Δεν είναι όλοι οι γερμανοί τυφλοί, ώστε να μη βλέπουν ότι η σκληρή λιτότητα, όχι μόνο δεν "βοηθάει" τους λαούς της νότιας Ευρώπης, αλλά τους καταστρέφει και, εκτός αυτού, διαλύει και τον όποιον συνδετικό κρίκο είχαν τα κράτη που συμμετέχουν στην Ευρωζώνη.
Η δημοσιονομική κρίση δημιούργησε ένα ρήγμα μεταξύ των κρατών του Βορρά και κρατών του Νότου της ΕΕ, ρήγμα που βαθαίνει ακόμα περισσότερο με τα κύματα προσφύγων και το κόστος που συνδέεται με την υποδοχή τους. Γιατί όλοι αυτοί που εγκαταλείπουν τη χώρα τους εξαιτίας των διώξεων, του εμφυλίου πολέμου ή του χάους δεν επιβαρύνουν την Ευρώπη συνολικά, αλλά κατά κύριο λόγο τους τελωνειακούς και συνοριακούς υπαλλήλους στα ήδη εξασθενημένα κράτη της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας. Στην κρατούσα συνοριακή τάξη της ΕΕ ισχύει ο εξής κανόνας: Το κράτος στο οποίο φτάνουν οι πρόσφυγες είναι και το κράτος στο οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ασύλου. Παρά το γεγονός ότι παίρνουν κάποια αποζημίωση από την ΕΕ, τα νοτιοευρωπαϊκά κράτη νιώθουν ότι τα εκμεταλλεύονται και αισθάνονται προδομένα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί έχουμε, στα οικονομικά ασθενή συνοριακά κράτη της ΕΕ, συνεχή αύξηση της ξενοφοβίας και των επιθέσεων κατά των προσφύγων, που φτάνουν ακόμη και σε επεισόδια απροκάλυπτης βίας. Εδώ φαίνεται και τι πραγματικά διακυβεύεται σήμερα. Το θέμα δεν είναι μόνο να αποτρέψουμε την κατάρρευση του ευρώ, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: την κατάρρευση των ευρωπαϊκών αξιών - ανοιχτότητα στον κόσμο, ελευθερία, ανεκτικότητα. Όσοι αντιλαμβάνονται την ευρωπαϊκή κρίση ως κατεξοχήν οικονομική δύσκολα βλέπουν αυτό για το οποίο πραγματικά πρόκειται: το να δημιουργήσουμε δηλαδή μια Ευρώπη που θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις θεμελιώδεις αλλαγές και στις μεγάλες προκλήσεις χωρίς να ξαναπέσουμε στην ξενοφοβία και στη βία. Εκ πρώτης όψεως, όλα στην ευρωπαϊκή κρίση περιστρέφονται γύρω από τα χρέη, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, τα δημοσιονομικά προβλήματα. Το πραγματικό, το βαθύτερο ερώτημα όμως είναι: Πόσο αλληλέγγυα μπορεί, πόσο αλληλέγγυα πρέπει, πόσο αλληλέγγυα οφείλει να είναι ή, έστω, να γίνει η Ευρώπη;
Όσοι ταυτίζουν την Ευρώπη με το ευρώ στην πραγματικότητα την έχουν ήδη εγκαταλείψει στην τύχη της. Η Ευρώπη είναι ένας συνασπισμός πρώην μεγάλων πολιτισμών και πρώην μεγάλων δυνάμεων που θέλουν να ξεφύγουν από το πολεμικό παρελθόν τους. Η αλαζονεία των Βορειοευρωπαίων απέναντι στα παρουσιαζόμενα ως οκνηρά και απείθαρχα κράτη του Νότου αποκαλύπτει ιστορική αμνησία και πολιτισμική άγνοια κυριολεκτικά κτηνώδεις. Χρειάζεται πραγματικά να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνον ένα κράτος που χρωστάει, αλλά το λίκνο της Ευρώπης, των κατευθυντήριων ιδεών και αξιών της; Ξέχασαν άραγε οι Γερμανοί πόσα οφείλει, στην ελληνική αρχαιότητα η γερμανική ιστορία των ιδεών και του πνεύματος;
Ήδη ο Φρίντριχ Νίτσε αντέτασσε στη στενή εθνική αυτοαντίληψη των Γερμανών μια ευρωπαϊκή αυτοαντίληψη. « Όχι » ομολογεί ο Νίτσε στο έργο του Fröhliche Wissenschaft «εμείς [οι απάτριδες] δεν είμαστε [,«»] αρκετά “Γερμανοί” για να μπορούμε να παίρνουμε χαρά από την εθνική ψωρίαση της καρδιάς και τη δηλητηρίαση του αίματος, στο όνομα των οποίων οι λαοί στην Ευρώπη απομονώνονται τώρα ο ένας από τον άλλο σαν να είναι περιορισμένοι σε καραντίνα». Ασκεί έντονη κριτική «σε μία πολιτική που ευνουχίζει το γερμανικό πνεύμα, καθιστώντας το κενόδοξο», και αντιπαραθέτει: «Είμαστε, με μια λέξη —και αυτό θα είναι λόγος τιμής!- καλοί Ευρωπαίοι, οι κληρονόμοι της Ευρώπης, οι πλούσιοι, πλημμυρισμένοι αλλά και υπέρ το δέον δεσμευμένοι από μια κληρονομιά αιώνων ευρωπαϊκού πνεύματος...»!
Ο Ulrich Beck, καθηγητής κοινωνιολογίας σε γερμανικά πανεπιστήμια, αλλά και στο London School of Economics, στο νέο βιβλίο του με τίτλο "Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι" περιγράφει τόσο ρεαλιστικά την κατάσταση που έχει επικρατήσει στην Ευρώπη, που απορεί κανείς, πώς μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι (ακόμα και στην Ελλάδα) που υποστηρίζουν τα αντίθετα.
Ένα δείγμα από το βιβλίο του, που αξίζει να το διαβάσει κάθε έλληνας, είναι το παρακάτω κεφάλαιο.
Η δημοσιονομική κρίση δημιούργησε ένα ρήγμα μεταξύ των κρατών του Βορρά και κρατών του Νότου της ΕΕ, ρήγμα που βαθαίνει ακόμα περισσότερο με τα κύματα προσφύγων και το κόστος που συνδέεται με την υποδοχή τους. Γιατί όλοι αυτοί που εγκαταλείπουν τη χώρα τους εξαιτίας των διώξεων, του εμφυλίου πολέμου ή του χάους δεν επιβαρύνουν την Ευρώπη συνολικά, αλλά κατά κύριο λόγο τους τελωνειακούς και συνοριακούς υπαλλήλους στα ήδη εξασθενημένα κράτη της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας. Στην κρατούσα συνοριακή τάξη της ΕΕ ισχύει ο εξής κανόνας: Το κράτος στο οποίο φτάνουν οι πρόσφυγες είναι και το κράτος στο οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ασύλου. Παρά το γεγονός ότι παίρνουν κάποια αποζημίωση από την ΕΕ, τα νοτιοευρωπαϊκά κράτη νιώθουν ότι τα εκμεταλλεύονται και αισθάνονται προδομένα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί έχουμε, στα οικονομικά ασθενή συνοριακά κράτη της ΕΕ, συνεχή αύξηση της ξενοφοβίας και των επιθέσεων κατά των προσφύγων, που φτάνουν ακόμη και σε επεισόδια απροκάλυπτης βίας. Εδώ φαίνεται και τι πραγματικά διακυβεύεται σήμερα. Το θέμα δεν είναι μόνο να αποτρέψουμε την κατάρρευση του ευρώ, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: την κατάρρευση των ευρωπαϊκών αξιών - ανοιχτότητα στον κόσμο, ελευθερία, ανεκτικότητα. Όσοι αντιλαμβάνονται την ευρωπαϊκή κρίση ως κατεξοχήν οικονομική δύσκολα βλέπουν αυτό για το οποίο πραγματικά πρόκειται: το να δημιουργήσουμε δηλαδή μια Ευρώπη που θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις θεμελιώδεις αλλαγές και στις μεγάλες προκλήσεις χωρίς να ξαναπέσουμε στην ξενοφοβία και στη βία. Εκ πρώτης όψεως, όλα στην ευρωπαϊκή κρίση περιστρέφονται γύρω από τα χρέη, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, τα δημοσιονομικά προβλήματα. Το πραγματικό, το βαθύτερο ερώτημα όμως είναι: Πόσο αλληλέγγυα μπορεί, πόσο αλληλέγγυα πρέπει, πόσο αλληλέγγυα οφείλει να είναι ή, έστω, να γίνει η Ευρώπη;
Όσοι ταυτίζουν την Ευρώπη με το ευρώ στην πραγματικότητα την έχουν ήδη εγκαταλείψει στην τύχη της. Η Ευρώπη είναι ένας συνασπισμός πρώην μεγάλων πολιτισμών και πρώην μεγάλων δυνάμεων που θέλουν να ξεφύγουν από το πολεμικό παρελθόν τους. Η αλαζονεία των Βορειοευρωπαίων απέναντι στα παρουσιαζόμενα ως οκνηρά και απείθαρχα κράτη του Νότου αποκαλύπτει ιστορική αμνησία και πολιτισμική άγνοια κυριολεκτικά κτηνώδεις. Χρειάζεται πραγματικά να υπενθυμίσουμε ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνον ένα κράτος που χρωστάει, αλλά το λίκνο της Ευρώπης, των κατευθυντήριων ιδεών και αξιών της; Ξέχασαν άραγε οι Γερμανοί πόσα οφείλει, στην ελληνική αρχαιότητα η γερμανική ιστορία των ιδεών και του πνεύματος;
Ήδη ο Φρίντριχ Νίτσε αντέτασσε στη στενή εθνική αυτοαντίληψη των Γερμανών μια ευρωπαϊκή αυτοαντίληψη. « Όχι » ομολογεί ο Νίτσε στο έργο του Fröhliche Wissenschaft «εμείς [οι απάτριδες] δεν είμαστε [,«»] αρκετά “Γερμανοί” για να μπορούμε να παίρνουμε χαρά από την εθνική ψωρίαση της καρδιάς και τη δηλητηρίαση του αίματος, στο όνομα των οποίων οι λαοί στην Ευρώπη απομονώνονται τώρα ο ένας από τον άλλο σαν να είναι περιορισμένοι σε καραντίνα». Ασκεί έντονη κριτική «σε μία πολιτική που ευνουχίζει το γερμανικό πνεύμα, καθιστώντας το κενόδοξο», και αντιπαραθέτει: «Είμαστε, με μια λέξη —και αυτό θα είναι λόγος τιμής!- καλοί Ευρωπαίοι, οι κληρονόμοι της Ευρώπης, οι πλούσιοι, πλημμυρισμένοι αλλά και υπέρ το δέον δεσμευμένοι από μια κληρονομιά αιώνων ευρωπαϊκού πνεύματος...»!
Χωρίς τις αξίες της, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, χωρίς την πολιτισμική της καταγωγή και αξιοπρέπεια, η Ευρώπη δεν είναι τίποτα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σε μετάφραση Ν.Αθ.Κανελλοπούλου-Μαλούχου