Οι εξελίξεις τρέχουν μέρα με τη μέρα κι όμως μας φαίνεται ότι βρισκόμαστε συνεχώς στο ίδιο σημείο εδώ και κάποιους μήνες. Διαπραγματεύσεις γίνονται από την επομένη των εκλογών του Ιανουαρίου, η νέα κυβέρνηση έχει κάνει υποχωρήσεις κι έχει αναβάλει (;) τις περισσότερες από τις εξαγγελίες που της χάρισαν τη νίκη, αλλά οι υποχωρήσεις της δεν βρίσκουν ανταπόκριση από την πλευρά των αντιπάλων, δηλαδή των "δανειστών", οι οποίοι μετά από κάθε υποχώρησή της προβάλλουν νέες απαιτήσεις με προφανή στόχο την μη επίτευξη τελικής συμφωνίας μέχρι να στερέψουν τα δημόσια ταμεία από ρευστό και να αναγκαστεί η χώρα να παραδοθεί άνευ όρων στους ..."εταίρους".
Ο κ.Σταύρος Λυγερός στην τακτική εβδομαδιαία του ανάλυση στο "Πρώτο Θέμα" - που αναδημοσιεύω πιο κάτω - παρουσιάζει τις τελευταίες εξελίξεις, καθώς και τις προβλέψεις του για τις επόμενες κινήσεις κυβέρνησης και δανειστών.
Η
εναλλαγή του κλίματος ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακή. Ενώ το γνωστό non paper
του Μαξίμου και τα μηνύματα για τις απαιτήσεις των δανειστών προϊδέαζαν για
δραματικές εξελίξεις, το κλίμα άλλαξε αιφνιδιαστικά και η επίτευξη συμφωνίας
φαίνεται περίπου σαν δεδομένη. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ρόλο καταλύτη
έπαιξε ο Γιούνκερ, σε συνεννόηση με την Μέρκελ και τον Ολάντ.
Κοινοτική
πηγή υπογραμμίζει τη σημασία που είχε η αλλαγή της ελληνικής διαπραγματευτικής
ομάδας, η οποία και αντανακλά τη μετατόπιση του κέντρου βάρους στο οικονομικό
επιτελείο από τον Βαρουφάκη στον Δραγασάκη. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η εν λόγω
αλλαγή είχε τριπλή σημασία:
- Πρώτον, δημιούργησε μία εποικοδομητική ατμόσφαιρα στο Brussels group, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για την προηγούμενη αρνητική ατμόσφαιρα έφταιγε μόνο ο Βαρουφάκης.
- Δεύτερον, με την παρέμβαση και του πρωθυπουργού άνοιξε ο δρόμος για να μπουν στο τραπέζι και ζητήματα, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, που μέχρι τώρα η Αθήνα δήλωνε πως σ’ αυτή τη φάση δεν τα αγγίζει. Ενδεικτική η κοινή δήλωση Τσίπρα-Γιούνκερ, η οποία διευκόλυνε την υπέρβαση του εμποδίου που αντιπροσωπεύουν οι σχετικές απαιτήσεις του ΔΝΤ. Η κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη να κάνει και άλλα βήματα πίσω, με την έννοια ότι οι κόκκινες γραμμές της έχουν γίνει –τουλάχιστον διαπραγματευτικά– περισσότερο ευέλικτες.
- Τρίτον, πρόσφερε στον Σόιμπλε και στον σκληρό πυρήνα του Eurogroup μία νίκη στο επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού.
Αν
και όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να υποτιμηθούν, είναι καθαρό πως για να
εγκαταλειφθούν οι εκατέρωθεν πολεμικοί τόνοι και να υιοθετηθεί μία ρητορική
προσέγγισης αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η διαπίστωση ότι το σκοινί είχε
παρατραβηχτεί και πως κινδύνευε να σπάσει με δραματικές συνέπειες όχι μόνο για
την Ελλάδα, αλλά εν μέρει και για την Ευρωζώνη.
Σύμφωνα
με κυβερνητική πηγή, ο Τσίπρας έφθασε στο σημείο να προειδοποιήσει τους
συνομιλητές του πως εάν δεν διαφαινόταν σύντομα διέξοδος, η Αθήνα προσεχώς δεν
θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της και ο ίδιος δεν θα
είχε άλλη επιλογή από το να προκηρύξει δημοψήφισμα. Μία τέτοια κίνηση θα
δρομολογούσε κατά πάσα πιθανότητα ανεξέλεγκτη δυναμική, την οποία δεν επιθυμεί
ούτε η Αθήνα ούτε το ευρωιερατείο.
Αν
και οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντιμετωπίζουν τον Τσίπρα στην καλύτερη
περίπτωση σαν πολιτική ανορθογραφία που πρέπει να διορθωθεί και στη χειρότερη
σαν ταραξία που πρέπει να τιμωρηθεί, έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν πως στην
Ελλάδα δεν υπάρχει εμφανής εναλλακτική πολιτική λύση. Τα γεράκια του
ευρωιερατείου θεωρούσαν πως η τακτική της ελεγχόμενης ασφυξίας και του
τροφοδοτούμενου κλίματος αβεβαιότητας θα είχε ήδη αποσταθεροποιήσει την
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και θα είχε αρχίσει να αλλάζει τον συσχετισμό των
πολιτικοεκλογικών δυνάμεων.
Αν
και είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού τα σημάδια μίας αρχικής φθοράς σε σύγκριση
με τα πολύ μεγάλα ποσοστά αποδοχής των πρώτων μετεκλογικών ημερών, ο ΣΥΡΙΖΑ
αντέχει. Για την ακρίβεια, έχει ενισχύσει το (δημοσκοπικό) προβάδισμά του,
κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η ΝΔ έχει απαξιωθεί και το ποσοστό της έχει
συρρικνωθεί περαιτέρω.
Με
άλλα λόγια, το σενάριο της περιβόητης “αριστερής παρένθεσης”, στο οποίο έχει
επενδύσει όχι μόνο ο Σαμαράς αλλά και διάφοροι κύκλοι στην Ευρώπη, δεν
περπατάει. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον φόβο των ανεξέλεγκτων
επιπτώσεων μίας ρήξης, επανέφερε στο προσκήνιο τη στρατηγική των μετριοπαθών
του ευρωιερατείου για σταδιακή ρυμούλκηση του Τσίπρα στο κυρίαρχο δόγμα
οικονομικής πολιτικής, μέσα από την εφαρμογή μίας πιο ήπιας εκδοχής των
μνημονιακών πολιτικών.
Έτσι
ξαναμπήκε στο παιχνίδι ο Γιούνκερ σε συνεννόηση, όπως προαναφέραμε, με τη
Μέρκελ και τον Ολάντ. Αν και σ’ αυτό το επίπεδο έχει διαφανεί η πολιτική
πρόθεση για ομαλή διέξοδο στο ελληνικό πρόβλημα, πολλά θα κριθούν από το σήμα
που θα εκπέμψει η σύνοδος του Eurogroup.
Μένει
να αποδειχθεί στην πράξη εάν ο Σόιμπλε και οι ακόλουθοί του θα υιοθετήσουν τη
μετριοπαθή γραμμή του Γιούνκερ. Θα φανεί, επίσης, εάν το Eurogroup θα ανάψει το
πράσινο φως στην ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) για να διευκολύνει
χρηματοδοτικά την Αθήνα, μέσω της αύξησης του ορίου για αγορά εντόκων από τις
ελληνικές τράπεζες.
Η
μεγάλη νίκη των Συντηρητικών στη Βρετανία και η επιβεβαίωση της δέσμευσης του
Κάμερον για διεξαγωγή το 2017 δημοψηφίσματος (με ερώτημα την παραμονή ή όχι του
Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ) είναι ένας πρόσθετος λόγος που ωθεί το ευρωιερατείο
προς την κατεύθυνση ενός συμβιβασμού με την κυβέρνηση Τσίπρα για να κλείσει το
ελληνικό μέτωπο.
Ο
εκλογικός θρίαμβος των Συντηρητικών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον
ευρωσκεπτικισμό τους. Στα μάτια των Βρετανών, η κρίση της Ευρωζώνης δικαιώνει
την επιλογή τους να παραμείνουν στη στερλίνα. Είναι προφανές πως μία ρήξη με
την Ελλάδα θα δημιουργούσε ένα σοβαρό αρνητικό προηγούμενο για την ενότητα της
Ευρωζώνης, θα έθετε σε δοκιμασία το δόγμα “μία φορά στο ευρώ για πάντα στο
ευρώ” και κατ’ αντιδιαστολή θα ενίσχυε το ρεύμα στο Ηνωμένο Βασίλειο για
αποχώρηση από την ΕΕ.
Ο
τρόπος που εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις έχει διαφοροποιήσει το αρχικό σχήμα
για μία ενδιάμεση συμφωνία μέχρι το τέλος Απριλίου και μία συμφωνία-πακέτο
μέχρι το τέλος Ιουνίου. Στην κοινή ανακοίνωση Τσίπρα-Γιούνκερ αναφέρεται ο όρος
αξιολόγηση, αλλά μένει να αποδειχθεί εάν εννοούν την ολοκλήρωση της 5ης
αξιολόγησης του Μνημονίου ή την αξιολόγηση αυτών που θα συμφωνηθούν.
Το
μόνο σίγουρο είναι πως μέχρι τις αρχές Ιουνίου θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο πρώτος κύκλος των διαπραγματεύσεων και να έχει
υπογραφεί συμφωνία. Έτσι θα κλείσει όπως-όπως το προηγούμενο μνημονιακό
πρόγραμμα και θα καταστεί δυνατή η εκταμίευση της δόσης. Η Ελλάδα πλήρωσε
στις 12 Μαϊου τα περίπου 750 εκατομμύρια στο ΔΝΤ, αλλά είναι μάλλον απίθανο να
πληρώσει κανονικά και τις δανειακές υποχρεώσεις του Ιουνίου και
μισθούς-συντάξεις.
Αν
και η συμφωνία δεν θα είναι ακριβώς ενδιάμεση, δεν θα είναι και η
συμφωνία-πακέτο που θα καθορίσει τις σχέσεις με την Ευρωζώνη για τα επόμενα
χρόνια και θα συμπεριλαμβάνει την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όλα
δείχνουν ότι η μεγάλη αυτή συμφωνία ουσιαστικά παραπέμπεται για το φθινόπωρο.
Μέχρι
τότε, όμως, θα πρέπει να καλυφθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας και
ειδικότερα τα δύο ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ συνολικού ύψους 6,7 δισ και τα
οποία λήγουν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, στο
τραπέζι έχει πέσει η πρόταση τα ομόλογα αυτά (είναι σε ελληνικό δίκαιο) να τα
αποπληρώσει ο ΕSM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) και ως αντάλλαγμα να
λάβει νέα ελληνικά ομόλογα πολύ μεγάλης διάρκειας.
Αυτή
η κίνηση είναι, ίσως, η πρώτη πράξη της περιβόητης αναδιάρθρωσης του ελληνικού
χρέους. Μία δεύτερη πράξη είναι ο ESM να αγοράσει από το ΔΝΤ αυτά που η Ελλάδα
του χρωστάει. Ως αντάλλαγμα, η Ελλάδα θα δώσει στον ESM νέα ομόλογα πολύ
μεγάλης διάρκειας και χαμηλού επιτοκίου. Έτσι το Ταμείο θα είναι στην ελληνική
υπόθεση όχι ως δανειστής, αλλά μόνο ως τεχνικός σύμβουλος.
Για
να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία-πακέτο να
έχουν καταλήξει. Ουσιαστικά θα πρόκειται για μία νέα δανειακή σύμβαση, η οποία
θα συνοδεύεται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις της Αθήνας. Είναι πολύ πιθανόν, οι
όροι του νέου αυτού μνημονίου να μην εμφανισθούν ως απαιτήσεις της Ευρωζώνης,
αλλά σαν ελληνικό εθνικό σχέδιο, παρότι θα έχει συμφωνηθεί στις
διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του Eurogroup.
Μέχρι
να φθάσουμε εκεί, όμως, πρέπει να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Πρέπει οι
τρέχουσες διαπραγματεύσεις να καταλήξουν σε συμφωνία. Το γεγονός ότι το κλίμα
αβεβαιότητας τους πέντε τελευταίους μήνες έχει παγώσει την οικονομία και ως εκ
τούτου έχει επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά, υποχρεώνει και τους δανειστές και
την Αθήνα να προσεγγίσουν με άλλους όρους το δημοσιονομικό σενάριο για το 2015.
Παρόλα
αυτά, για να σπάσει ο φαύλος κύκλος η έμφαση πρέπει εφεξής να δοθεί όχι σε
αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους, αλλά σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που
πραγματικά μπορεί να βάλουν την ελληνική οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Για να
συμβεί αυτό, απαιτείται μία πολιτική συμφωνία, η οποία και να επαναπροσδιορίσει
τους στόχους. Σύμφωνα με ενημερωμένες πηγές, η άποψη αυτή έχει αρχίσει να
βρίσκει ερείσματα στις Βρυξέλλες, αλλά μένει να αποδειχθεί εάν θα επικρατήσει.
Για
τον Τσίπρα, όμως, πρόβλημα δεν είναι μόνο η διαχείριση των σχέσεων με τους
δανειστές. Είναι και η διαχείριση των εσωκομματικών (και ενδοκυβερνητικών)
αντιδράσεων που προκαλούν τα δικά του βήματα πίσω όχι μόνο από το πρόγραμμα της
Θεσσαλονίκης, αλλά και από τις προγραμματικές δηλώσεις που έκανε στη Βουλή ως
πρωθυπουργός.
Προς
το παρόν, οι αντιδράσεις περιορίζονται σε δηλώσεις πως η συμφωνία πρέπει να
σέβεται τις κόκκινες γραμμές που έχουν τεθεί. Ο ίδιος ο Τσίπρας, άλλωστε, δεν
έχει εγκαταλείψει τη ρητορική του περί κόκκινων γραμμών παρότι είναι προφανές
πως τις έχει τουλάχιστον σχετικοποιήσει.
Το
παιχνίδι αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ. Εάν το επόμενο
διάστημα καταλήξουμε σε συμφωνία, θα έρθει η ώρα της αλήθειας. Προφανώς, ο
τωρινός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου. Η μακρά και επώδυνη
διαπραγμάτευση, οι πιέσεις που ασκεί η αγορά για την επίτευξη συμφωνίας και το
φάσμα μίας ρήξης με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις έχει υποχρεώσει τα περισσότερα
στελέχη να προσγειωθούν ανωμάλως ή τουλάχιστον να κάνουν δεύτερες σκέψεις.
Η
μεγάλη πλειονότητα μιλάει πια για έντιμο συμβιβασμό, αλλά δεν τον εννοούν όλοι
με τον ίδιο τρόπο. Επειδή στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε έναν σαφώς
ετεροβαρή και επώδυνο συμβιβασμό, είναι δεδομένο πως θα εκδηλωθούν αντιδράσεις.
Πολλοί
θεωρούν πως το πρόβλημα θα προκύψει μόνο από την Αριστερή Πλατφόρμα. Οι
αντιδράσεις από αυτή την πλευρά είναι βέβαιες, αν και μία ομάδα στελεχών αυτής της
τάσης με εκφραστή τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Χουντή τελευταία υιοθετεί
μία σαφώς πιο μετριοπαθή στάση.
Πρόβλημα
αναμένεται να προκύψει και από άλλες εσωκομματικές πλευρές. Όχι μόνο από πρώην
συνιστώσες που διαθέτουν ερείσματα στην Κεντρική Επιτροπή, αλλά και από τμήματα
της εσωκομματικής πλειοψηφίας που στηρίζει τον Τσίπρα. Σύμφωνα με αξιόπιστες
πληροφορίες, ανώτατα στελέχη που ανήκουν σ’ αυτή την πτέρυγα συνεδριάζουν στα
γραφεία της εφημερίδας Εποχή με θέμα τις επιπτώσεις που θα προκύψουν στις εσωκομματικές
ισορροπίες από τις εξελίξεις στο μέτωπο με τους δανειστές.
Στελέχη
αυτής της ομάδας κατέχουν καίριες θέσεις στην κυβέρνηση και στον κομματικό
μηχανισμό και γι’ αυτό πιθανότατα οι όποιες αντιδράσεις από αυτή την πλευρά δεν
πρόκειται να υπερβεί ένα όριο. Στο επίπεδο της Κεντρικής Επιτροπής και πολύ
περισσότερο των κομματικών οργανώσεων, όμως, οι αντιδράσεις και από τους
υποστηρικτές τους θα είναι πολύ πιο έντονες, γεγονός που θα επηρεάσει το
γενικότερο κλίμα στον ΣΥΡΙΖΑ, μη εξαιρουμένης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Τα
πάντα θα κριθούν από τον τρόπο που οι πολίτες θα δεχθούν τη συμφωνία. Εάν αυτή
δεν επιβαρύνει την ήδη δύσκολη θέση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και
αφήνει ελπίδες για μία σταθεροποίηση της οικονομίας και μία βελτίωση το 2016
κατά πάσα πιθανότητα θα υπάρξει ανοχή. Το κλίμα που επικρατεί σήμερα, άλλωστε,
έχει ωθήσει την κοινή γνώμη να κάνει κι αυτή εκπτώσεις όσον αφορά τις
προσδοκίες της.
Σ’
αυτή την περίπτωση, ο Τσίπρας θα έχει τα πολιτικά περιθώρια να χειρισθεί
αποτελεσματικά τις εσωκομματικές αντιδράσεις. Εάν, όμως, η κοινωνία διαβάσει τη
συμφωνία σαν επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι και οι δημοσκοπήσεις αντί για
ανακούφιση καταγράψουν κύμα δυσαρέσκειας, οι εσωκομματικές αντιδράσεις θα προσλάβουν
άλλες διαστάσεις, φέρνοντας τον πρωθυπουργό αντιμέτωπο με επώδυνα διλήμματα.