Συχνά κατηγορούμε τους εκπρόσωπους του πνευματικού κόσμου και, ειδικότερα, τους έλληνες συγγραφείς (όσους, τουλάχιστον, από αυτούς μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στον πνευματικό κόσμο) ότι δεν παρεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα, για να καυτηριάσουν την καταβαράθρωση της ελληνικής κοινωνίας και, γενικότερα, το γκρέμισμα του ελληνικού κράτους, που συντελείται αυτά τα μνημονιακά χρόνια.
Ίσως όμως, η πολιτική να μην είναι η ειδικότητά τους. Τις τελευταίες μέρες που η κουβέντα περιστρέφεται πιο κοντά στο πεδίο γνώσης τους, την ελληνική γλώσσα, με ικανοποίηση διαβάσαμε άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου στο protagon.gr, που μας εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό (το άρθρο, όχι το site) και γι'αυτό θεωρούμε ότι πρέπει να το αναδημοσιεύσουμε και σε αυτό το blog, που φιλοδοξεί να αποτελεί συλλογή ενδιαφερόντων κειμένων.
Άλλη μια άσκεπτη πρόταση, άλλη μια επίδειξη
ψευτοπροοδευτισμού από τα έδρανα της αριστεράς και μάλιστα από εκείνα της
λογικής και μετριοπαθούς ΔΗΜΑΡ: η κ. Ρεπούση, εγχώρια εκπρόσωπος μιας
παρωχημένης σχολής ιστορικών, προτείνει την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών στο
σχολείο. Η στάση αυτή είναι από τη μία πλευρά δήθεν προκλητική (του τύπου
épater le bourgeois) κι από την άλλη λαϊκιστική εφόσον γονείς, μαθητές και
μέρος των καθηγητών επιζητούν την ελάφρυνση από τα μαθητικά βάρη.
Πρόκειται για μια τακτική που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ από τις
πρώτες ημέρες της ανόδου του στην κυβέρνηση: «διευκόλυνση» του σχολείου,
απαλλαγή από τα δυσνόητα μαθήματα καθώς κι από οτιδήποτε συνδεόταν –κακώς- με
συντηρητισμό, ελιτισμό, εθνικισμό και προγονολατρία. Ήδη, μετά τα γεγονότα του
Μαΐου 1968, οι ανθρωπιστικές επιστήμες σε όλον τον κόσμο υπέστησαν μεγάλη ήττα
ακριβώς μέσα από τον υποτιθέμενο θρίαμβό τους: η γνώση εκλαϊκεύτηκε, το επίπεδο
των σπουδών έπεσε ώστε να αντιστοιχεί στην κοινωνική ισοπέδωση. Το κύρος των
διδασκόντων κατέρρευσε και το μάθημα έγινε «διάλογος» χωρίς ωστόσο να μπορεί,
εκ των πραγμάτων, να γίνει διάλογος ανάμεσα σε κάποιον που «ξέρει» και σε
κάποιον που «δεν ξέρει». Κάτι ανάλογο συνέβη στην Ελλάδα μετά το 1974 και,
κυρίως, μετά το 1981.
Από την αυταρχική εκπαίδευση περάσαμε, άνετα, εύθυμα και με τη συνηθισμένη μας επιπολαιότητα, στη μηδενική εκπαίδευση.
Από την αυταρχική εκπαίδευση περάσαμε, άνετα, εύθυμα και με τη συνηθισμένη μας επιπολαιότητα, στη μηδενική εκπαίδευση.
Πιθανότατα η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, των λατινικών
και της ιστορίας να απαιτούν μεταρρύθμιση όπως απαιτεί μεταρρύθμιση ολόκληρο το
ελληνικό σχολείο, το οποίο, εξάλλου, υπολειτουργεί. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση δεν
ισοδυναμεί με την εξασθένιση του περιεχομένου· ισοδυναμεί με τον εκσυγχρονισμό
των μεθόδων διδασκαλίας και του πνεύματος που διέπει αυτή τη διδασκαλία. Θέλω
να πω: πολλά παιδιά δυσκολεύονται στα μαθηματικά – μήπως πρέπει να καταργήσουμε
και τα μαθηματικά; Πολλά παιδιά, ακριβώς διότι οι ενήλικες δεν παίζουν σωστά
τον ρόλο τους, πιστεύουν ότι τα μαθηματικά «δεν χρειάζονται» ακριβώς όπως
πιστεύουν ότι τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά είναι «νεκρές γλώσσες».
Πρόκειται για ζήτημα φιλοσοφίας της εκπαίδευσης στο οποίο πρέπει να
ενσωματώνεται μια διαδικασία πειθούς: τα σχολικά μαθήματα δεν χρησιμεύουν ούτε
ως αυτά καθεαυτά, ούτε ως ύλη και μέσον για τις πανελλήνιες εξετάσεις –
χρησιμεύουν για να μαθαίνουμε πώς να σκεφτόμαστε, πώς να οργανώνουμε τη σκέψη
και τον λόγο. Τα σχολικά μαθήματα απευθύνονται σε ανθρώπους εν εξελίξει μέσα σ’ έναν μεταβαλλόμενο κόσμο.
Η ελληνική παιδεία έχει αποτύχει οικτρά διότι έχει
δημιουργήσει παράλογους πολίτες, πολίτες που δεν έχουν μάθει να σκέφτονται και
να χειρίζονται τη μητρική τους γλώσσα. Οι προτάσεις για περαιτέρω εκχυδαϊσμό
του σχολείου θα καταλήξουν σε βαθύτερη αμάθεια και παραλογισμό. Τα αρχαία
ελληνικά δεν διδάσκονται για να μιλάμε μεταξύ μας: διδάσκονται ως σύστημα σημειωτικής
και ως ιστορικό προϊόν μοναδικό στον κόσμο. Όσο για τα λατινικά, είναι, μεταξύ
άλλων, η πολύτιμη βάση για να μάθει κανείς μια σειρά γλώσσες ανοίγοντας
περισσότερα παράθυρα στον πολιτισμό. Εξάλλου, είναι μια υπέροχη περιπέτεια στις
λέξεις και στις γλωσσικές συγκρίσεις. Μόνο ένα στείρο πνεύμα δεν το κατανοεί
αυτό.
Επιπλέον, στην Ελλάδα διατηρείται η εξίσου παρωχημένη
προκατάληψη και εχθρότητα ανάμεσα στις ανθρωπιστικές και τις θετικές επιστήμες,
μια διαίρεση φαντασιακή: εξαιτίας της πλημμελούς μας παιδείας, δεν μπορούμε να
κατανοήσουμε τη διεπιστημονικότητα της γνώσης, καθώς τη συμπληρωματικότητά της.
Στη χώρα μας, οι λεγόμενοι άνθρωποι των θετικών επιστημών περιφρονούν τους
λεγόμενους «φιλολογίζοντες», οι οποίοι, με τη σειρά τους, αδυνατούν να σκεφτούν
«θετικά» - εξαιρέσεις υπάρχουν, η γενική κατάσταση όμως αντιστοιχεί στα
δεδομένα του 19ου αιώνα.
Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών μπορεί
να γίνει ελκυστική όπως ελκυστικά είναι, από τη φύση τους, τα αρχαία ελληνικά
και τα λατινικά. Ομοίως, μπορεί να γίνει ελκυστική η διδασκαλία των
μαθηματικών, της φυσικής και της χημείας. Στο σχολείο χρειάζονται βασικά
μαθήματα, όχι «δευτερεύοντα» που προσφέρουν απλές γνώσεις χωρίς σύστημα
συλλογισμού: κυρίως, χρειάζονται τα μαθήματα εκείνα που συμβάλλουν στη
δημιουργία ελλόγων όντων. Προς το παρόν, το ελληνικό σχολείο, παρά τις
προσπάθειες ορισμένων διδασκόντων, τείνει στη δημιουργία αντιγράφων είτε ενός
γελοίου πατρογονόπληκτου κατεστημένου (με επικίνδυνη ροπή προς δήθεν
ελληνοπρεπείς συμμορίες), είτε ενός αριστερού κατεστημένου που απαξιώνει τη
λεγόμενη «αστική γνώση» παραβλέποντας ολόκληρη την επιστήμη της εκπαίδευσης.
Πριν από το 1974, η αριστερά υποστήριζε τη μάθηση και τον πολιτισμό, σήμερα
υποστηρίζει τον αναλφαβητισμό, τις υπεραπλουστευμένες ιδέες του λούμπεν
προλεταριάτου.
Έχουμε μακρά παράδοση σ’ αυτή την ανόητη διελκυστίνδα μεταξύ
εθνικιστών και δήθεν «διεθνιστικής» αριστεράς, με γλαφυρό και σταθερό
παράδειγμα την ίδια τη γλώσσα και το γλωσσικό ζήτημα, στο οποίο, κατά τη γνώμη
μου, αμφότερες οι πλευρές είχαν και έχουν άδικο. Το διακύβευμα δεν θα έπρεπε να
είναι η πολιτική αντιπαράθεση μέσω του σχολείου αλλά η αποτελεσματική
αντιμετώπιση της διανοητικής ευκολίας που προωθείται ως αξία και η οποία δεν
δημιουργεί πολίτες - δημιουργεί μέλη ενός όχλου.