Τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις του για τις επιδόσεις του
ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές, καθώς και στις ευρωεκλογές, παραθέτει ο
κ.Σταύρος Λυγερός στο άρθρο του που αναδημοσιεύω πιο κάτω από τα τελευταία
ΕΠΙΚΑΙΡΑ.
Από την ανάλυσή του καθίσταται σαφές ότι οι επικεφαλής του
κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχουν αντιληφθεί ότι οι ψηφοφόροι
του εκείνοι που ασπάζονται την ιδεολογία του, ανέρχονται σε ένα μεσαίο μονοψήφιο
νούμερο (γύρω στο 5%), ενώ οι πολίτες που του χαρίζουν την ψήφο τους
ανεβάζοντάς το πάνω από το 20% είναι πολιτικοί πρόσφυγες από άλλα κόμματα, που
θέλουν να διαμαρτυρηθούν για τις επιπτώσεις των μνημονίων και εναποθέτουν σε
αυτό το κόμμα τις ελπίδες τους, για να τους οδηγήσει μακριά από τις αντιλαϊκές
πολιτικές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, συνηθισμένος σε χαμηλά ποσοστά, δεν ξέρει πώς να
χειριστεί το απρόσμενα υψηλό ποσοστό που του προέκυψε και κάνει ερασιτεχνικές
κινήσεις που θα μπορούσαν να διώξουν αρκετούς από
αυτούς. Εκτός αν την τελευταία στιγμή προσαρμοστεί με τα νέα
δεδομένα.
Οι διπλές κάλπες του Μαΐου και ο ΣΥΡΙΖΑ
Στην Κουμουνδούρου πρέπει να κάνουν το σταυρό τους που αποφασίστηκε οι αυτοδιοικητικές εκλογές
να συμπίπτουν χρονικά με τις ευρωεκλογές. Ο λόγος είναι ότι οι επιδόσεις του
ΣΥΡΙΖΑ στις πρώτες αναμένεται να είναι σαφώς κατώτερες του ποσοστού που θα
αποσπάσει στις δεύτερες. Το πολιτικό μήνυμα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών είναι από τη φύση του δυσανάγνωστο.
Οι τοπικές αντιθέσεις, τα τοπικά δίκτυα επιρροής, ο
αποφασιστικός ρόλος των προσώπων και τα αυτοδιοικητικά κριτήρια λειτουργούν σαν
παραμορφωτικός φακός που δυσκολεύει την εξαγωγή συμπερασμάτων για το συσχετισμό
των κομματικών δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά όμως είναι
παράδοση να εξάγονται πολιτικά συμπεράσματα κυρίως από τις εκλογές για τον
έλεγχο των δεκατριών περιφερειών και των μεγάλων δήμων, με πρώτο το Δήμο
Αθηναίων.
Εάν οι εκλογικές επιδόσεις των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ στους
δήμους και στις περιφέρειες συγκριθούν με τις αντίστοιχες του το 2010, αναμφίβολα θα καταγραφεί
κατακόρυφη άνοδος. Στις προηγούμενες
αυτοδιοικητικές εκλογές η κρίση είχε χτυπήσει την
πόρτα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά δεν είχε ακόμα δείξει τα δόντια της. Αφενός
λόγω πολιτικής αδρανείας, αφετέρου λόγω της ελπίδας ότι «μπόρα είναι και
θα περάσει», οι κάλπες αναπαρήγαγαν σε γενικές
γραμμές το δίπολο ΠΑΣΟΚ - ΝΔ. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμα ένα μικρό κόμμα
διαμαρτυρίας και οι επιδόσεις του στις αυτοδιοικητικές εκλογές αντίστοιχες. Από
το φθινόπωρο του 2010 έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Τα οικονομικά και
κοινωνικά ερείπια ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσουν καθοριστικά και τις πολιτικές
ισορροπίες. Οι εθνικές εκλογές του 2012 κατέγραψαν τη δυναμική ανατροπής του
μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι από τότε αξιωματική
αντιπολίτευση. Το τελευταίο διάστημα μάλιστα έχει παγιώσει το δημοσκοπικό
προβάδισμά του, γεγονός που σημαίνει ότι πιθανότατα θα είναι το επόμενο
κυβερνών κόμμα.
Οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές
λοιπόν, εκ των πραγμάτων θα συγκριθούν με τη σημερινή θέση του στο πολιτικό
σκηνικό κι όχι με τις αντίστοιχες επιδόσεις του 2010. Από αυτή την άποψη, είναι
πολιτική δοκιμασία, και θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, εάν δεν συνέπιπταν με τις ευρωεκλογές.
Κι αυτό επειδή αναπόφευκτα τις πολιτικές εντυπώσεις θα τις διαμορφώσει
πρωτίστως το πανελλαδικό αποτέλεσμα της ευρωκάλπης. Εκεί, άλλωστε, θα
διοχετευτεί η διάχυτη κοινωνική οργή και πολύ λιγότερο στις αυτοδιοικητικές
κάλπες.
Στηριζόμενοι κατά κανόνα σε προβεβλημένους υποψηφίους,
ορισμένοι εκ των οποίων έχουν να παρουσιάσουν και έργο, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να
διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους όσο το δυνατόν
περισσότερες περιφέρειες και μεγάλους δήμους. Αντιθέτως, το κόμμα του Τσίπρα
καλείται και στο πεδίο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να αποδείξει ότι είναι
πράγματι κόμμα εξουσίας. Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012 και στις
ευρωεκλογές του Μαΐου δεν είναι καθόλου
δεδομένο ότι θα καταγραφούν στις αυτοδιοικητικές.
Ο λόγος είναι ότι δεν αντανακλούν την παραδοσιακή εκλογική βάση του, η οποία
αντιπροσωπεύει μονοψήφιο ποσοστό.
Το 2009 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε 3%, εάν αφαιρέσουμε το ποσοστό της
αποσχισθείσας ΔΗMAP. Το 2012 το ποσοστό του
εκτινάχθηκε στο 27%, επειδή, υπό την πίεση της κρίσης κατέρρευσε το
προηγούμενο δικομματικό σύστημα. Κεντροαριστεροί που δεν τους εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ
του Μνημονίου, αλλά και κάποιοι κεντροδεξιοί κατέφυγαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ ως
εκλογικοί πρόσφυγες κι όχι επειδή ασπάστηκαν
τις ιδεολογικές αντιλήψεις του.
Η κατηγορία αυτή των ψηφοφόρων θα τον ψηφίσει και στις ευρωεκλογές για να
εκφράσει την οργή της και για να απαλλαγεί πιο
γρήγορα από την κυβέρνηση Σαμαρά και το Μνημόνιο. Στις εκλογές για
περιφερειάρχες και κυρίως για δημάρχους όμως οι πολίτες έχουν την άνεση
να ψηφίσουν με αυτοδιοικητικά κριτήρια. Η τάση
μετατόπισης από τους στενά κομματικούς υποψηφίους προς σχετικά αυτόνομες
προσωπικότητες, άλλωστε, είχε εκδηλωθεί και στις εκλογές του 2010. Οι Καμίνης και
Μπουτάρης κέρδισαν αντιστοίχως στην Αθήνα και τη
Θεσσαλονίκη πρωτίστως επειδή ενσάρκωσαν την τάση αυτή.
Η αυτονόμηση των ψηφοφόρων στις αυτοδιοικητικές
κάλπες αναμένεται να προσλάβει τον ερχόμενο Μάιο ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις.
Η Κουμουνδούρου υποτίμησε αυτή την τάση, παρότι (για τους προαναφερθέντες λόγους) στους νέους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ
εντονότερη. Κατά κανόνα, επέλεξε κομματικά στελέχη για να διεκδικήσει τις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους. Και όπου
έδωσε το χρίσμα σε μη κομματικές υποψηφιότητες επέλεξε αμφιλεγόμενες προσωπικότητες,
με τα γνωστά αποτελέσματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα μικρό κόμμα διαμαρτυρίας που
επιδιώκει να αυξήσει το ποσοστό του. Είναι πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις και
καλείται να το επιβεβαιώσει και στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εάν η
συγκομιδή του σε περιφέρειες και μεγάλους δήμους δεν είναι αντίστοιχη της
δημοσκοπικής πρωτιάς του, δικαιολογημένα θα εκληφθεί ως ήττα. Ειδικά όταν η
Κουμουνδούρου έχει ευθέως πολιτικοποιήσει τις αυτοδιοικητικές εκλογές
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα πήγαινε πολύ καλύτερα εάν είχε επιλέξει
υποψηφίους με κριτήριο το γεγονός, πως το εκλογικό ρεύμα του αποτελείται κυρίως από κεντροαριστερούς εκλογικούς πρόσφυγες.
Εάν, δηλαδή, είχε δώσει το χρίσμα σε προσωπικότητες υψηλού κύρους και ευρύτερης
πολιτικής απήχησης που μπορούν να εκφράσουν το γενικό αντιμνημονιακό αίσθημα αλλά και να ικανοποιήσουν τα αυτοδιοικητικά
κριτήρια. Η Κουμουνδούρου όμως έδωσε το χρίσμα κυρίως σε δικά της στελέχη,
επιβεβαιώνοντας τη διαπιστωμένη και σε άλλες περιπτώσεις τάση του κομματικού
μηχανισμού να έχει τον έλεγχο.
Ο κομματικός μηχανισμός όμως εκφράζει ιδεολογικοπολιτικά
μόνο την περιορισμένη παραδοσιακή εκλογική βάση κι όχι τους κεντροαριστερούς
εκλογικούς πρόσφυγες που πολλαπλασίασαν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κομματικός
μηχανισμός όχι μόνο δεν τους εκφράζει, αλλά συχνά βρίσκεται σε ιδεολογικοπολιτική
διάσταση μαζί τους. Κι αυτό αποτελεί μια αντίφαση η οποία προκαλεί προβλήματα. Θα προκαλέσει, μάλιστα πολύ μεγαλύτερα εάν ο ΣΥΡΙΖΑ βρεθεί στο τιμόνι της χώρας.