Υπάρχουν λαοί και λαοί στην Ευρώπη. Υπάρχουν λαοί όπως οι Έλληνες και οι Ιταλοί που έχουν παρελθόν χιλιετιών γεμάτο πολιτισμό και επιστήμες, υπάρχουν και λαοί όπως οι γερμανοί που έχουν παρελθόν λίγων εκαντοετιών (και αυτό που μας έχουν χαρίσει κυρίως είναι πόλεμοι και εκατόμβες), γεγονός που έχει επιδράσει και στη νοοτροπία τους, καθώς και στη στάση που κρατάνε απέναντι στους άλλους λαούς.
Η μοίρα μας το έφερε να πρέπει να συνεννοηθούμε με την κυβέρνηση αυτού του λαού, που δεν φημίζεται για την ευελιξία του ούτε για την ευρύτητα πνεύματος (αν και αυτό το τελευταίο το μετέτρεψε σε πλεονέκτημα δίνοντας έμφαση στην πειθαρχία, που βασίζεται σε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό που τους λείπει).
Στο παρακάτω άρθρο ο δρ Κων.Γρίβας* εξηγεί αυτά τα ατελή χαρακτηριστικά των γερμανών που κάνουν δύσκολη τη διαπραγμάτευση μαζί τους.
«Furor Teutonicus» ή «Tευτονικό παραλήρημα»
Οι πενήντα αποχρώσεις της γερμανικής παράνοιας
Ίσως το πιο ουσιαστικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να πάμε «με τα νερά» των δανειστών μας και να αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα το όποιο πρόγραμμα «σωτηρίας» της ελληνικής οικονομίας έχουν ετοιμάσει για εμάς είναι, ότι τα οικονομικά ζητήματα είναι αποκλειστικώς αυτά που τους ενδιαφέρουν και συνεπακόλουθα ό,τι άλλο και να τους πούμε δεν πρόκειται καν να το ακούσουν. Θέματα, δηλαδή, γεωστρατηγικών ισορροπιών και του ρόλου της Ελλάδας στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της Δύσης, που θα μπορούσαν να προβληθούν έτσι ώστε να περάσει η συζήτηση στο ευρύτερο γεωπολιτικό επίπεδο, δεν γίνεται να χρησιμοποιηθούν γιατί πολύ απλά δεν τους νοιάζουν. Τις τελευταίες μέρες ωστόσο, έχουμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε ότι τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Οι Γερμανοί και οι δορυφόροι τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για γεωπολιτικά ζητήματα αλλά έχουν τόσο στρεβλωμένες απόψεις γι' αυτά, που αγγίζουν τα όρια της παράνοιας.
Φυσικά, γνωρίζαμε εδώ και καιρό ότι η Ευρώπη βρίσκεται εγκλωβισμένη στη «φυσαλίδα του τέλους της ιστορίας» («post history bubble»). Επιμένει, δηλαδή, να θεωρεί ότι έχει φτάσει μια εποχή όπου τα θέματα οικονομικής ολοκλήρωσης και «διεύρυνσης της δημοκρατίας» (φυσικά προς ανατολάς...) είναι τα μόνα που μετρούν, ενώ, αντιθέτως «ποταπά» ζητήματα όπως αυτά των ισορροπιών ισχύος, δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα στον θαυμαστό καινούριο κόσμο που προέκυψε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Γνωρίζαμε επίσης ότι τόσο οι Δυτικοευρωπαίοι, όσο και οι Αμερικανοί σε κάποιον βαθμό, θεωρούσαν και θεωρούν ότι η νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο έχει παγώσει στον χωροχρόνο σαν μια διαρκής στιγμή και η Ρωσία οφείλει να συμπεριφέρεται εσαεί ως η νικημένη αυτής της αντιπαράθεσης. Άρα κάθε κίνηση της Μόσχας να υπερασπίζει τα ζωτικά της συμφέροντα, ακόμη και την πιο στοιχειώδη αξιοπρέπειά της αντιμετωπίζεται ως «ρωσική επιθετικότητα» και ο Ρώσος Πρόεδρος χαρακτηρίζεται ως δικτάτορας, πολύ απλά γιατί δεν κάνει τα χατίρια του 1% με 2% που αντιπροσωπεύουν τα λεγόμενα «δυτικόφιλα» κόμματα στη χώρα του.
Γνωρίζαμε ακόμη ότι οι Γερμανοί, οι οποίοι βρέθηκαν στην ηγεσία της Ευρώπης λόγω της οικονομικής τους ευμάρειας δεν είχαν -και δεν μπορούσαν να έχουν- το απαιτούμενο βάθος γεωπολιτικής σκέψης για να αντεπεξέλθουν σε αυτό τον ρόλο. Η Γερμανία είναι ένα νέο κράτος που προέκυψε στα τέλη του 19ου αιώνα από την ενοποίηση των μικρών γερμανικών κρατιδίων, υπό την ηγεσία των Πρώσων, και, συνεπακόλουθα, δεν διαθέτει το ιστορικό βάθος της μεγάλης δύναμης που έχουν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία ή η Ισπανία.
«Τευτονική τρέλα»
Με λίγη δόση κακίας θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς τη Γερμανία με μια ομοσπονδία μεγάλων χωριών, που, ως τέτοια δυσκολεύεται να έχει υψηλή στρατηγική. Ακόμη κι όταν εμφανίστηκε ως ισχυρή δύναμη στα διεθνή πράγματα, μετά τη νίκη της Πρωσίας επί της Γαλλίας το 1870, και πάλι δεν είχε κάποια συγκροτημένη υψηλή στρατηγική και δεν απέκτησε ποτέ. Όταν προσπάθησε δε να γίνει αποικιοκρατική δύναμη, το έκανε με τόσο άγαρμπο τρόπο που εμπεριείχε αυτοκαταστροφικά στοιχεία. Ακόμη και στον καιρό της παντοδυναμίας της στα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η υψηλή στρατηγική των Γερμανών χαρακτηριζόταν από νοοτροπία ορδής, που απλώς αποσκοπούσε στην εξόντωση των λαών στα ανατολικά της χώρας, έτσι ώστε να αδειάσει χώρο για να τοποθετήσει τους δικούς της.
Είχαμε υπόψη μας τον ρωμαϊκό όρο «Furor Teutonicus», την «τευτονική τρέλα» που χαρακτήριζε τους αρχαίους γερμανικούς λαούς. Μια εστιασμένη, δηλαδή, καταστροφική μανία για όποιους είχαν απέναντι τους, η οποία τους κατέκλυζε και τους έκανε να αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο, ακόμη κι αν έτσι οδηγούνταν οι ίδιοι στην καταστροφή. Ξέραμε ότι δύσκολα μπορείς να βρεις κοινά σημεία με αυτούς τους ανθρώπους. Είχαμε συναίσθηση ότι θα δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε μαζί τους ακόμη κι αν κάναμε ακριβώς αυτά που θα έπρεπε να γίνουν.
Βέβαια, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει «σωστή» και «λανθασμένη» στρατηγική με απόλυτα, «αντικειμενικά» κριτήρια. Υπάρχει η στρατηγική που επιδρά στον αντίπαλο -εν προκειμένω, στον «εταίρο»- με τον τρόπο που θες και επιφέρει τα επιθυμητά αποτέλεσμα κι αυτή που δεν το κάνει. Κι αν ο αντίπαλος έχει ιδιορρυθμίες τέτοιου τύπου, τότε πιθανώς να μην υπάρχει σωστή στρατηγική.
Δηλώσεις από τη ζώνη του λυκόφωτος
Όλα αυτά και πολλά άλλα τα γνωρίζαμε. Αυτό που δεν είχαμε αντιληφθεί ήταν η ιδιόρρυθμη αντίληψη για την Ελλάδα και τη θέση της στον κόσμο που φαίνεται πως έχει η γερμανική ηγεσία.
Το πρώτο σοκ ήρθε με τη... σουρεαλιστική δήλωση της Γερμανίδας υπουργού Άμυνας Ούρσουλα φον ντε Λάιεν, ότι «η Ελλάδα με την πολιτική της έναντι της Ρωσίας θέτει εν κινδύνω τη θέση της στο ΝΑΤΟ».
Απ' ό,τι φαίνεται, η Γερμανίδα υπουργός έχει μπερδέψει την Ελλάδα με τη Λιθουανία, την Εσθονία ή τη Γεωργία, που παρακαλούσαν να εισέλθουν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Η δήλωση αυτή δείχνει να αγνοεί παντελώς τους λόγους που έκαναν τη χώρα μας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ τη δεκαετία του '50, καθώς και το ότι η κύρια απειλή για την άμυνά της προέρχεται από μια επίσης νατοϊκή χώρα, για την αντιμετώπιση της οποίας η Συμμαχία επί της ουσίας δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε. Κυρίως όμως δείχνει να αγνοεί την απλή γεωγραφία. Μια ματιά στον χάρτη αρκεί για να κατανοήσει κανείς ότι το ΝΑΤΟ χρειάζεται πολύ περισσότερο την Ελλάδα απ' ό,τι η Ελλάδα το ΝΑΤΟ. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αυτούς τους καιρούς που η γεωγραφία ισχύος αναδιαμορφώνεται στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Αυτή όμως η απλή πραγματικότητα δεν φαίνεται να μπορεί να γίνει κατανοητή από την αρμόδια για θέματα Άμυνας και Ασφάλειας Γερμανίδα υπουργό.
Η άλλη εξωφρενική δήλωση ήρθε από τον δεύτερο τη τάξει στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, Φόλκερ Κάουντερ, ο οποίος ουσιαστικά μας κατέκρινε για «αγνωμοσύνη», αφού δεν εκτιμούμε ότι «η Γερμανία έσωσε τους Έλληνες μέσα από τα ερείπια». Απ’ό,τι φαίνεται, λοιπόν, οι Γερμανοί όχι απλώς δεν έχουν κατανοήσει τι ακριβώς έχει συμβεί στην ελληνική κοινωνία, την ελληνική οικονομία και την Ελλάδα ως χώρα τα τελευταία χρόνια, αλλά αδυνατούν και να αντιληφθούν ότι τα «ερείπια» αυτά δεν προκλήθηκαν από μόνα τους. Και δεν τα προκάλεσαν μόνο οι πολιτικές των εγχώριων ελίτ, αλλά και ο περιορισμός της Ελλάδας στον ρόλο του καταναλωτή ευρωπαϊκών, κυρίως δε γερμανικών, προϊόντων, στο πλαίσιο του μηχανισμού παραγωγής - κατανάλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης - είτε αυτά ήταν άρματα μάχης και τεχνικά έργα για το κράτος είτε αυτοκίνητα για τους ιδιώτες Και ο ρόλος αυτός προέβλεπε συστηματική απαξίωση, έως αφανισμού, της εγχώριας παραγωγής ιδίως δε της βιομηχανίας.
Ανάγκη για ένα γεωπολιτικό σοκ
Με αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν, πολύ δύσκολα μπορούμε να συνεννοηθούμε. Δεν έχει τόσο σημασία αν είναι «φιλέλληνες» ή ανθέλληνες. Σημασία έχει ότι δεν έχουν γεωστρατηγική σκέψη και τα όποια ιχνοστοιχεία από αυτή τους έχουν απομείνει τους οδηγούν σε παρανοϊκές αντιλήψεις. Κι αν πράγματι ισχύει κάτι από τα παραπάνω, προκύπτει ένα αδυσώπητο ερώτημα: Τι κάνουμε; Πώς μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τέτοιους ανθρώπους και να οδηγηθούμε σε έναν λογικό συμβιβασμό; Μήπως πρέπει να υποκύψουμε στις πιέσεις τους όπως συμβουλεύουν οι εγχώριοι «ρεαλιστές»;
Η απάντηση του γράφοντος είναι ένα ξεκάθαρο «όχι». Αν πράγματι οι Γερμανοί και οι δορυφόροι τους στο μόρφωμα αυτό, που καταχρηστικά και προκλητικά καλείται Ευρωπαϊκή «Ένωση», πάσχουν από τόσο μεγάλη αδυναμία ρεαλιστικής ανάγνωσης του γεωπολιτικού γίγνεσθαι, τότε είναι δεδομένο ότι θα μας οδηγήσουν στην καταστροφή αν αφεθούμε στα χέρια τους. Αντιθέτως η μόνη μας ελπίδα είναι μια «θεραπεία-σοκ», που θα φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους πιο ισχυρούς δρώντες του Δυτικού Κόσμου και της Ευρασίας, αυτούς που συνεχίζουν να έχουν γεωπολιτική σκέψη και μακρόπνοους γεωστρατηγικούς στόχους. Αν και στο περιορισμένο πλαίσιο αυτού του κειμένου δεν μπορούμε να επεκταθούμε περαιτέρω, η αναφορά του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης για «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική» και «εκμετάλλευση του ανεξάντλητου γεωπολιτικού δυναμικού της πατρίδας μας» μας δίνει ελπίδες ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο.
* Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.