Στο προχθεσινό του άρθρο στους New York Times o Paul Krugman ασκεί κριτική στη γερμανική πολιτική. Όλοι ξέρουμε, βέβαια, για τα οικονομικά και γεωπολιτικά παιχνίδια που παίζονται αυτόν τον καιρό ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, όμως το κείμενο του βραβευμένου οικονομολόγου, ακόμα και αν χαρακτηριστεί μονόπλευρο, είναι σωστό, όσον αφορά τη γερμανική συμπεριφορά.
Those Depressing Germans
By PAUL KRUGMANΟι Γερμανοί αξιωματούχοι είναι έξαλλοι με την Αμερική και όχι μόνο εξαιτίας της ιστορίας με το κινητό της Άνγκελα Μέρκελ. Αυτό που τους έχει εξοργίσει τώρα είναι μια (μακροσκελής) παράγραφος σε μια έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ για την εξωτερική οικονομική και νομισματική πολιτική. Σε αυτή την παράγραφο, το υπουργείο υποστηρίζει ότι το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας – ένα ευρύ μέτρο του εμπορικού ισοζυγίου – είναι επιβλαβές, δημιουργώντας «μια αποπληθωριστική διαστρέβλωση στην ευρωζώνη, καθώς και στην παγκόσμια οικονομία».
Οι Γερμανοί χαρακτήρισαν θυμωμένα αυτό το επιχείρημα «ακατανόητο». «Δεν υπάρχουν ανισορροπίες στη Γερμανία, που να απαιτούν τη διόρθωση της φιλικής προς την ανάπτυξη οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής μας», δήλωσε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών της χώρας.
Αλλά το Υπουργείο Οικονομικών είχε δίκιο και η γερμανική αντίδραση έδειχνε ταραχή. Επειδή βασικά, ήταν μια ένδειξη της συνεχιζόμενης άρνησης των πολιτικών στη Γερμανία, στην Ευρώπη γενικότερα και για το συγκεκριμένο θέμα σε ολόκληρο τον κόσμο, να ιδωθεί κατάματα η φύση των οικονομικών προβλημάτων μας. Από την άλλη πλευρά, αποδείχθηκε η ατυχής τάση της Γερμανίας να απαντάει σε οποιαδήποτε κριτική των οικονομικών πολιτικών της με οιμωγές θυματοποίησης.
Πρώτα, τα γεγονότα. Θυμάστε το σύνδρομο της Κίνας, στο οποίο η μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας συνέχισε να έχει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα χάρη σε ένα υποτιμημένο νόμισμα; Λοιπόν, η Κίνα εξακολουθεί να έχει πλεονάσματα, αλλά έχουν μειωθεί. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία πήρε τη θέση της Κίνας: πέρυσι η Γερμανία, και όχι η Κίνα, είχε το μεγαλύτερο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών στον κόσμο. Και, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν πάνω από δύο φορές μεγαλύτερο από της Κίνας.
Τώρα, είναι αλήθεια ότι η Γερμανία έχει μεγάλα πλεονάσματα εδώ και μια δεκαετία σχεδόν. Αρχικά, όμως, τα πλεονάσματα αυτά συνδυάστηκαν με μεγάλα ελλείμματα στη νότια Ευρώπη, τα οποία χρηματοδοτηθήκαν από μεγάλες εισροές γερμανικών κεφαλαίων. Η Ευρώπη στο σύνολό της εξακολουθούσε να έχει κάπως ισορροπημένο εμπόριο. Στη συνέχεια ήρθε η κρίση και οι ροές κεφαλαίων προς την περιφέρεια της Ευρώπης κατέρρευσαν. Τα έθνη οφειλέτες εξαναγκάστηκαν – εν μέρει εξαιτίας της επιμονής της Γερμανίας – σε σκληρή λιτότητα, η οποία εξάλειψε τα εμπορικά ελλείμματά τους. Αλλά κάτι πήγε στραβά. Η μείωση των εμπορικών ανισορροπιών θα έπρεπε να είναι συμμετρική, με τα πλεονάσματα της Γερμανίας να συρρικνώνονται, μαζί με τα ελλείμματα των οφειλετών. Αντ’ αυτού, όμως, η Γερμανία απέτυχε να κάνει την παραμικρή ρύθμιση: τα ελλείμματα στην Ισπανία, την Ελλάδα και αλλού συρρικνώθηκαν, αλλά το πλεόνασμα της Γερμανίας όχι.
Αυτό ήταν ένα πολύ κακό πράγμα για την Ευρώπη, επειδή η αποτυχία προσαρμογής της Γερμανίας μεγέθυνε το κόστος της λιτότητας. Πάρτε για παράδειγμα την Ισπανία, τη χώρα με το μεγαλύτερο έλλειμμα πριν από την κρίση. Ήταν αναπόφευκτο να αντιμετωπίσει η Ισπανία μια περίοδο ισχνών αγελάδων, καθώς θα μάθαινε να ζει με δικά της μέσα. Δεν ήταν, ωστόσο, αναπόφευκτο να φτάσει η ισπανική ανεργία σχεδόν 27% και η ανεργία των νέων σχεδόν στο 57%. Και η αδιαλλαξία της Γερμανίας συνέβαλε σημαντικά στα δεινά της Ισπανίας.
Ήταν επίσης κάτι κακό και για τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι απλή αριθμητική: από τη στιγμή που η Νότια Ευρώπη αναγκάστηκε να μηδενίσει τα ελλείμματά της, ενώ η Γερμανία δεν έχει μειώσει το πλεόνασμά της, η Ευρώπη στο σύνολό της έχει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, βοηθώντας στο να διατηρηθεί η παγκόσμια οικονομία σε ύφεση.
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, όπως έχουμε δει, απαντούν σε όλα αυτά με οργισμένες δηλώσεις, ότι η γερμανική πολιτική υπήρξε άψογη. Λυπούμαστε, αλλά αυτό πρώτον δεν έχει σημασία και δεύτερον δεν είναι αλήθεια.
Γιατί δεν έχει σημασία: Πέντε χρόνια μετά την πτώση της Lehman, η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να είναι σε ύφεση, πάσχοντας από μια επίμονη έλλειψη ζήτησης. Σε αυτό το περιβάλλον, μια χώρα που έχει εμπορικό πλεόνασμα, το κάνει εις βάρος των γειτόνων της -για να χρησιμοποιήσω μια παλιά φράση. Εκτρέπει τις δαπάνες από τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους προς τα δικά της και ως εκ τούτου αφαιρεί θέσεις εργασίας. Δεν έχει σημασία αν το κάνει αυτό κακόβουλα ή με τις καλύτερες προθέσεις, πάντως το κάνει.
Επιπλέον, όπως συμβαίνει, η Γερμανία δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Μοιράζεται ένα νόμισμα με τους γείτονές της, ωφελώντας σημαντικά τους γερμανούς εξαγωγείς που τιμολογούν τα προϊόντα τους σε ένα αδύναμο ευρώ, αντί για ένα σίγουρα δυνατό γερμανικό μάρκο. Ωστόσο, η Γερμανία από τη μεριά της απέτυχε να συμμορφωθεί με τους κανόνες της αγοράς: για να αποφύγει μια ευρωπαϊκή ύφεση, έπρεπε να δαπανά περισσότερα καθώς οι γείτονές της αναγκάστηκαν να ξοδεύουν λιγότερα, και δεν το έπραξε.
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, φυσικά, δεν θα παραδεχτούν τίποτα από όλα αυτά. Θεωρούν τη χώρα τους ένα λαμπρό πρότυπο που πρέπει να υιοθετήσουν όλοι και το άχαρο γεγονός ότι δεν μπορούμε όλοι να έχουμε γιγαντιαία εμπορικά πλεονάσματα απλά δεν τους αγγίζει.
Και το θέμα είναι ότι δεν είναι μόνο οι Γερμανοί. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας είναι επιζήμιο για τον ίδιο λόγο που η διακοπή των κουπονιών για τρόφιμα και τα επιδόματα ανεργίας στην Αμερική καταστρέφουν θέσεις εργασίας – και οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί είναι περίπου τόσο δεκτικοί όσο οι γερμανοί αξιωματούχοι με όποιον προσπαθεί να επισημάνει το λάθος τους. Κατά το έκτο έτος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, της οποίας η ουσία είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετές δαπάνες, πολλοί πολιτικοί εξακολουθούν να μην καταλαβαίνουν. Και φαίνεται ότι δεν θα καταλάβουν ποτέ.