To βιβλίο της Νaomi Klein "Το Δόγμα του Σοκ" περιέχει αρκετά παραδείγματα χωρών, στις οποίες επεβλήθηκαν ή προσπάθησαν να επιβληθούν πολιτικές που καταπατούσαν κάθε κοινωνικό και δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών. Τέτοιου είδους επιθέσεις έγιναν σε χώρες όλων των ηπείρων, την προσοχή μου όμως τράβηξε ιδιαίτερα η περίπτωση του Λιβάνου, ίσως λόγω του ιδιαίτερου τρόπου αντίδρασης των κατοίκων του, κατοίκων μιας χώρας ερειπωμένης από τις ισραηλινές αεροπορικές επιθέσεις που είχαν προηγηθεί. Και πως μια παράταξη χρησιμοποίησε χρήματα (που προέρχονταν βέβαια από ξένα κεφάλαια) για την ανοικοδόμηση αυτής της χώρας. Και παρά τα αντίθετα επιχειρήματα που μπορεί κάποιος να βρει, αυτό που μου μένει είναι πως σε τέτοιες περιπτώσεις "το αποτέλεσμα μετράει".
Όταν ο μηχανισμός του
δόγματος του σοκ γίνει συλλογικά κατανοητός, είναι δυσκολότερο να αιφνιδιαστούν
ολόκληρες κοινότητες, είναι δυσκολότερο να βρεθούν σε μια κατάσταση σύγχυσης,
καθώς γίνονται πιo ανθεκτικές στο σοκ. Ένας από τους λόγους της ανάδυσης και
της κυριαρχίας του βάναυσου καπιταλισμού της καταστροφής μετά την 11η
Σεπτεμβρίου ήταν ότι τα μικρότερα σοκ (κρίσεις χρέους, καταρρεύσεις νομισμάτων,
η απειλή να σε «προσπεράσει η ιστορία») είχαν χάσει ένα μεγάλο μέρος της ισχύος
τους, κυρίως εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης τους. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τα κατακλυσμιαία
σοκ των πολέμων και των φυσικών καταστροφών δεν προκαλούν πάντα το βαθμό αποπροσανατολισμού
που απαιτείται για να επιβληθεί η οικονομική θεραπεία-σοκ. Υπάρχουν πλέον
πολλοί άνθρωποι στον κόσμο με άμεση εμπειρία του δόγματος του σοκ: Γνωρίζουν
πώς λειτουργεί, έχουν μιλήσει με άλλους κρατούμενους, έχουν ανταλλάξει σημειώματα
ανάμεσα από τα κάγκελα. Έτσι, το καθοριστικό στοιχείο της έκπληξης έχει εκλείψει.
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα
υπήρξε η αντίδραση εκατομμυρίων Λιβανέζων στις προσπάθειες των διεθνών
δανειστών τους να επιβάλουν τις «μεταρρυθμίσεις» της ελεύθερης αγοράς ως
προϋπόθεση προκειμένου να χορηγήσουν οικονομική βοήθεια για την ανοικοδόμηση
της χώρας μετά τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές του 2006. Λογικά, το
σχέδιο θα έπρεπε να είχε λειτουργήσει: Η ανάγκη της χώρας για κεφάλαια δε θα
μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Ήδη πριν από τον πόλεμο ο Λίβανος ήταν μια από τις
περισσότερο χρεωμένες χώρες του κόσμου, ενώ οι ζημιές που οι αεροπορικές
επιδρομές είχαν προκαλέσει σε δρόμους, γέφυρες και αεροδρόμια υπολογίζονταν σε
9 δισεκατομμύρια δολάρια. Όταν, λοιπόν, αντιπρόσωποι τριάντα πλούσιων χωρών συγκεντρώθηκαν
στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 2007 και υποσχέθηκαν να χορηγήσουν δάνεια ύψους
7,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανοικοδόμηση της χώρας, θεωρούσαν δεδομένο
ότι η κυβέρνηση του Λιβάνου θα αποδεχόταν οποιαδήποτε προϋπόθεση συνόδευε τη
χορήγηση της οικονομικής βοήθειας. Οι όροι ήταν οι συνηθισμένοι: ιδιωτικοποίηση
των τηλεπικοινωνιών και του δικτύου ηλεκτρισμού, αυξήσεις στα καύσιμα,
περικοπές στο δημόσιο τομέα και αύξηση ενός ήδη αμφιλεγόμενου φόρου στις
καταναλωτικές δαπάνες. Ο Λιβανέζος οικονομολόγος Καμάλ Χαμντάν υπολόγισε ότι «τα έξοδα των νοικοκυριών θα αυξάνονταν κατά
15% εξαιτίας της αύξησης των φόρων και της αναπροσαρμογής των τιμών». Όσο
για την ανοικοδόμηση, θα την αναλάμβαναν, φυσικά, οι μεγάλες εταιρείες του
καπιταλισμού της καταστροφής, χωρίς να είναι υποχρεωμένες να προσλάβουν
Λιβανέζους ή να τους αναθέσουν υπεργολαβίες.
Όταν η υπουργός Εξωτερικών
των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις ρωτήθηκε αν αυτές οι υπερβολικές απαιτήσεις συνιστούσαν
παρέμβαση σης εσωτερικές υποθέσεις του Λιβάνου, απάντησε: «Ο Λίβανος είναι μια
δημοκρατική χώρα. Εκτός αυτού, έχει αρχίσει να υλοποιεί μερικές σημαντικές
οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που έχουν καθοριστική σημασία για τη δημοκρατία». Ο
Φουάντ Σινιόρα, ο υποστηριζόμενος από τη Δύση πρωθυπουργός του Λιβάνου,
αποδέχτηκε τους όρους λέγοντας ότι «ο Λίβανος
δεν επινόησε τις ιδιωτικοποιήσεις». Και για να δείξει την προθυμία του να
συνεργαστεί, μίσθωσε τις υπηρεσίες της Booz Allen Hamilton, που είχε
διασυνδέσεις με τον Μπους, για να μεσολαβήσει για την ιδιωτικοποίηση των
τηλεπικοινωνιών του Λιβάνου.
Ωστόσο πολλοί
Λιβανέζοι πολίτες δεν είχαν καμία διάθεση να συνεργαστούν. Παρά το γεγονός ότι
τα σπίτια τους είχαν μετατραπεί σε ερείπια, χιλιάδες Λιβανέζοι συμμετείχαν στη
γενική απεργία που οργάνωσε ένας συνασπισμός συνδικάτων και πολιτικών κομμάτων
- συμπεριλαμβανομένης της ισλαμιστικής Χεζμπολάχ. Οι διαδηλωτές επέμεναν ότι,
αν για να εκταμιευτούν τα δάνεια για την ανοικοδόμηση έπρεπε να αυξηθεί το
κόστος ζωής ενός λαού που είχε δοκιμαστεί από τον πόλεμο, τότε δεν άξιζε, αυτό
να ονομάζονται «οικονομική βοήθεια». Ενώ, λοιπόν, ο Σινιόρα καθησύχαζε τους
δωρητές στο Παρίσι, απεργίες και αποκλεισμοί δρόμων ακινητοποιούσαν τη χώρα -
ήταν η πρώτη εθνική εξέγερση στον κόσμο που αποσκοπούσε στο να εμποδίσει τον καπιταλισμό
της καταστροφής να εκμεταλλευτεί τις μεταπολεμικές συνθήκες σε μια χώρα. Οι
Λιβανέζοι οργάνωσαν επίσης μια καθιστική διαμαρτυρία που διήρκεσε δύο μήνες και
μετέτρεψε το κέντρο της Βηρυτού σε έναν τεράστιο καταυλισμό. Οι περισσότεροι
δημοσιογράφοι αντιμετώπισαν αυτά τα γεγονότα ως επίδειξη πυγμής από τη
Χεζμπολάχ, όμως ο Μοχάμαντ Μπάζι, ο υπεύθυνος του γραφείου Μέσης Ανατολής της
νεοϋορκέζικης Newsday, δήλωσε ότι αυτή η ερμηνεία δεν απέδιδε την
πραγματική σημασία των γεγονότων: «Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο τόσοι
πολλοί άνθρωποι έχουν κατασκηνώσει στο κέντρο της Βηρυτού δεν είναι ότι
υποκινούνται από το Ιράν ή τη Συρία, ούτε η αντιπαράθεση ανάμεσα σε σουνίτες
και σιίτες. Ο κυριότερος λόγος είναι η οικονομική ανισότητα που βιώνουν οι
Λιβανέζοι σιίτες επί δεκαετίες. Πρόκειται για μια εξέγερση των φτωχών και της
εργατικής τάξης».
Η τοποθεσία όπου
πραγματοποιήθηκε η καθιστική διαμαρτυρία προσφέρει την πιο εύγλωττη εξήγηση για
ποιο λόγο ο Λίβανος αποδείχτηκε τόσο ανθεκτικός στο σοκ. Η διαμαρτυρία έγινε
στην κεντρικότερη συνοικία της Βηρυτού, την οποία οι κάτοικοί της αποκαλούν
Σολιντέρ, από το όνομα της ιδιωτικής κατασκευαστικής εταιρείας Solidere, η
οποία ανέγειρε και έχει στην ιδιοκτησία της όλα τα κτίρια εντός των ορίων της
συνοικίας. Η Σολιντέρ ήταν το αποτέλεσμα της προηγούμενης προσπάθειας ανοικοδόμησης
του Λιβάνου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έπειτα από ένα δεκαπενταετή
εμφύλιο πόλεμο, η χώρα ήταν διαλυμένη και το κράτος τόσο υπερχρεωμένο, ώστε να
μη διαθέτει χρήματα για την ανοικοδόμηση. Ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας
-και μετέπειτα πρωθυπουργός- Ραφίκ Χαρίρι διατύπωσε την ακόλουθη πρόταση:
Παραχωρήστε μου τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης της γης στην
κεντρικότερη συνοικία της Βηρυτού, και η νέα μου εταιρεία, η Solidere, θα τη μετατρέψει
στη Σιγκαπούρη της Μέσης Ανατολής. Ο Χαρίρι, που σκοτώθηκε από μια έκρηξη
βόμβας τον Φεβρουάριο του 2005, ισοπέδωσε όλα τα κτίρια που υπήρχαν, μετατρέποντας
την περιοχή σε «άγραφο χαρτί». Μαρίνες, πολυτελή διαμερίσματα (μερικά με
ασανσέρ για λιμουζίνες) και εμπορικά κέντρα αντικατέστησαν τα παραδοσιακά σουκ
(αγορές). Σχεδόν τα πάντα στη συνοικία, κτίρια, πλατείες, δυνάμεις ασφαλείας,
ανήκουν στη Solidere.
Για τον υπόλοιπο πλανήτη, η
Solidere ήταν το αστραφτερό σύμβολο της μεταπολεμικής αναγέννησης του Λιβάνου,
όμως για πολλούς Λιβανέζους ήταν ένα είδος ολογράμματος. Εκτός των ορίων της υπερμοντέρνας
κεντρικής συνοικίας της η Βηρυτός δε διέθετε ούτε καν τις στοιχειώδεις υποδομές
(από ηλεκτρικό ρεύμα μέχρι δημόσιες συγκοινωνίες), ενώ οι προσόψεις πολλών κτιρίων
εξακολουθούσαν να είναι διάτρητες από τις σφαίρες που είχαν πέσει κατά τη
διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου. Σε αυτές τις παραμελημένες συνοικίες που
περιστοίχιζαν το απαστράπτον κέντρο της Βηρυτού η Χεζμπολάχ κατάφερε να
δημιουργήσει μια βάση αφοσιωμένων υποστηρικτών, μοιράζοντας γεννήτριες και
ραδιοτηλεοπτικούς αναμεταδότες, οργανώνοντας την αποκομιδή των σκουπιδιών και προφέροντας
ασφάλεια, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερα δυσφημισμένο «κράτος εν
κράτει». Όταν οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων συνοικιών επιχειρούσαν να εισχωρήσουν
στον προστατευμένο θύλακα της Σολιντέρ, διώκονταν από τους φρουρούς της
ιδιωτικής ασφάλειας του Χαρίρι, επειδή η παρουσία τους τρόμαζε τους τουρίστες.
Η Pάιντα Χατούμ, ακτιβίστρια
για την κοινωνική δικαιοσύνη στη Βηρυτό, μου είπε ότι, όταν η Solidere άρχισε
την ανοικοδόμηση, «οι άνθρωποι ήταν πολύ χαρούμενοι για το γεγονός ότι είχε
τελειώσει ο πόλεμος και ανακατασκευάζονταν οι δρόμοι. Μέχρι να καταλάβουμε ότι
οι δρόμοι είχαν πουληθεί, ότι είχαν μετατραπεί σε ιδιωτική ιδιοκτησία, ήταν
πολύ αργά. Δεν ξέραμε ότι τα χρήματα ήταν δανεικά και ότι έπρεπε να τα πληρώσουμε.
Η απότομη συνειδητοποίηση ότι οι μη προνομιούχοι έπρεπε να πληρώσουν το
λογαριασμό για την ανοικοδόμηση από την οποία θα επωφελούνταν μια μικρή ελίτ μετέτρεψε
τους Λιβανέζους σε ειδικούς στο μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλισμού της
καταστροφής. Αυτή η εμπειρία βοήθησε τη χώρα να προσανατολιστεί και να
οργανωθεί μετά τον πόλεμο του 2006. Επιλέγοντας να πραγματοποιήσουν την
καθιστική τους διαμαρτυρία μέσα στη «φυσαλίδα» της Σολιντέρ, με Παλαιστίνιους
πρόσφυγες να έχουν κατασκηνώσει έξω από το υπερκατάστημα της Virgin και
πολυτελή καφέ-μπαρ («Αν έτρωγα ένα σάντουιτς εκεί, θα ήμουν άφραγκος για μία
βδομάδα», σχολίασε ένας από τους διαδηλωτές), οι κάτοικοι της Βηρυτού έστελναν
ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Δεν ήθελαν μια ανοικοδόμηση που θα δημιουργούσε
προστατευμένες φυσαλίδες τύπου Σολιντέρ και υποβαθμισμένα προάστια, οχυρωμένες
πράσινες ζώνες και κόκκινες ζώνες όπου μαίνεται η βία, αλλά μια ανοικοδόμηση
που θα συμπεριλάμβανε ολόκληρη τη χώρα. «Πώς είναι δυνατόν να ανεχόμαστε μια
κυβέρνηση που κλέβει;» αναρωτιόταν ένας διαδηλωτής. «Για να δημιουργηθεί αυτή η
αριστοκρατική συνοικία, η κυβέρνηση συσσώρευσε τεράστια χρέη. Ποιος θα τα
πληρώσει; Εγώ θα τα πληρώσω, και, μετά από μένα, ο γιος μου».
Η αντίσταση του
Λιβάνου στο σοκ ξεπέρασε τα όρια της διαμαρτυρίας και επεκτάθηκε σε μια
προσπάθεια παράλληλης ανοικοδόμησης. Μερικές μέρες μετά την υπογραφή της
εκεχειρίας οι συνοικιακές επιτροπές της Χεζμπολάχ άρχισαν να επισκέπτονται τα
σπίτια που είχαν βομβαρδιστεί, να αποτιμούν τις ζημιές και να δίνουν 12.000
δολάρια σε κάθε άστεγη οικογένεια για να καλύψει τα έξοδα στέγασης και
διαβίωσής της για ένα χρόνο. Όπως έχουν σχολιάσει οι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι
Ανα Νογκουέιρα και Σασίν Καβζάλι, «το ποσό αυτό ήταν εξαπλάσιο εκείνου που
έλαβαν από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Έκτακτων Καταστάσεων άσοι
σώθηκαν από τον τυφώνα Κατρίνα». Και, κάτι που θα ηχούσε σαν μουσική στα αφτιά
των διασωθέντων από τον τυφώνα Κατρίνα, ο ηγέτης της Χεζμπολάχ σεΐχης Χασάν Νασράλα
υποσχέθηκε σε τηλεοπτικό του διάγγελμα: «Δε θα χρειάζεται να ζητάτε χάρες από
κανέναν, δε θα χρειάζεται να στέκεστε σε ουρές οπουδήποτε». Η βοήθεια που έδωσε
η Χεζμπολάχ δε φιλτραρίστηκε μέσω της κυβέρνησης ή ξένων μη κυβερνητικών
οργανώσεων, ούτε χρησιμοποιήθηκε για να κατασκευαστούν ξενοδοχεία πέντε
αστέρων, όπως συνέβη στην Καμπούλ, ή πισίνες για τους εκπαιδευτές της
αστυνομίας, όπως συνέβη στο Ιράκ. Αντίθετα, η Χεζμπολάχ έκανε αυτό που η
Ρενούκα, η γυναίκα από τη Σρι Λάνκα η οποία είχε επιζήσει από το τσουνάμι, μου
είχε πει ότι θα ήθελε να κάνουν για την ίδια και την οικογένειά της: να της
δώσουν απευθείας τη βοήθεια. Επιπλέον, η Χεζμπολάχ συμπεριέλαβε τα μέλη των
τοπικών κοινοτήτων στην ανοικοδόμηση: Προσέλαβε τοπικά συνεργεία οικοδόμων (οι
οποίοι εργάστηκαν με αντάλλαγμα τα υλικά που συγκέντρωναν από τα ερειπωμένα
κτίρια), κινητοποίησε 1.500 μηχανικούς και οργάνωσε ομάδες εθελοντών. Χάρη σε
όλη αυτή τη βοήθεια, μία βδομάδα μετά το τέλος των βομβαρδισμών είχε ήδη
αρχίσει η ανοικοδόμηση.
Ο αμερικανικός Τύπος
δυσφήμιζε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες παρουσιάζοντάς τες ως απόπειρες
δωροδοκίας ή δημιουργίας πελατειακών σχέσεων - υποστηρίζοντας, δηλαδή, ότι η
Χεζμπολάχ προσπαθούσε να εξαγοράσει τη λαϊκή υποστήριξη μετά την επίθεση
εναντίον της χώρας την οποία είχε η ίδια προκαλέσει (ο Ντέιβιντ Φραμ έφτασε
μέχρι το σημείο να ισχυριστεί ότι ήταν πλαστά τα τιμολόγια που παρουσίαζε η
οργάνωση). Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Χεζμπολάχ δεν είναι μια
φιλανθρωπική οργάνωση, αλλά ένα πολιτικό κόμμα, και ότι η γενναιοδωρία της
κατέστη δυνατή χάρη σε ιρανικά κεφάλαια. Ωστόσο εξίσου σημαντικό με την αποτελεσματικότητα
της Χεζμπολάχ ήταν το κύρος της ως μιας εγχώριας εθνικής οργάνωσης η οποία
αναδείχτηκε μέσα από την προσπάθεια ανοικοδόμησης των υποβαθμισμένων συνοικιών.
Σε αντίθεση με τις ξένες κατασκευαστικές εταιρείες, των οποίων οι
γραφειοκρατικές διοικήσεις προσπαθούσαν να επιβάλουν τα σχέδιά τους από το
εξωτερικό μέσω μάνατζερ που τους προστάτευαν σωματοφύλακες και επικοινωνούσαν
με τη βοήθεια διερμηνέων, η Χεζμπολάχ μπορούσε να δράσει γρήγορα επειδή γνώριζε
κάθε σοκάκι και κάθε αυτοσχέδιο ραδιοτηλεοπτικό αναμεταδότη, ενώ ήξερε και
ποιους μπορούσε να εμπιστευτεί για να φέρουν σε πέρας το έργο της
ανοικοδόμησης. Ένας από τους λόγους της ευγνωμοσύνης των Λιβανέζων προς τη
Χεζμπολάχ είναι ότι γνώριζαν πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η άλλη εναλλακτική
λύση ήταν η Solidere.