Απάντηση σ'αυτό το ερώτημα δίνει ένα ενδιαφέρον σχετικό άρθρο του Ν.Μπογιόπουλου που διάβασα πρόσφατα στον Ενικό και μεταφέρω πιο κάτω ένα κομμάτι του.
Δημοσιογράφοι: Θύματα και «θύτες»
Σήμερα στην ΕΣΗΕΑ είναι εγγεγραμμένοι περίπου 10.000 επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Οι μισοί είναι άνεργοι. Οι υπόλοιποι, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, εργάζονται σε συνθήκες «γαλέρας», κακοαμειβόμενοι, βρίσκονται στο πόδι 24 ώρες το 24ωρο, πολλές φορές χωρίς ασφάλιση, τελούν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της εκάστοτε «γραμμής» του τάδε ή του δείνα εργολάβου στα ΜΜΕ, ζουν με το άγχος αν θα έχουν δουλειά την επόμενη μέρα. Αυτοί είναι, που συγκροτούν τις θανατερές στατιστικές με τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από κάθε άλλο επαγγελματικό πεδίο στο χώρο των «εργατών του λόγου».
Φυσικά υπάρχει και μια μικρή μειοψηφία που συγκροτεί το «ανφάντ γκατέ» αυτού που θα λέγαμε «συστημική δημοσιογραφία». Ένα μέρος της χρησιμοποιεί τη δημοσιογραφία ως πασαρέλα συμμετοχής της στο κλαμπ των «VIPs». Ένα άλλο αποτελεί κρίκο της αλυσίδας του θεάματος. Ένα τρίτο υπηρετεί δυο και τρεις «αφεντάδες» ταυτόχρονα, όχι γιατί πρέπει να βγάζει το ψωμί της, αλλά γιατί έτσι εξασφαλίζει το παντεσπάνι της. Και φυσικά έχουμε το πολιτικό κομμάτι αυτής της κατηγορίας, το οποίο:
α) Την δική του υποκειμενική και βαθύτατα στρατευμένη στο σύστημα άποψη, που συμβαδίζει με τα συμφέροντα των ισχυρών και λειτουργεί μονίμως ως προπαγανδιστής της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, την βαφτίζει «αντικειμενικότητα».
β) Πίσω από αυτές ακριβώς τις μπαλαφάρες περί «αντικειμενικότητας» υποδύεται τον «ελεγκτή της εξουσίας» ενώ στην πραγματικότητα είναι όχι μόνο βαστάζος, αλλά και μέρος της εξουσίας.
γ) Εκπροσωπεί τη ζωντανή απόδειξη της μεγάλης αλήθειας που με παρρησία είχε παραδεχτεί και ομολογήσει ο Σταύρος Ψυχάρης: «Δεν υπάρχουν όμως εφημερίδες (σσ: και πολύ περισσότερο τηλεοπτικά δίκτυα, συμπληρώνουμε εμείς) που να εκδίδονται για να εκφράζουν απόψεις διαφορετικές από εκείνες του ιδιοκτήτη τους ή να υπηρετούν αλλότρια συμφέροντα». Η θέση αυτή διατυπώθηκε νέτα-σκέτα στο «Βήμα της Κυριακής» (8/1/2012).
Η πρώτη κατηγορία, οι εργάτες του λόγου, από άποψη θέσης, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι, ουδεμία σχέση έχουν με τη δεύτερη κατηγορία, που όσοι την συγκροτούν, συμμετέχοντας στο τρίγωνο «οικονομική εξουσία - πολιτική εξουσία - μιντιακή εξουσία», μόνο καταχρηστικά μπορούν να καμώνονται τους τιμητές της τιμής του δημοσιογραφικού κόσμου.
Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι: Γιατί η κοινωνία που η «συμπάθειά της» για τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους βρίσκεται στο ναδίρ, που σέρνει τα μύρια όσα για τους «αλήτες, ρουφιάνους, δημοσιογράφους», διαμορφώνει αυτή την άποψη για τους δημοσιογράφους, όταν οι δεύτεροι, αυτοί που μόνο για την «τιμή» τους στο χρηματιστήριο της διαπλοκής μπορούν να μιλάνε, είναι τόσο λίγοι;
Πρέπει να είμαστε σαφείς σ' αυτό το θέμα: Η τίμια δουλειά της πλειοψηφίας των δημοσιογράφων - και εκείνων των εκδοτών που όταν σέβονται την αποστολή τους κατά βάση προέρχονται από τον δημοσιογραφικό κόσμο - είναι μεν η αναγκαία, αλλά δυστυχώς δεν είναι και η ικανή συνθήκη για μια δημοκρατική, αντικειμενική, πλουραλιστική ενημέρωση. Όπως δεν είναι η τίμια δουλειά των χιλιάδων γιατρών για να έχει ο λαός υπηρεσίες Υγείας ή η τίμια δουλειά των χιλιάδων δασκάλων για να έχει ο λαός Παιδεία.
Ο τόνος δίνεται από αυτούς που ελέγχουν τον Τύπο και κυρίαρχα από αυτούς που ελέγχουν τα τηλεοπτικά ΜΜΕ. Και τα τηλεοπτικά ΜΜΕ τα ελέγχει η οικονομική ολιγαρχία. Ισχύει παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα (σσ: κάτι που το είχε «καταλάβει» πολύ καλά η κυβέρνηση Καραμανλή, όταν «τόλμησε» να πάει στην ΕΕ το νομοσχέδιο για τον «βασικό μέτοχο» και οι «αδέκαστοι» επίτροποι το έσκισαν πριν καν το δουν)…
Όσο, επομένως, θα είναι οι εργολάβοι, οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι και εν γένει οι κεφαλαιοκράτες που θα ελέγχουν τα κανάλια της ενημέρωσης, η αμεροληψία των πολλών δουλευτάδων του Τύπου ή των έντιμων εκδοτών, δεν είναι συνθήκη ικανή ώστε να εξασφαλίζεται στη δημοσιογραφία η δυνατότητα να παίξει το ρόλο της, στο πλευρό της κοινωνίας και της αλήθειας.
Όταν το κουμάντο στο χώρο του Τύπου, και όχι μόνο, διαμορφώνεται με τους όρους που περιέγραφε ο Όρσον Ουέλς στον «Πολίτη Κέιν», ήδη από το 1941, τότε όσοι «Τερτσέτηδες» και «Πολυζωίδηδες» κι αν υπάρχουν στο χώρο της δημοσιογραφίας (σσ: τέτοιοι υπήρχαν και θα υπάρχουν σε όλες τις συνθήκες), ας μην υπάρχουν αμφιβολίες: Θα κατισχύσει εκείνος που εκπροσωπεί την ισχύ των μίντια και τη διαβρωτική φύση της εξουσίας.
Που σημαίνει ότι: Αν τα συμφέροντα της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας είναι με το Μνημόνιο, τότε όσο κι αν τρέξει ο ρεπόρτερ για να καλύψει αντικειμενικά την απεργία, τη διαδήλωση, την κινητοποίηση ενάντια στο Μνημόνιο, εκείνο που θα μεταδοθεί το βράδυ ως είδηση θα είναι «ζήτω το Μνημόνιο, κάτω οι ταραξίες». Αν τα συμφέροντα της διεθνούς ελίτ εξυπηρετούνται από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, την ώρα που ο λαός θα πληρώνει «αθανάτους», ταυτόχρονα θα υφίσταται και την πλύση εγκεφάλου για το «εθνικό ολυμπιακό ιδεώδες». Ας αγανακτεί η κοινωνία με τις τράπεζες όσο θέλει. Αυτό που θα πλασαριστεί σαν «είδηση» θα είναι η «ανάγκη να ανακεφαλαιοποιηθούν». Ας φωνάζει η κοινωνία για τις αυξήσεις στα διόδια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αν θυμηθείτε ένα ρεπορτάζ στο «Mega» στα 25 χρόνια που εκπέμπει που να καταγγέλλει τις αυξήσεις στα διόδια, τρυπήστε μου τη μύτη…
Υστερόγραφο: Τα παραπάνω, φυσικά, κάθε άλλο παρά μειώνουν την απαίτηση από τον δημοσιογράφο να ασκεί το ρόλο του με αξιοπρέπεια. Κάθε άλλο παρά τον απαλλάσσουν από το καθήκον της ηθικής – επαγγελματικής αρτιότητας. Κάθε άλλο παρά αναιρούν το στοιχείο της προσωπικής ευθύνης οποιουδήποτε παίρνει ένα μαρκούτσι στο χέρι και δεν ξέρει τι λέει, ή αρπάζει έναν υπολογιστή και δεν ξέρει τι γράφει. Κάθε άλλο παρά αμφισβητούν το ουσιαστικό νόημα όσων έγραφε ο Καμύ το 1939, όταν στο μανιφέστο του για τον «ελεύθερο δημοσιογράφο» εξαιρούσε τη δημοσιογραφία που υπηρετεί τη «σαθρή ανοησία», την «οργανωμένη νωθρότητα» και την «επιθετική βλακεία». Αντίθετα, τα προηγούμενα, καταδεικνύουν ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: Ότι στο πλαίσιο της συστημικής λειτουργίας του Τύπου, που ορίζεται από το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος για τους δημοσιογράφους να μετατραπούν, είτε ενσυνείδητα είτε εξ αντικειμένου, σε μέρος του προβλήματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Σημείωση 1η : Πριν από 70 χρόνια μια εκπομπή του Ορσον Ουέλς
από τα ερτζιανά ήταν αρκετή να δημιουργήσει πανδαιμόνιο στην Αμερική. Χιλιάδες
Αμερικανοί έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν, καθώς είχαν πιστέψει ότι άρχισε η
επίθεση ...των εξωγήινων. Από την εποχή του ραδιοφώνου ακόμα, ένας Αυστριακός
εθιμογράφος έλεγε: «Δώστε μας τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του κόσμου και 100
ανθρώπους ικανούς στην προπαγάνδα και μέσα σε 2 μήνες θα έχουμε κάνει την
Ελβετία κομμουνιστική και τους κατοίκους της Ονδούρας να βάφουν τα μαλλιά τους
πράσινα». Η δύναμη, η επιρροή και η επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων είναι τόσο
μεγάλη που οι κάτοχοι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεν είναι φυσικά
ανόητοι ώστε να αφήσουν αυτή τη δύναμη, αυτό το «όπλο», να περάσει στα χέρια
εκείνων που θα 'θελαν να δουν την Ελβετία κομμουνιστική...
Σημείωση 2η : Η
δύναμη των ηλεκτρονικών ΜΜΕ είναι θηριώδης. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί με
έμφαση: Όσο μεγάλη κι αν είναι η επιρροή και η δύναμη των ΜΜΕ και του Τύπου να
κατευθύνουν, να προπαγανδίζουν, να τρομοκρατούν, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι
πρόκειται για μια δύναμη σχετική, μια δύναμη που έχει όρια, μια δύναμη που δεν
είναι ανυπέρβλητη. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, όσο κι αν ακούμε ότι εκδοτικά
συγκροτήματα «ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις», αλλά τόσο ισχύει πως δεν καθόρισε
τη στάση του ελληνικού λαού η τακτική «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας» που
επέδειξε ο καθεστωτικός Τύπος στην Κατοχή. Ένα ακόμα παράδειγμα: Ένας Πρόεδρος
που το 2000 ήρθε δεύτερος και κέρδισε «πραξικοπηματικά» τις εκλογές στις ΗΠΑ, ο
Μπους, κατάφερε στις εκλογές του 2004, και με τη βοήθεια των ΜΜΕ, να
υπερσκελίσει τον αντίπαλό του κατά 3 εκατ. ψήφους και να επανεκλεγεί. Την ίδια
ώρα, στη Βενεζουέλα, παρότι όλα σχεδόν τα ΜΜΕ ήταν εναντίον του, ο Τσάβες
κατάφερε να επικρατήσει σε 10 εκλογικές αναμετρήσεις. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν:
Η δύναμη των ΜΜΕ είναι τεράστια. Αλλά δεν είναι ανίκητη.
Σημείωση 3η : Ο
δημοσιογράφος, στο πλαίσιο της ιδεολογίας του, της πολιτικής του άποψης, της
προσωπικής του γνώμης, είναι το αδύναμο μέρος στη σχέση του με τον κάτοχο του
ΜΜΕ. Αλλά αυτό δεν τον καθιστά ούτε
άβουλο, ούτε πολύ περισσότερο τον απαλλάσσει της ευθύνης του. Θα είναι
πάντα υπεύθυνος και υπόλογος κάθε φορά και κάθε στιγμή που θα συλλαμβάνεται επ’
αυτοφώρω να τον αφορούν οι στίχοι του Βάρναλη: «Και συ, τσούλα των δήμιων,
Επιστήμη, της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα, και συ πρόστυχη Πένα και ψοφίμι, του
βούρκου λιβανίζετε την μπόχα»...