Μερικές από αυτές τις μεθόδους περιγράφει στο παρακάτω κείμενό του ο νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους βγάζουν λεφτά όσοι βρίσκονται στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας είναι να εκμεταλλεύονται τη δύναμή τους στην αγορά, καθώς και την πολιτική τους ισχύ προκειμένου να ευνοούνται, να αυξάνουν τα εισοδήματα τους, σε βάρος των υπολοίπων.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει αναπτύξει ειδικές ικανότητες και γνώσεις σε μια μεγάλη γκάμα μορφών προσοδοθηρίας. Όπως αυτό που έκαναν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όταν εκμεταλλεύτηκαν ασυμμετρίες στην πληροφόρηση (πούλησαν χρεόγραφα φτιαγμένα εξαρχής για να βαρέσουν κανόνι, γνωρίζοντας όμως ότι οι αγοραστές δεν το ήξεραν αυτό)· ανέλαβαν υπέρμετρους κινδύνους - με το κράτος να τους ρίχνει σωσίβιο, σπεύδοντας να τα διασώσει και αναλαμβάνοντας τις ζημίες, η δε γνώση του γεγονότος αυτού, παρεμπιπτόντως, τους επιτρέπει να δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια απ’ ό,τι θα μπορούσαν σε άλλη περίπτωση να δανειστούν παίρνοντας χρήμα από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας τους με χαμηλά, σχεδόν μηδενικά, επιτόκια.
Όμως η πιο σκανδαλώδης μορφή προσοδοθηρίας -η οποία έχει τελειοποιηθεί στον μέγιστο βαθμό εδώ και μερικά χρόνια- αφορά την ικανότητα των ανθρώπων του χρηματοπιστωτικού τομέα να εκμεταλλεύονται τους φτωχούς και τους απληροφόρητους, βγάζοντας τεράστια χρηματικά ποσά με το να ξεζουμίζουν αυτές τις ομάδες μέσω του ληστρικού δανεισμού και των καταχρηστικών όρων των πιστωτικών καρτών. Μπορεί ο κάθε φτωχός να έχει ελάχιστα χρήματα, αλλά υπάρχουν τόσο πολλοί φτωχοί ώστε λίγο απ’ τον καθένα ισοδυναμεί με πάρα πολύ. Η όποια αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης -ή η όποια έγνοια για τη συνολική αποδοτικότητα— θα είχε κάνει το κράτος να απαγορεύσει αυτές τις δραστηριότητες. Άλλωστε οι συνολικοί πόροι που αναλώνονταν στο πλαίσιο της διαδικασίας μετακίνησης χρημάτων από τους φτωχούς στους πλούσιους ήταν σημαντικότατοι, γι’ αυτό και πρόκειται για παίγνιο αρνητικού αθροίσματος. Όμως κανένα κράτος δεν έβαλε τέλος σε αυτού του είδους τις δραστηριότητες, ούτε ακόμα και όταν άρχισε να ξεκαθαρίζει όλο και περισσότερο το τι συνέβαινε. Ο λόγος ήταν προφανής. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε επενδύσει πάρα πολλά στους λομπίστες και στις προεκλογικές εκστρατείες των πολιτικών, και οι επενδύσεις αυτές απέδιδαν.
Αναφέρομαι στον χρηματοπιστωτικό τομέα εν μέρει επειδή είχε τόσο μεγάλη συνεισφορά στο σημερινό επίπεδο ανισότητας της κοινωνίας μας. Ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα στη δημιουργία της πρόσφατης κρίσης είναι εμφανής σε όλους. Δεν τον αρνούνται ούτε καν όσοι εργάζονται σε αυτόν, αν κι ο καθένας πιστεύει ότι στην πραγματικότητα φταίει κάποιο άλλο τμήμα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Όμως πολλά απ’ όσα έχω πει για τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα μπορούσαν να ειπωθούν και για άλλους συντελεστές της οικονομίας που έβαλαν το χεράκι τους στη δημιουργία των σημερινών ανισοτήτων.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει γίνει ένα περίπλοκο παιχνίδι, και όσοι βγαίνουν κερδισμένοι σε αυτό πρέπει να διαθέτουν κάτι παραπάνω από απλή ευφυΐα. Όμως όσοι βγαίνουν κερδισμένοι σε αυτό συχνά διαθέτουν και λιγότερο αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά: την ικανότητα να κινούνται στα όρια του νόμου ή να τον διαμορφώνουν προς όφελος τους, την προθυμία να εκμεταλλευτούν άλλους, ακόμα και τους φτωχούς, αλλά και να χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα όπου είναι απαραίτητο. Όπως είπε και ένας από τους πετυχημένους παίκτες αυτού του παιχνιδιού, το παλιό ρητό «Χάσεις κερδίσεις, εκείνο που μετράει είναι πώς παίζεις το παιχνίδι» είναι μια μπούρδα και μισή. Το μόνο που μετράει είναι αν θα κερδίσεις ή θα χάσεις. Στην αγορά αυτό φαίνεται με έναν απλό τρόπο: από το πόσα λεφτά έχεις.
Η επικράτηση στο παιχνίδι της προσοδοθηρίας έχει αποφέρει περιουσίες σε όσους βρίσκονται στην κορυφή, αλλά δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο αποκτούν και διατηρούν τον πλούτο τους. Σημαντικό ρόλο παίζει και το φορολογικό σύστημα. Όσοι βρίσκονται στην κορυφή έχουν καταφέρει να σχεδιάσουν ένα φορολογικό σύστημα με το οποίο πληρώνουν λιγότερα απ’ όσα δικαίως τους αναλογούν - πληρώνουν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματος τους από εκείνους που είναι πολύ πιο φτωχοί. Αυτού του είδους τα συστήματα τα αποκαλούμε αντιστρόφως προοδευτικά.
Και ενώ οι αντιστρόφως προοδευτικοί φόροι και η προσοδοθηρία (που αποσπούν χρήματα από την υπόλοιπη κοινωνία και τα αναδιανέμουν στην κορυφή) βρίσκονται στο επίκεντρο της διογκούμενης ανισότητας, ιδίως στην κορυφή, κάποιες ευρύτερες δυνάμεις ασκούν ιδιαίτερη επιρροή σε δύο άλλες πτυχές της ανισότητας, τον αποδεκατισμό της μεσαίας τάξης και την αύξηση της φτώχειας. Οι νόμοι που διέπουν τις μεγάλες επιχειρήσεις αλληλεπιδρούν με τους κανόνες συμπεριφοράς που καθοδηγούν τους επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών και προσδιορίζουν το πώς κατανέμονται οι αποδόσεις ανάμεσα στα ανώτατα διευθυντικά στελέχη και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη (εργαζομένους, μετόχους και ομολογιούχους). Η μακροοικονομική πολιτική καθορίζει τη στενότητα της αγοράς εργασίας - το επίπεδο της ανεργίας, άρα και το πώς δρουν οι δυνάμεις της αγοράς για να μεταβάλουν το μερίδιο των εργαζομένων. Αν οι νομισματικές αρχές λάβουν μέτρα προκειμένου να διατηρηθεί η ανεργία σε υψηλά επίπεδα (ακόμα και αν αυτό συμβαίνει από το φόβο του πληθωρισμού), τότε οι μισθοί θα συμπιεστούν. Η ύπαρξη ισχυρών συνδικαλιστικών οργανώσεων έχει συμβάλει στη μείωση της ανισότητας, ενώ η εξασθένησή τους διευκόλυνε τους γενικούς οικονομικούς διευθυντές -που μερικές φορές συνεργάζονται με δυνάμεις της αγοράς στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλαν οι ίδιοι- να την αυξήσουν. Σε κάθε πεδίο -δύναμη συνδικαλιστικών οργανώσεων, αποτελεσματικότητα εταιρικής διακυβέρνησης, διαχείριση νομισματικής πολιτικής- κεντρικό ρόλο παίζει η πολιτική.
Βέβαια οι δυνάμεις της αγοράς, η εξισορρόπηση, ας πούμε, της ζήτησης για ειδικευμένους εργάτες με τη σχετική προσφορά, όπως επηρεάζονται από τις μεταβολές στην τεχνολογία και την εκπαίδευση, παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο, ακόμα και αν αυτές οι δυνάμεις διαμορφώνονται εν μέρει από πολιτικούς παράγοντες. Όμως αντί οι δυνάμεις της αγοράς και οι πολιτικοί παράγοντες να αντισταθμίζονται μεταξύ τους -με τις πολιτικές διεργασίες να ανακόπτουν την αύξηση της ανισότητας σε περιόδους κατά τις οποίες οι δυνάμεις της αγοράς μπορεί να είχαν οδηγήσει σε διεύρυνση των διαφορών - αντί το κράτος να μετριάζει τις υπερβολές της αγοράς, σήμερα οι δυο τους συνεργάζονται προκειμένου να αυξήσουν τις διαφορές στο εισόδημα και τον πλούτο.