Στο βιβλίο του "Η Βιομηχανία Κατασκευής Υπηκόων" ο Νόαμ Τσόμσκι περιγράφει και αναλύει το ρόλο που διαδραματίζουν τα ΜΜΕ στη διαμόρφωση γνώμης των πολιτών. Αναφέρει ποιά συμφέροντα κρύβονται πίσω από τους δήθεν ανεξάρτητους δημοσιογράφους - καναλιών κυρίως - των οποίων οι ιδιοκτήτες, έχοντας πολλαπλές δραστηριότητες, διατηρούν ιδιαίτερου τύπου σχέσεις, τόσο με την πολιτική εξουσία, όσο και με την υπόλοιπη οικονομική ελίτ.
Δυστυχώς, λόγω της μορφής αυτού του blog, δεν μπορώ να αναδημοσιεύσω ολόκληρο το βιβλίο, γι'αυτό διάλεξα ένα χαρακτηριστικό τμήμα του, που όμως το θεωρώ αρκετά περιεκτικό.
Δυστυχώς, λόγω της μορφής αυτού του blog, δεν μπορώ να αναδημοσιεύσω ολόκληρο το βιβλίο, γι'αυτό διάλεξα ένα χαρακτηριστικό τμήμα του, που όμως το θεωρώ αρκετά περιεκτικό.
Η Δημοκρατία και τα ΜΜΕ
Οι τομείς των ΜΜΕ, οι οποίοι μπορούν
να απευθυνθούν σε ένα αξιόλογο κοινό, είναι οι μεγάλες, ανώνυμες εταιρείες που
είναι στενά συνδεδεμένες με ακόμη μεγαλύτερους οργανισμούς. Όπως οι άλλες επιχειρήσεις, έτσι και τα ΜΜΕ πωλούν ένα προϊόν
στους αγοραστές. Πελάτες τους είναι οι διαφημιστές και «προϊόν» τους το κοινό,
κατά προτίμηση το πλέον εύπορο κοινό, κάτι που αυξάνει τις τιμές των
διαφημίσεων. Πριν από έναν αιώνα, οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι παρατήρησαν ότι η
αγορά προωθούσε εκείνες τις εφημερίδες «οι
οποίες απελάμβαναν της προτιμήσεως του διαφημιστικού κοινού»· και σήμερα, ο Πωλ
Τζόνσον, αναφερόμενος στο κλείσιμο ενός νέου περιοδικού της Αριστεράς, σχολιάζει μελιστάλαχτα ότι ήταν άξιο της τύχης του: «Η αγορά εξέδωσε
μια ορθή ετυμηγορία εξ αρχής, περιορίζοντας
το κεφάλαιο έκδοσης μόνον στις συνδρομές» και,
βεβαίως, κανένα άτομο δεξιών απόψεων δεν θα μπορούσε να αμφιβάλλει ότι η αγορά
αντιπροσωπεύει την λαϊκή θέληση.
Κοντολογίς, τα μείζονα ΜΜΕ -
ειδικώς, η αφρόκρεμα των MMΕ, η οποία καθορίζει την ημερήσια διάταξη την οποία
ακολουθούν γενικώς τα υπόλοιπα - είναι εταιρείες, οι οποίες «πωλούν»
προνομιούχο κοινό σε άλλες επιχειρήσεις. Δεν θα έπρεπε να προκαλέσει σχεδόν
καμιά έκπληξη, εάν η εικόνα του κόσμου, την οποία παρουσιάζουν, αντικατόπτριζε
τις απόψεις και τα συμφέροντα των πωλητών, τον αγοραστών και του προϊόντος. Η
συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ είναι μεγάλη και αυξανόμενη. Εξάλλου, όσοι κατέχουν διευθυντικές θέσεις στα MMΕ ή αποκτούν κοινωνικό
κύρος μέσα σε αυτά ως σχολιαστές, ανήκουν στις ίδιες προνομιούχες ελίτ και
είναι αναμενόμενο να συμμερίζονται τις
απόψεις, βλέψεις και συμπεριφορές των συναδέλφων τους, αντικατοπτρίζοντας,
επίσης, τα δικά τους ταξικά συμφέροντα. Οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι
εισέρχονται στο σύστημα, είναι απίθανο να
πετύχουν, εάν δεν συμβιβασθούν με αυτές τις
ιδεολογικές πιέσεις, εσωτερικεύοντας, γενικώς,
τις αξίες τους. Δεν είναι εύκολο να υποστηρίζεις ένα πράγμα και να πιστεύεις
κάτι άλλο και όσοι αποτύχουν να προσαρμοστούν,
θα αποβάλλονται από τους γνωστούς μηχανισμούς.
Η επιρροή των διαφημιστών είναι
ορισμένες φορές πολύ πιο άμεση. «Προγράμματα ακατάλληλα για χρηματοδότηση από
τις εταιρείες, εξαφανίζονται πριν καν βγουν στον αέρα», παρατηρεί η εφημερίδα
του Λονδίνου Economist, σημειώνοντας ότι «οι σταθμοί έχουν μάθει να συμμερίζονται τις πλέον εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των εταιρειών».
Πολλοί άλλοι παράγοντες ωθούν τα
ΜΜΕ να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις τού συμπλέγματος κράτους- εταιρειών. Η
αντιπαράθεση με την εξουσία είναι δαπανηρή και δυσχερής· επιβάλλονται υψηλά
κριτήρια αποδείξεων και επιχειρημάτων, και η κριτική ανάλυση, φυσικά, δεν είναι
ευπρόσδεκτη από εκείνους, οι οποίοι είναι σε
θέση να αντιδράσουν έντονα και να καθορίσουν τις
επιβραβεύσεις και τις τιμωρίες. Αντιθέτως, η συμμόρφωση προς μια «πατριωτική
ημερήσια διάταξη» δεν προϋποθέτει τέτοιους κινδύνους. Οι κατηγορίες εναντίον
των επισήμων εχθρών σπανίως χρειάζονται τεκμηρίωση και προστατεύονται,
επιπλέον, από την επανόρθωση, η οποία μπορεί να απορριφθεί ως απολογία υπέρ των
εγκληματιών ή ως απώλεια του δάσους για να κερδηθεί
το δένδρο [απώλεια του γενικού στόχου χάριν του ειδικού]. Το σύστημα
προστατεύει τον εαυτό του, οργιζόμενο όταν αμφισβητείται το δικαίωμά του να
εξαπατά, υπηρετώντας την εξουσία· και μόνον η ιδέα της υποβολής του ιδεολογικού
συστήματος σε λογικό έλεγχο, προκαλεί μιαν ασυνάρτητη και υβριστική αντίδραση,
αν και αυτή συνήθως καλύπτεται υπό άλλους όρους. ………………………………
Η αμφισβήτηση της υποκείμενης
πατριδοκαπηλίας είναι, ουσιαστικά, αδιανόητη για την πλειοψηφία και, εάν
επιτρεπόταν να εκφρασθεί, θα την απέρριπταν ως ένα είδος ιδεολογικού
φανατισμού, έναν παραλογισμό, έστω και αν στηρίζεται σε συντριπτικές αποδείξεις
- έργο όχι και τόσο δύσκολο σε αυτήν την περίπτωση.
Μέσα από διαδοχικές περιπτώσεις ανακαλύπτουμε ότι η προσαρμογή
είναι ο εύκολος δρόμος και, ταυτοχρόνως, το
μονοπάτι που οδηγεί στα προνόμια και στο κύρος· η
διαφωνία συνεπάγεται προσωπικό κόστος, το οποίο μπορεί να είναι πολύ υψηλό,
ακόμη και σε μια κοινωνία που δεν διαθέτει τέτοια μέσα ελέγχου, όπως τα αποσπάσματα θανάτου, οι ψυχιατρικές φυλακές ή τα
στρατόπεδα εξόντωσης. Αυτή καθεαυτή η δομή των
ΜΜΕ είναι σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιφέρει τη συμμόρφωση προς το
κυρίαρχο δόγμα. Σε ένα χρονικό διάστημα 3 λεπτών, μεταξύ 2 διαφημίσεων ή με 700
λέξεις, είναι αδύνατον να παρουσιάσεις ασυνήθιστες σκέψεις ή εντυπωσιακά
συμπεράσματα, μαζί με τα επιχειρήματα και τις αποδείξεις που
απαιτούνται για να τους προσδώσουν κάποια αξιοπιστία.
Η αναμάσηση ευχάριστων ευσεβειών δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα.
Είναι μια φυσική προσδοκία, σε
υποθέσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, ότι τα μείζονα ΜΜΕ και άλλοι
ιδεολογικοί θεσμοί, θα αντικατοπτρίζουν, γενικώς, τις απόψεις και τα συμφέροντα της κατεστημένης εξουσίας. Το ότι η προσδοκία αυτή
εκπληρώνεται, έχει αμφισβητηθεί από έναν αριθμό αναλυτών. Ο Έντουαρντ Χέρμαν και εγώ έχουμε δημοσιεύσει, ξεχωριστά αλλά
και μαζί, πάρα πολλά αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουμε μια άποψη για το
πώς λειτουργούν τα ΜΜΕ, η οποία διαφέρει
σαφέστατα από την κυρίαρχη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτό το «μοντέλο προπαγάνδας» τα
ΜΜΕ υπηρετούν τα συμφέροντα της κρατικής εξουσίας και των μεγάλων εταιρειών, τα
οποία είναι στενά συνδεδεμένα, κατασκευάζοντας τις ειδήσεις και τις αναλύσεις
τους με έναν τρόπο, ο οποίος ενισχύει τα κατεστημένα προνόμια, περιορίζοντας
επομένως, τις διαφωνίες και τις συζητήσεις.
Έχουμε μελετήσει ένα ευρύ φάσμα παραδειγμάτων, το οποίο περιλαμβάνει εκείνα τα
οποία εξασφαλίζουν την πλέον σοβαρή εξέταση του συστήματος προπαγάνδας και,
συγκεκριμένα, τις περιπτώσεις εκείνες τις οποίες οι επικριτές των δήθεν
αντικαθεστωτικών υπερβολών των ΜΜΕ παρουσιάζουν ως το
ισχυρότερο επιχείρημά τους: την δημοσιογραφική κάλυψη των πολέμων της
Ινδοκίνας, την υπόθεση Γουότεργκεϊτ και άλλες, οι οποίες επελέγησαν από την
εποχή κατά την οποία λέγεται ότι τα ΜΜΕ είχαν ξεπεράσει τον κομφορμισμό του
παρελθόντος και είχαν αναλάβει ρόλο σταυροφόρου. Για να υποβάλουμε αυτό το
μοντέλο σε μια δίκαιη εξέταση, έχουμε συστηματικά επιλέξει παραδείγματα, τα
οποία είναι τόσο προσεκτικά συνδυασμένα όσο επιτρέπει η Ιστορία: εγκλήματα τα
οποία αποδίδονται στους επίσημους εχθρούς σε αντιδιαστολή με εκείνα για τα
οποία οι ΗΠΑ και οι πελάτες τους φέρουν την
ευθύνη - καλές πράξεις, ιδίως εκλογές, οι
οποίες διεξήχθησαν από τους επίσημους εχθρούς σε αντιδιαστολή με εκείνες που
διεξήχθησαν σε κράτη-πελάτες των ΗΠΑ. Ακολουθήθηκαν, επίσης, άλλες μέθοδοι που
παρείχαν περαιτέρω δυνατότητες τεκμηρίωσης.
Τώρα, υπάρχουν χιλιάδες σελίδες
αποδεικτικών στοιχείων που στηρίζουν τα συμπεράσματα για το μοντέλο προπαγάνδας.
Με τα κριτήρια των κοινωνικών επιστημών, αυτό επαληθεύεται πολύ ικανοποιητικά
και, συχνά, οι προβλέψεις του υπερκαλύπτονται σημαντικά. Το αν υπάρχει κάποια
σοβαρή αμφισβήτηση αυτών των συμπερασμάτων, είναι κάτι που, προσωπικά, αγνοώ.
Το είδος των επιχειρημάτων που παρουσιάζονται εναντίον του, στις σπάνιες
περιπτώσεις κατά τις οποίες το θέμα μπορεί να φθάσει στο κυρίαρχο πολιτικό
ρεύμα, καταδεικνύουν ότι το μοντέλο αυτό είναι όντως ισχυρό. Η μελέτη της Freedom House, η οποία χαίρει μεγάλης εκτίμησης και η οποία, όπως
υποστηρίζεται, έχει εξαγάγει τα οριστικά συμπεράσματα για τον εχθρικό χαρακτήρα των ΜΜΕ και για
την απειλή που αυτά συνιστούν κατά της δημοκρατίας, καταρρέει μόλις αναλυθεί
και όταν διορθωθούν τα αμέτρητα σφάλματα και οι διαστρεβλώσεις που υπάρχουν
σε αυτήν, ισοδυναμεί, απλώς, με ένα παράπονο για
το ότι τα ΜΜΕ χαρακτηρίζονταν από μεγάλη απαισιοδοξία, ενώ επεδίωκαν έναν δίκαιο σκοπό. Δεν γνωρίζω καμία άλλη περισσότερο
επιτυχημένη μελέτη.
Φυσικά,
υπάρχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την λειτουργία κοινωνικών
θεσμών εξίσου περίπλοκων με τα ΜΜΕ, και μπορεί να ανακαλύψει κανείς εξαιρέσεις
στο γενικό πρότυπο, το οποίο προβλέπει το μοντέλο προπαγάνδας. Πάντως, πιστεύω
ότι απεδείχθη πως προσφέρει μια αρκετά ικανοποιητική πρώτη προσέγγιση, η οποία
συλλαμβάνει ουσιώδεις ιδιότητες των ΜΜΕ και της κυρίαρχης κουλτούρας
γενικότερα.