Από την άκρα σιγή περάσαμε στις απανωτές συζητήσεις ανάμεσα στους υποστηρικτές του ευρώ και σε εκείνους της δραχμής. Μάλιστα, εκμεταλλευόμενα τον αυξανόμενο και στη χώρα μας ευρωσκεπτικισμό, ξεφυτρώνουν νέα κόμματα που υποστηρίζουν την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη.
Τι συμφέρει όμως τη χώρα μας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Γι'αυτό, όπως είχα προαναγγείλει κι από το χθεσινό post, σήμερα αναδημοσιεύω δύο άρθρα, ένα που παραθέτει τα πλεονεκτήματα της παραμονής της χώρας μας στην ευρωζώνη κι ένα που θεωρεί ότι η Ελλάδα θα σωθεί μόνο αν περάσει σε εθνικό νόμισμα.
Προσωπικά, θεωρώ ότι και οι δυο απόψεις έχουν τα επιχειρήματά τους, αλλά, όπως είχα γράψει και χθες, πιστεύω ότι το πρόβλημα της χώρας μας δεν έχει να κάνει τόσο με το νόμισμα (αν και έχω καταλήξει πια κι εγώ στο συμπέρασμα ότι ήταν λάθος να μπούμε στην ευρωζώνη, τώρα όμως βρισκόμαστε μέσα), όσο στο χαμηλού επιπέδου πολιτικό προσωπικό, το οποίο συν τοις άλλοις καθοδηγείται -για λόγους που ελπίζω κάποτε να αποκαλυφθούν- από ξένα (πολιτικά και οικονομικά) κέντρα εξουσίας.
Πάντως, πιστεύω ότι στο θέμα του νομίσματος θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
ΕΥΡΩ Ή ΔΡΑΧΜΗ... ΕΝΑ ΨΕΥΤΟΔΙΛΗΜΜΑ
(του καθηγητή Χαράλαμπου Γκότση)
Η συζήτηση για μια πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από τη Ζώνη του Ευρώ εμφανίζεται κάθε φορά που η χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα σχετικά με την επίτευξη των στόχων ενός απαράδεκτου οικονομικά και κοινωνικά προγράμματος, το οποίο προσπαθεί να θεραπεύσει παθογένειες της ελληνικής οικονομίας με λάθος τρόπο. Βασική επιδίωξη είναι η εξάλειψη του δίδυμου ελλείμματος δημοσιονομικού και ισοζυγίου πληρωμών, το συντομότερο δυνατό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις απώλειες στον παραγωγικό αλλά και στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Η οικονομική αρχή που θέλει το στόχο να επιτυγχάνεται με το μικρότερο δυνατό κόστος ξεχάστηκε από τους νεοφιλελεύθερους εμπνευστές της στο βωμό μιας αμφίβολης βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ακόμη κι αν το παραγόμενο και προς διάθεση προϊόν είναι ένα υποπολλαπλάσιο του αρχικού και ωθεί στην ανεργία ακόμη ένα 20% του απασχολούμενου δυναμικού της χώρας.
Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ με τις εκτιμήσεις ότι το χρέος θα φτάσει το 2020 στο 160% του ΑΕΠ, αντί του 124% που προβλέπει το πρόγραμμα, έδωσε το έναυσμα στους Financial Times να συμπεράνουν ότι «η Ελλάδα τα επόμενα τέσσερα χρόνια ή θα χρεοκοπήσει ή θα βγει από το ευρώ ή και τα δύο».
Η αλήθεια είναι ότι οι υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το πρόγραμμα ήταν από την αρχή και αίολες και λανθασμένες. Άλλωστε, η συμφωνία του Νοεμβρίου του 2012 χαρακτηρίστηκε πολιτική και η πρόνοια ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα υπάρξει συζήτηση για την περαιτέρω απομείωση του χρέους δείχνει ότι και οι ίδιοι οι συντάκτες του δεν πίστευαν στην ορθότητα των προβλέψεών τους Από την εξέλιξη αυτών των συζητήσεων, που παίρνει το χαρακτήρα της «μητέρας των μαχών», θα εξαρτηθεί και η παραμονή της χώρας στο ευρώ ή αν θα οδηγηθεί σε νέες περιπέτειες.
Η παραμονή της χώρας στο ευρώ θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε μέσο, αφού οι επιπτώσεις μιας εξόδου θα είναι πολύ περισσότερες από τα όποια αμφιβόλου αποτελέσματος πρόσκαιρα οφέλη. Γιατί, λοιπόν, αποτελεί ψευτοδίλημμα η επιλογή ευρώ ή δραχμή;
Πρώτον, είναι αλήθεια ότι η κατασκευή του ευρώ έπασχε από την αρχή. Κατά τον Καναδό οικονομολόγο Robert Mundell, πνευματικό πατέρα του ευρώ, «ο άριστος νομισματικός χώρος» (1961) θα πρέπει να διακρίνεται από ομοιογένεια στο επίπεδο παραγωγικότητας των επιμέρους μελών του χώρου. Στην Ευρώπη από το ξεκίνημα διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές σε παραγωγικότητα, τεχνολογία και βιοτικό επίπεδο μεταξύ των χωρών του Νότου και του Βορρά. Οι πρώτες διαθέτουν λιγότερα κεφάλαια και εξάγουν προϊόντα εντάσεως εργασίας, ενώ οι δεύτερες κυρίως βιομηχανικά υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό οδήγησε σε πλεονάσματα στις βόρειες χώρες και σε ελλείμματα στο Νότο. Αποτέλεσμα, η υπερχρέωση των χωρών και η αποκάλυψη της ανάγκης για ενιαίους κανόνες δημοσιονομικής και πιστωτικής πολιτικής. Το ένα υλοποιείται τώρα με το Σύμφωνο Σταθερότητας, το άλλο με την Τραπεζική Ένωση.
Δεύτερον, είναι λάθος το βασικό επιχείρημα για την επιστροφή στη δραχμή, ότι η χώρα θα κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα και έτσι θα λύσει τα προβλήματά της, αφού της δίνεται η δυνατότητα της υποτίμησης και έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές. Στη θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου η εξωτερική αξία (συναλλαγματική ισοτιμία) του νομίσματος εξαρτάται από τη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών από το εξωτερικό. Αποτελεί, δηλαδή, ένα παράγωγο της διαδικασίας και όχι την αιτία που δημιουργεί αποτέλεσμα. Η εφάπαξ μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (υποτίμηση ή ανατίμηση) χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστούν μόνο βραχυχρόνιες ανισορροπίες. Η βελτίωση των εξαγωγών εξαρτάται από τις ελαστικότητες ζήτησης των επιμέρους προϊόντων που προσφέρονται στο εξωτερικό, οι οποίες συνδέονται με τη δομή της οικονομίας. Αυτό, δυστυχώς για τη χώρα μας, είναι το πρόβλημα και όχι το νόμισμα ευρώ ή δραχμή, αφού και στο παρελθόν με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις οι επιδόσεις μας δεν βελτιώθηκαν. Άλλωστε, παρά την καταγραφόμενη βελτίωση του συνολικού δείκτη ανταγωνιστικότητας τα τελευταία τρία χρόνια, οι εξαγωγές μας δεν έδειξαν να κερδίζουν έδαφος. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι ακόμη και μέσα στην κρίση υπάρχουν επιχειρήσεις ή και ολόκληροι κλάδοι που συμμετέχουν στο διεθνή ανταγωνισμό με επιτυχία.
Τρίτον, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα είναι καταστροφική για πολλούς λόγους, οι βασικότεροι από τους οποίους είναι:
- Θα οδηγηθούμε άμεσα σε χρεοκοπία, το δε τραπεζικό σύστημα θα καταρρεύσει. Η χρεοκοπία θα επιφέρει μεγάλες ζημιές σε όσους δάνεισαν τη χώρα, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να κλείσουν οι διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων. Η απώλεια της εμπιστοσύνης προς τη χώρα θα δυσχεράνει ακόμη και τις πιο απλές διεθνείς συναλλαγές των επιχειρήσεων. Η χώρα θα βρεθεί σε απομόνωση.
- Οι τράπεζες θα καταρρεύσουν όχι μόνο λόγω των μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων, αλλά κι επειδή οι πολίτες θα προτιμήσουν το ευρώ ως σταθερότερο νόμισμα. Ακόμη και σήμερα το 80% των Ελλήνων προτιμά το ευρώ. Έτσι το πιθανότερο είναι να προσπαθήσουν να ανταλλάξουν το νέο νόμισμα με ευρώ. Αυτός είναι ο σίγουρος δρόμος για το απόλυτο χάος.
- Η έλλειψη καταθέσεων και δανειακών κεφαλαίων, εξάλλου, θα στερήσει τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να κηρύξουν πτώχευση. Η χρησιμοποίηση της εκδοτικής μηχανής για εμπλουτισμό του συστήματος με φρέσκο νέο χρήμα θα οδηγήσει γρήγορα σε υπερπληθωρισμό. Θα ακολουθήσει μια υποτίμηση, που σε πρώτη φάση υπολογίζεται σε 40%-60%. Από αυτή θα ωφεληθεί ίσως ο τουριστικός τομέας, όχι όμως και οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας. Τα εξαγώγιμα προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας είναι πολύ λίγα, ενώ είμαστε υποχρεωμένοι να εισάγουμε όχι μόνο τρόφιμα και φάρμακα, αλλά και πρώτες ύλες και καύσιμα, τα οποία τότε θα είναι ακριβότερα. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός.
Κερδισμένοι, βέβαια, και γι' αυτό κόπτονται για την επιστροφή, θα βγουν όλοι εκείνοι που μετέφεραν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να κερδοσκοπήσουν, ενώ οι αποταμιευτές του εσωτερικού θα χάσουν σε μια νύχτα τις μισές και πάνω αποταμιεύσεις τους.
Συμπερασματικά, χωρίς η παραπάνω ανάλυση να διεκδικεί τίτλους πληρότητας, η επιστροφή στη δραχμή θα έμοιαζε με άλμα στο κενό από ένα τρένο που βρίσκεται σε κίνηση. Μπορεί να έχει κανείς τις όποιες ενστάσεις τόσο για την απόφαση εισόδου στο ευρώ όσο και κυρίως για την πολιτική που ασκήθηκε στον τομέα της σύγκλισης με τα σπαταληθέντα πακέτα στη συνέχεια, όμως τώρα θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το status quo που κατέχουμε, θα πρέπει να επεξεργαστούμε ένα μακρόπνοο σχέδιο για την οικονομία μας, που να στοχεύει στην ανάπτυξη και αναδιοργάνωση συγκεκριμένων τομέων που διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου υπάρχουν, μαζί με το πρόγραμμα ΕΣΠΑ που τρέχει, περίπου 40 δις από ευρωπαϊκούς πόρους τους οποίους αυτή τη φορά θα πρέπει να διαθέσουμε στοχευμένα για την ενίσχυση της παιδείας της καινοτομίας και των εξωστρεφών επιχειρήσεων που παράγουν προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, ώστε να είναι και σε θέση να πληρώνουν αξιοπρεπείς μισθούς. Η χώρα μας ευτυχώς μπορεί να στηριχτεί για να επιτύχει σ'αυτή την επίπονη προσπάθεια όχι μόνο στο άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της, αλλά και στα φυσικά και κλιματικά προσόντα της, υπό την προϋπόθεση ότι και η πολιτική της ηγεσία θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
(του αν.καθηγητή Θεόδ.Μαριόλη)
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός δεν είναι η πρωτοφανής, με διεθνή μέτρα και σταθμά, ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η επακόλουθη εκτίναξη της ανεργίας. Αλλά ότι οι «μνημονιακές κυβερνήσεις» δεν έχουν καταθέσει ούτε τμήμα προγράμματος αντιστροφής της κατάστασης. Υπολογισμοί δείχνουν ότι, για να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία, απαιτούνται ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης του 2%-2,5%, ενώ για να συμπιεστεί η ανεργία στο 10%, εντός περιόδου 5 ετών, απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 5%-5,5%. Θα πρόκειται περί θαύματος.
Κάθε εθνική οικονομία αποτελείται από τρεις τομείς: τον Ιδιωτικό, το Δημόσιο και τον Εξωτερικό τομέα. Όταν βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, πρέπει ένας, τουλάχιστον, τομέας να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή», δηλαδή να καθοδηγήσει την τόνωση της ενεργού ζητήσεως. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα των Μ. Kalecki και J. Μ. Keynes στη Μεγάλη Κρίση του 1930, και είναι, καταρχήν, βάσιμη. Στην Ελλάδα, ο Ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε δεινή κατάσταση, ενώ αποστραγγίζεται με φόρους. Ο Δημόσιος τομέας είναι φορτωμένος με χρέη, ενώ αποδιαρθρώνεται περαιτέρω μέσω της ασκούμενης συσταλτικής πολιτικής. Επίσης, η κυβέρνηση δεν διαθέτει, λόγω των περιορισμών του Μάαστριχτ, κάποιο εργαλείο αντικυκλικής πολιτικής. Τέλος, ο Εξωτερικός τομέας αδυνατεί να συμβάλει, γιατί α) χρησιμοποιεί το ευρώ, δηλαδή νόμισμα πιο «σκληρό» και από το δολάριο, και β) ανταγωνίζεται πολύ πιο προηγμένες τεχνολογικά ευρωζωνικές οικονομίες επί τη βάσει οιονεί απολύτων (και όχι συγκριτικών!) πλεονεκτημάτων κόστους.
Ύφεση
Μια πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι η μέση τιμή των κλαδικών πολλαπλασιαστών επί του καθαρού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας είναι 1.707 (με τυπική απόκλιση 0,278, μέγιστη τιμή 2.530 και ελάχιστη τιμή 1.014), ενώ η μέση τιμή των πολλαπλασιαστών του Δημοσίου τομέα είναι της τάξης του 2 και, συνεπώς από τις υψηλότερες του συστήματος (Θ.Μαριόλης και Γ.Σώκλης «Ο Σραφφαϊανός Πολλαπλασιαστής της Ελληνικής Οικονομίας: Ευρήματα από τον Πίνακα Προσφοράς-Χρήσεων του έτους 2010», Δεκέμβριος 2013). Αυτά δηλώνουν ότι για κάθε 1 μονάδα μείωσης της ενεργού ζήτησης για ημεδαπά αγαθά και υπηρεσίες, το συνολικό καθαρό προϊόν μειώνεται κατά περίπου 1,7 μονάδες και ότι κάθε 1 μονάδα συρρίκνωσης του Δημοσίου τομέα οδηγεί σε περίπου 2 μονάδες μείωσης του συνολικού προϊόντος. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι ορισμένες εκτιμήσεις ομιλούν για ύφεση έως και το 2017 και για ασθενικούς, 1%-1,5%, ρυθμούς ανάπτυξης μετά.
Τι θα μπορούσε να γίνει; Έχει γίνει πια κατανοητό, μάλλον από τους περισσότερους μελετητές ότι, εμμένοντας μόνον στο πεδίο της Πολιτικής Οικονομίας, μία εναλλακτική δυνατότητα υφίσταται: Έξοδος από την Ευρωζώνη. Εισαγωγή νέου νομίσματος σε ισοτιμία 1:1 (για να αποφευχθεί το «κόστος τιμοκαταλόγου») και, αφού ολοκληρωθεί η εισαγωγή, υποτίμηση. Επιβολή φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, και ιδίως στις -λεγόμενες- κερδοσκοπικές. Ουσιαστική ανάκτηση των εργαλείων νομισματικής, δημοσιονομικής, εμπορικής και εισοδηματικής πολιτικής. Αυτές οι διορθώσεις στρέφουν, από τη μία πλευρά, τη διεθνή ζήτηση προς τα ημεδαπά εμπορεύματα και αυξάνουν, από την άλλη πλευρά, την εσωτερική ζήτηση γι' αυτά τα εμπορεύματα. Έτσι, θέτουν το σύστημα σε τροχιά αυτόκεντρης και ανατροφοδοτούμενης μεγέθυνσης. Παραλλήλως, οι φραγμοί στις κινήσεις κεφαλαίων συμβάλλουν, πρώτον, στη διατήρηση της αξίας του νέου νομίσματος και, δεύτερον, στην εθνική ανεξαρτησία και στον αναπτυξιακό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής (σχετικά, βλέπε την πρόσφατη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, μελέτη των S. Schmitt-Grohe' and Μ. Uribe, «Downward nominal wage rigidity, currency pegs, and involuntary unemployment», Columbia University, Mimeo, 2 Οκτωβρίου 2013).
Υποτίμηση
Διά του συνδυασμού παλαιότερων και νεότερων εμπειρικών εκτιμήσεων, πρέπει να θεωρείται ότι το νόμισμα που εμείς χρησιμοποιούμε (όχι το ευρώ γενικά) είναι μακράν της ισορροπίας του, ήτοι ανατιμημένο, κατά περίπου 50% (βλέπε J. Hansen and W. Roeger, «Estimation of real equilibrium exchange rates», European Commission, Ιούλιος 2000, καθώς και ανακοινώσεις τηςΤτΕ για την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της ελληνικής οικονομίας κατά τη μετά το 2000 περίοδο). Έχουμε υπολογίσει ότι η ελαστικότητα του ημεδαπού πληθωρισμού κόστους ως προς την ονομαστική υποτίμηση του νομίσματος είναι της τάξης του 0,186 (με τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών και αμετάβλητους τους φορολογικούς συντελεστές επί της παραγωγής). Αυτό σημαίνει ότι μία υποτίμηση 50% προκαλεί πληθωρισμό κόστους 9,3% για το πρώτο έτος (6% για το δεύτερο και 4% για το τρίτο έτος), ενώ βελτιώνει τη μέση διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κατά 37%, ήτοι 43% στους τομείς της Γεωργίας - Δασοκομίας-Αλιείας, 38% στα Μεταλλεία-Λατομεία-Αργό Πετρέλαιο, 31% στη Βιομηχανία και 40% στις Υπηρεσίες. Επίσης, ότι, ακόμα και εάν παύσουν οι «δόσεις» προς την Ελλάδα, αλλά σταματήσει, ταυτοχρόνως και η τελευταία την πληρωμή τόκων προς τους δανειστές της, τότε μία υποτίμηση κατά 30% ή 50% δεν είναι ασύμβατη με μία αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% ή 7% αντιστοίχως. Ας διευκρινιστεί, παραπλεύρως ότι η ενδεχόμενη ερώτηση: «Γιατί υποτίμηση και όχι ανατίμηση, μετά την έξοδο από το ευρώ;» δεν είναι τόσο αφελής όσο ίσως φαίνεται. Η απάντηση είναι ότι πρέπει να τονωθεί η ενεργός ζήτηση, και αυτή η τόνωση είναι καλύτερα να μην γίνει μέσω δημοσίων δαπανών, έως ότου ανασυγκροτηθεί ο Ιδιωτικός τομέας. Επίσης οι υπολογισμοί δείχνουν ότι, εάν δεν γίνει υποτίμηση, τότε θα σημειωθεί, αναπόφευκτα, ύφεση. Συνεπώς πρέπει να γίνει υποτίμηση, όχι γιατί είναι επιθυμητή, αλλά λόγω της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία.
Η άποψη ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα προκαλέσει «υπερπληθωρισμό» είναι αρκετά διαδεδομένη. Για να συμβεί αυτό πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: α) η οικονομία να βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους απασχολήσεως β) να αυξάνεται συνεχώς η ενεργός ζήτηση ή/και γ) να χειροτερεύουν συστηματικά οι συνθήκες της προσφοράς (π.χ, να αυξάνονται οι τιμές των πρώτων υλών). Σημαντικότερος είναι ο πρώτος. Όμως η ελληνική οικονομία βρίσκεται αρκετά μακριά από το καθεστώς πλήρους απασχολήσεως; η επίσημη ανεργία είναι στο 30% και εκτιμάται ότι η υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού είναι περί το 33%. Άρα, όταν «κοπεί χρήμα» για την τόνωση της ενεργού ζητήσεως και για τη χρηματοδότηση τμήματος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν αναμένεται να είναι ισχυρές.
Παραγωγή
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα προηγούμενα δεν επαρκούν μεσο-μακροπρόθεσμα. Μοιάζουν ως αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η δεύτερη συνίσταται στη δομική μεταβολή της ελληνικής οικονομίας, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάπτυξη των τομέων που δεν παράγουν καταναλωτικά εμπορεύματα, αλλά μέσα παραγωγής και παραγωγικές υπηρεσίες. Ποσοτικές εκτιμήσεις βάσει του «Νόμου των 45 μοιρών των Thirlwall - Krugman», μπορούν να αποκαλύψουν ότι, χωρίς εξωτερικό δανεισμό και χωρίς διολίσθηση του εθνικού νομίσματος η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να «τρέξει» παρά κάτω από το 0,6 του ρυθμού ανάπτυξης των εμπορικών της εταίρων. Κι αυτό γιατί παράγει εμπορεύματα με χαμηλή "εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης". Εντός δε της Ευρωζώνης τα πράγματα θα βαίνουν προς το χειρότερο, εφόσον αποσαθρώνεται η ημεδαπή παραγωγική βάση. Άρα, η ανασύνθεση της παραγωγής οφείλει να είναι στρατηγικός στόχος. Αντιθέτως, επικρατεί η άποψη ότι στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι η πάταξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Υποθέτοντας χάριν συντομίας την ισοσκέλιση του Εξωτερικού τομέα, τι σημαίνει δημοσιονομικό έλλειμμα (πλεόνασμα); Ότι ο Δημόσιος (Ιδιωτικός) τομέας δανείζεται από τον Ιδιωτικό (τον Δημόσιο). Γιατί να προτιμούμε τον δεύτερο από τον πρώτο (όπως τείνει η «Δεξιά») και όχι το αντίστροφο (όπως τείνει η «Αριστερά»); Δεν υπάρχει απάντηση, παρά στη βάση ενός συνολικού σχεδίου ανάπτυξης. Όποιο από τα δύο είναι συμβατό με αυτό το σχέδιο, αναλόγως μάλιστα των κλιμακώσεών του, είναι και το προτιμότερο.
Η ύστερη Μεγάλη Ιδέα της «ισχυρής Ελλάδας μέσα σε μια ισχυρή Ευρώπη» αλλά και η συγγενής της περί «Ευρώπης των Εργαζομένων», αποσυντέθηκαν με τον ίδιο τρόπο που αποσυντέθηκαν και οι προγενέστερες: Για να μπορούσαν να υλοποιηθούν θα έπρεπε να είχε επιτευχθεί αυτό το οποίο διακήρυτταν ότι ήθελαν να επιτύχουν. Η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν είναι απλή υπόθεση ούτε εξαντλείται στο πεδίο της Πολιτικής Οικονομίας. Ωστόσο, αποσιωπάται ότι όποιες και εάν είναι οι δυσκολίες της, καθώς και το γεγονός ότι σήμερα συζητείται, δεν αποτελούν παρά καρπούς της αποτυχίας, στην οποία οδήγησαν εκείνες οι ιδέες.
Τι συμφέρει όμως τη χώρα μας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Γι'αυτό, όπως είχα προαναγγείλει κι από το χθεσινό post, σήμερα αναδημοσιεύω δύο άρθρα, ένα που παραθέτει τα πλεονεκτήματα της παραμονής της χώρας μας στην ευρωζώνη κι ένα που θεωρεί ότι η Ελλάδα θα σωθεί μόνο αν περάσει σε εθνικό νόμισμα.
Προσωπικά, θεωρώ ότι και οι δυο απόψεις έχουν τα επιχειρήματά τους, αλλά, όπως είχα γράψει και χθες, πιστεύω ότι το πρόβλημα της χώρας μας δεν έχει να κάνει τόσο με το νόμισμα (αν και έχω καταλήξει πια κι εγώ στο συμπέρασμα ότι ήταν λάθος να μπούμε στην ευρωζώνη, τώρα όμως βρισκόμαστε μέσα), όσο στο χαμηλού επιπέδου πολιτικό προσωπικό, το οποίο συν τοις άλλοις καθοδηγείται -για λόγους που ελπίζω κάποτε να αποκαλυφθούν- από ξένα (πολιτικά και οικονομικά) κέντρα εξουσίας.
Πάντως, πιστεύω ότι στο θέμα του νομίσματος θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
ΕΥΡΩ Ή ΔΡΑΧΜΗ... ΕΝΑ ΨΕΥΤΟΔΙΛΗΜΜΑ
(του καθηγητή Χαράλαμπου Γκότση)
Η συζήτηση για μια πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από τη Ζώνη του Ευρώ εμφανίζεται κάθε φορά που η χώρα αντιμετωπίζει προβλήματα σχετικά με την επίτευξη των στόχων ενός απαράδεκτου οικονομικά και κοινωνικά προγράμματος, το οποίο προσπαθεί να θεραπεύσει παθογένειες της ελληνικής οικονομίας με λάθος τρόπο. Βασική επιδίωξη είναι η εξάλειψη του δίδυμου ελλείμματος δημοσιονομικού και ισοζυγίου πληρωμών, το συντομότερο δυνατό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις απώλειες στον παραγωγικό αλλά και στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Η οικονομική αρχή που θέλει το στόχο να επιτυγχάνεται με το μικρότερο δυνατό κόστος ξεχάστηκε από τους νεοφιλελεύθερους εμπνευστές της στο βωμό μιας αμφίβολης βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, ακόμη κι αν το παραγόμενο και προς διάθεση προϊόν είναι ένα υποπολλαπλάσιο του αρχικού και ωθεί στην ανεργία ακόμη ένα 20% του απασχολούμενου δυναμικού της χώρας.
Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ με τις εκτιμήσεις ότι το χρέος θα φτάσει το 2020 στο 160% του ΑΕΠ, αντί του 124% που προβλέπει το πρόγραμμα, έδωσε το έναυσμα στους Financial Times να συμπεράνουν ότι «η Ελλάδα τα επόμενα τέσσερα χρόνια ή θα χρεοκοπήσει ή θα βγει από το ευρώ ή και τα δύο».
Η αλήθεια είναι ότι οι υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το πρόγραμμα ήταν από την αρχή και αίολες και λανθασμένες. Άλλωστε, η συμφωνία του Νοεμβρίου του 2012 χαρακτηρίστηκε πολιτική και η πρόνοια ότι μετά την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα υπάρξει συζήτηση για την περαιτέρω απομείωση του χρέους δείχνει ότι και οι ίδιοι οι συντάκτες του δεν πίστευαν στην ορθότητα των προβλέψεών τους Από την εξέλιξη αυτών των συζητήσεων, που παίρνει το χαρακτήρα της «μητέρας των μαχών», θα εξαρτηθεί και η παραμονή της χώρας στο ευρώ ή αν θα οδηγηθεί σε νέες περιπέτειες.
Η παραμονή της χώρας στο ευρώ θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε μέσο, αφού οι επιπτώσεις μιας εξόδου θα είναι πολύ περισσότερες από τα όποια αμφιβόλου αποτελέσματος πρόσκαιρα οφέλη. Γιατί, λοιπόν, αποτελεί ψευτοδίλημμα η επιλογή ευρώ ή δραχμή;
Πρώτον, είναι αλήθεια ότι η κατασκευή του ευρώ έπασχε από την αρχή. Κατά τον Καναδό οικονομολόγο Robert Mundell, πνευματικό πατέρα του ευρώ, «ο άριστος νομισματικός χώρος» (1961) θα πρέπει να διακρίνεται από ομοιογένεια στο επίπεδο παραγωγικότητας των επιμέρους μελών του χώρου. Στην Ευρώπη από το ξεκίνημα διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές σε παραγωγικότητα, τεχνολογία και βιοτικό επίπεδο μεταξύ των χωρών του Νότου και του Βορρά. Οι πρώτες διαθέτουν λιγότερα κεφάλαια και εξάγουν προϊόντα εντάσεως εργασίας, ενώ οι δεύτερες κυρίως βιομηχανικά υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό οδήγησε σε πλεονάσματα στις βόρειες χώρες και σε ελλείμματα στο Νότο. Αποτέλεσμα, η υπερχρέωση των χωρών και η αποκάλυψη της ανάγκης για ενιαίους κανόνες δημοσιονομικής και πιστωτικής πολιτικής. Το ένα υλοποιείται τώρα με το Σύμφωνο Σταθερότητας, το άλλο με την Τραπεζική Ένωση.
Δεύτερον, είναι λάθος το βασικό επιχείρημα για την επιστροφή στη δραχμή, ότι η χώρα θα κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα και έτσι θα λύσει τα προβλήματά της, αφού της δίνεται η δυνατότητα της υποτίμησης και έτσι θα αυξηθούν οι εξαγωγές. Στη θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου η εξωτερική αξία (συναλλαγματική ισοτιμία) του νομίσματος εξαρτάται από τη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών από το εξωτερικό. Αποτελεί, δηλαδή, ένα παράγωγο της διαδικασίας και όχι την αιτία που δημιουργεί αποτέλεσμα. Η εφάπαξ μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας (υποτίμηση ή ανατίμηση) χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστούν μόνο βραχυχρόνιες ανισορροπίες. Η βελτίωση των εξαγωγών εξαρτάται από τις ελαστικότητες ζήτησης των επιμέρους προϊόντων που προσφέρονται στο εξωτερικό, οι οποίες συνδέονται με τη δομή της οικονομίας. Αυτό, δυστυχώς για τη χώρα μας, είναι το πρόβλημα και όχι το νόμισμα ευρώ ή δραχμή, αφού και στο παρελθόν με τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις οι επιδόσεις μας δεν βελτιώθηκαν. Άλλωστε, παρά την καταγραφόμενη βελτίωση του συνολικού δείκτη ανταγωνιστικότητας τα τελευταία τρία χρόνια, οι εξαγωγές μας δεν έδειξαν να κερδίζουν έδαφος. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι ακόμη και μέσα στην κρίση υπάρχουν επιχειρήσεις ή και ολόκληροι κλάδοι που συμμετέχουν στο διεθνή ανταγωνισμό με επιτυχία.
Τρίτον, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα είναι καταστροφική για πολλούς λόγους, οι βασικότεροι από τους οποίους είναι:
- Θα οδηγηθούμε άμεσα σε χρεοκοπία, το δε τραπεζικό σύστημα θα καταρρεύσει. Η χρεοκοπία θα επιφέρει μεγάλες ζημιές σε όσους δάνεισαν τη χώρα, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να κλείσουν οι διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων. Η απώλεια της εμπιστοσύνης προς τη χώρα θα δυσχεράνει ακόμη και τις πιο απλές διεθνείς συναλλαγές των επιχειρήσεων. Η χώρα θα βρεθεί σε απομόνωση.
- Οι τράπεζες θα καταρρεύσουν όχι μόνο λόγω των μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων, αλλά κι επειδή οι πολίτες θα προτιμήσουν το ευρώ ως σταθερότερο νόμισμα. Ακόμη και σήμερα το 80% των Ελλήνων προτιμά το ευρώ. Έτσι το πιθανότερο είναι να προσπαθήσουν να ανταλλάξουν το νέο νόμισμα με ευρώ. Αυτός είναι ο σίγουρος δρόμος για το απόλυτο χάος.
- Η έλλειψη καταθέσεων και δανειακών κεφαλαίων, εξάλλου, θα στερήσει τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να κηρύξουν πτώχευση. Η χρησιμοποίηση της εκδοτικής μηχανής για εμπλουτισμό του συστήματος με φρέσκο νέο χρήμα θα οδηγήσει γρήγορα σε υπερπληθωρισμό. Θα ακολουθήσει μια υποτίμηση, που σε πρώτη φάση υπολογίζεται σε 40%-60%. Από αυτή θα ωφεληθεί ίσως ο τουριστικός τομέας, όχι όμως και οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας. Τα εξαγώγιμα προϊόντα που παράγονται στη χώρα μας είναι πολύ λίγα, ενώ είμαστε υποχρεωμένοι να εισάγουμε όχι μόνο τρόφιμα και φάρμακα, αλλά και πρώτες ύλες και καύσιμα, τα οποία τότε θα είναι ακριβότερα. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω ο πληθωρισμός.
Κερδισμένοι, βέβαια, και γι' αυτό κόπτονται για την επιστροφή, θα βγουν όλοι εκείνοι που μετέφεραν τα χρήματά τους στο εξωτερικό για να κερδοσκοπήσουν, ενώ οι αποταμιευτές του εσωτερικού θα χάσουν σε μια νύχτα τις μισές και πάνω αποταμιεύσεις τους.
Συμπερασματικά, χωρίς η παραπάνω ανάλυση να διεκδικεί τίτλους πληρότητας, η επιστροφή στη δραχμή θα έμοιαζε με άλμα στο κενό από ένα τρένο που βρίσκεται σε κίνηση. Μπορεί να έχει κανείς τις όποιες ενστάσεις τόσο για την απόφαση εισόδου στο ευρώ όσο και κυρίως για την πολιτική που ασκήθηκε στον τομέα της σύγκλισης με τα σπαταληθέντα πακέτα στη συνέχεια, όμως τώρα θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το status quo που κατέχουμε, θα πρέπει να επεξεργαστούμε ένα μακρόπνοο σχέδιο για την οικονομία μας, που να στοχεύει στην ανάπτυξη και αναδιοργάνωση συγκεκριμένων τομέων που διαθέτουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου υπάρχουν, μαζί με το πρόγραμμα ΕΣΠΑ που τρέχει, περίπου 40 δις από ευρωπαϊκούς πόρους τους οποίους αυτή τη φορά θα πρέπει να διαθέσουμε στοχευμένα για την ενίσχυση της παιδείας της καινοτομίας και των εξωστρεφών επιχειρήσεων που παράγουν προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, ώστε να είναι και σε θέση να πληρώνουν αξιοπρεπείς μισθούς. Η χώρα μας ευτυχώς μπορεί να στηριχτεί για να επιτύχει σ'αυτή την επίπονη προσπάθεια όχι μόνο στο άριστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της, αλλά και στα φυσικά και κλιματικά προσόντα της, υπό την προϋπόθεση ότι και η πολιτική της ηγεσία θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
(του αν.καθηγητή Θεόδ.Μαριόλη)
Το πιο εντυπωσιακό γεγονός δεν είναι η πρωτοφανής, με διεθνή μέτρα και σταθμά, ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η επακόλουθη εκτίναξη της ανεργίας. Αλλά ότι οι «μνημονιακές κυβερνήσεις» δεν έχουν καταθέσει ούτε τμήμα προγράμματος αντιστροφής της κατάστασης. Υπολογισμοί δείχνουν ότι, για να αρχίσει να μειώνεται η ανεργία, απαιτούνται ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης του 2%-2,5%, ενώ για να συμπιεστεί η ανεργία στο 10%, εντός περιόδου 5 ετών, απαιτούνται ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 5%-5,5%. Θα πρόκειται περί θαύματος.
Κάθε εθνική οικονομία αποτελείται από τρεις τομείς: τον Ιδιωτικό, το Δημόσιο και τον Εξωτερικό τομέα. Όταν βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, πρέπει ένας, τουλάχιστον, τομέας να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή», δηλαδή να καθοδηγήσει την τόνωση της ενεργού ζητήσεως. Αυτή ήταν η κεντρική ιδέα των Μ. Kalecki και J. Μ. Keynes στη Μεγάλη Κρίση του 1930, και είναι, καταρχήν, βάσιμη. Στην Ελλάδα, ο Ιδιωτικός τομέας βρίσκεται σε δεινή κατάσταση, ενώ αποστραγγίζεται με φόρους. Ο Δημόσιος τομέας είναι φορτωμένος με χρέη, ενώ αποδιαρθρώνεται περαιτέρω μέσω της ασκούμενης συσταλτικής πολιτικής. Επίσης, η κυβέρνηση δεν διαθέτει, λόγω των περιορισμών του Μάαστριχτ, κάποιο εργαλείο αντικυκλικής πολιτικής. Τέλος, ο Εξωτερικός τομέας αδυνατεί να συμβάλει, γιατί α) χρησιμοποιεί το ευρώ, δηλαδή νόμισμα πιο «σκληρό» και από το δολάριο, και β) ανταγωνίζεται πολύ πιο προηγμένες τεχνολογικά ευρωζωνικές οικονομίες επί τη βάσει οιονεί απολύτων (και όχι συγκριτικών!) πλεονεκτημάτων κόστους.
Ύφεση
Μια πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι η μέση τιμή των κλαδικών πολλαπλασιαστών επί του καθαρού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας είναι 1.707 (με τυπική απόκλιση 0,278, μέγιστη τιμή 2.530 και ελάχιστη τιμή 1.014), ενώ η μέση τιμή των πολλαπλασιαστών του Δημοσίου τομέα είναι της τάξης του 2 και, συνεπώς από τις υψηλότερες του συστήματος (Θ.Μαριόλης και Γ.Σώκλης «Ο Σραφφαϊανός Πολλαπλασιαστής της Ελληνικής Οικονομίας: Ευρήματα από τον Πίνακα Προσφοράς-Χρήσεων του έτους 2010», Δεκέμβριος 2013). Αυτά δηλώνουν ότι για κάθε 1 μονάδα μείωσης της ενεργού ζήτησης για ημεδαπά αγαθά και υπηρεσίες, το συνολικό καθαρό προϊόν μειώνεται κατά περίπου 1,7 μονάδες και ότι κάθε 1 μονάδα συρρίκνωσης του Δημοσίου τομέα οδηγεί σε περίπου 2 μονάδες μείωσης του συνολικού προϊόντος. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι ορισμένες εκτιμήσεις ομιλούν για ύφεση έως και το 2017 και για ασθενικούς, 1%-1,5%, ρυθμούς ανάπτυξης μετά.
Τι θα μπορούσε να γίνει; Έχει γίνει πια κατανοητό, μάλλον από τους περισσότερους μελετητές ότι, εμμένοντας μόνον στο πεδίο της Πολιτικής Οικονομίας, μία εναλλακτική δυνατότητα υφίσταται: Έξοδος από την Ευρωζώνη. Εισαγωγή νέου νομίσματος σε ισοτιμία 1:1 (για να αποφευχθεί το «κόστος τιμοκαταλόγου») και, αφού ολοκληρωθεί η εισαγωγή, υποτίμηση. Επιβολή φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, και ιδίως στις -λεγόμενες- κερδοσκοπικές. Ουσιαστική ανάκτηση των εργαλείων νομισματικής, δημοσιονομικής, εμπορικής και εισοδηματικής πολιτικής. Αυτές οι διορθώσεις στρέφουν, από τη μία πλευρά, τη διεθνή ζήτηση προς τα ημεδαπά εμπορεύματα και αυξάνουν, από την άλλη πλευρά, την εσωτερική ζήτηση γι' αυτά τα εμπορεύματα. Έτσι, θέτουν το σύστημα σε τροχιά αυτόκεντρης και ανατροφοδοτούμενης μεγέθυνσης. Παραλλήλως, οι φραγμοί στις κινήσεις κεφαλαίων συμβάλλουν, πρώτον, στη διατήρηση της αξίας του νέου νομίσματος και, δεύτερον, στην εθνική ανεξαρτησία και στον αναπτυξιακό χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής (σχετικά, βλέπε την πρόσφατη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, μελέτη των S. Schmitt-Grohe' and Μ. Uribe, «Downward nominal wage rigidity, currency pegs, and involuntary unemployment», Columbia University, Mimeo, 2 Οκτωβρίου 2013).
Υποτίμηση
Διά του συνδυασμού παλαιότερων και νεότερων εμπειρικών εκτιμήσεων, πρέπει να θεωρείται ότι το νόμισμα που εμείς χρησιμοποιούμε (όχι το ευρώ γενικά) είναι μακράν της ισορροπίας του, ήτοι ανατιμημένο, κατά περίπου 50% (βλέπε J. Hansen and W. Roeger, «Estimation of real equilibrium exchange rates», European Commission, Ιούλιος 2000, καθώς και ανακοινώσεις τηςΤτΕ για την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία της ελληνικής οικονομίας κατά τη μετά το 2000 περίοδο). Έχουμε υπολογίσει ότι η ελαστικότητα του ημεδαπού πληθωρισμού κόστους ως προς την ονομαστική υποτίμηση του νομίσματος είναι της τάξης του 0,186 (με τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών και αμετάβλητους τους φορολογικούς συντελεστές επί της παραγωγής). Αυτό σημαίνει ότι μία υποτίμηση 50% προκαλεί πληθωρισμό κόστους 9,3% για το πρώτο έτος (6% για το δεύτερο και 4% για το τρίτο έτος), ενώ βελτιώνει τη μέση διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κατά 37%, ήτοι 43% στους τομείς της Γεωργίας - Δασοκομίας-Αλιείας, 38% στα Μεταλλεία-Λατομεία-Αργό Πετρέλαιο, 31% στη Βιομηχανία και 40% στις Υπηρεσίες. Επίσης, ότι, ακόμα και εάν παύσουν οι «δόσεις» προς την Ελλάδα, αλλά σταματήσει, ταυτοχρόνως και η τελευταία την πληρωμή τόκων προς τους δανειστές της, τότε μία υποτίμηση κατά 30% ή 50% δεν είναι ασύμβατη με μία αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% ή 7% αντιστοίχως. Ας διευκρινιστεί, παραπλεύρως ότι η ενδεχόμενη ερώτηση: «Γιατί υποτίμηση και όχι ανατίμηση, μετά την έξοδο από το ευρώ;» δεν είναι τόσο αφελής όσο ίσως φαίνεται. Η απάντηση είναι ότι πρέπει να τονωθεί η ενεργός ζήτηση, και αυτή η τόνωση είναι καλύτερα να μην γίνει μέσω δημοσίων δαπανών, έως ότου ανασυγκροτηθεί ο Ιδιωτικός τομέας. Επίσης οι υπολογισμοί δείχνουν ότι, εάν δεν γίνει υποτίμηση, τότε θα σημειωθεί, αναπόφευκτα, ύφεση. Συνεπώς πρέπει να γίνει υποτίμηση, όχι γιατί είναι επιθυμητή, αλλά λόγω της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία.
Η άποψη ότι η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα προκαλέσει «υπερπληθωρισμό» είναι αρκετά διαδεδομένη. Για να συμβεί αυτό πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: α) η οικονομία να βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους απασχολήσεως β) να αυξάνεται συνεχώς η ενεργός ζήτηση ή/και γ) να χειροτερεύουν συστηματικά οι συνθήκες της προσφοράς (π.χ, να αυξάνονται οι τιμές των πρώτων υλών). Σημαντικότερος είναι ο πρώτος. Όμως η ελληνική οικονομία βρίσκεται αρκετά μακριά από το καθεστώς πλήρους απασχολήσεως; η επίσημη ανεργία είναι στο 30% και εκτιμάται ότι η υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού είναι περί το 33%. Άρα, όταν «κοπεί χρήμα» για την τόνωση της ενεργού ζητήσεως και για τη χρηματοδότηση τμήματος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν αναμένεται να είναι ισχυρές.
Παραγωγή
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα προηγούμενα δεν επαρκούν μεσο-μακροπρόθεσμα. Μοιάζουν ως αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η δεύτερη συνίσταται στη δομική μεταβολή της ελληνικής οικονομίας, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάπτυξη των τομέων που δεν παράγουν καταναλωτικά εμπορεύματα, αλλά μέσα παραγωγής και παραγωγικές υπηρεσίες. Ποσοτικές εκτιμήσεις βάσει του «Νόμου των 45 μοιρών των Thirlwall - Krugman», μπορούν να αποκαλύψουν ότι, χωρίς εξωτερικό δανεισμό και χωρίς διολίσθηση του εθνικού νομίσματος η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να «τρέξει» παρά κάτω από το 0,6 του ρυθμού ανάπτυξης των εμπορικών της εταίρων. Κι αυτό γιατί παράγει εμπορεύματα με χαμηλή "εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης". Εντός δε της Ευρωζώνης τα πράγματα θα βαίνουν προς το χειρότερο, εφόσον αποσαθρώνεται η ημεδαπή παραγωγική βάση. Άρα, η ανασύνθεση της παραγωγής οφείλει να είναι στρατηγικός στόχος. Αντιθέτως, επικρατεί η άποψη ότι στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι η πάταξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Υποθέτοντας χάριν συντομίας την ισοσκέλιση του Εξωτερικού τομέα, τι σημαίνει δημοσιονομικό έλλειμμα (πλεόνασμα); Ότι ο Δημόσιος (Ιδιωτικός) τομέας δανείζεται από τον Ιδιωτικό (τον Δημόσιο). Γιατί να προτιμούμε τον δεύτερο από τον πρώτο (όπως τείνει η «Δεξιά») και όχι το αντίστροφο (όπως τείνει η «Αριστερά»); Δεν υπάρχει απάντηση, παρά στη βάση ενός συνολικού σχεδίου ανάπτυξης. Όποιο από τα δύο είναι συμβατό με αυτό το σχέδιο, αναλόγως μάλιστα των κλιμακώσεών του, είναι και το προτιμότερο.
Η ύστερη Μεγάλη Ιδέα της «ισχυρής Ελλάδας μέσα σε μια ισχυρή Ευρώπη» αλλά και η συγγενής της περί «Ευρώπης των Εργαζομένων», αποσυντέθηκαν με τον ίδιο τρόπο που αποσυντέθηκαν και οι προγενέστερες: Για να μπορούσαν να υλοποιηθούν θα έπρεπε να είχε επιτευχθεί αυτό το οποίο διακήρυτταν ότι ήθελαν να επιτύχουν. Η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν είναι απλή υπόθεση ούτε εξαντλείται στο πεδίο της Πολιτικής Οικονομίας. Ωστόσο, αποσιωπάται ότι όποιες και εάν είναι οι δυσκολίες της, καθώς και το γεγονός ότι σήμερα συζητείται, δεν αποτελούν παρά καρπούς της αποτυχίας, στην οποία οδήγησαν εκείνες οι ιδέες.