Η ρευστή πολιτικο-οικονομική κατάσταση συνεχίζεται (και ποιος ξέρει για πόσο καιρό ακόμα θα συνεχίζεται). Και ως συνήθως, θα προσφύγουμε στην αναλυτική ματιά τού κ.Σταύρου Λυγερού για να πάρουμε μια γεύση των εξελίξεων και των προοπτικών που υπάρχουν με δεδομένη την υπάρχουσα εμπλοκή στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις.
Η πρακτική που ακολουθείται από τον περασμένο Αύγουστο να πληρώνονται οι δανειακές υποχρεώσεις, απορροφώντας τη ρευστότητα από την οικονομία έχει φθάσει στα όριά της. Ακόμα και εάν η Αθήνα συγκεντρώσει μέχρι τις 12 Μαΐου τα 750 περίπου εκατ. για να πληρώσει το ΔΝΤ, δεν θα έχει καταφέρει τίποτα περισσότερο από το να αγοράσει ακριβά λίγο χρόνο, για την ακρίβεια μερικές ημέρες. Και μάλιστα κατά τρόπο που σπαταλάει τα κάθε είδους διαθέσιμα, χωρίς να διαλύει το κλίμα αβεβαιότητας που σκοτώνει την οικονομία.
Είναι δεδομένο πως ο κόμπος φθάνει στο χτένι. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα πρέπει να λάβει κρίσιμες αποφάσεις. Προς το παρόν εκφράζει την αισιοδοξία της πως τις αμέσως επόμενες ημέρες θα προκύψει συμφωνία με τους δανειστές. Τα μηνύματα, όμως, από την άλλη πλευρά είναι σε άλλο μήκος κύματος. Αν και κάνουν λόγο για βελτίωση του κλίματος στις διαπραγματεύσεις, δεν βλέπουν τουλάχιστον άμεσα συμφωνία.
Η Αθήνα ζητάει να αποτυπωθούν σε ενδιάμεση συμφωνία οι μέχρι τώρα συγκλίσεις και στη βάση αυτής της συμφωνίας να της παρασχεθεί ρευστότητα για να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της. Αντιθέτως, το ΔΝΤ και τα γεράκια του ευρωιερατείου απαιτούν από την κυβέρνηση Τσίπρα να υποχωρήσει εδώ και τώρα από τις κόκκινες γραμμές της σε πολιτικά ευαίσθητα ζητήματα, όπως η μείωση των συντάξεων, οι ομαδικές απολύσεις, οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας, η αύξηση του ΦΠΑ κλπ. Για την ακρίβεια επαναφέρουν χωρίς προσχήματα στο τραπέζι τους μνημονιακούς όρους της 5ης αξιολόγησης.
Αν και οι δανειστές επενδύουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τεχνοκρατικό-οικονομικό μανδύα, είναι εξόφθαλμο πως πρόκειται πρωτίστως για πολιτικού χαρακτήρα διελκυστίνδα με έντονα στοιχεία εκβιασμού. Στην πραγματικότητα, προκαλώντας ασφυξία στην ελληνική οικονομία, επιδιώκουν να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση Τσίπρα σε άνευ όρων παράδοση. Και εάν συνεχίσει να αντιστέκεται να την υπονομεύσουν και να την αποσταθεροποιήσουν, στρέφοντας τους δεινοπαθούντες Έλληνες εναντίον της.
Είναι απολύτως ενδεικτική η δήλωση ανώτατου παράγοντα του ευρωιερατείου πως εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ματώσει, υποχωρώντας σε ζητήματα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν πρόκειται να έχει συμφωνία. Ο ανελαστικός τρόπος που η Τρόικα συμπεριφέρεται και κυρίως ο τρόπος που με διαρροές διαμορφώνει μία παραπλανητική εικόνα για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων θα έπρεπε να έχει προ πολλού ωθήσει την Αθήνα να απαιτήσει τη δημοσιοποίηση των εκατέρωθεν θέσεων.
Το διακύβευμα σ’ αυτή την υπόθεση, άλλωστε, υπερβαίνει κατά πολύ την Ελλάδα. Στο ελληνικό μέτωπο δίνεται μία μάχη με υψηλό πολιτικό συμβολισμό. Εάν η κυβέρνηση Τσίπρα επιβιώσει θα δώσει μία ισχυρή ώθηση σ’ όλα τα αντισυστημικά κόμματα στην Ευρώπη που αμφισβητούν το κυρίαρχο δόγμα της λιτότητας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας και κατ’ επέκτασιν την παντοκρατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αντιθέτως, εάν υποχρεωθεί σε άνευ όρων παράδοση ή αποσταθεροποιηθεί, τα κόμματα αυτά θα υποστούν πολιτικοεκλογική ζημιά.
Αυτή τη φορά ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν διέπραξε το ομολογημένο από τον ίδιο σφάλμα του στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Συνδέει την κατάθεση και ψήφιση του πολυνομοσχεδίου με την έγγραφη δέσμευση του ευρωιερατείου πως θα αποκαταστήσει τη ροή της χρηματοδότησης. Το εάν θα εκταμιευθεί μέρος της δόσης, ή η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) θα αυξήσει σημαντικά το όριο για την αγορά έντοκων γραμματίων του κράτους από τις ελληνικές τράπεζες είναι προς συζήτηση. Το ζητούμενο είναι να σταματήσει η παρατεταμένη ασφυξία.
Γιατί, όμως, το ευρωιερατείο να χαλαρώσει τη θηλιά που έχει περάσει στον λαιμό της Ελλάδας; Γιατί να διευκολύνει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την ώρα που την έχει με την πλάτη στο καναβάτσο, όταν στόχος του είναι να την εξαναγκάσει σε άνευ όρων παράδοση; Ο Τσίπρας δηλώνει πολύ αισιόδοξος ότι θα επιτευχθεί συμφωνία και μάλιστα χωρίς να παραβιασθούν οι ελληνικές κόκκινες γραμμές. Δεν δίνει, ωστόσο, απάντηση στο παραπάνω κρίσιμο ερώτημα. Πιθανώς να του έχουν δοθεί κάποιες διαβεβαιώσεις, αλλά η μέχρι τώρα πείρα από τις επαφές του με Μέρκελ, Ολάντ και Γιούνκερ μας διδάσκει να κρατάμε μικρό καλάθι.
Ακόμα και εάν τελικώς επιτευχθεί ενδιάμεση συμφωνία, όλα δείχνουν ότι η χρηματοδότηση που θα δοθεί ως αντάλλαγμα θα είναι με το σταγονόμετρο. Το πρόβλημα θα μετατεθεί για τον Ιούνιο, οπότε και θα κορυφωθούν οι πολύ πιο δύσκολες διαπραγματεύσεις για τη συνολική συμφωνία που θα καθορίσει τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια.
Τότε, είναι δεδομένο πως θα μπουν στο τραπέζι όχι μόνο όσα καυτά ζητήματα η Αθήνα δεν θέλει να αγγίξει τώρα, αλλά και το κρίσιμο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Το χάσμα που χωρίζει τις σημερινές θέσεις αφενός των δανειστών, αφετέρου της κυβέρνησης Τσίπρα καθιστά λίγο πιθανή την επίτευξη συνολικής συμφωνίας μέχρι το τέλος Ιουνίου, οπότε τελειώνει η τετράμηνη παράταση. Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν επιτευχθεί τώρα ενδιάμεση συμφωνία, το πρόβλημα θα μετατεθεί για μερικές εβδομάδες.
Μόνο εάν η Ελλάδα έφθανε στον Σεπτέμβριο χωρίς να έχει κάνει πίσω από τις κόκκινες γραμμές της και χωρίς να έχει αθετήσει πληρωμές θα είχε ουσιαστικά απεγκλωβισθεί. Κι αυτό, επειδή από το φθινόπωρο οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μειώνονται δραστικά και εάν η οικονομία σταθεί στα πόδια της και τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης θα είναι σε θέση να τις εξυπηρετήσει.
Δεν είναι καθόλου εύκολο, όμως, η κυβέρνηση Τσίπρα να φθάσει χωρίς αθέτηση πληρωμών στον Σεπτέμβριο. Το καλοκαίρι πρέπει να πληρώσει ομόλογα που βρίσκονται στα χέρια της ΕΚΤ ύψους περίπου επτά δισ. Είναι προφανές πως το ευρωιερατείο δεν θα αποδεχθεί χωρίς πολύ σκληρούς όρους την ελληνική πρόταση τα εν λόγω ομόλογα να τα εξαγοράσει ο ΕSM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας).
Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Τσίπρας θα εμείνει στις κόκκινες γραμμές του ή θα υποκύψει στον εκβιασμό. Όπως έχουμε προαναφέρει, ο στόχος των δανειστών δεν ήταν ποτέ στενά οικονομικός. Για την ακρίβεια, τώρα που έχουν απέναντί τους την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι πρωτίστως πολιτικός.
Στο Μαξίμου έχουν πεισθεί γι’ αυτό και θεωρούν ότι εάν τώρα υποκύψουν θα βρεθούν σύντομα αντιμέτωποι με νέες ακόμα πιο επώδυνες απαιτήσεις των δανειστών. Το έργο, άλλωστε, το έχουμε δει και με τις μνημονιακές κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά.
Εκτός αυτού, εάν ο Τσίπρας παραδοθεί θα αντιμετωπίσει αμέσως μείζονος σημασίας εσωκομματικό πρόβλημα. Πολλοί νομίζουν ότι θα βρει απέναντί του μόνο την Αριστερή Πλατφόρμα του Λαφαζάνη. Το τοπίο στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είναι πιο σύνθετο.
Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν άριστα την κομματική γεωγραφία, ο πρωθυπουργός μπορεί να περάσει έναν ετεροβαρή συμβιβασμό, αλλά όχι μία συμφωνία που παραβιάζει κατάφωρα τις κόκκινες γραμμές. Σε μία τέτοια περίπτωση θα βρει απέναντί του και σημερινούς υποστηρικτές του στο κόμμα. Ούτε ο ίδιος, άλλωστε, φαίνεται διατεθειμένος να κάνει ένα τέτοιο βήμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα όριο στο τι μπορεί να αποδεχθεί. Το ίδιο ισχύει, άλλωστε, και για όσους τον ψήφισαν. Είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν σημαντικές εκπτώσεις στις προεκλογικές εξαγγελίες της Κουμουνδούρου, αλλά όχι επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι. Με άλλα λόγια, ο Τσίπρας μπορεί να υποχωρήσει μόνο στο μέτρο που αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό από την εκλογική βάση του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η άνευ όρων παράδοση, χωρίς να αποκλείεται, φαντάζει ακραία μειοψηφικό σενάριο.
Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι δανειστές θα εμείνουν στη σημερινή ανελαστική τακτική τους, έχοντας επίγνωση ότι θα προκαλέσουν αθέτηση πληρωμών. Κατηγορηματική απάντηση δεν υπάρχει. Οι όποιες σχετικές δηλώσεις και διαρροές υπάρχουν συνήθως εξυπηρετούν τις σκοπιμότητες του ακήρυχτου ψυχολογικού πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Οι πιο σοβαροί πολιτικοί και αναλυτές προειδοποιούν πως είναι κραυγαλέος τυχοδιωκτισμός η Ελλάδα να σπρωχτεί σε αθέτηση πληρωμών. Αν και δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με πτώχευση, μπορεί να τροφοδοτήσει μία ανεξέλεγκτη δυναμική, η οποία με τη σειρά της να οδηγήσει σε έξοδο από την Ευρωζώνη. Όσο κι αν ισχυρίζονται πως οι επιπτώσεις μίας τέτοιας εξέλιξης μπορεί να ελεγχθούν, ο ίδιος ο Ντράγκι μίλησε για αχαρτογράφητα νερά.
Παρόλα αυτά, είναι λάθος να υποτιμηθεί το γεγονός πως η εξώθηση της Ελλάδας σε αθέτηση πληρωμών αντιπροσωπεύει έναν πολιτικό πειρασμό για τα γεράκια. Ερωτοτροπούν με την ιδέα ότι εάν ωθήσουν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση θα προκαλέσουν οικονομικό πανικό και κατ’ αυτό τον τρόπο θα ανατρέψουν την κυβέρνηση Τσίπρα.
Παρότι ο πρωθυπουργός έχει την τάση να αγκιστρώνεται στα αισιόδοξα σενάρια, δεν αγνοεί αυτό τον κίνδυνο, ειδικά τώρα που τα περιθώρια έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Αυτός είναι ο λόγος που την περασμένη Δευτέρα έστειλε με ξεκάθαρο τρόπο το μήνυμα ότι εάν σφίξουν τη θηλιά θα προκηρύξει δημοψήφισμα.
Η φιλολογία για προσφυγή στον λαό δεν είναι νέα. Αρκετοί υπουργοί και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάνει σχετικές δηλώσεις. Μέχρι τώρα, όμως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έσπευδε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μήνυμα προς το ευρωιερατείο να θολώνει και να μην λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Αυτή τη φορά, όμως, είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός που το στέλνει. Ορισμένοι ερμήνευσαν τη σχετική δήλωσή του ότι θα προκηρύξει δημοψήφισμα με σκοπό να νομιμοποιήσει πολιτικά την παραβίαση όχι μόνο της λαϊκής εντολής του Ιανουαρίου, αλλά και των τωρινών κόκκινων γραμμών. Είδαν, μάλιστα, στο δημοψήφισμα έναν τρόπο για να εξουδετερωθούν οι αναπόφευκτες μαζικές και πιθανότατα ανεξέλεγκτες εσωκομματικές αντιδράσεις.
Έγκυρες κυβερνητικές πηγές διαψεύδουν αυτή την ερμηνεία. Επικαλούνται, μάλιστα, και διευκρινιστικές δηλώσεις κορυφαίων στελεχών, όπως αυτές του Δραγασάκη και του Σκουρλέτη. Υποστηρίζουν ότι εάν επιτευχθεί ένας έντιμος συμβιβασμός δεν πρόκειται να προκηρυχθεί δημοψήφισμα. Μόνο εάν στη Βουλή προκύψει άρνηση υπερψήφισης από μία μεγάλη μερίδα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τότε ίσως ο πρωθυπουργός υποχρεωθεί να προκηρύξει εκλογές (με λίστα) για να ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό μέτωπο. Οι ίδιες πηγές, ωστόσο, εκφράζουν τη βεβαιότητα πως τα πράγματα δεν πρόκειται να φθάσουν σ’ αυτό το σημείο.
Το δημοψήφισμα, λοιπόν, θα προκηρυχθεί μόνο εάν οι δανειστές σφίξουν τη θηλιά γύρω από τον λαιμό της Ελλάδας, επιμένοντας να κρατούν κλειστή τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Γι’ αυτή την περίπτωση, άλλωστε, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και ενάμισι χρόνο επεξεργαζόταν σενάρια για τον τρόπο που θα αντιδράσει.
Το σχετικό ερώτημα είχε τεθεί επανειλημμένως και πιεστικά προς τον Τσίπρα και τα στελέχη του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Τότε, η Κουμουνδούρου απαντούσε πως δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, επειδή η Ελλάδα είναι συστημικός κίνδυνος. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε να εμπλακεί προεκλογικά σε μία συζήτηση που εκ των πραγμάτων τον έφερνε σε μειονεκτική θέση. Δικαιολογημένα φοβόταν πως εάν μιλούσε τη γλώσσα της αλήθειας θα διευκόλυνε τους αντιπάλους του, οι οποίοι κινδυνολογούσαν ασυστόλως, προκαλώντας σημαντική αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα.
Εάν προκληθεί ασφυξία, ακόμα και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ θα δικαιούνται να τον κατηγορήσουν πως τους είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα τους απαλλάξει από τις μνημονιακές πολιτικές σε συνθήκες οικονομικής ομαλότητας και βεβαίως εντός της Ευρωζώνης. Με άλλα λόγια, εάν τα πράγματα πάνε σε ρήξη, η κυβέρνηση Τσίπρα θα έχει σοβαρό πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης, το οποίο θα εκμεταλλευθούν στο έπακρο οι αντίπαλοί της.
Η προκήρυξη εκλογών μπορεί να καλύψει το κενό πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά δεν είναι σε θέση να αλλάξει ριζικά τους όρους της αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Στην καλύτερη περίπτωση οι νέες εκλογές θα αυξήσουν λίγο το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, εξασφαλίζοντάς του αυτοδυναμία. Αυτό θα είχε σημασία εάν αντιμετώπιζε πρόβλημα με τους ΑΝΕΛ. Το κόμμα του Καμμένου, όμως, είναι ο ιδανικός κυβερνητικός εταίρος. Οι απαιτήσεις του είναι ελάχιστες και δεν έχει δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα στον Τσίπρα.
Το δημοψήφισμα μπορεί όχι μόνο να καλύψει το κενό πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά και να επηρεάσει αποφασιστικά τους όρους της αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Το πρώτο πολιτικό πλεονέκτημά του είναι ότι, σε αντίθεση με τις εκλογές, στο δημοψήφισμα μπορεί να αθροισθούν πολιτικά οι αντιμνημονιακές ψήφοι. Το ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν οι ψηφοφόροι είναι εάν αποδέχονται ή όχι το τελεσίγραφο που ουσιαστικά θέτουν οι δανειστές στην Ελλάδα, δηλαδή την επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι.
Αυτό το τελεσίγραφο δεν θα το απορρίψουν μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Θα το απορρίψουν και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων, αλλά και της Χρυσής Αυγής, ενώ πιθανόν να προστεθούν και κάποιοι ψηφοφόροι των μνημονιακών κομμάτων. Με άλλα λόγια, η απόρριψη του τελεσιγράφου έχει τις προϋποθέσεις να συγκεντρώσει μία άνετη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Κι αυτό, παρότι η “παράταξη του Μνημονίου” θα σπεύσει να πει πως στην πραγματικότητα η απόρριψη θα οδηγήσει σε έξοδο από την Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Κουμουνδούρου από την εποχή που ήταν αντιπολίτευση, ο Τσίπρας θα ζητήσει από τους ψηφοφόρους να απορρίψουν το τελεσίγραφο των δανειστών για επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι. Επιπροσθέτως, θα ξεκαθαρίσει πως εάν ο λαός αποδεχθεί το τελεσίγραφο η κυβέρνησή του θα παραιτηθεί, επειδή είναι αντίθετη στην εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών. Είναι ασαφές, όμως, εάν το τελευταίο ισχύει και σήμερα.
Το δεύτερο πολιτικό πλεονέκτημα που έχει το δημοψήφισμα είναι ότι η απόρριψη της επιστροφής στο μνημονιακό μονοπάτι θα ακυρώσει την προπαγάνδα του ευρωιερατείου πως ο ελληνικός λαός έπεσε θύμα των λαϊκιστικών και ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ακυρωθεί δηλαδή η προσπάθεια αποσταθεροποίησης και ανατροπής της κυβέρνησης Τσίπρα. Το ευρωιερατείο θα υποχρεωθεί να επανακαθορίσει τη στάση του, με βάση το κριτήριο τι θέλει να κάνει με την Ελλάδα ως χώρα.
Ο πρωθυπουργός δεν επιθυμεί οι σχέσεις με την Ευρωζώνη να φθάσουν στα όρια της ρήξης, επειδή έχει συνείδηση πως αυτό θα είναι επώδυνο για την Ελλάδα. Εάν προκηρύξει δημοψήφισμα θα υποχρεωθεί να επιβάλλει ταυτοχρόνως και ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων για να αποτρέψει το bank run. Αυτό θα έχει πολιτικοεκλογικό κόστος, αλλά στο Μαξίμου εκτιμούν όχι τόσο ώστε να αλλάξει ποιοτικά τον ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων.
Ο Τσίπρας επιδιώκει έναν έστω και ετεροβαρή συμβιβασμό, αλλά προς το παρόν οι δανειστές δεν του τον δίνουν. Αντ’ αυτού σχεδιάζουν επί χάρτου πτώχευση εντός Ευρωζώνης και άλλα τινά. Εάν συνεχίσουν την ίδια στάση, θα πρέπει να απαντήσει στο εξής δίλημμα: ή να αφεθεί να βουλιάξει στην πολιτικά μη διαχειρίσιμη κατάσταση που θα προκύψει από την αθέτηση πληρωμών και την πρόκληση οικονομικού πανικού, ή να προκηρύξει δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με συνεργάτες του, θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να μην αντιμετωπίσει αυτό το δίλημμα. Εάν, όμως, το αντιμετωπίσει θα προκηρύξει δημοψήφισμα. Οι ίδιοι λένε πως το δημοψήφισμα δεν είναι μπλόφα, αλλά η μόνη πολιτική αντίδραση που έχει στα χέρια του ο πρωθυπουργός εάν η άλλη πλευρά εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στο Μαξίμου εκτιμούν πως προς το παρόν τα αφεντικά της Ευρωζώνης τεστάρουν τις προθέσεις του. Εκτιμούν πως εάν ο κόμπος φθάσει στο χτένι και τους ανακοινωθεί εμπιστευτικά ότι επίκειται η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα υποχρεωθούν να διαπραγματευθούν εποικοδομητικά με την Αθήνα κι όχι με όρους εκβιαστικών διλημμάτων όπως τώρα. Αυτό, άλλωστε, άφησε σαφώς να εννοηθεί και ο Φλαμπουράρης.
Η πρακτική που ακολουθείται από τον περασμένο Αύγουστο να πληρώνονται οι δανειακές υποχρεώσεις, απορροφώντας τη ρευστότητα από την οικονομία έχει φθάσει στα όριά της. Ακόμα και εάν η Αθήνα συγκεντρώσει μέχρι τις 12 Μαΐου τα 750 περίπου εκατ. για να πληρώσει το ΔΝΤ, δεν θα έχει καταφέρει τίποτα περισσότερο από το να αγοράσει ακριβά λίγο χρόνο, για την ακρίβεια μερικές ημέρες. Και μάλιστα κατά τρόπο που σπαταλάει τα κάθε είδους διαθέσιμα, χωρίς να διαλύει το κλίμα αβεβαιότητας που σκοτώνει την οικονομία.
Είναι δεδομένο πως ο κόμπος φθάνει στο χτένι. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα πρέπει να λάβει κρίσιμες αποφάσεις. Προς το παρόν εκφράζει την αισιοδοξία της πως τις αμέσως επόμενες ημέρες θα προκύψει συμφωνία με τους δανειστές. Τα μηνύματα, όμως, από την άλλη πλευρά είναι σε άλλο μήκος κύματος. Αν και κάνουν λόγο για βελτίωση του κλίματος στις διαπραγματεύσεις, δεν βλέπουν τουλάχιστον άμεσα συμφωνία.
Η Αθήνα ζητάει να αποτυπωθούν σε ενδιάμεση συμφωνία οι μέχρι τώρα συγκλίσεις και στη βάση αυτής της συμφωνίας να της παρασχεθεί ρευστότητα για να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της. Αντιθέτως, το ΔΝΤ και τα γεράκια του ευρωιερατείου απαιτούν από την κυβέρνηση Τσίπρα να υποχωρήσει εδώ και τώρα από τις κόκκινες γραμμές της σε πολιτικά ευαίσθητα ζητήματα, όπως η μείωση των συντάξεων, οι ομαδικές απολύσεις, οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας, η αύξηση του ΦΠΑ κλπ. Για την ακρίβεια επαναφέρουν χωρίς προσχήματα στο τραπέζι τους μνημονιακούς όρους της 5ης αξιολόγησης.
Αν και οι δανειστές επενδύουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις με τεχνοκρατικό-οικονομικό μανδύα, είναι εξόφθαλμο πως πρόκειται πρωτίστως για πολιτικού χαρακτήρα διελκυστίνδα με έντονα στοιχεία εκβιασμού. Στην πραγματικότητα, προκαλώντας ασφυξία στην ελληνική οικονομία, επιδιώκουν να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση Τσίπρα σε άνευ όρων παράδοση. Και εάν συνεχίσει να αντιστέκεται να την υπονομεύσουν και να την αποσταθεροποιήσουν, στρέφοντας τους δεινοπαθούντες Έλληνες εναντίον της.
Είναι απολύτως ενδεικτική η δήλωση ανώτατου παράγοντα του ευρωιερατείου πως εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ματώσει, υποχωρώντας σε ζητήματα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν πρόκειται να έχει συμφωνία. Ο ανελαστικός τρόπος που η Τρόικα συμπεριφέρεται και κυρίως ο τρόπος που με διαρροές διαμορφώνει μία παραπλανητική εικόνα για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων θα έπρεπε να έχει προ πολλού ωθήσει την Αθήνα να απαιτήσει τη δημοσιοποίηση των εκατέρωθεν θέσεων.
Το διακύβευμα σ’ αυτή την υπόθεση, άλλωστε, υπερβαίνει κατά πολύ την Ελλάδα. Στο ελληνικό μέτωπο δίνεται μία μάχη με υψηλό πολιτικό συμβολισμό. Εάν η κυβέρνηση Τσίπρα επιβιώσει θα δώσει μία ισχυρή ώθηση σ’ όλα τα αντισυστημικά κόμματα στην Ευρώπη που αμφισβητούν το κυρίαρχο δόγμα της λιτότητας, της δημοσιονομικής πειθαρχίας και κατ’ επέκτασιν την παντοκρατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αντιθέτως, εάν υποχρεωθεί σε άνευ όρων παράδοση ή αποσταθεροποιηθεί, τα κόμματα αυτά θα υποστούν πολιτικοεκλογική ζημιά.
Αυτή τη φορά ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν διέπραξε το ομολογημένο από τον ίδιο σφάλμα του στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Συνδέει την κατάθεση και ψήφιση του πολυνομοσχεδίου με την έγγραφη δέσμευση του ευρωιερατείου πως θα αποκαταστήσει τη ροή της χρηματοδότησης. Το εάν θα εκταμιευθεί μέρος της δόσης, ή η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) θα αυξήσει σημαντικά το όριο για την αγορά έντοκων γραμματίων του κράτους από τις ελληνικές τράπεζες είναι προς συζήτηση. Το ζητούμενο είναι να σταματήσει η παρατεταμένη ασφυξία.
Γιατί, όμως, το ευρωιερατείο να χαλαρώσει τη θηλιά που έχει περάσει στον λαιμό της Ελλάδας; Γιατί να διευκολύνει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την ώρα που την έχει με την πλάτη στο καναβάτσο, όταν στόχος του είναι να την εξαναγκάσει σε άνευ όρων παράδοση; Ο Τσίπρας δηλώνει πολύ αισιόδοξος ότι θα επιτευχθεί συμφωνία και μάλιστα χωρίς να παραβιασθούν οι ελληνικές κόκκινες γραμμές. Δεν δίνει, ωστόσο, απάντηση στο παραπάνω κρίσιμο ερώτημα. Πιθανώς να του έχουν δοθεί κάποιες διαβεβαιώσεις, αλλά η μέχρι τώρα πείρα από τις επαφές του με Μέρκελ, Ολάντ και Γιούνκερ μας διδάσκει να κρατάμε μικρό καλάθι.
Ακόμα και εάν τελικώς επιτευχθεί ενδιάμεση συμφωνία, όλα δείχνουν ότι η χρηματοδότηση που θα δοθεί ως αντάλλαγμα θα είναι με το σταγονόμετρο. Το πρόβλημα θα μετατεθεί για τον Ιούνιο, οπότε και θα κορυφωθούν οι πολύ πιο δύσκολες διαπραγματεύσεις για τη συνολική συμφωνία που θα καθορίσει τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωζώνη τα επόμενα χρόνια.
Τότε, είναι δεδομένο πως θα μπουν στο τραπέζι όχι μόνο όσα καυτά ζητήματα η Αθήνα δεν θέλει να αγγίξει τώρα, αλλά και το κρίσιμο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Το χάσμα που χωρίζει τις σημερινές θέσεις αφενός των δανειστών, αφετέρου της κυβέρνησης Τσίπρα καθιστά λίγο πιθανή την επίτευξη συνολικής συμφωνίας μέχρι το τέλος Ιουνίου, οπότε τελειώνει η τετράμηνη παράταση. Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν επιτευχθεί τώρα ενδιάμεση συμφωνία, το πρόβλημα θα μετατεθεί για μερικές εβδομάδες.
Μόνο εάν η Ελλάδα έφθανε στον Σεπτέμβριο χωρίς να έχει κάνει πίσω από τις κόκκινες γραμμές της και χωρίς να έχει αθετήσει πληρωμές θα είχε ουσιαστικά απεγκλωβισθεί. Κι αυτό, επειδή από το φθινόπωρο οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μειώνονται δραστικά και εάν η οικονομία σταθεί στα πόδια της και τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης θα είναι σε θέση να τις εξυπηρετήσει.
Δεν είναι καθόλου εύκολο, όμως, η κυβέρνηση Τσίπρα να φθάσει χωρίς αθέτηση πληρωμών στον Σεπτέμβριο. Το καλοκαίρι πρέπει να πληρώσει ομόλογα που βρίσκονται στα χέρια της ΕΚΤ ύψους περίπου επτά δισ. Είναι προφανές πως το ευρωιερατείο δεν θα αποδεχθεί χωρίς πολύ σκληρούς όρους την ελληνική πρόταση τα εν λόγω ομόλογα να τα εξαγοράσει ο ΕSM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας).
Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο Τσίπρας θα εμείνει στις κόκκινες γραμμές του ή θα υποκύψει στον εκβιασμό. Όπως έχουμε προαναφέρει, ο στόχος των δανειστών δεν ήταν ποτέ στενά οικονομικός. Για την ακρίβεια, τώρα που έχουν απέναντί τους την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι πρωτίστως πολιτικός.
Στο Μαξίμου έχουν πεισθεί γι’ αυτό και θεωρούν ότι εάν τώρα υποκύψουν θα βρεθούν σύντομα αντιμέτωποι με νέες ακόμα πιο επώδυνες απαιτήσεις των δανειστών. Το έργο, άλλωστε, το έχουμε δει και με τις μνημονιακές κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά.
Εκτός αυτού, εάν ο Τσίπρας παραδοθεί θα αντιμετωπίσει αμέσως μείζονος σημασίας εσωκομματικό πρόβλημα. Πολλοί νομίζουν ότι θα βρει απέναντί του μόνο την Αριστερή Πλατφόρμα του Λαφαζάνη. Το τοπίο στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είναι πιο σύνθετο.
Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν άριστα την κομματική γεωγραφία, ο πρωθυπουργός μπορεί να περάσει έναν ετεροβαρή συμβιβασμό, αλλά όχι μία συμφωνία που παραβιάζει κατάφωρα τις κόκκινες γραμμές. Σε μία τέτοια περίπτωση θα βρει απέναντί του και σημερινούς υποστηρικτές του στο κόμμα. Ούτε ο ίδιος, άλλωστε, φαίνεται διατεθειμένος να κάνει ένα τέτοιο βήμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα όριο στο τι μπορεί να αποδεχθεί. Το ίδιο ισχύει, άλλωστε, και για όσους τον ψήφισαν. Είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν σημαντικές εκπτώσεις στις προεκλογικές εξαγγελίες της Κουμουνδούρου, αλλά όχι επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι. Με άλλα λόγια, ο Τσίπρας μπορεί να υποχωρήσει μόνο στο μέτρο που αυτό μπορεί να γίνει αποδεκτό από την εκλογική βάση του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η άνευ όρων παράδοση, χωρίς να αποκλείεται, φαντάζει ακραία μειοψηφικό σενάριο.
Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι δανειστές θα εμείνουν στη σημερινή ανελαστική τακτική τους, έχοντας επίγνωση ότι θα προκαλέσουν αθέτηση πληρωμών. Κατηγορηματική απάντηση δεν υπάρχει. Οι όποιες σχετικές δηλώσεις και διαρροές υπάρχουν συνήθως εξυπηρετούν τις σκοπιμότητες του ακήρυχτου ψυχολογικού πολέμου που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Οι πιο σοβαροί πολιτικοί και αναλυτές προειδοποιούν πως είναι κραυγαλέος τυχοδιωκτισμός η Ελλάδα να σπρωχτεί σε αθέτηση πληρωμών. Αν και δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με πτώχευση, μπορεί να τροφοδοτήσει μία ανεξέλεγκτη δυναμική, η οποία με τη σειρά της να οδηγήσει σε έξοδο από την Ευρωζώνη. Όσο κι αν ισχυρίζονται πως οι επιπτώσεις μίας τέτοιας εξέλιξης μπορεί να ελεγχθούν, ο ίδιος ο Ντράγκι μίλησε για αχαρτογράφητα νερά.
Παρόλα αυτά, είναι λάθος να υποτιμηθεί το γεγονός πως η εξώθηση της Ελλάδας σε αθέτηση πληρωμών αντιπροσωπεύει έναν πολιτικό πειρασμό για τα γεράκια. Ερωτοτροπούν με την ιδέα ότι εάν ωθήσουν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση θα προκαλέσουν οικονομικό πανικό και κατ’ αυτό τον τρόπο θα ανατρέψουν την κυβέρνηση Τσίπρα.
Παρότι ο πρωθυπουργός έχει την τάση να αγκιστρώνεται στα αισιόδοξα σενάρια, δεν αγνοεί αυτό τον κίνδυνο, ειδικά τώρα που τα περιθώρια έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Αυτός είναι ο λόγος που την περασμένη Δευτέρα έστειλε με ξεκάθαρο τρόπο το μήνυμα ότι εάν σφίξουν τη θηλιά θα προκηρύξει δημοψήφισμα.
Η φιλολογία για προσφυγή στον λαό δεν είναι νέα. Αρκετοί υπουργοί και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν κάνει σχετικές δηλώσεις. Μέχρι τώρα, όμως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έσπευδε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μήνυμα προς το ευρωιερατείο να θολώνει και να μην λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Αυτή τη φορά, όμως, είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός που το στέλνει. Ορισμένοι ερμήνευσαν τη σχετική δήλωσή του ότι θα προκηρύξει δημοψήφισμα με σκοπό να νομιμοποιήσει πολιτικά την παραβίαση όχι μόνο της λαϊκής εντολής του Ιανουαρίου, αλλά και των τωρινών κόκκινων γραμμών. Είδαν, μάλιστα, στο δημοψήφισμα έναν τρόπο για να εξουδετερωθούν οι αναπόφευκτες μαζικές και πιθανότατα ανεξέλεγκτες εσωκομματικές αντιδράσεις.
Έγκυρες κυβερνητικές πηγές διαψεύδουν αυτή την ερμηνεία. Επικαλούνται, μάλιστα, και διευκρινιστικές δηλώσεις κορυφαίων στελεχών, όπως αυτές του Δραγασάκη και του Σκουρλέτη. Υποστηρίζουν ότι εάν επιτευχθεί ένας έντιμος συμβιβασμός δεν πρόκειται να προκηρυχθεί δημοψήφισμα. Μόνο εάν στη Βουλή προκύψει άρνηση υπερψήφισης από μία μεγάλη μερίδα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τότε ίσως ο πρωθυπουργός υποχρεωθεί να προκηρύξει εκλογές (με λίστα) για να ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό μέτωπο. Οι ίδιες πηγές, ωστόσο, εκφράζουν τη βεβαιότητα πως τα πράγματα δεν πρόκειται να φθάσουν σ’ αυτό το σημείο.
Το δημοψήφισμα, λοιπόν, θα προκηρυχθεί μόνο εάν οι δανειστές σφίξουν τη θηλιά γύρω από τον λαιμό της Ελλάδας, επιμένοντας να κρατούν κλειστή τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Γι’ αυτή την περίπτωση, άλλωστε, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και ενάμισι χρόνο επεξεργαζόταν σενάρια για τον τρόπο που θα αντιδράσει.
Το σχετικό ερώτημα είχε τεθεί επανειλημμένως και πιεστικά προς τον Τσίπρα και τα στελέχη του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Τότε, η Κουμουνδούρου απαντούσε πως δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, επειδή η Ελλάδα είναι συστημικός κίνδυνος. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήθελε να εμπλακεί προεκλογικά σε μία συζήτηση που εκ των πραγμάτων τον έφερνε σε μειονεκτική θέση. Δικαιολογημένα φοβόταν πως εάν μιλούσε τη γλώσσα της αλήθειας θα διευκόλυνε τους αντιπάλους του, οι οποίοι κινδυνολογούσαν ασυστόλως, προκαλώντας σημαντική αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα.
Εάν προκληθεί ασφυξία, ακόμα και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ θα δικαιούνται να τον κατηγορήσουν πως τους είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα τους απαλλάξει από τις μνημονιακές πολιτικές σε συνθήκες οικονομικής ομαλότητας και βεβαίως εντός της Ευρωζώνης. Με άλλα λόγια, εάν τα πράγματα πάνε σε ρήξη, η κυβέρνηση Τσίπρα θα έχει σοβαρό πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης, το οποίο θα εκμεταλλευθούν στο έπακρο οι αντίπαλοί της.
Η προκήρυξη εκλογών μπορεί να καλύψει το κενό πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά δεν είναι σε θέση να αλλάξει ριζικά τους όρους της αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Στην καλύτερη περίπτωση οι νέες εκλογές θα αυξήσουν λίγο το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, εξασφαλίζοντάς του αυτοδυναμία. Αυτό θα είχε σημασία εάν αντιμετώπιζε πρόβλημα με τους ΑΝΕΛ. Το κόμμα του Καμμένου, όμως, είναι ο ιδανικός κυβερνητικός εταίρος. Οι απαιτήσεις του είναι ελάχιστες και δεν έχει δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα στον Τσίπρα.
Το δημοψήφισμα μπορεί όχι μόνο να καλύψει το κενό πολιτικής νομιμοποίησης, αλλά και να επηρεάσει αποφασιστικά τους όρους της αντιπαράθεσης με τους δανειστές. Το πρώτο πολιτικό πλεονέκτημά του είναι ότι, σε αντίθεση με τις εκλογές, στο δημοψήφισμα μπορεί να αθροισθούν πολιτικά οι αντιμνημονιακές ψήφοι. Το ερώτημα που θα κληθούν να απαντήσουν οι ψηφοφόροι είναι εάν αποδέχονται ή όχι το τελεσίγραφο που ουσιαστικά θέτουν οι δανειστές στην Ελλάδα, δηλαδή την επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι.
Αυτό το τελεσίγραφο δεν θα το απορρίψουν μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Θα το απορρίψουν και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων, αλλά και της Χρυσής Αυγής, ενώ πιθανόν να προστεθούν και κάποιοι ψηφοφόροι των μνημονιακών κομμάτων. Με άλλα λόγια, η απόρριψη του τελεσιγράφου έχει τις προϋποθέσεις να συγκεντρώσει μία άνετη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Κι αυτό, παρότι η “παράταξη του Μνημονίου” θα σπεύσει να πει πως στην πραγματικότητα η απόρριψη θα οδηγήσει σε έξοδο από την Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Κουμουνδούρου από την εποχή που ήταν αντιπολίτευση, ο Τσίπρας θα ζητήσει από τους ψηφοφόρους να απορρίψουν το τελεσίγραφο των δανειστών για επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι. Επιπροσθέτως, θα ξεκαθαρίσει πως εάν ο λαός αποδεχθεί το τελεσίγραφο η κυβέρνησή του θα παραιτηθεί, επειδή είναι αντίθετη στην εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών. Είναι ασαφές, όμως, εάν το τελευταίο ισχύει και σήμερα.
Το δεύτερο πολιτικό πλεονέκτημα που έχει το δημοψήφισμα είναι ότι η απόρριψη της επιστροφής στο μνημονιακό μονοπάτι θα ακυρώσει την προπαγάνδα του ευρωιερατείου πως ο ελληνικός λαός έπεσε θύμα των λαϊκιστικών και ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ακυρωθεί δηλαδή η προσπάθεια αποσταθεροποίησης και ανατροπής της κυβέρνησης Τσίπρα. Το ευρωιερατείο θα υποχρεωθεί να επανακαθορίσει τη στάση του, με βάση το κριτήριο τι θέλει να κάνει με την Ελλάδα ως χώρα.
Ο πρωθυπουργός δεν επιθυμεί οι σχέσεις με την Ευρωζώνη να φθάσουν στα όρια της ρήξης, επειδή έχει συνείδηση πως αυτό θα είναι επώδυνο για την Ελλάδα. Εάν προκηρύξει δημοψήφισμα θα υποχρεωθεί να επιβάλλει ταυτοχρόνως και ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων για να αποτρέψει το bank run. Αυτό θα έχει πολιτικοεκλογικό κόστος, αλλά στο Μαξίμου εκτιμούν όχι τόσο ώστε να αλλάξει ποιοτικά τον ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων.
Ο Τσίπρας επιδιώκει έναν έστω και ετεροβαρή συμβιβασμό, αλλά προς το παρόν οι δανειστές δεν του τον δίνουν. Αντ’ αυτού σχεδιάζουν επί χάρτου πτώχευση εντός Ευρωζώνης και άλλα τινά. Εάν συνεχίσουν την ίδια στάση, θα πρέπει να απαντήσει στο εξής δίλημμα: ή να αφεθεί να βουλιάξει στην πολιτικά μη διαχειρίσιμη κατάσταση που θα προκύψει από την αθέτηση πληρωμών και την πρόκληση οικονομικού πανικού, ή να προκηρύξει δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με συνεργάτες του, θα εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για να μην αντιμετωπίσει αυτό το δίλημμα. Εάν, όμως, το αντιμετωπίσει θα προκηρύξει δημοψήφισμα. Οι ίδιοι λένε πως το δημοψήφισμα δεν είναι μπλόφα, αλλά η μόνη πολιτική αντίδραση που έχει στα χέρια του ο πρωθυπουργός εάν η άλλη πλευρά εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στο Μαξίμου εκτιμούν πως προς το παρόν τα αφεντικά της Ευρωζώνης τεστάρουν τις προθέσεις του. Εκτιμούν πως εάν ο κόμπος φθάσει στο χτένι και τους ανακοινωθεί εμπιστευτικά ότι επίκειται η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα υποχρεωθούν να διαπραγματευθούν εποικοδομητικά με την Αθήνα κι όχι με όρους εκβιαστικών διλημμάτων όπως τώρα. Αυτό, άλλωστε, άφησε σαφώς να εννοηθεί και ο Φλαμπουράρης.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα την
Κυριακή 3 Μαρτίου 2015