Κύριο θέμα της ειδησεογραφίας των τελευταίων ημερών είναι η τρομοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα. Το πολύνεκρο κτύπημα στο Παρίσι ταρακούνησε τον δυτικό κόσμο και τον έθεσε αντιμέτωπο με την αναζήτηση ενός πολύ σοβαρού προβλήματος, στη δημιουργία του οποίου κάθε άλλο παρά αμέτοχος υπήρξε κι ο ίδιος.
Το θέμα είναι αρκετά περίπλοκο και ξεφεύγει από τους συνηθισμένους αφορισμούς στους οποίους επιδίδονται οι εκπρόσωποι του πολιτικού και του δημοσιογραφικού κόσμου, αλλά και οι απλοί πολίτες.
Στο παρακάτω κείμενο προστρέχω στις γνώσεις του Γάλλου καθηγητή και ψυχαναλυτή Roger Dadoun, προκειμένου να έχουμε μια εξειδικευμένη ανάλυση του φαινομένου της τρομοκρατίας από ψυχολογικής - αλλά όχι μόνο - πλευράς.
Εξαιτίας των πολυάριθμων ενσαρκώσεων της τρομοκρατίας, τόσο ιστορικών όσο και πολιτικών και ιδεολογικών, είναι δύσκολο να δώσουμε έναν αυστηρό ορισμό της. Γνωρίζουμε όμως πως την διαπερνά από άκρου εις άκρο, στα διαφορετικά της επίπεδα και στις πολύμορφες προβολές της, η βία, της οποίας μάλιστα συνιστά θεμελιώδες στοιχείο σύμφωνα με τους τρόπους που της προσιδιάζουν. Την χαρακτηρίζει μια διπλή δυναμική βίας: η πρώτη, στραμμένη προς το εσωτερικό τής τρομοκρατικής ομάδας, ορίζει την εσωτερική βία που συγκροτεί την ομάδα και την τυλίγει γύρω από τον εαυτό της. Πρόκειται για μια βία πυκνή, οζώδη, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε συγκεραστική και βρίσκει το σκοπό της, την αιτιολόγηση και το λόγο ύπαρξής της στην εκθαμβωτική λάμψη της πράξης. Η άλλη βίαιη δυναμική στρέφεται προς το εξωτερικό της ομάδας και ξεκινά από τη συντελεσμένη πράξη, απλώνοντας τα κύματά της σε όλη την κοινωνία, ακτινοβολώντας τον «πληθυσμό», το «κοινό», με δόσεις μιας νεφελώδους, βουβής και διάχυτης βίας.
Πριν υπάρξει η ίδια η αιτία, ο φορέας και το έμβλημα της βίας, η τρομοκρατία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και αυτοχαρακτηρίζεται ως προϊόν μιας πρότερης βίας: της πολιτικής ή αποικιοκρατικής κυριαρχίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης, της κοινωνικής καταπίεσης κλπ.
Φαίνεται ότι πάντοτε μια παλαιότερη βία ονοματίζει και νομιμοποιεί μια μεθύστερη βία. Υπάρχει επίσης ένας άλλος τρόπος βίας, πιο οξύς κατά μία έννοια, διασφαλίζοντας στην ομάδα τη ενοποιητική της σχέση: ξέρουμε ότι για να ενσωματωθεί πλήρως στην ομάδα συχνά ο υποψήφιος πρέπει να διαπράξει ένα έγκλημα ή μια εφάμιλλη πράξη, που λειτουργεί ως δοκιμασία, τελετουργικό ή μυητικό πέρασμα.
Μια «συμφωνία αίματος» δένει τα μέλη της ομάδας, που μετατρέπονται έτσι σε «μυημένους» με όλες τις θρησκευτικές, μαγικές και αιρεσιακές συνδηλώσεις που φέρει ο όρος αυτός. Ένας άλλος τύπος βίας ρυθμίζει και στηρίζει ακόμα την εσωτερική δομή της ομάδας: αυτή η τελευταία διαπερνάται διαρκώς και διαμορφώνεται από σχέσεις δύναμης και κυριαρχίας, απαιτητικής πίστης και καταναγκαστικής αλληλεγγύης, σχέσεις συγκρουσιακές και τεταμένες που απωθούνται και καμουφλάρονται κάτω από θεωρήσεις τακτικής και ιδεολογήματα, αλλά που τελικά παραμένουν εγγεγραμμένες, ως μια αβυσσαλέα βία, στην καρδιά της κολακευμένης συγχωνευτικής ενότητας. Αυτή η βία τρέφει τα συνηθισμένα στις τρομοκρατικές ομάδες θορυβώδη παιχνίδια: καταλήψεις εξουσίας, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, πραγματικές ή κατά φαντασίαν προδοσίες, συνοπτικές εκτελέσεις, αποστασίες, αυτοκτονίες, διασπάσεις... Η ομάδα αποτελεί προνομιούχο πολιτιστικό περιβάλλον για την εμφάνιση και τον παροξυσμό νευρωτικών και ψυχωτικών συμπτωμάτων: τελετουργικές εμμονές, υστερικούς θεατρινισμούς, σύνδρομα καταδίωξης, αποστολικά παραληρήματα, οράματα αποκάλυψης και πυρπόλησης, κάθε είδους μυστικοπάθειες.
Ωστόσο, παρά το ότι αυτές οι συγκρουσιακές δυνάμεις λειτουργούν ως παράγοντες διάσπασης και διάλυσης, συμβάλλουν στο «τσιμεντάρισμα» της ομάδας, στο να της διασφαλίζουν ομοιογένεια και πυκνότητα, προωθώντας έναν συγκεντρωτισμό που κάνει την τρομοκρατική ομάδα έναν σκληρό «πυρήνα», ένα αύταρκες «κύτταρο» , μια αδιαφανή «φράξια», έναν σύνδεσμο «αντίστασης», ονομασίες προσφιλείς στις ομάδες, όπως το μαρτυρούν οι ονομασίες που επιλέγουν οι οργανώσεις αυτού του είδους. Συγκεραστική και «αυτόνομη» οντότητα, η ομάδα περιφέρεται στα πέριξ του κοινωνικού σώματος ως περιπλανώμενο κύτταρο, διατηρώντας μια αμφίσημη απόσταση: το σύνολο της κοινωνίας είναι συγχρόνως κοντινό —η ομάδα αυτοανακηρύσσεται «λαϊκή»— και απόμακρο, μιας και η ομάδα περιφρουρεί το κλείσιμό της σε έναν «πυρήνα», «κύτταρο», «νησίδα αντίστασης» κλπ. Άλλη αμφισημία αφορά την κοινωνική πραγματικότητα. Από τη μια η ομάδα την περιφρονεί, την καταδικάζει, την καταριέται ως πλήρως χαυνωμένη, πρόστυχη, υποταγμένη, δίχως συνείδηση. Και από την άλλη της δίνει αξία και την χαϊδεύει, γιατί η πραγματικότητα αυτή περικλείει το έσχατο νόημα του «επαναστατικού» προτάγματος και η τρομοκρατική πράξη την «διορίζει» κοινό και διαιτητή, και μάλιστα της δίνει το ρόλο του χορού όπου φωλιάζει η ελπίδα στο δράμα τρόμου που παίζεται.
Το δράμα αυτό παίζεται από τρεις, αν θεωρήσουμε ως συστατικά στοιχεία του τρομοκρατικού τριγώνου την Ομάδα, το Σύστημα, τη Μάζα. Μεταξύ τους εξυφαίνονται παράξενες και μπερδεμένες διασταυρώσεις, τις οποίες θα μπορούσαμε να φωτίσουμε με τη βοήθεια μιας αναλογίας με τη δομή του ψυχισμού. Συσπειρωμένη, στραμμένη στον εαυτό της, εγωκεντρική, ναρκισσιστική και προσανατολισμένη στην αυτονομία και την ταυτότητα, η Ομάδα ανταποκρίνεται καλά στο Εγώ, βαθμίδα της συνείδησης, της πρωτοβουλίας, του ελέγχου, του λόγου, συνεκτική και δυναμική αξία που βλέπει προς το μέλλον. Η Ομάδα συντάσσεται εναντίον του Συστήματος το οποίο θα μπορούσε να οριστεί ως το Υπερεγώ, αφού προβάλλει απαγορεύσεις, αναγγέλλει το νόμο και τον κανόνα, κατέχει την αυθεντία και επιβάλλει την καταπίεση. Η Ομάδα και το Σύστημα, πολεμική και ένοπλη δυάδα, στοχεύουν από κοινού έναν τρίτο όρο, τη Μάζα —είτε την ονομάζουν «λαό», είτε «προλεταριάτο», «έθνος», «κοινότητα» κ.ο.κ.— άγρια και ασυνείδητη δύναμη, αποθήκη ενέργειας που έγκυρα θα την προσομοιάζαμε με το Αυτό. Η Ομάδα ισχυρίζεται ότι εργάζεται (ως Εγώ, συνείδηση, Θέληση, Κεφαλή) για την ολότητα του κοινωνικού σώματος, που είναι μάζα και μη-συνείδηση. Γιατί οι λεγόμενες «μάζες» δεν γνωρίζουν πως τις έχει παραπλανήσει, εκμεταλλευτεί, βιάσει το Σύστημα, είτε αυτό ονομάζεται Κεφάλαιο, είτε Εξουσία, Ηγεμόνας ή όποια άλλη κυρίαρχη Δύναμη. Η τρομοκρατική πράξη, δίκην σεισμικής δόνησης, έχει σκοπό να ξυπνήσει τη Μάζα, να ξαναθέσει σε κυκλοφορία τη λανθάνουσα «επαναστατική» της ενέργεια. Αλλά, όπως ακριβώς το Υπερεγώ καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο να στρέψει προς όφελος του την ενορμητική ενέργεια που έχει το Αυτό, το Σύστημα κατέχει την τέχνη να κρατά τη Μάζα υπό την επήρειά του, αξιοποιώντας τους φόβους και τους τρόμους τους οποίους ενεργοποίησε στη Μάζα το τρομοκρατικό σχέδιο της Ομάδας.
Η τρομοκρατική βία χτυπά αδιάκριτα προσωπικότητες αντιπροσωπευτικές του Συστήματος αλλά και ανώνυμα στοιχεία της Μάζας. Η επιλογή της μιας ή της άλλης μεθόδου είναι ενδεικτική του πολιτικού χρωματισμού της τρομοκρατικής πράξης. Η τρομοκρατία της «αριστεράς» επιτίθεται κατά προτίμηση σε άτομα κατόχους της εξουσίας, όποια και αν είναι αυτή. Η τρομοκρατία της «δεξιάς», συνήθως εθνικιστική, θρησκευτική ή φασιστική, συμπαθεί περισσότερο τα «λουτρά αίματος». Δυο γεγονότα τυπικά αυτής της πραγματικότητας, σε μια Ιταλία υπονομευμένη από την τρομοκρατία της Μαφίας, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα. Το 1978, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, αυτοαποκαλούμενες κομμουνιστικές, απάγουν τον αρχηγό της Χριστιανοδημοκρατίας, επιφανή εκπρόσωπο της ιταλικής πολιτικής τάξης, τον Άλντο Μόρο, τον κρατούν όμηρο, ενώ βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις, και τελικά τον δολοφονούν σε συνθήκες ακόμα σκοτεινές. Το 1980, μια νεοφασιστική οργάνωση βάζει βόμβα στο σταθμό της Μπολόνια· η έκρηξη προκαλεί 79 νεκρούς και 250 τραυματίες.
Το ερώτημα είναι εάν υπάρχει μια κάποια «τρομοκρατική προσωπικότητα» καθορισμένη από ιδιαίτερα γνωρίσματα. Οι έρευνες που αφορούν σε τύπους «προσωπικότητας» οδηγούν γενικά σε αδιέξοδο. Αξίζει όμως να αναδειχθεί ένα ιδιαίτερο σημείο. Συσχετίζοντας την Ομάδα με το Εγώ μάς ενδιαφέρει να διευκρινίσουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Ομάδα ως ομάδα που παίζει το ρόλο του Εγώ εις βάρος των ατομικών «εγώ». Σε αυτά τα τελευταία παρατηρείται μια παραίτηση ή μια εγκατάλειψη προσωπικότητας, με τη μεταβίβασή της στο ομαδικό Εγώ, το οποίο ανυψώνεται σε ανώτερη οντότητα και ταυτίζεται με το ιδεώδες και την αποστολή που δίδουν κίνητρο στα υποκείμενα. Μια όμως και ο κύριος προορισμός ή η βασική συνέπεια της τρομοκρατικής πράξης, όπως το εννοεί και το όνομά της, είναι να «τρομοκρατεί», να εγκαθιστά και να διαδίδει τον «τρόμο», η Ομάδα εσωτερικεύει το ίδιο το αξίωμα του τρόμου και αυτόματα το υποκείμενο, ταυτίζοντας το εγώ του με την Ομάδα, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, με την πλήρη σημασία του όρου, ως «τρομοκράτη» και διακηρύσσει, προς μεγάλη παρηγοριά των ναρκισσιστικών του απωλειών, «Το όνομά μου είναι Τρόμος!» ...
Η τρομοκρατία πάντοτε αναζητούσε «εστίες αντήχησης», για να διασφαλίσει μια σχεδόν ιστώδη διάχυση της βίας σε όλο το κοινωνικό σώμα. Σε τούτη την επιθυμία ακτινοβολίας, πραγματικό οξυγόνο κάθε τρομοκρατίας, τα μαζικά μέσα και κυρίως η τηλεόραση προσδίδουν ασύγκριτη λάμψη. Μεταξύ τρομοκρατίας και τηλεόρασης δημιουργείται έτσι μια παράξενη συμπαιγνία. Σε μια τέτοια τηλετρομοκρατία, η τρομοκρατία δρα, ευνοιοκρατικά υπέρ της τηλεόρασης και σε ανταπόδοση η τηλεόραση προάγει την τρομοκρατία σε θέαμα, κάποτε μάλιστα σε συνέχειες. Ικανοποιητική απόδοση για την τρομοκρατία: έναντι μιας γελοίας κατάθεσης υφαρπάζει το μεγάλο πακέτο, δηλ. μαζική προβολή της οργάνωσης, επισημοποιημένη από ένα δικαίωμα οθόνης ισάξιο του δικαίου της πολιτείας, μαζική διάχυση των φόβων, τρόμων και απειλών από ένα τρομοκρατικό κέντρο περιβλημένο αυτόματα με το χάρισμα της πανταχού παρουσίας. Η τρομοκρατία θα μπορούσε μάλιστα να ενεργεί μόνο με προσομοιώσεις, με την «προσποίηση». Κάθε τρομοκράτης είναι κατά κάποιο τρόπο ένας «ηθοποιός» που καθίσταται επικίνδυνος, όταν εξωθείται να κάνει τις πρόβες του. Αλλά εάν η τηλεόραση αναλάβει, αντικαταστήσει και ερμηνεύσει την «προσποίηση», τότε αυτή μεταβάλλεται σε πραγματικότητα των Μέσων Ενημέρωσης, τα οποία όσο κορεσμένα και να ’ναι από φαντασίωση και φλυαρία, λειτουργούν εντούτοις μέσα στο παιχνίδι του πραγματικού και επιτελούν ιδίως την υπηρεσία τους σε αυτό που ονομάζουμε συχνά «κλίμα βίας». Η τρομοκρατία, ακραία φιγούρα της βίας, ξεδιπλώνεται από το ένα άκρο του κόσμου στο άλλο, και ξεκινώντας από μια συγκεκριμένη πράξη, από μια σιδερένια ακίδα μπηγμένη στην ασθμαίνουσα σάρκα της ανθρωπότητας, διασπείρει και διασκορπίζει σε όλους τους ανέμους και τις συχνότητες της γήινης επιφάνειας - επιδιώκοντας ολέθριες συγκομιδές - τους αναρίθμητους, ανεπαίσθητους και τραχείς σπόρους της βίας.