Παραπονιόμαστε συνέχεια για το χαμηλό επίπεδο του σημερινού πολιτικού προσωπικού, τόσο στις συζητήσεις στο περιβάλλον μας, όσο και στο σύγχρονο χώρο ανταλλαγής απόψεων, το διαδίκτυο.
Και μετά διαβάζεις ένα άρθρο που σχολιάζει την πολιτική κατάσταση, και που, ενώ έχει γραφεί μερικά χρόνια πριν -προ κρίσης-, νομίζεις πως γράφτηκε σήμερα. Τόσο πολύ ταιριάζει στην τωρινή κατάσταση! Οπότε αναρωτιέσαι: μόνο οι σημερινοί πολιτικοί είναι άχρηστοι ή μήπως ποτέ στην Ελλάδα δεν ευδοκίμησε το είδος αυτό; Και συμφωνείς τελικά με αυτό το τελευταίο, όταν φέρεις στο μυαλό σου τους έλληνες πολιτικούς του παρελθόντος, εκείνους που θεωρούνται σπουδαίοι, και θυμάσαι τα λάθη τους, τα στραβά κι ανάποδα, τα δεινά που προκάλεσαν ακόμα κι αυτοί στη χώρα μας.
Όλοι μπορείτε να θυμηθείτε αρκετά απ'αυτά...
Τις σκέψεις αυτές μου προκάλεσε ένα άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου που διάβασα κι έχει γραφτεί λίγα χρόνια πριν (το πότε θα το δείτε στο τέλος του). Διαβάστε και πείτε μου: Δεν μοιάζει σαν να γράφτηκε σήμερα;
Ο ολοκληρωτισμός της ποταπότητας
Το περίφημο «Ιδιωτεύειν και ου δημοσιεύειν», που ξεστόμισε ο Σωκράτης μπροστά στο δικαστήριο της Αθήνας, σηματοδοτούσε για την εποχή εκείνη ένα πρώτης τάξεως σκάνδαλο. Η απαξίωση του δημόσιου βίου, το σημείο αιχμής του αθηναϊκού τρόπου ζωής και η επίκληση του ιδιωτικού ως χώρου προστασίας της αλήθειας και της ηθικής είναι μάλλον βέβαιο ότι βάρυναν στην καταδικαστική απόφαση, η οποία τον ανάγκασε να πιει το κώνειο.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η περίφημη ρήση απασχολεί ως τις μέρες μας ακόμη τους ερμηνευτές της σωκρατικής πρότασης. Έχω στον νου μου τον Καστοριάδη, ο οποίος στηλιτεύει τον Σωκράτη για τη στάση του, που τη θεωρεί ως άρνηση της πολιτικής δράσης, κατά συνέπεια ως απολιτική.Αλήθεια, πόσες φορές έχω αναρωτηθεί τον τελευταίο καιρό πόση μαζεμένη αγανάκτηση, πόση συσσωρευμένη περιφρόνηση, πόση περίσσεια αηδίας, πόση σοφία και πόσο θάρρος δεν κρύβει μέσα της αυτή η στάση; Και πόσο διαφορετικά δεν θα ήταν τα πράγματα γύρω μας, και μέσα μας, αν κάποιοι από μας είχαν το κουράγιο να δηλώσουν δημοσίως αυτό το «ου δημοσιεύειν»;
Και δεν αναφέρομαι στους πάσης φύσεως ηθικολογούντες, οι οποίοι ωρύονται στο καθημερινό τηλεοπτικό «Μάπετ σόου». Αυτοί είναι κομμάτι του θιάσου με τις κούκλες στον οποίο ο καθένας αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τον ρόλο που κατάφερε να υποκλέψει. Η διαφορά από το κουκλοθέατρο είναι πως ο θίασος αυτός αντί για γέλιο σου φέρνει κατάθλιψη. Οι σημερινοί «αθώοι» μάς προϊδεάζουν για τις φυσιογνωμίες των αυριανών «ένοχων» και όλοι μαζί ωρύονται για να ενορχηστρώσουν την κακοφωνία του δημόσιου βίου μας.
Δεν νομίζω ότι χρειάζονται περιγραφές και, εκτός των άλλων, ο καταιγισμός των γεγονότων απαγορεύει την καταγραφή τους. Διαδέχονται το ένα το άλλο σαν αλλεργικά συμπτώματα, χωρίς να ξέρεις για ποιον λόγο ακριβώς προκλήθηκαν και πού θα σταματήσουν. Η χώρα έχει απομονωθεί μες στη δυσωδία της, λες και κάποιες αόρατες δυνάμεις την έχουν βάλει στην καραντίνα, την έχουν απομονώσει από όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Τα δελτία ειδήσεων έχουν γίνει δελτία είδησης - λες και έχουμε να κάνουμε με μέσα επικοινωνίας ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι τα ημερήσια πεπραγμένα του δικτάτορα και των συν αυτώ. Τον ρόλο του δικτάτορα τον έχουν αναλάβει οι γελοιογραφίες του δημόσιου βίου, οι «κομμένες κεφαλές» των παραθύρων: Διάφοροι πρώην επιφανείς που έκλεψαν, υπουργοί που εκπαραθυρώθηκαν -μεταφορικά ή στην κυριολεξία-, κάτι πονηροί καπάτσοι που μέχρι χθες την έβγαζαν καθαρή.
Κανείς δεν μοιάζει έτοιμος να αντισταθεί στον ολοκληρωτισμό της ποταπότητας. Στην αρχή μάς σοκάριζε, πολλές φορές γελούσαμε με όσα διαδραματίζονταν επί σκηνής, ώσπου στο τέλος τον συνηθίσαμε, τον αποδεχθήκαμε, συμβιβαστήκαμε κι εμείς με τον ρόλο μας, τον ρόλο του θεατή του διαρκούς πορνογραφήματος. Αν πορνογραφία είναι η ερωτική πράξη αποκομμένη από τα συμφραζόμενά της -αισθήματα, ελπίδες, αναμνήσεις-, πορνογραφία είναι και το θέαμα της δημόσιας ζωής, που απλώς χειρονομεί σε ένα περιβάλλον κινούμενης άμμου.
Η δημόσια ζωή, εκτός των άλλων, δημιουργεί πρότυπα συμπεριφοράς, γι’ αυτό και το θέαμά της είναι δημόσιο αγαθό. Πριν από μία δεκαετία είχαμε αναγορεύσει σε απόλυτο πρότυπο την ευφυΐα της ατάκας, τον εξυπνακισμό, τη μαγκιά. Τώρα δεν έχουμε ούτε κι αυτό: Μας έμεινε η κακοφωνία του σκυλοκαβγά, γκρο πλαν όπου δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν μια φράση με υποκείμενο, ρήμα ρήμα και αντικείμενο και διαφημίζουν εαυτούς αυτάρεσκα επειδή κατάφεραν να μην μπλεχτούν στο τελευταίο σκάνδαλο.
Πίσω από το «Μάπετ σόου», θα μου πείτε, στα παρασκήνια, υπάρχει η πολιτική ζωή. Μα για ποια πολιτική ζωή μιλάμε; Πριν από κάποιους μήνες είχαμε εκλογές. Θυμάστε μια φράση, άντε μια λέξη, που να σας έχει μείνει από τις ημέρες εκείνες; Μια φράση, μια λεξούλα έστω, που να άγγιξε τη φαιά ουσία σας και να δημιούργησε κάποιους κραδασμούς, έστω τη φευγαλέα εντύπωση πως αυτός ο άνθρωπος που σου μιλάει κάτι έχει στο μυαλό του, κάτι έχει να σου πει, κάτι να σου προτείνει.
Γιατί σου δίνουν αυτήν τη δυσάρεστη εντύπωση πως κανείς τους δεν είναι στη θέση όπου θα έπρεπε να είναι; Πως όλοι τους παριστάνουν κάτι, πως είναι δήθεν υπουργοί, δήθεν δημόσιοι λειτουργοί, δήθεν βουλευτές, πρωθυπουργοί ή ό,τι άλλο;
Στην πολιτική ζωή οι εκπτώσεις έχουν αρχίσει προ πολλού και τώρα απλώς οι τιμές κουτρουβαλάνε. Κάποτε αναζητούσαμε ταλέντα, μας γοήτευε η ρητορεία τους, μας κινητοποιούσαν οι αντιλήψεις τους, μας ενθουσίαζαν οι προοπτικές τους. Μετά κατέβηκαν και οι τόνοι και ο πήχης: Μας έφταναν οι διαχειριστικές τους ικανότητες, μας ικανοποιούσε η εντιμότητά τους, δεν περιμέναμε πολλά και δεν ζητούσαμε πολλά, πάντως κάπως τους σεβόμασταν.
Σήμερα ο σεβασμός είναι περιττή πολυτέλεια. To μόνο που έχουμε καταντήσει να ζητάμε από την κατάντια του δημόσιου βίου είναι στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Τίποτε παραπάνω. Απλώς να σταματήσει το ξεβράκωμα, να ξαναβρούν οι λέξεις τη σημασία τους να μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Μα μη μου πείτε ότι δεν το σκέφτεστε κι εσείς; Μη μου πείτε ότι δεν αναρωτιέστε αν είναι δυνατόν μια ολόκληρη κοινωνία να ταυτίζεται με το θέαμα που μας προσφέρει ο δημόσιος βίος της; Και όταν χάσεις τη σοβαρότητά σου, όπως νομίζαμε παλαιότερα, σου μένει τουλάχιστον το γέλιο. Όταν όμως χάσεις την αξιοπρέπειά σου, τι άλλο σου μένει εκτός απ’ τη βουτιά;
Ε ναι, συμφωνώ μαζί σας. Φύσει αισιόδοξος, μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι μια ολόκληρη κοινωνία μπορεί να ταυτιστεί με τον δημόσιο βίο της. Πιστεύω κι εγώ, όπως κι εσείς, πως στα βουβά πρόσωπα αυτής της κακοπαιγμένης κωμωδίας έχει απομείνει κάποια σοβαρότητα - η σοβαρότητα της βουβαμάρας τους, αν μη τι άλλο. Πως πίσω από την ποταπότητα του κατεστημένου «δήθεν», της κακοχυμένης πόζας, υπάρχουν ακόμη κάποια αποθέματα ανθρώπινων υλικών που ιδιωτεύουν κι αυτά οφείλουμε να τα προστατεύσουμε από τον διασυρμό τού «δημοσιεύειν». Στο κάτω κάτω δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς παρά να το πιστεύω.
Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη; θα μου πείτε. Μα το ξέρουμε όλοι πως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις η ευθύνη είναι συλλογική. Δεν πρόκειται να μας σώσει ούτε η Ιστορία, ούτε η νοσταλγία μας.
Γιατί κι αυτό το μάθαμε πια: Στη δημοκρατία του «δήθεν» δεν κινδυνεύει το «δήθεν», η δημοκρατία κινδυνεύει.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι η περίφημη ρήση απασχολεί ως τις μέρες μας ακόμη τους ερμηνευτές της σωκρατικής πρότασης. Έχω στον νου μου τον Καστοριάδη, ο οποίος στηλιτεύει τον Σωκράτη για τη στάση του, που τη θεωρεί ως άρνηση της πολιτικής δράσης, κατά συνέπεια ως απολιτική.Αλήθεια, πόσες φορές έχω αναρωτηθεί τον τελευταίο καιρό πόση μαζεμένη αγανάκτηση, πόση συσσωρευμένη περιφρόνηση, πόση περίσσεια αηδίας, πόση σοφία και πόσο θάρρος δεν κρύβει μέσα της αυτή η στάση; Και πόσο διαφορετικά δεν θα ήταν τα πράγματα γύρω μας, και μέσα μας, αν κάποιοι από μας είχαν το κουράγιο να δηλώσουν δημοσίως αυτό το «ου δημοσιεύειν»;
Και δεν αναφέρομαι στους πάσης φύσεως ηθικολογούντες, οι οποίοι ωρύονται στο καθημερινό τηλεοπτικό «Μάπετ σόου». Αυτοί είναι κομμάτι του θιάσου με τις κούκλες στον οποίο ο καθένας αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τον ρόλο που κατάφερε να υποκλέψει. Η διαφορά από το κουκλοθέατρο είναι πως ο θίασος αυτός αντί για γέλιο σου φέρνει κατάθλιψη. Οι σημερινοί «αθώοι» μάς προϊδεάζουν για τις φυσιογνωμίες των αυριανών «ένοχων» και όλοι μαζί ωρύονται για να ενορχηστρώσουν την κακοφωνία του δημόσιου βίου μας.
Δεν νομίζω ότι χρειάζονται περιγραφές και, εκτός των άλλων, ο καταιγισμός των γεγονότων απαγορεύει την καταγραφή τους. Διαδέχονται το ένα το άλλο σαν αλλεργικά συμπτώματα, χωρίς να ξέρεις για ποιον λόγο ακριβώς προκλήθηκαν και πού θα σταματήσουν. Η χώρα έχει απομονωθεί μες στη δυσωδία της, λες και κάποιες αόρατες δυνάμεις την έχουν βάλει στην καραντίνα, την έχουν απομονώσει από όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Τα δελτία ειδήσεων έχουν γίνει δελτία είδησης - λες και έχουμε να κάνουμε με μέσα επικοινωνίας ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι τα ημερήσια πεπραγμένα του δικτάτορα και των συν αυτώ. Τον ρόλο του δικτάτορα τον έχουν αναλάβει οι γελοιογραφίες του δημόσιου βίου, οι «κομμένες κεφαλές» των παραθύρων: Διάφοροι πρώην επιφανείς που έκλεψαν, υπουργοί που εκπαραθυρώθηκαν -μεταφορικά ή στην κυριολεξία-, κάτι πονηροί καπάτσοι που μέχρι χθες την έβγαζαν καθαρή.
Κανείς δεν μοιάζει έτοιμος να αντισταθεί στον ολοκληρωτισμό της ποταπότητας. Στην αρχή μάς σοκάριζε, πολλές φορές γελούσαμε με όσα διαδραματίζονταν επί σκηνής, ώσπου στο τέλος τον συνηθίσαμε, τον αποδεχθήκαμε, συμβιβαστήκαμε κι εμείς με τον ρόλο μας, τον ρόλο του θεατή του διαρκούς πορνογραφήματος. Αν πορνογραφία είναι η ερωτική πράξη αποκομμένη από τα συμφραζόμενά της -αισθήματα, ελπίδες, αναμνήσεις-, πορνογραφία είναι και το θέαμα της δημόσιας ζωής, που απλώς χειρονομεί σε ένα περιβάλλον κινούμενης άμμου.
Η δημόσια ζωή, εκτός των άλλων, δημιουργεί πρότυπα συμπεριφοράς, γι’ αυτό και το θέαμά της είναι δημόσιο αγαθό. Πριν από μία δεκαετία είχαμε αναγορεύσει σε απόλυτο πρότυπο την ευφυΐα της ατάκας, τον εξυπνακισμό, τη μαγκιά. Τώρα δεν έχουμε ούτε κι αυτό: Μας έμεινε η κακοφωνία του σκυλοκαβγά, γκρο πλαν όπου δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν μια φράση με υποκείμενο, ρήμα ρήμα και αντικείμενο και διαφημίζουν εαυτούς αυτάρεσκα επειδή κατάφεραν να μην μπλεχτούν στο τελευταίο σκάνδαλο.
Πίσω από το «Μάπετ σόου», θα μου πείτε, στα παρασκήνια, υπάρχει η πολιτική ζωή. Μα για ποια πολιτική ζωή μιλάμε; Πριν από κάποιους μήνες είχαμε εκλογές. Θυμάστε μια φράση, άντε μια λέξη, που να σας έχει μείνει από τις ημέρες εκείνες; Μια φράση, μια λεξούλα έστω, που να άγγιξε τη φαιά ουσία σας και να δημιούργησε κάποιους κραδασμούς, έστω τη φευγαλέα εντύπωση πως αυτός ο άνθρωπος που σου μιλάει κάτι έχει στο μυαλό του, κάτι έχει να σου πει, κάτι να σου προτείνει.
Γιατί σου δίνουν αυτήν τη δυσάρεστη εντύπωση πως κανείς τους δεν είναι στη θέση όπου θα έπρεπε να είναι; Πως όλοι τους παριστάνουν κάτι, πως είναι δήθεν υπουργοί, δήθεν δημόσιοι λειτουργοί, δήθεν βουλευτές, πρωθυπουργοί ή ό,τι άλλο;
Στην πολιτική ζωή οι εκπτώσεις έχουν αρχίσει προ πολλού και τώρα απλώς οι τιμές κουτρουβαλάνε. Κάποτε αναζητούσαμε ταλέντα, μας γοήτευε η ρητορεία τους, μας κινητοποιούσαν οι αντιλήψεις τους, μας ενθουσίαζαν οι προοπτικές τους. Μετά κατέβηκαν και οι τόνοι και ο πήχης: Μας έφταναν οι διαχειριστικές τους ικανότητες, μας ικανοποιούσε η εντιμότητά τους, δεν περιμέναμε πολλά και δεν ζητούσαμε πολλά, πάντως κάπως τους σεβόμασταν.
Σήμερα ο σεβασμός είναι περιττή πολυτέλεια. To μόνο που έχουμε καταντήσει να ζητάμε από την κατάντια του δημόσιου βίου είναι στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Τίποτε παραπάνω. Απλώς να σταματήσει το ξεβράκωμα, να ξαναβρούν οι λέξεις τη σημασία τους να μπορούμε να συνεννοηθούμε.
Μα μη μου πείτε ότι δεν το σκέφτεστε κι εσείς; Μη μου πείτε ότι δεν αναρωτιέστε αν είναι δυνατόν μια ολόκληρη κοινωνία να ταυτίζεται με το θέαμα που μας προσφέρει ο δημόσιος βίος της; Και όταν χάσεις τη σοβαρότητά σου, όπως νομίζαμε παλαιότερα, σου μένει τουλάχιστον το γέλιο. Όταν όμως χάσεις την αξιοπρέπειά σου, τι άλλο σου μένει εκτός απ’ τη βουτιά;
Ε ναι, συμφωνώ μαζί σας. Φύσει αισιόδοξος, μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι μια ολόκληρη κοινωνία μπορεί να ταυτιστεί με τον δημόσιο βίο της. Πιστεύω κι εγώ, όπως κι εσείς, πως στα βουβά πρόσωπα αυτής της κακοπαιγμένης κωμωδίας έχει απομείνει κάποια σοβαρότητα - η σοβαρότητα της βουβαμάρας τους, αν μη τι άλλο. Πως πίσω από την ποταπότητα του κατεστημένου «δήθεν», της κακοχυμένης πόζας, υπάρχουν ακόμη κάποια αποθέματα ανθρώπινων υλικών που ιδιωτεύουν κι αυτά οφείλουμε να τα προστατεύσουμε από τον διασυρμό τού «δημοσιεύειν». Στο κάτω κάτω δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς παρά να το πιστεύω.
Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη; θα μου πείτε. Μα το ξέρουμε όλοι πως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις η ευθύνη είναι συλλογική. Δεν πρόκειται να μας σώσει ούτε η Ιστορία, ούτε η νοσταλγία μας.
Γιατί κι αυτό το μάθαμε πια: Στη δημοκρατία του «δήθεν» δεν κινδυνεύει το «δήθεν», η δημοκρατία κινδυνεύει.
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στη στήλη Βιβλιοδρόμιο, στις 19-1-2008.