Οι επικεφαλής και τα στελέχη της μνημονιακής συγκυβέρνησης απέρριπταν κάθε πρόταση να ακολουθήσει η χώρα διαφορετική πορεία από αυτήν της υποτέλειας και του "καλού παιδιού". Δεν χρειάζεται ερώτημα αν είχαν δίκιο. Η ιστορία μάς αποδεικνύει ότι η Ελλάδα μπορεί να ακολουθεί δική της πολιτική.
Το άρθρο του ειδικού στα γεωπολιτικά Δρος Κων.Γρίβα κάνει μια ιστορική αναδρομή σε μεταπολιτευτικές αυτόνομες πολιτικές που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως οδηγός στη νέα κυβέρνηση για μια πραγματικά εθνική πολιτική.
Σύγκρουση με την Ευρώπη, η μόνη λύση
Η μέχρι σήμερα λειτουργία της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίστηκε σε ένα μείγμα πολυτιμότητας και επικινδυνότητας έναντι των ισχυρών χωρών της Δύσης. Παρόμοια στρατηγική θα πρέπει να εφαρμόσει και η επόμενη κυβέρνηση, αν θέλει να εξασφαλίσει τη θέση της χώρας στην Ευρώπη. Στην πολιτική αντιπαράθεση ενόψει των επερχόμενων κρίσιμων εκλογών κυρίαρχη θέση κατέχει η λεγόμενη «ευρωπαϊκή προοπτική» της Ελλάδας· το ανήκειν στην ΕΕ και δι’ αυτής στα ευρύτερα γεωπολιτικά μεγέθη «Ευρώπη» και «Δύση».
Υποστηρίζεται εντόνως ότι τυχόν «επιθετική» πολιτική από πλευράς της επόμενης κυβέρνησης έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα απειλήσει τη θέση της χώρας μας στην Ευρώπη. Συνακόλουθα, ως ορθή πολιτική για την αποφυγή αυτού του φρικαλέου ενδεχομένου προβάλλεται μια στρατηγική «μη τριβών» με τους εταίρους μας και γενικότερα μια πολιτική «καλού παιδιού», το οποίο «ακούει και υπακούει», όπως θα έλεγαν οι παλιοί δάσκαλοι.
Όμως η άποψη αυτή αγνοεί, μεταξύ των άλλων, και ολόκληρη την ιστορική πορεία της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεν βασίστηκε στην παθητική ταύτιση με τις επιταγές των ισχυρών, αλλά σε ένα μείγμα πολυτιμότητας και επικινδυνότητας το οποίο είχε και έντονα συγκρουσιακό στοιχεία.
Η χώρα εισήλθε στην ΕΟΚ γιατί ήταν επίφοβη και πολύτιμη για τη Δύση
Καταρχάς, καλό είναι να θυμηθούμε πώς και γιατί μπήκαμε στην τότε ΕΟΚ. Ως γνωστόν, η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα την 1η Ιανουαρίου του 1981 και κατέστη το δέκατο μέλος της. Παραμένει δε η μοναδική χώρα που εντάχθηκε στην ΕΟΚ/ΕΕ μόνη της και όχι ως μέλος μιας ομάδας χωρών στις διαδοχικές διευρύνσεις. Σήμερα έχει σχεδόν επικρατήσει η άποψη ότι οι Ευρωπαίοι μάς έκαναν ουσιαστικά «χάρη» που μας ενέταξαν στην κλειστή τους λέσχη και πως εν πολλοίς αυτό οφειλόταν στη συμπάθεια που είχε δημιουργηθεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για τους Έλληνες λόγω της επταετούς δικτατορίας, από την οποία μόλις είχαν απαλλαγεί.
Πράγματι, σε κάποιο βαθμό η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έγινε και με κριτήριο την παγίωση της αστικής δημοκρατίας σε αυτή. Αυτό όμως δεν προέκυψε για λόγους συμπάθειας, αλλά για να εξασφαλιστούν κρίσιμα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Δύσης. Συγκεκριμένα οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ αφενός ανησυχούσαν για τυχόν εκ νέου ολίσθηση της Ελλάδας σε κάποιο απολυταρχικό στρατιωτικό καθεστώς, αφετέρου φοβούνταν την επικράτηση σε αυτή μιας αντιδυτικής Αριστεράς. Ένα στρατιωτικό καθεστώς θα μπορούσε να πυροδοτήσει αντίστοιχες καταστάσεις στη δοκιμαζόμενη από τεράστιες εσωτερικές συγκρούσεις Ιταλία, απορρυθμίζοντας ολόκληρη την πολιτική λειτουργία της Ευρώπης. Αντιστοίχως η επικράτηση της πανίσχυρης τότε εθνοκεντρικής - αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς (η οποία εκφραζόταν και από το ΠΑΣΟΚ) θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ΝΑΤΟ και στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ένωσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, στο φιλοσοβιετικό Κίνημα των Αδεσμεύτων, προκαλώντας επικίνδυνο κενό στη συνοχή της στρατιωτικής και πολιτικής δομής της Δύσης, αφήνοντας την Τουρκία ακάλυπτη και διασπώντας την επικοινωνία με τη Μέση Ανατολή διά της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα ήταν το πάτημα της Δύσης στην ελεγχόμενη από κομμουνιστικά καθεστώτα Χερσόνησο των Βαλκανίων και έπρεπε να διατηρηθεί ως τέτοιο.
Απαιτούνταν, λοιπόν, να δημιουργηθεί άμεσα ένας άλλος πυλώνας ο οποίος θα εξασφάλιζε τη συμμετοχή της Ελλάδας στους δυτικούς θεσμούς και δεν θα είχε σχέση με το δαιμονοποιημένο στη συνείδηση του ελληνικού λαού ΝΑΤΟ. Έτσι προέκυψε η «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας μας, η είσοδος του ευρωπαϊκού χρήματος και το δέλεαρ για τον μέσο Έλληνα να μετατραπεί από μισο-Ευρωπαίος Βαλκάνιος σε «πλήρη» και «κανονικό» Ευρωπαίο.
Επιπλέον, η Ελλάδα κατείχε φυσικούς πόρους μεγάλης σημασίας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Μεταξύ αυτών, αλουμίνιο, νικέλιο και χρώμιο. Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα νικελίου και χρωμίου βρίσκονταν σε χώρες εκτός του δυτικού ελέγχου, ενώ το χρώμιο ήταν κρίσιμης σημασίας για τους χάλυβες που χρησιμοποιούσε η γερμανική βιομηχανία εργαλειομηχανών.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα εισήλθε στην ΕΟΚ όχι γιατί ήταν «ήσυχη» και «πειθαρχημένη», αλλά επειδή ήταν πολύτιμη αλλά και επικίνδυνη για την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα. Σε μεγάλο δε βαθμό ήταν πολύτιμη ακριβώς επειδή ήταν και επικίνδυνη.
Η... απείθαρχη πολιτική της «Αλλαγής»
Αυτός ο συνδυασμός επικινδυνότητας και πολυτιμότητας έναντι της Δύσης συνεχίστηκε να εφαρμόζεται και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 από τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ενέργειες μη συμμόρφωσης έναντι της κοινής γραμμής ΕΟΚ - ΝΑΤΟ - ΗΠΑ από πλευράς Ανδρέα Παπανδρέου -όπως ήταν η άρνηση της καταδίκης για την κατάρριψη του κορεατικού Τζάμπο τζετ από μαχητικό της Σοβιετικής Αεροπορίας την 1η Σεπτεμβρίου 1983, η επίσκεψη στον δικτάτορα της Πολωνίας Γιαρουζέλσκι, οι στενές σχέσεις με την Ίντιρα Γκάντι, τον Καντάφι, τον Άσαντ και μια σειρά από άλλους- αποτέλεσαν ισχυρά χαρτιά για την ελληνική πολιτική στο εσωτερικό της ΕΟΚ. Μεταξύ των άλλων, εξασφάλισαν τη συμμετοχή της Ελλάδας στα περιβόητα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που είχαν προκύψει ενόψει της εισόδου της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Κι αυτό γιατί η συγκρουσιακή πολιτική στα εξωτερικά ζητήματα καθιστούσε ιδιαίτερα πειστικές τις απειλές του Ανδρέα Παπανδρέου ότι σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν τα ελληνικά αιτήματα τότε και η ίδια η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ, κατά συνέπεια και σε ολόκληρη την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Δύσης θα τίθετο υπό αίρεση. Σχετική αναφορά μπορεί κάποιος να βρει και στην ογκώδη μελέτη του Tony Judt “Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Έτσι εισήλθε το ευρωπαϊκό χρήμα στην Ελλάδα και όχι γιατί ήμαστε ευθυγραμμισμένοι με τις επιταγές των Βρυξελλών, της Ουάσιγκτον ή του Βερολίνου. Τώρα τι ακριβώς απέγινε αυτό το χρήμα, αν εξυπηρέτησε, έστω και στο ελάχιστο, τα συμφέροντα του ελληνικού λαού ή ακόμη και της ελληνικής αστικής τάξης σε βάθος χρόνου, είναι μια άλλη, ιδιαίτερα πονεμένη ιστορία, που δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί στα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου.
Θα πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι η συγκρουσιακή - συνεργατική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου καθίστατο ακόμη πιο σοβαρή και επίφοβη γιατί πατούσε σε μια πολιτική ανοιγμάτων προς χώρες εκτός Δύσης που είχε κάνει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις πρώτες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις.
Και προκύπτει το αδυσώπητο ερώτημα πώς ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατάφερναν να κάνουν πολυπολική πολιτική μέσα σε ένα διπολικό διεθνές σύστημα επ' ωφελεία της λειτουργίας της Ελλάδας μέσα στον δυτικό κόσμο και πώς σήμερα, σε έναν πολυπολικό κόσμο, κάθε κουβέντα για πολυπολική ελληνική πολιτική αντιμετωπίζεται με χαρακτηρισμούς του τύπου «ανεδαφική», «ουτοπική», «επικίνδυνη» και όλα τα συναφή...
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πολιτική ανοιγμάτων σε χώρες εκτός Δύσης δεν ενίσχυσε μόνο την επικινδυνότητα, αλλά και την πολυτιμότητα της Ελλάδας για τη γεωπολιτική λειτουργία της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η μεσολάβηση του Ανδρέα Παπανδρέου μεταξύ Γαλλίας και Λιβύης έτσι ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος στο Τσαντ, με τη σχετική συμφωνία μεταξύ Μουαμάρ Καντάφι και Φρανσουά Μιτεράν να υπογράφεται στην Ελούντα της Κρήτης τον Νοέμβριο του 1984.
Ακόμη και η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έγινε και με γεωπολιτικά κριτήρια, ένα εκ των οποίων ήταν η εξασφάλιση της λειτουργίας της χώρας μας ως προπύργιου της Δύσης στα διαλυμένα Βαλκάνια τα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του '90.
Εν κατακλείδι, η συνδυαστική πολιτική πολυτιμότητας και επικινδυνότητας ήταν για την Ελλάδα το κλειδί της μέχρι πρότινος επιτυχημένης συμμετοχής της στην Ευρώπη και γενικότερα στη Δύση, και παρόμοια στρατηγική θα πρέπει να αναπτύξει εκ νέου αν θέλει να εξασφαλίσει το ευρωπαϊκό της μέλλον - όχι να ακολουθήσει πολιτική «υπάκουου παιδιού». Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται η αναβάθμιση της συζήτησης με τους εταίρους μας στα συνολικότερα γεωστρατηγικά ζητήματα και όχι ο εγκλωβισμός στο επίπεδο της οικονομίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ της 22-1-2015
Το άρθρο του ειδικού στα γεωπολιτικά Δρος Κων.Γρίβα κάνει μια ιστορική αναδρομή σε μεταπολιτευτικές αυτόνομες πολιτικές που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως οδηγός στη νέα κυβέρνηση για μια πραγματικά εθνική πολιτική.
Σύγκρουση με την Ευρώπη, η μόνη λύση
Η μέχρι σήμερα λειτουργία της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίστηκε σε ένα μείγμα πολυτιμότητας και επικινδυνότητας έναντι των ισχυρών χωρών της Δύσης. Παρόμοια στρατηγική θα πρέπει να εφαρμόσει και η επόμενη κυβέρνηση, αν θέλει να εξασφαλίσει τη θέση της χώρας στην Ευρώπη. Στην πολιτική αντιπαράθεση ενόψει των επερχόμενων κρίσιμων εκλογών κυρίαρχη θέση κατέχει η λεγόμενη «ευρωπαϊκή προοπτική» της Ελλάδας· το ανήκειν στην ΕΕ και δι’ αυτής στα ευρύτερα γεωπολιτικά μεγέθη «Ευρώπη» και «Δύση».
Υποστηρίζεται εντόνως ότι τυχόν «επιθετική» πολιτική από πλευράς της επόμενης κυβέρνησης έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα απειλήσει τη θέση της χώρας μας στην Ευρώπη. Συνακόλουθα, ως ορθή πολιτική για την αποφυγή αυτού του φρικαλέου ενδεχομένου προβάλλεται μια στρατηγική «μη τριβών» με τους εταίρους μας και γενικότερα μια πολιτική «καλού παιδιού», το οποίο «ακούει και υπακούει», όπως θα έλεγαν οι παλιοί δάσκαλοι.
Όμως η άποψη αυτή αγνοεί, μεταξύ των άλλων, και ολόκληρη την ιστορική πορεία της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία δεν βασίστηκε στην παθητική ταύτιση με τις επιταγές των ισχυρών, αλλά σε ένα μείγμα πολυτιμότητας και επικινδυνότητας το οποίο είχε και έντονα συγκρουσιακό στοιχεία.
Η χώρα εισήλθε στην ΕΟΚ γιατί ήταν επίφοβη και πολύτιμη για τη Δύση
Καταρχάς, καλό είναι να θυμηθούμε πώς και γιατί μπήκαμε στην τότε ΕΟΚ. Ως γνωστόν, η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα την 1η Ιανουαρίου του 1981 και κατέστη το δέκατο μέλος της. Παραμένει δε η μοναδική χώρα που εντάχθηκε στην ΕΟΚ/ΕΕ μόνη της και όχι ως μέλος μιας ομάδας χωρών στις διαδοχικές διευρύνσεις. Σήμερα έχει σχεδόν επικρατήσει η άποψη ότι οι Ευρωπαίοι μάς έκαναν ουσιαστικά «χάρη» που μας ενέταξαν στην κλειστή τους λέσχη και πως εν πολλοίς αυτό οφειλόταν στη συμπάθεια που είχε δημιουργηθεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για τους Έλληνες λόγω της επταετούς δικτατορίας, από την οποία μόλις είχαν απαλλαγεί.
Πράγματι, σε κάποιο βαθμό η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έγινε και με κριτήριο την παγίωση της αστικής δημοκρατίας σε αυτή. Αυτό όμως δεν προέκυψε για λόγους συμπάθειας, αλλά για να εξασφαλιστούν κρίσιμα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Δύσης. Συγκεκριμένα οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ αφενός ανησυχούσαν για τυχόν εκ νέου ολίσθηση της Ελλάδας σε κάποιο απολυταρχικό στρατιωτικό καθεστώς, αφετέρου φοβούνταν την επικράτηση σε αυτή μιας αντιδυτικής Αριστεράς. Ένα στρατιωτικό καθεστώς θα μπορούσε να πυροδοτήσει αντίστοιχες καταστάσεις στη δοκιμαζόμενη από τεράστιες εσωτερικές συγκρούσεις Ιταλία, απορρυθμίζοντας ολόκληρη την πολιτική λειτουργία της Ευρώπης. Αντιστοίχως η επικράτηση της πανίσχυρης τότε εθνοκεντρικής - αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς (η οποία εκφραζόταν και από το ΠΑΣΟΚ) θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ΝΑΤΟ και στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ένωσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, στο φιλοσοβιετικό Κίνημα των Αδεσμεύτων, προκαλώντας επικίνδυνο κενό στη συνοχή της στρατιωτικής και πολιτικής δομής της Δύσης, αφήνοντας την Τουρκία ακάλυπτη και διασπώντας την επικοινωνία με τη Μέση Ανατολή διά της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα ήταν το πάτημα της Δύσης στην ελεγχόμενη από κομμουνιστικά καθεστώτα Χερσόνησο των Βαλκανίων και έπρεπε να διατηρηθεί ως τέτοιο.
Απαιτούνταν, λοιπόν, να δημιουργηθεί άμεσα ένας άλλος πυλώνας ο οποίος θα εξασφάλιζε τη συμμετοχή της Ελλάδας στους δυτικούς θεσμούς και δεν θα είχε σχέση με το δαιμονοποιημένο στη συνείδηση του ελληνικού λαού ΝΑΤΟ. Έτσι προέκυψε η «ευρωπαϊκή προοπτική» της χώρας μας, η είσοδος του ευρωπαϊκού χρήματος και το δέλεαρ για τον μέσο Έλληνα να μετατραπεί από μισο-Ευρωπαίος Βαλκάνιος σε «πλήρη» και «κανονικό» Ευρωπαίο.
Επιπλέον, η Ελλάδα κατείχε φυσικούς πόρους μεγάλης σημασίας για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Μεταξύ αυτών, αλουμίνιο, νικέλιο και χρώμιο. Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα νικελίου και χρωμίου βρίσκονταν σε χώρες εκτός του δυτικού ελέγχου, ενώ το χρώμιο ήταν κρίσιμης σημασίας για τους χάλυβες που χρησιμοποιούσε η γερμανική βιομηχανία εργαλειομηχανών.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα εισήλθε στην ΕΟΚ όχι γιατί ήταν «ήσυχη» και «πειθαρχημένη», αλλά επειδή ήταν πολύτιμη αλλά και επικίνδυνη για την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα. Σε μεγάλο δε βαθμό ήταν πολύτιμη ακριβώς επειδή ήταν και επικίνδυνη.
Η... απείθαρχη πολιτική της «Αλλαγής»
Αυτός ο συνδυασμός επικινδυνότητας και πολυτιμότητας έναντι της Δύσης συνεχίστηκε να εφαρμόζεται και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 από τις πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ενέργειες μη συμμόρφωσης έναντι της κοινής γραμμής ΕΟΚ - ΝΑΤΟ - ΗΠΑ από πλευράς Ανδρέα Παπανδρέου -όπως ήταν η άρνηση της καταδίκης για την κατάρριψη του κορεατικού Τζάμπο τζετ από μαχητικό της Σοβιετικής Αεροπορίας την 1η Σεπτεμβρίου 1983, η επίσκεψη στον δικτάτορα της Πολωνίας Γιαρουζέλσκι, οι στενές σχέσεις με την Ίντιρα Γκάντι, τον Καντάφι, τον Άσαντ και μια σειρά από άλλους- αποτέλεσαν ισχυρά χαρτιά για την ελληνική πολιτική στο εσωτερικό της ΕΟΚ. Μεταξύ των άλλων, εξασφάλισαν τη συμμετοχή της Ελλάδας στα περιβόητα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα που είχαν προκύψει ενόψει της εισόδου της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Κι αυτό γιατί η συγκρουσιακή πολιτική στα εξωτερικά ζητήματα καθιστούσε ιδιαίτερα πειστικές τις απειλές του Ανδρέα Παπανδρέου ότι σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν τα ελληνικά αιτήματα τότε και η ίδια η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ, κατά συνέπεια και σε ολόκληρη την αρχιτεκτονική ασφάλειας της Δύσης θα τίθετο υπό αίρεση. Σχετική αναφορά μπορεί κάποιος να βρει και στην ογκώδη μελέτη του Tony Judt “Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Έτσι εισήλθε το ευρωπαϊκό χρήμα στην Ελλάδα και όχι γιατί ήμαστε ευθυγραμμισμένοι με τις επιταγές των Βρυξελλών, της Ουάσιγκτον ή του Βερολίνου. Τώρα τι ακριβώς απέγινε αυτό το χρήμα, αν εξυπηρέτησε, έστω και στο ελάχιστο, τα συμφέροντα του ελληνικού λαού ή ακόμη και της ελληνικής αστικής τάξης σε βάθος χρόνου, είναι μια άλλη, ιδιαίτερα πονεμένη ιστορία, που δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί στα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου.
Θα πρέπει ακόμη να επισημανθεί ότι η συγκρουσιακή - συνεργατική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου καθίστατο ακόμη πιο σοβαρή και επίφοβη γιατί πατούσε σε μια πολιτική ανοιγμάτων προς χώρες εκτός Δύσης που είχε κάνει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις πρώτες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις.
Και προκύπτει το αδυσώπητο ερώτημα πώς ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατάφερναν να κάνουν πολυπολική πολιτική μέσα σε ένα διπολικό διεθνές σύστημα επ' ωφελεία της λειτουργίας της Ελλάδας μέσα στον δυτικό κόσμο και πώς σήμερα, σε έναν πολυπολικό κόσμο, κάθε κουβέντα για πολυπολική ελληνική πολιτική αντιμετωπίζεται με χαρακτηρισμούς του τύπου «ανεδαφική», «ουτοπική», «επικίνδυνη» και όλα τα συναφή...
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πολιτική ανοιγμάτων σε χώρες εκτός Δύσης δεν ενίσχυσε μόνο την επικινδυνότητα, αλλά και την πολυτιμότητα της Ελλάδας για τη γεωπολιτική λειτουργία της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η μεσολάβηση του Ανδρέα Παπανδρέου μεταξύ Γαλλίας και Λιβύης έτσι ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος στο Τσαντ, με τη σχετική συμφωνία μεταξύ Μουαμάρ Καντάφι και Φρανσουά Μιτεράν να υπογράφεται στην Ελούντα της Κρήτης τον Νοέμβριο του 1984.
Ακόμη και η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη έγινε και με γεωπολιτικά κριτήρια, ένα εκ των οποίων ήταν η εξασφάλιση της λειτουργίας της χώρας μας ως προπύργιου της Δύσης στα διαλυμένα Βαλκάνια τα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του '90.
Εν κατακλείδι, η συνδυαστική πολιτική πολυτιμότητας και επικινδυνότητας ήταν για την Ελλάδα το κλειδί της μέχρι πρότινος επιτυχημένης συμμετοχής της στην Ευρώπη και γενικότερα στη Δύση, και παρόμοια στρατηγική θα πρέπει να αναπτύξει εκ νέου αν θέλει να εξασφαλίσει το ευρωπαϊκό της μέλλον - όχι να ακολουθήσει πολιτική «υπάκουου παιδιού». Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται η αναβάθμιση της συζήτησης με τους εταίρους μας στα συνολικότερα γεωστρατηγικά ζητήματα και όχι ο εγκλωβισμός στο επίπεδο της οικονομίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ της 22-1-2015