Όσο συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις της νέας κυβέρνησης με τους "εταίρους" μας στην ευρωζώνη, δεν είναι δυνατόν να βγάλουμε συγκεκριμένα συμπεράσματα για τα αποτελέσματά τους. Μπορούμε βέβαια να κάνουμε υποθέσεις ή υπολογισμούς και να ελπίζουμε για μια ευτυχή κατάληξη.
Στο παρακάτω άρθρο του ο κ.Σταύρος Λυγερός περιγράφει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα και μας βοηθάει να καταλάβουμε τις συνθήκες καθώς και πιθανές συμμαχίες που διαμορφώνονται.
ΠΡΟΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΦ' ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Όλα δείχνουν ότι, μετά τα δημόσια πολιτικά τζαρτζαρίσματα, το «ελληνικό ζήτημα» εισέρχεται στην οδό των διαπραγματεύσεων. Το Βερολίνο αξιώνει ακόμα να ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα αξιολόγηση από το προηγούμενο μνημονιακό πρόγραμμα, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να ικανοποιήσει τα δεκαοκτώ επώδυνα προαπαιτούμενα. Προαπαιτούμενα που ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά είχε τολμήσει να εφαρμόσει. Η κατηγορηματική άρνηση της Αθήνας να συζητήσει αυτό το ενδεχόμενο πρακτικά σημαίνει ότι η εμμονή στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης ισοδυναμεί με ρήξη. Και ρήξη δεν επιθυμούν ούτε οι Αμερικανοί ούτε και άλλοι παράγοντες του ευρωιερατείου. Αυτός είναι ο λόγος που ο Γιούνκερ, με τη συνεργασία της αυστριακής και της βελγικής κυβέρνησης και με τις ευλογίες της γαλλικής και της ιταλικής αναζητά μια συμβιβαστική φόρμουλα, η οποία να μην εκθέτει ούτε την κυβέρνηση Τσίπρα ούτε το δίδυμο Μέρκελ -Σόιμπλε.
Κατά πάσα πιθανότητα το προηγούμενο μνημονιακό πρόγραμμα θα ενταφιαστεί, κι αυτό αποτελεί συμβολικά μια νίκη για την Αθήνα. Για να την επιτύχει όμως έκανε βήματα πίσω. Παραιτήθηκε από το αίτημα του «κουρέματος», συμφώνησε για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% και αποδέχτηκε γενικώς το 70% του Μνημονίου. Είναι κατανοητή η δημόσια διπλωματία του Βαρουφάκη, με την οποία επιδιώκει να προκαλέσει ρήγματα στη σκληρή γραμμή που εκφράζει το Βερολίνο.
Από την άλλη πλευρά όμως είναι ασαφές τι σημαίνει πρακτικά ότι αποδέχεται το 70% του Μνημονίου. Εάν αναφέρεται, π.χ., σε εκσυγχρονισμούς όπως η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, η επίσπευση της διεξαγωγής των δικών, η ολοκλήρωση της μηχανογράφησης των δημοσίων υπηρεσιών, δεν μπορεί κανείς να έχει αντίρρηση. Διαφορετικά θα είναι τα πράγματα εάν αναφέρεται σε άλλου τύπου μεταρρυθμίσεις. Γι' αυτό και επ' αυτού είναι σκόπιμο να αναμένουμε τις διαπραγματεύσεις για να κρίνουμε. Τότε θα εκδηλωθεί και η όποια εσωκομματική αντίδραση εκ μέρους της Αριστερής Πλατφόρμας.
To «New Deal»...
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις θα δοθεί χρόνος μέχρι και το τέλος του καλοκαιριού για να πραγματοποιηθούν εφ' όλης της ύλης διαπραγματεύσεις ώστε να καταλήξουμε σε μια συμφωνία-πακέτο μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης σ'ένα «New Deal», όπως το αποκαλεί ο Βαρουφάκης. Στην πραγματικότητα η συμφωνία-γέφυρα, ή όπως αλλιώς ονομαστεί, δεν θα είναι μόνο διαδικαστικού χαρακτήρα. Επειδή θα εξασφαλίζει τη συνέχιση της χρηματοδότησης, ώστε η Αθήνα να μπορεί να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της, θα συνοδεύεται και από δεσμεύσεις. Με άλλα λόγια, θα πρόκειται για μια ενδιάμεση συμφωνία.
Αρκετοί θα σπεύσουν να το χαρακτηρίσουν νέο Μνημόνιο. Από μια άποψη θα έχουν δίκιο, επειδή θα προβλέπει χρηματοδότηση έναντι δεσμεύσεων. Από την άλλη όμως θα έχουν άδικο, επειδή δεν θα πρόκειται για συνέχιση της προηγούμενης πολιτικής με άλλο όνομα. Ο όρος «Μνημόνιο» έχει στιγματιστεί ακριβώς επειδή ταυτίστηκε με τις πολιτικές που τα προηγούμενα πέντε χρόνια συσσώρευσαν οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Η ενδιάμεση συμφωνία θα πρέπει να κριθεί από το περιεχόμενό της κι όχι μέσα από ένα παιχνίδι με τις λέξεις.
Κρίσιμο ρόλο στην επί της ουσίας υποχώρηση του Βερολίνου από τη γραμμή της ρήξης έπαιξε το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα κατέστησε ξεκάθαρα σαφές ότι, ενώ είναι διατεθειμένη για έναν συμβιβασμό, δεν πρόκειται να υποκύψει στον εκβιασμό και να «ξεβρακωθεί». Η ρητορική του πρωθυπουργού είχε πολιτικό αντίκρισμα, επειδή τα αφεντικά της Ευρωζώνης πείστηκαν πως εάν του έσφιγγαν τη θηλιά στον λαιμό θα προκήρυσσε δημοψήφισμα, δρομολογώντας μια δυναμική σύγκρουση με απρόβλεπτες επιπτώσεις και για τις δύο πλευρές.
...και οι άλλοι
Την πιο σκληρή γραμμή απέναντι στο αίτημα της κυβέρνησης Τσίπρα για ενταφιασμό του προηγούμενου μνημονιακού προγράμματος υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις της Ισπανίας της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Έχουν συνείδηση πως εάν η Αθήνα φέρει αποτελέσματα, θα καταρρεύσει το ιδεολόγημα του μνημονιακού μονόδρομου και οι ίδιες θα εκτεθούν ανεπανόρθωτα στους δικούς τους ψηφοφόρους. Γι' αυτό και έσπευσαν όχι μόνο να συνταχθούν πίσω από το Βερολίνο, αλλά και το πιέζουν να μην κάνει βήμα πίσω. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, εάν η νέα ελληνική κυβέρνηση τα καταφέρει, εκ των πραγμάτων θα ευνοηθούν και οι χώρες τους, οι άλλοι αδύναμοι κρίκοι της Ευρωζώνης.
Η αυστριακή και η βελγική κυβέρνηση δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ανέλαβαν έμμεσο μεσολαβητικό ρόλο, αφενός επειδή είναι σοσιαλδημοκρατικές, αφετέρου επειδή ανήκουν στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, λειτουργούν σε συντονισμό όχι μόνο με τον πρόεδρο της Κομισιόν Γιούνκερ, αλλά και με το Παρίσι και τη Ρώμη. Όλοι τους αυτοί, άλλωστε, έχουν λάβει το μήνυμα - παρότρυνση από την Ουάσιγκτον. Στην κοινή συνέντευξή του με τη Μέρκελ, άλλωστε, ο Πρόεδρος Ομπάμα δεν άφησε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του.
Ειδικά το Παρίσι και η Ρώμη επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν την «ανταρσία» του Τσίπρα ως διαπραγματευτικό όπλο στη διελκυστίνδα τους με το Βερολίνο αναφορικά με τη χαλάρωση ή μη των μέτρων λιτότητας. Η σπουδή του Προέδρου Ολάντ να καλέσει τον Τσίπρα και η αρχική πρωτοφανής παρέμβαση του Προέδρου Ομπάμα είχαν θορυβήσει το Βερολίνο. Γι’αυτό και η Μέρκελ κινήθηκε γρήγορα όχι μόνο προς τη γαλλική και την ιταλική πλευρά, αλλά και προς την αμερικανική.
Το κεντρικό επιχείρημά της ήταν πως εάν η κυβέρνηση Τσίπρα θεωρήσει ότι διαθέτει προστασία, όχι μόνο δεν πρόκειται να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις, αλλά και θα εκτροχιάσει δημοσιονομικά την Ελλάδα επαναφέροντάς τη στον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων. Το πειστικό επιχείρημά της ήταν οι εξαγγελίες των υπουργών αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους. Με βάση αυτές άλλωστε, αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να μην δέχεται από την Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου, τα εγγυημένα από το Ελληνικό Δημόσιο ομόλογα ως εγγύηση για να παραχωρεί ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η γερμανική παρέμβαση έφερε αποτέλεσμα με την έννοια ότι οι πιέσεις στράφηκαν προς την κυβέρνηση Τσίπρα. Όλοι της έστειλαν το μήνυμα ότι πρέπει να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα. Δεν άλλαξε όμως η θέση όσων εξαρχής υποστήριζαν ότι πρέπει να αποφευχθεί η σύγκρουση και η ρήξη με την Αθήνα. Γι' αυτό και απέφευγαν να στείλουν τελεσίγραφο, αφήνοντας με μια ηθελημένα ασαφή ρητορική ανοιχτό τον δρόμο για συμβιβαστικές φόρμουλες.
Το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά πάει στο Eurogroup όχι μόνο με εποικοδομητικές προτάσεις, αλλά και έχοντας κάνει σημαντικές εκπτώσεις από το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, διευκολύνει όσους στο ευρωιερατείο επιδιώκουν διαπραγματεύσεις και συμβιβασμό. Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, το Βερολίνο θα εξαντλήσει τα περιθώρια για να αποσπάσει όσα μπορεί περισσότερα, αλλά είναι μάλλον απίθανο να προκαλέσει ρήξη...