Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς βλέπει ένας γερμανός ιστορικός την πορεία της χώρας μας από την είσοδό της στην ευρωζώνη μέχρι την έναρξη της κρίσης. Γι'αυτό το λόγο αναδημοσιεύω από το βιβλίο του Karl Heinz Roth με τίτλο "Η Ελλάδα κι η κρίση", ένα απόσπασμα που αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την περίοδο.
Κι έχει ενδιαφέρον γιατί δεν κρύβει λόγια και περιγράφει την κατάσταση όπως την βλέπει κάποιος "ειδικός" από μια απόσταση ασφαλείας, ώστε να μην επηρεάζεται από τα συμβαίνοντα στον ελληνικό χώρο.
Κι έχει ενδιαφέρον γιατί δεν κρύβει λόγια και περιγράφει την κατάσταση όπως την βλέπει κάποιος "ειδικός" από μια απόσταση ασφαλείας, ώστε να μην επηρεάζεται από τα συμβαίνοντα στον ελληνικό χώρο.
Το 2001, η Ελλάδα έγινε δεκτή στην ευρωζώνη, η οποία είχε
εν τω μεταξύ συσταθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενώ είναι αλήθεια ότι τα
βασικά στατιστικά στοιχεία που παρείχε η Αθήνα στις Βρυξέλλες απέκρυπταν την
έκταση των ανισορροπιών στην ελληνική οικονομία, όλοι οι εμπλεκόμενοι γνώριζαν
ότι η Ελλάδα δεν πληρούσε τα κριτήρια που ορίζονταν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ,
ιδιαίτερα όσα αφορούσαν τις δημοσιονομικές παραμέτρους της Συνθήκης. Το γιατί η πορεία για την εισαγωγή της Ελλάδας στην ευρωζώνη είχε
προαποφασιστεί, είναι κάτι που θα γνωρίζουμε με βεβαιότητα μόνο όταν
δημοσιοποιηθούν τα σχετικά έγγραφα. Μπορούμε όμως με ασφάλεια να υποθέσουμε
ότι γεωστρατηγικοί και άλλοι βραχυπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι έπαιξαν
καθοριστικό ρόλο σε αυτή την απόφαση. Δύο χρόνια μετά την καταστροφή της
Γιουγκοσλαβίας, η Ελλάδα ήταν ένα σημαντικό εφαλτήριο από το οποίο μπορούσε να
ξεκινήσει η ενσωμάτωση των βαλκανικών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξασφάλιζε
επίσης τη νοτιοανατολική πλευρά της σχεδιαζόμενης «προς Ανατολάς διεύρυνσης»
της Ε.Ε. Αλλά και βραχυπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Το
Ελληνικό Ανώτατο Δικαστήριο είχε μόλις δεχθεί αξιώσεις αποζημίωσης από τα
θύματα της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, και είχε κηρυχτεί νόμιμη η κατάσχεση
γερμανικών περιουσιακών στοιχείων. Κανείς εκτός από την ελληνική
κυβέρνηση δεν μπορούσε να σταματήσει αυτή τη διαδικασία. Το έπραξε, όταν η
γερμανική κυβέρνηση υποσχέθηκε να υποστηρίξει την αίτηση της Ελλάδας για
προσχώρηση στην ευρωζώνη.
Από την πλευρά της ελληνικής άρχουσας τάξης εκείνη την
περίοδο, η είσοδος στην ευρωζώνη ήταν ελκυστική, καθώς της επέτρεπε να
εγκαταλείψει άμεσα το εξαιρετικά υποτιμημένο νόμισμά τους και να το ανταλλάξει
με το «σκληρό» ευρώ, το οποίο τους προσέφερε
εξαιρετικά φτηνές επιλογές αναχρηματοδότησης. Ακολούθησε μια περίοδος ταχείας
οικονομικής ανάπτυξης, με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ 3,7 και 5,2%. Η
περίοδος αυτή διήρκεσε μέχρι το 2007. Η εμπορική ναυτιλία, η βιομηχανία
μεταποίησης πετρελαίου, ο τουρισμός, καθώς και οι κλάδοι των κατασκευών και
των τραπεζών άνθισαν. Σε όλα αυτά προστέθηκαν μαζικές εισαγωγές από γαλλικά,
γερμανικά και ελβετικά κεφάλαια και άφθονες επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής για την ανάπτυξη των υποδομών. Δεδομένης της αυξημένης
γεωστρατηγικής σημασίας της Ελλάδας, αυτές οι υποδομές θεωρηθήκαν ασφαλείς
μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Όποιος θυμάται την Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα δεν
μπορεί παρά να μείνει έκθαμβος από το τεράστιο μέγεθος των επενδύσεων σε
υποδομές που έχουν γίνει στη χώρα από τότε. Ας δει κανείς την εθνική οδό
Θεσσαλονίκης-Αθήνας (από τον Βορρά ώς τον Νότο), τον αυτοκινητόδρομο
Δύσης-Ανατολής από το Ιόνιο Πέλαγος ώς τα σύνορα με την Τουρκία στη Δυτική
Θράκη (ιδιαίτερης στρατιωτικής σημασίας), την κρεμαστή γέφυρα κοντά στην Πάτρα
(ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου), η οποία συνδέει την Πελοπόννησο με τη δυτική Ελλάδα, το
Διεθνές Αεροδρόμιο της Αθήνας, την Αττική Οδό, το μετρό της Αθήνας, το λιμάνι
εμπορευματοκιβωτίων του Πειραιά και τις νέες προαστιακές σιδηροδρομικές γραμμές
στην Αθήνα. Σε αυτά προστέθηκαν και τα τεράστια κατασκευαστικά έργα που
σχετίζονταν με την Ολυμπιάδα του 2004, που οδήγησε την άνθιση της αγοράς
ακινήτων σε ακραία ύψη.
Παράλληλα, η Ελλάδα επιδόθηκε σε τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες.
Μεταξύ 1992 και 2008, η χώρα εισήγαγε στρατιωτικό εξοπλισμό αξίας 75 δισ.
ευρώ, κυρίως φρεγάτες από τη Γαλλία και άρματα μάχης και υποβρύχια από τη
Γερμανία. Η ετήσια στρατιωτική δαπάνη αυξήθηκε σε 4,3% του ΑΕΠ, πάνω από δύο
φορές του αντίστοιχου μεγέθους για τη Γερμανία. Αυτή η αύξηση νομιμοποιήθηκε
με βάση την αναφορά στον «παραδοσιακό εχθρό» της Ελλάδας, την Τουρκία - μέλος
του ΝΑΤΟ, όπως η Ελλάδα. Η Τουρκία είχε εισβάλει στην Κύπρο και είχε
προσαρτήσει μέρος της νήσου το 1974, και οι στρατιωτικές της δαπάνες ήταν ακόμα
μεγαλύτερες από της Ελλάδας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι
γερμανοί και γάλλοι προμηθευτές αμυντικού εξοπλισμού
του ελληνικού στρατού ήταν οι «καταχαρούμενοι» κερδοσκόποι στην εν λόγω περιφερειακή
σύγκρουση. Με το ξέσπασμα της τρέχουσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι δύο
ανταγωνιστές στην ανατολική Μεσόγειο ήταν οι κύριοι πελάτες των εξαγωγών
γερμανικών όπλων: η Τουρκία ήταν πρώτη στη λίστα με 15,2%, ακολουθούμενη από
την Ελλάδα με 12,9% των γερμανικών εξαγωγών όπλων.
Η ταυτότητα όσων επωφελήθηκαν από τη βραχύβια άνθιση του
ευρώ μπορεί να προσδιοριστεί εύκολα. Στην ουσία, τρία στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους τμήματα της άρχουσας τάξης χώρισαν τα
λάφυρα μεταξύ τους. Πρώτα και κύρια, επωφελήθηκαν οι οικογένειες που κατέχουν
τη μερίδα του λέοντος στην ελληνική ναυτιλία και το τραπεζικό κεφάλαιο, καθώς
και το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας πετροχημικών. Κατά τη διάρκεια της
περιόδου της κυβέρνησης Σημίτη, οι φόροι που έπρεπε να καταβληθούν από τις
επιχειρήσεις τους μειώθηκαν στο 25%, γεγονός που τους επέτρεψε να πλουτίσουν
προκλητικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθισης. Όσο περισσότερη ρευστότητα
αποκτούσαν, τόσο λιγότερο ήθελαν να πληρώνουν φόρους. Αυτό οδήγησε σε
αξιοσημείωτη επιδείνωση της φορολογικής συμμόρφωσης των ανώτερων στρωμάτων της
συντηρητικής μεσαίας τάξης, όπως λ.χ. γιατροί, μεσίτες ακινήτων, υψηλόβαθμοι
τραπεζικοί υπάλληλοι, πολιτικοί μηχανικοί, δικηγόροι κλπ. Πριν το ξέσπασμα της
παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι 30.000 πιο πλούσιες οικογένειες της χώρας
είχαν στα χέρια τους πάνω από 250 δισ. ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία παγίου
κεφαλαίου. Από αυτά, 100 δισ. μόνο αποτελούσαν τραπεζικές καταθέσεις, ενώ
τουλάχιστον άλλα 100 δισ. ευρώ μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό.
Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από άτομα που κατέχουν κορυφαίες
εταιρείες κεφαλαιουχικών αγαθών στην Ευρώπη, εταιρείες κατασκευής και
εξοπλισμού, καθώς και από τον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα. Αυτά τα
τμήματα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου έχουν παραδοσιακά στενούς δεσμούς με τις
οικογένειες στην Ελλάδα που έχουν τον έλεγχο της ελληνικής ναυτιλίας και του
τραπεζικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η οικογένεια Λάτση, η οποία κατοικεί
στην Ελβετία, συνδέεται στενά με την Deutsche Bank AG και τις δύο μεγάλες τράπεζες της Ελβετίας, η Thyssen Krupp είναι συνδεδεμένη με την ελληνική ναυπηγική βιομηχανία,
οι κορυφαίες εταιρείες κατασκευής της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι
συνδεδεμένες με την ελληνική αγορά ακινήτων, ενώ οι γαλλικές και γαλλοβελγικές τράπεζες Societe Generale, Credit Agricole και Dexia ελέγχουν σημαντικά
τμήματα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα, μέσω των εταιρειών χαρτοφυλακίου
τους και των θυγατρικών τους εταιρειών. Όλες οι σημαντικές επενδύσεις σε έργα
υποδομής κατά την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν
βάσει αυτών των οικονομικών δεσμών. Την ευθύνη για την αναχρηματοδότηση και την αντιστάθμιση των επενδύσεων την είχε
το Θησαυροφυλάκιο. Έτσι, μόνο μετά την άνθιση
των επενδύσεων σε υποδομές, η έκδοση των διετών, πενταετών και δεκαετών
κρατικών ομολόγων ξεπέρασε τις ανάλογες πρακτικές δανεισμού των άλλων
περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης.
Ο τρίτος κερδοσκόπος της ανθηρής περιόδου του ευρώ ήταν η
τάξη των Ελλήνων επαγγελματιών πολιτικών,
εκπροσωπούμενη, από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας και μετά, από τα δύο
μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ). Μετά τη μετάβαση σε ένα
νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που επιβλήθηκε από τον Κώστα Σημίτη το 1996
και την εξαφάνιση της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, όλες οι παλιές
επιφυλάξεις του ΠΑΣΟΚ για τις μεγάλες επιχειρηματικές δυναστείες, την κρατικοδίαιτη
ορθόδοξη Εκκλησία και το στρατιωτικοβιομηχανικό
σύμπλεγμα καταρρίφθηκαν. Το ΠΑΣΟΚ παραδόθηκε ανεπιφύλακτα πλέον στις άρχουσες
ελίτ, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις σε υποδομές, τις αμυντικές συμβάσεις
αλλά και τις συνακόλουθες εγγυήσεις αναχρηματοδότησης. Κατά τη διάρκεια της
περιόδου άνθισης, μόνον η Siemens διέθεσε περίπου 15 εκατ. ευρώ σε δωροδοκίες στοχεύοντας
στην απόκτηση του ελέγχου του ΟΤΕ, επηρεάζοντας τις αποφάσεις
ανάθεσης έργων του Υπουργείου Άμυνας και εξασφαλίζοντας για την ίδια τα πιο
σημαντικά επενδυτικά σχέδια που συνδέονταν με τους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Οι καταθέσεις των
ευρωπαίων επενδυτών στους τραπεζικούς λογαριασμούς
των κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν ήταν παρά μόνο ένα μικρό
συμπλήρωμα στα μακροπρόθεσμα τραπεζικά δάνεια που έδιναν σε αυτά τα κόμματα,
δάνεια τα οποία χρησιμοποιούσαν για τη χρηματοδότηση και διατήρηση των
κομματικών τους μηχανισμών, και για την κάλυψη των εξόδων στις προεκλογικές
περιόδους. Η συστηματική εξαγορά των Ελλήνων
πολιτικών και των αντίστοιχων μηχανισμών εξουσίας και προπαγάνδας έγιναν ένα
βασικό στοιχείο στην περίοδο της άνθισης.
Έτσι, όταν το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές το 2004 και η ΝΔ με
αρχηγό τον Κώστα Καραμανλή πήρε την εξουσία, δεν συντελέστηκε παρά μια απλή αλλαγή φρουράς, και δεν συνεπαγόταν
τίποτα περισσότερο από μια μετατόπιση στο φάσμα των ευνοημένων κοινωνικών
ομάδων. Ως αποτέλεσμα αυτού του είδους πελατειακών σχέσεων, η διαφθορά και η
απληστία εξαπλώθηκαν σε πλατιά στρώματα της κοινωνίας. Είναι θεμιτό να μιλάμε
για ένα σύστημα κοινωνικής διαφθοράς που στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της
αλληλεγγύης και της κοινωνικής ισότητας, στοιχεία τα οποία είναι τόσο
απαραίτητα σήμερα.
Αυτός ο αχαλίνωτος χορός της άρχουσας τάξης είχε ήδη
δημιουργήσει ένα σοβαρό μειονέκτημα πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση. Στην αρχή της
νέας χιλιετίας, η Ελλάδα ανέπτυξε ένα σταθερά αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο. Το
έλλειμμα του προϋπολογισμού ξέφυγε εκτός ελέγχου, λόγω του κόστους αναχρηματοδότησης
που σχετιζόταν με τις επενδύσεις σε εθνικές υποδομές. Τότε ξεκίνησε μια
υφέρπουσα διαδικασία αποβιομηχάνισης, καθώς το
σχετικά υψηλό κόστος εργασίας στη χώρα και η συνεχώς φθίνουσα ανταγωνιστικότητά
της δεν μπορούσε πλέον να αντισταθμίζεται από την υποτίμηση του εθνικού της
νομίσματος. Οι ελληνικές εξαγωγές εντός της Ε.Ε. μειώθηκαν αντιστοίχως. Η
επιλογή αναπροσανατολισμού της ελληνικής πολιτικής εξαγωγών προς
αναπτυσσόμενες και νέες βιομηχανικές χώρες ήταν επίσης όλο και πιο ασύμφορη,
καθώς οι χώρες αυτές είχαν αποκτήσει οι ίδιες εξαγωγικό προσανατολισμό χάρη
στους χαμηλούς μισθούς τους, που τις κατέστησαν έτσι ανταγωνιστικές προς τα
ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες. Έτσι, η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας στον
τομέα της νομισματικής πολιτικής όχι μόνο εξάλειψε τους αντισταθμιστικούς
μοχλούς της «τεχνητής» υποτίμησης, αλλά και έθεσε την ελληνική εμπορική
πολιτική υπό πίεση. Η Ελλάδα αντιμετώπιζε την προοπτική να συνθλίβει ανάμεσα
στις πιέσεις που προέρχονταν από την εξαγωγική δύναμη των ισχυρών κρατών-μελών
της Ε.Ε., κράτη των οποίων οι οικονομίες χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό
τεχνολογικής ανάπτυξης και μια προηγμένη οργάνωση της παραγωγής, και την
επιθετική εμπορική πολιτική χωρών της παγκόσμιας περιφέρειας που είχαν πια το
πλεονέκτημα των χαμηλών μισθών. Η ανεργία αυξήθηκε δραματικά. Ιδιαίτερα
επηρεάστηκαν οι νέοι απόφοιτοι λυκείου και οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων που
δεν είχαν ακόμα εγγυήσεις απασχόλησης. Αναγκάστηκαν όλο και περισσότερο να
υποχωρήσουν σε κοινωνικά απροστάτευτες, προσωρινές και κακοπληρωμένες σχέσεις
εργασίας που είχαν προκύψει μετά την παράνομη μετανάστευση της δεκαετίας του
1990, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας πραγματικής παραοικονομίας. Αυτή
η πρωτόγνωρη εξέλιξη για την Ελλάδα, ερμηνευόταν ολοένα περισσότερο ως ένα
ανησυχητικό προμήνυμα από τους κοινωνιολόγους, οι οποίοι έκαναν λόγο για την
εμφάνιση μιας νέας γενιάς «των 700 ευρώ». Ο όρος έφτασε γρήγορα να προσδιορίζει
τα αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα των νέων επισφαλώς εργαζομένων και των
παράνομων μεταναστών.
Το βιβλίο "Η Ελλάδα και η κρίση" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ και η μετάφραση είναι του Δημήτρη Λάμπου.