεις των υπαλλήλων της τρόικας, που πιέζουν για μέτρα που είναι πασιφανές ότι οδηγούν σε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που υποτίθεται ότι θέλουν να πετύχουν. Και καλεί την κυβέρνηση για μια ακόμα φορά να φωνάξει "όχι". Κι εδώ θα τονίσω αυτό που γράφει προς το τέλος του άρθρου, ότι δηλαδή λέγοντας "όχι" η κυβέρνηση "Θα εκπλαγεί από τη δύναμή της".
Πού το πάει η τρόικα;
Η άρνηση της τρόικας να δεχθεί προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, που και στοιχειώδη αναπτυξιακή λογική έχουν και την κοινωνική συνοχή και γαλήνη ενισχύουν, αλλά και τον στόχο της αύξησης των εσόδων υπηρετούν, προκαλεί εύλογα μεγάλη απορία και γεννά σοβαρά ερωτήματα για τις προθέσεις και τα σχέδια των δανειστών μας. Και αυτό γιατί έρχεται σε μια στιγμή που η ρητορεία των Βρυξελλών όχι μόνο δεν τη δικαιολογεί, αλλά αντίθετα μάλιστα την καθιστά περίεργη και ύποπτη. Πώς γίνεται την ίδια στιγμή που ο Μπαρόζο εκθειάζει την Ελλάδα, για την τεράστια προσπάθεια που καταβάλλει και ουσιαστικά προαναγγέλλει χαλάρωση της λιτότητας, ο Τόμσεν και η παρέα του στην Αθήνα να λέει όχι σε όλα και να πιέζει για την εφαρμογή σκληρών, άδικων και αναποτελεσματικών μέτρων, που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν την κοινωνία σε έκρηξη και την πολιτική μας ζωή σε περιπέτειες; Kαι ποια λογική εξήγηση μπορεί να υπάρχει για το γεγονός ότι την ίδια ώρα που το think tank των Βρυξελλών Lisbon Council βαθμολογεί με άριστα την Ελλάδα και την κατατάσσει πρώτη μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, ως προς την ταχεία προώθηση των μεταρρυθμίσεων και την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών, η τρόικα στην Αθήνα εμφανίζεται για άλλη μια φορά αδιάλλακτη και επικριτική, απειλώντας μάλιστα με «μπλοκάρισμα» της επόμενης δόσης του δανείου μας;
Η ΑΝΕΞΗΓΗΤΗ αυτή διγλωσσία των δανειστών και η λυσσαλέα επιμονή της τρόικας στην αποδεδειγμένα πλέον λανθασμένη μνημονιακή συνταγή της προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση αν αναλογιστεί κανείς ότι οι τελευταίες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης κινούνται μεν προς την ορθή κατεύθυνση, είναι όμως εξαιρετικά «συγκρατημένες», αν όχι και άτολμες. Τόσο «συγκρατημένες» ώστε οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές να τις θεωρούν απλώς «ασπιρίνες» και να μην αναμένουν ιδιαίτερα θεαματικά αποτελέσματα, ακόμη και αν τελικώς εφαρμοστούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι προτάσεις του υπουργείου Οικονομικών για τη ρύθμιση των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων. Από τους 1.200.000 δανειολήπτες που αδυνατούν πλήρως ή μερικώς να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, η ελληνική πρόταση αφορούσε μόνον τους 120.000, ενώ η «λύση» που προκρίνεται από την τρόικα μόλις τους μισούς, δηλαδή περίπου 60.000. Είναι τόσο δύσκολο άραγε να καταλάβουν ο κ. Τόμσεν ότι αν δεν υπάρξουν γενναίες και αποτελεσματικές ρυθμίσεις, που να καλύπτουν τη μεγάλη πλειονότητα των δανειοληπτών που σήμερα βρίσκονται σε αδυναμία, δημιουργείται ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στην οικονομία μας, αλλά και -κυρίως- στην κοινωνία μας, που ήδη βράζει; Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι οι εξαθλιωμένοι Ελληνες αν δουν μετά την πλήρη κατάρρευση του επιπέδου της ζωής τους, να «γκρεμίζεται» και η μικρή προσωπική τους ιδιοκτησία, το διαμέρισμα των 70 ή των 80 τετραγωνικών, θα σηκωθούν από τον καναπέ τους και θα κατεβούν στους δρόμους και τις πλατείες;
ΕΞΙΣΟΥ ακατανόητη και προκλητική είναι όμως και η άρνηση των τροϊκανών να αποδεχθούν την ελληνική πρόταση για μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, ενόψει της έναρξης της νέας τουριστικής περιόδου. Ιδίως μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι η κυβέρνηση μας μιλά για περιορισμένη μείωση λίγων ποσοστιαίων μονάδων, από το σημερινό 23%, όταν οι ανταγωνιστές μας του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και η γειτονική Τουρκία, κινούνται σε χαμηλά, μονοψήφια ποσοστά. Πώς θα τους ανταγωνιστούμε, λοιπόν, όταν οι δανειστές «μπλοκάρουν» ακόμη και αυτή τη μικρή μείωση που τους πρότεινε η ελληνική πλευρά; Και για ποια ανάπτυξη μας μιλούν όταν στον σημαντικότερο κλάδο της οικονομίας μας, μας υπονομεύουν, με τόσο προφανή και προκλητικό τρόπο; Αυτή είναι η πολυδιαφημισμένη «στήριξη» που θα μας παράσχουν για να αυξήσουμε το εθνικό μας εισόδημα; Οσο για το επιχείρημα ότι θα μειωθούν τα δημόσια έσοδα, είναι επιεικώς γελοίο. Η αύξηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων εστίασης, λόγω της μείωσης των τιμών, ιδίως μάλιστα αν συνδυαστεί με αυστηρούς ελέγχους από ένα ειδικό εποχικό σώμα ελεγκτών, που θα δράσει στους δημοφιλείς προορισμούς, κατά τους μήνες τουριστικής αιχμής, είναι βέβαιο ότι θα φέρει πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Αλλωστε, ακόμη και οι πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών γνωρίζουν ότι οι μικρότεροι και δικαιότεροι φόροι φέρνουν πάντοτε μεγαλύτερα έσοδα.
Η ΣΤΗΛΗ θα επαναλάβει σήμερα, με μεγαλύτερη μάλιστα έμφαση,την πρόταση που διατύπωσε την προηγούμενη Κυριακή. Αν οι δανειστές επιμείνουν μέχρι τέλους στη λανθασμένη συνταγή, η ελληνική κυβέρνηση έχει χρέος να τους πει όχι. Και να προχωρήσει μόνη της στην εφαρμογή της πολιτικής που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εθνικής μας οικονομίας και ενισχύει την κοινωνική γαλήνη και συνοχή. Και βέβαια το ίδιο πρέπει να πράξει και σε άλλα μεγάλα και κρίσιμα θέματα, όπως για παράδειγμα η μείωση της σπατάλης στον δημόσιο τομέα. Οι προτάσεις του προέδρου της ΔΗΜΑΡ κ. Φ. Κουβέλη, όπως τις παρουσίασε στην «R» την περασμένη εβδομάδα, δείχνουν καθαρά ότι υπάρχει τρόπος να φθάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς πρόσθετες απολύσεις, πέραν αυτών των επιόρκων, που κακώς έχουν καθυστερήσει. Και βέβαια αυτό ισχύει και σε άλλα πολλά και σημαντικά θέματα της πολιτικής και οικονομικής μας καθημερινότητας. Οπου λοιπόν η κυβέρνηση πιστεύει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, που οδηγεί σε θετικό αποτέλεσμα, με λιγότερο πόνο για τους πολίτες, πρέπει να υψώσει φωνή μεγάλη και σταθερή. Να πει τα όχι που απαιτούνται και να επιβάλει την άποψή της. Θα εκπλαγεί από τη δύναμή της. Ιδίως αν έχει πείσει προηγουμένως τους πολίτες για την ορθότητα των επιλογών της. Η τρόικα έχει ήδη στιγματιστεί και επομένως αποδυναμωθεί από την παταγώδη αποτυχία της τα προηγούμενα χρόνια. Η πρώτη της ήττα θα λειτουργήσει σαν... πολλαπλασιαστής! Και θα φέρει τις επόμενες!
Η άρνηση της τρόικας να δεχθεί προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, που και στοιχειώδη αναπτυξιακή λογική έχουν και την κοινωνική συνοχή και γαλήνη ενισχύουν, αλλά και τον στόχο της αύξησης των εσόδων υπηρετούν, προκαλεί εύλογα μεγάλη απορία και γεννά σοβαρά ερωτήματα για τις προθέσεις και τα σχέδια των δανειστών μας. Και αυτό γιατί έρχεται σε μια στιγμή που η ρητορεία των Βρυξελλών όχι μόνο δεν τη δικαιολογεί, αλλά αντίθετα μάλιστα την καθιστά περίεργη και ύποπτη. Πώς γίνεται την ίδια στιγμή που ο Μπαρόζο εκθειάζει την Ελλάδα, για την τεράστια προσπάθεια που καταβάλλει και ουσιαστικά προαναγγέλλει χαλάρωση της λιτότητας, ο Τόμσεν και η παρέα του στην Αθήνα να λέει όχι σε όλα και να πιέζει για την εφαρμογή σκληρών, άδικων και αναποτελεσματικών μέτρων, που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν την κοινωνία σε έκρηξη και την πολιτική μας ζωή σε περιπέτειες; Kαι ποια λογική εξήγηση μπορεί να υπάρχει για το γεγονός ότι την ίδια ώρα που το think tank των Βρυξελλών Lisbon Council βαθμολογεί με άριστα την Ελλάδα και την κατατάσσει πρώτη μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, ως προς την ταχεία προώθηση των μεταρρυθμίσεων και την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών, η τρόικα στην Αθήνα εμφανίζεται για άλλη μια φορά αδιάλλακτη και επικριτική, απειλώντας μάλιστα με «μπλοκάρισμα» της επόμενης δόσης του δανείου μας;
Η ΑΝΕΞΗΓΗΤΗ αυτή διγλωσσία των δανειστών και η λυσσαλέα επιμονή της τρόικας στην αποδεδειγμένα πλέον λανθασμένη μνημονιακή συνταγή της προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση αν αναλογιστεί κανείς ότι οι τελευταίες προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης κινούνται μεν προς την ορθή κατεύθυνση, είναι όμως εξαιρετικά «συγκρατημένες», αν όχι και άτολμες. Τόσο «συγκρατημένες» ώστε οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές να τις θεωρούν απλώς «ασπιρίνες» και να μην αναμένουν ιδιαίτερα θεαματικά αποτελέσματα, ακόμη και αν τελικώς εφαρμοστούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι προτάσεις του υπουργείου Οικονομικών για τη ρύθμιση των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων. Από τους 1.200.000 δανειολήπτες που αδυνατούν πλήρως ή μερικώς να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, η ελληνική πρόταση αφορούσε μόνον τους 120.000, ενώ η «λύση» που προκρίνεται από την τρόικα μόλις τους μισούς, δηλαδή περίπου 60.000. Είναι τόσο δύσκολο άραγε να καταλάβουν ο κ. Τόμσεν ότι αν δεν υπάρξουν γενναίες και αποτελεσματικές ρυθμίσεις, που να καλύπτουν τη μεγάλη πλειονότητα των δανειοληπτών που σήμερα βρίσκονται σε αδυναμία, δημιουργείται ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα στην οικονομία μας, αλλά και -κυρίως- στην κοινωνία μας, που ήδη βράζει; Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι οι εξαθλιωμένοι Ελληνες αν δουν μετά την πλήρη κατάρρευση του επιπέδου της ζωής τους, να «γκρεμίζεται» και η μικρή προσωπική τους ιδιοκτησία, το διαμέρισμα των 70 ή των 80 τετραγωνικών, θα σηκωθούν από τον καναπέ τους και θα κατεβούν στους δρόμους και τις πλατείες;
ΕΞΙΣΟΥ ακατανόητη και προκλητική είναι όμως και η άρνηση των τροϊκανών να αποδεχθούν την ελληνική πρόταση για μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, ενόψει της έναρξης της νέας τουριστικής περιόδου. Ιδίως μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι η κυβέρνηση μας μιλά για περιορισμένη μείωση λίγων ποσοστιαίων μονάδων, από το σημερινό 23%, όταν οι ανταγωνιστές μας του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και η γειτονική Τουρκία, κινούνται σε χαμηλά, μονοψήφια ποσοστά. Πώς θα τους ανταγωνιστούμε, λοιπόν, όταν οι δανειστές «μπλοκάρουν» ακόμη και αυτή τη μικρή μείωση που τους πρότεινε η ελληνική πλευρά; Και για ποια ανάπτυξη μας μιλούν όταν στον σημαντικότερο κλάδο της οικονομίας μας, μας υπονομεύουν, με τόσο προφανή και προκλητικό τρόπο; Αυτή είναι η πολυδιαφημισμένη «στήριξη» που θα μας παράσχουν για να αυξήσουμε το εθνικό μας εισόδημα; Οσο για το επιχείρημα ότι θα μειωθούν τα δημόσια έσοδα, είναι επιεικώς γελοίο. Η αύξηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων εστίασης, λόγω της μείωσης των τιμών, ιδίως μάλιστα αν συνδυαστεί με αυστηρούς ελέγχους από ένα ειδικό εποχικό σώμα ελεγκτών, που θα δράσει στους δημοφιλείς προορισμούς, κατά τους μήνες τουριστικής αιχμής, είναι βέβαιο ότι θα φέρει πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Αλλωστε, ακόμη και οι πρωτοετείς φοιτητές οικονομικών γνωρίζουν ότι οι μικρότεροι και δικαιότεροι φόροι φέρνουν πάντοτε μεγαλύτερα έσοδα.
Η ΣΤΗΛΗ θα επαναλάβει σήμερα, με μεγαλύτερη μάλιστα έμφαση,την πρόταση που διατύπωσε την προηγούμενη Κυριακή. Αν οι δανειστές επιμείνουν μέχρι τέλους στη λανθασμένη συνταγή, η ελληνική κυβέρνηση έχει χρέος να τους πει όχι. Και να προχωρήσει μόνη της στην εφαρμογή της πολιτικής που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εθνικής μας οικονομίας και ενισχύει την κοινωνική γαλήνη και συνοχή. Και βέβαια το ίδιο πρέπει να πράξει και σε άλλα μεγάλα και κρίσιμα θέματα, όπως για παράδειγμα η μείωση της σπατάλης στον δημόσιο τομέα. Οι προτάσεις του προέδρου της ΔΗΜΑΡ κ. Φ. Κουβέλη, όπως τις παρουσίασε στην «R» την περασμένη εβδομάδα, δείχνουν καθαρά ότι υπάρχει τρόπος να φθάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, χωρίς πρόσθετες απολύσεις, πέραν αυτών των επιόρκων, που κακώς έχουν καθυστερήσει. Και βέβαια αυτό ισχύει και σε άλλα πολλά και σημαντικά θέματα της πολιτικής και οικονομικής μας καθημερινότητας. Οπου λοιπόν η κυβέρνηση πιστεύει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, που οδηγεί σε θετικό αποτέλεσμα, με λιγότερο πόνο για τους πολίτες, πρέπει να υψώσει φωνή μεγάλη και σταθερή. Να πει τα όχι που απαιτούνται και να επιβάλει την άποψή της. Θα εκπλαγεί από τη δύναμή της. Ιδίως αν έχει πείσει προηγουμένως τους πολίτες για την ορθότητα των επιλογών της. Η τρόικα έχει ήδη στιγματιστεί και επομένως αποδυναμωθεί από την παταγώδη αποτυχία της τα προηγούμενα χρόνια. Η πρώτη της ήττα θα λειτουργήσει σαν... πολλαπλασιαστής! Και θα φέρει τις επόμενες!