15 Μαΐου 2015

Πώς γεννήθηκε το ΔΝΤ

Ήταν γνωστό σε όλους μας ότι σε όποιες χώρες ανακατεύτηκε το ΔΝΤ, περισσότερες ζημιές προξένησε παρά τις ωφέλησε. Τώρα πλέον έχουμε αποκτήσει και δική μας εμπειρία.
Πώς κατάντησε όμως έτσι ώστε να αποτελεί το φόβο και τον τρόμο όσων κρατών αναγκάζονται να καταφύγουν σε αυτό. Θα ρωτούσα και πού βρίσκουν αυτούς τους οικονομολόγους που χρησιμοποιούν, αλλά υποθέτω ότι αυτοί δεν είναι τόσο άσχετοι στα οικονομικά όσο δείχνουν τα αποτελέσματα των προτάσεών τους. Μάλλον οι προτάσεις τους είναι τέτοιες που να προκαλούν προαποφασισμένα αποτελέσματα.
Και όμως, ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις, όπως φαίνεται από το κείμενο που αναδημοσιεύω στη συνέχεια.

Το Μπρέττον Γουντς, το ΔΝΤ οι θεσμοί του και η οικονομική θεώρηση που το συνόδευσε
(του Γεωργίου Κ. Δάφνου*)


Σύμφωνα με τις αποφάσεις που ελήφθησαν το 1944 στη Συνδιάσκεψη του Μπρέττον Γουντς, το νέο διεθνές νομισματικό και οικονομικό σύστημα θα διοικείτο από τρεις οργανισμούς, οι οποίοι θα προωθούσαν την παγκόσμια οικονομική συνεργασία και ανάπτυξη. Οι δύο από τους τρεις αυτούς οργανισμούς -ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα (International Bank for Reconstruction and Development)- ιδρύθηκαν αμέσως μετά τη συνδιάσκεψη. Ο τρίτος οργανισμός, ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου (International Trade Organization), δεν δημιουργήθηκε ποτέ, αλλά οι αρχές του ενσωματώθηκαν στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade), η οποία αργότερα μετεξελίχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (World Trade Organization). Παράλληλα, ιδρύθηκε και ένας ακόμα οργανισμός ο οποίος θα συνέδραμε στους παραπάνω στόχους: ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (Organization for Economic Co-operation and Development).
To ΔΝΤ εντάχθηκε στην ομάδα των εξειδικευμένων οργανισμών του ΟΗΕ. Αποτελεί μια διεθνή οντότητα μέσω της οποίας οι χώρες-μέλη παρέχουν προσωρινά χρηματοοικονομική βοήθεια σε οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος αντιμετωπίζει προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Μέσα σε αυτό το πνεύμα οι αρχικοί στόχοι του ΔΝΤ, όπως αυτοί αναφέρονταν στο ιδρυτικό του σύμφωνο, ήταν οι ακόλουθοι:
α) Να προωθήσει την ισορροπημένη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου μέσω ενός μόνιμου οργανισμού που θα παρέχει τον μηχανισμό για συνεργασία και συμβουλευτικές υπηρεσίες σε διεθνή νομισματικά προβλήματα.
β) Να διευκολύνει την ισορροπημένη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου ώστε να συνεισφέρει στην προώθηση και τη διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης και πραγματικού εισοδήματος, καθώς και στην ανάπτυξη παραγωγικών πηγών όλων των μελών ως βασικών στόχων της οικονομικής πολιτικής,
γ) Να προωθήσει τη συναλλαγματική σταθερότητα, να διατηρεί ομαλές συναλλαγματικές προσαρμογές μεταξύ των μελών και να αποτρέπει ανταγωνιστικές νομισματικές ισοτιμίες.
δ) Να συμβάλει στη δημιουργία ενός πολυμερούς συστήματος πληρωμών μεταξύ των μελών και στη μείωση των συναλλαγματικών περιορισμών που εμποδίζουν την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου.
ε) Να παρέχει εμπιστοσύνη και περιβάλλον ασφάλειας στα μέλη, καθιστώντας τις πηγές κεφαλαίων του Ταμείου προσωρινά διαθέσιμες σε αυτά, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και επαρκείς δικλίδες ασφαλείας. Με αυτόν τον τρόπο παρέχει στα μέλη του την ευκαιρία να διορθώσουν τις ανωμαλίες στο ισοζύγιο πληρωμών τους, χωρίς να καταφύγουν σε μέτρα επιζήμια για τη διεθνή οικονομία,
στ) Όλα τα παραπάνω να συνάδουν με την επίτευξη του θεμελιώδους στόχου μείωσης της διάρκειας και του μεγέθους τυχόν ανισορροπίας στα διεθνή ισοζύγια πληρωμών των χωρών μελών.

Όπως γίνεται φανερό, το πνεύμα των άρθρων σύστασης του ΔΝΤ είχε βαθύτατα επηρεαστεί από την εμπειρία αστάθειας, ανεργίας, αύξησης των τιμών και κατακερματισμού των διεθνών οικονομικών σχέσεων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, εμπειρία από την οποία ο φιλελευθερισμός βγήκε τραυματισμένος. Ωστόσο, το κατά πόσον ο Οργανισμός κατάφερε να υπηρετήσει όλους τους αρχικούς σκοπούς της ίδρυσής του αποτελεί αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης.
Το Σύστημα Μπρέττον Γουντς αντιπροσωπεύει έναν ιστορικό συμβιβασμό μεταξύ των κεϋνσιανών ιδεών και της φιλελεύθερης δομής του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Οι υπέρμαχοι της κεϋνσιανής θεώρησης της οικονομίας υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα μερικές φορές οδηγούν σε ανεπαρκή μακροοικονομικά αποτελέσματα, τα οποία απαιτούν την ενεργό ανταπόκριση της κυβερνητικής πολιτικής μέσω του νομισματικού και του δημοσιονομικού τομέα (επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε περίπτωση ύφεσης) για τη σταθεροποίηση της παραγωγής στο πλαίσιο του οικονομικού κύκλου.
Οι μονεταριστές, από την άλλη πλευρά, δίνουν περισσότερη έμφαση στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, υποστηρίζοντας ότι έχει πολύ μεγάλες επιπτώσεις βραχυχρόνια στο εθνικό παραγόμενο προϊόν και μεσοπρόθεσμα στο επίπεδο των τιμών. Μέσο αντιμετώπισης αυτών των επιπτώσεων είναι η σωστή διαχείριση της ποσότητας χρήματος που κινείται σε μια οικονομία, με κύριο στόχο τη διατήρηση ενός σχετικά σταθερού επιπέδου των τιμών. Έτσι, ενώ ο Κέυνς επικέντρωνε την προσοχή του στη σταθερότητα αξίας των νομισμάτων, οι μονεταριστές αναδείκνυαν ως κυρίαρχο θέμα τη σταθερότητα των τιμών, η οποία προσδιορίζεται από τη ζήτηση και την προσφορά χρήματος.
Μια τρίτη θεώρηση, η Σχολή του Σικάγο, με κύριους εκφραστές τους Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) και Φρίντριχ Χάγιεκ (Friedrich Hayek), αρχικά απέρριπτε τον κεϋνσιανισμό υπέρ του μονεταρισμού. Ωστόσο, μετά τη δεκαετία του 1970 έκανε στροφή προς τη νεοκλασική μακροοικονομική σχολή, η οποία βασίζεται στη θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών. Αυτή υποστηρίζει την ύπαρξη των ελεύθερων αγορών και της μικρής κυβερνητικής παρέμβασης, μέσα όμως σε ένα πλαίσιο που διαμορφώνεται υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο του νομισματικού καθεστώτος. Οι απόψεις τους έχουν δεχθεί έντονη κριτική τα τελευταία χρόνια, με κύριο επιχείρημα την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων.

Το Σύστημα Μπρέττον Γουντς λειτουργούσε ικανοποιητικά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ο τρόπος λειτουργίας του ΔΝΤ βασίζεται σε ένα σύστημα συνεισφορών και ποσοστώσεων, το οποίο καθορίζει τόσο το επίπεδο συνεισφοράς της κάθε χώρας στους πόρους του Ταμείου όσο και τις ψήφους που διαθέτει στο σύστημα αποφάσεων του Οργανισμού.
Σημειωτέον ότι η συνεισφορά καταβάλλεται κατά 25% σε χρυσό ή σε νόμισμα μετατρέψιμο σε χρυσό και κατά 75% στο νόμισμα του κράτους-μέλους. Οι συνεισφορές των κρατών-μελών αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή χρηματικών πόρων του ΔΝΤ μέσω των οποίων το τελευταίο δανείζει τα κράτη-μέλη του που αντιμετωπίζουν χρηματοοικονομικές δυσκολίες. Σε τέτοια περίπτωση, το εν λόγω κράτος-μέλος μπορεί να αποσύρει άμεσα το 25% της χρηματικής του συνεισφοράς στον Οργανισμό, ενώ εάν αυτό δεν επαρκεί για να καλύψει τις υποχρεώσεις του, μπορεί να αιτηθεί τη χορήγηση δανείου από τον Οργανισμό. Παράλληλα, σύμφωνα με τους κανόνες δανειοδότησης, το δανειζόμενο κράτος δεσμεύεται να επιστρέφει το δανειζόμενο κεφάλαιο σε μια περίοδο 18 μηνών έως πέντε ετών, ενώ το ΔΝΤ θα επιτηρεί τη σωστή εφαρμογή του δανειακού προγράμματος,
Ο συσχετισμός δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό του Οργανισμού, με βάση τις συνεισφορές του κάθε κράτους-μέλους, έχει αποτελέσει σημείο κριτικής, παρότι το επίπεδο συνεισφοράς αναθεωρείται κάθε πέντε χρόνια. Ωστόσο, έντονη συζήτηση έχει προκαλέσει το γεγονός ότι η εκπροσώπηση των αναπτυσσόμενων χωρών δεν ανταποκρίνεται μέχρι σήμερα στο επίπεδο οικονομικής ισχύος που αντιπροσωπεύουν στην παγκόσμια οικονομία. Εξίσου σημαντικό θέμα αποτελεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν τον μεγαλύτερο «μέτοχο» του ΔΝΤ, καθώς σύμφωνα με τη συνεισφορά τους ελέγχουν το 16,75% των ψήφων, το μεγαλύτερο ποσοστό μέσα στο ΔΝΤ, χωρίς το οποίο, ουσιαστικά, δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση. Είναι δε ιδιαίτερα δημοφιλής η άποψη ότι οι ΗΠΑ έχουν χρησιμοποιήσει την ηγεμονική τους θέση ώστε να προωθήσουν τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση, αλλοιώνοντας τον αρχικό χαρακτήρα του Οργανισμού.
Ταυτόχρονα, το ΔΝΤ αποτελεί μια οντότητα στην οποία συνυπάρχουν οι πιστώτριες και οι δανειζόμενες δυνάμεις. Οι ανεπτυγμένες χώρες (πιστώτριες) προσφέρουν τους περισσότερους χρηματικούς πόρους στον Οργανισμό και σπάνια προσφεύγουν στις δανειακές του διευκολύνσεις, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες (δανειζόμενες) προσφεύγουν συχνά στα δάνεια του ΔΝΤ προσφέροντας μικρό ποσοστό στα χρηματικά του διαθέσιμα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τόσο ο συσχετισμός δυνάμεων όσο και τα συμφέροντα μεταξύ των κρατών-μελών είναι τόσο αντικρουόμενα ώστε δημιουργούνται εντάσεις και σχέσεις εξάρτησης μεταξύ δανειζόμενων και δανειζόντων.


* Μ.Α. Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μπέρμιγχαμ
- Το κείμενο είναι από το περιοδικό Ιστορικά Θέματα
GreekBloggers.com