Στο τριήμερο της συζήτησης στη Βουλή επί της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα στους λόγους που εκφώνησαν οι αρχηγοί των δυο μεγάλων κομμάτων την Κυριακή τη νύκτα, εστιάζει την κριτική του ο κ.Στ.Λυγερός μέσα από το άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο χθεσινό τεύχος του περιοδικού ΕΠΙΚΑΙΡΑ.Ήταν μια συζήτηση όπου φανερώθηκε για μια ακόμα φορά το χαμηλό επίπεδο του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού.
Άσχημη εντύπωση έκανε η έλλειψη ουσίας στα λεγόμενα του πρωθυπουργού, που συνοδεύτηκαν από μη αρμόζον μάγκικο/κουτσαβάκικο ύφος, ενώ δυσμενώς σχολιάστηκαν και τα λάθη που έκανε ο κ.Τσίπρας όσον αφορά τόσο στην αποδοχή της πρόκλησης/πρόσκλησης του Βενιζέλου για μονομαχία, όσο και στην αποτυχημένη οργάνωση της συγκέντρωσης πολιτών στο Σύνταγμα κατά το τελευταίο βράδυ της ψηφοφορίας.
Ας συνεχίσουμε όμως με το άρθρο/σχόλιο του κ.Στ.Λυγερού:
Άσχημη εντύπωση έκανε η έλλειψη ουσίας στα λεγόμενα του πρωθυπουργού, που συνοδεύτηκαν από μη αρμόζον μάγκικο/κουτσαβάκικο ύφος, ενώ δυσμενώς σχολιάστηκαν και τα λάθη που έκανε ο κ.Τσίπρας όσον αφορά τόσο στην αποδοχή της πρόκλησης/πρόσκλησης του Βενιζέλου για μονομαχία, όσο και στην αποτυχημένη οργάνωση της συγκέντρωσης πολιτών στο Σύνταγμα κατά το τελευταίο βράδυ της ψηφοφορίας.
Ας συνεχίσουμε όμως με το άρθρο/σχόλιο του κ.Στ.Λυγερού:
Απολογισμός μιας κατώτερης των περιστάσεων μονομαχίας
H πολιτική ιστορία της μεταπολιτευτικής
περιόδου διδάσκει ότι καμία πρόταση μομφής δεν είχε ως αποτέλεσμα την
ανατροπή της κυβέρνησης. Παρ' όλα αυτά, όλα τα κατά καιρούς κόμματα αξιωματικής
αντιπολίτευσης χρησιμοποίησαν αυτό το κοινοβουλευτικό όπλο. Προφανώς όχι επειδή
είχαν ψευδαισθήσεις ως προς το αποτέλεσμα, αλλά επειδή εξυπηρετούσε την
αντιπολιτευτική στρατηγική τους.
Η πρόταση
μομφής μπορεί να έγινε με λάθος αφορμή, αλλά είχε διπλό στόχο:
•
Πρώτον, να υπογραμμίσει στα μάτια της κοινής
γνώμης την κατηγορηματική αντίθεση του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική πολιτική. Η
κατάσταση είναι περισσότερο από δραματική και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εκφράσει
πολιτικά και να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά την απόγνωση και την οργή που σαρώνει
τη μικρομεσαία θάλασσα. Ο Τσίπρας το προσπάθησε, αποδομώντας με αρκετή
επιτυχία όχι μόνο γενικά την κυβερνητική πολιτική, αλλά και προσωπικά τον
πρωθυπουργό.
•
Δεύτερον, για να πολώσει το κλίμα και να
στριμώξει πολιτικά τη ΔΗΜΑΡ και ανεξάρτητους βουλευτές που τηρούν επαμφοτερίζουσα
στάση. Και το κατάφερε. Το «παρών» είναι εκδήλωση πολιτικής αμηχανίας.
Επιβεβαιώνει ότι τα κόμματα και τα πρόσωπα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στην
«παράταξη του Μνημονίου» είναι με το ένα πόδι στην αντιπολίτευση και με το άλλο
δυνάμει στη συμπολίτευση. Το γεγονός αυτό ενισχύει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι
εκλογές θα είναι μια μάχη μεταξύ αυτού και της ΝΔ και κατ'αντιδιαστολή πιέζει
τη ΔΗΜΑΡ.
Ανεξαρτήτως
του ποιος υποβάλλει την πρόταση μομφής, ένα κόμμα που πραγματικά ανήκει στην
αντιπολίτευση την υπερψηφίζει, γιατί διαφορετικά ευθέως ή εμμέσως στηρίζει
την κυβέρνηση. Η καταψήφιση ενός νομοσχεδίου ή της κυβέρνησης συνολικά δεν
είναι, βεβαίως, ένδειξη ιδεολογικοπολιτικής συγγένειας ή συνεργασίας μεταξύ
κομμάτων της αντιπολίτευσης. Είναι στα όρια του γελοίου η φθηνή προπαγανδιστική
προσπάθεια του Σαμαρά να συνδέσει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή, επειδή
η δεύτερη υπερψήφισε την πρόταση μομφής που κατέθεσε ο πρώτος.
Ανάξιες
σχολιασμού είναι και οι θριαμβολογίες του κυβερνητικού στρατοπέδου για την
κοινοβουλευτική αναμέτρηση Σαμαρά - Τσίπρα, ειδικά όταν η σχεδόν οριακή πλειοψηφία
της συμπολίτευσης μειώθηκε κατά ένα βουλευτή. Το ίδιο και το επιχείρημα ότι
καταθέτοντας αυτή τη στιγμή την πρόταση μομφής ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τη δυνατότητα να
χρησιμοποιήσει το όπλο αυτό το επόμενο εξάμηνο. Αυτό ισχύει πάντα και με αυτή
τη λογική η αξιωματική αντιπολίτευση δεν θα έπρεπε ποτέ να καταθέσει πρόταση
μομφής για να μην χάσει το σχετικό δικαίωμα!
Όπως
προαναφέραμε, η προσπάθεια του Τσίπρα να αποδομήσει την κυβερνητική πολιτική
ήταν κατά κανόνα εύστοχη. Η πραγματικότητα, άλλωστε, μιλάει από μόνη της και με
αυτή την έννοια έκανε εύκολη την αποστολή του. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μάλιστα,
υιοθέτησε σε αρκετές περιπτώσεις ένα επιθετικό θεατρικό στιλ για να περάσει το
μήνυμά του.
Από την πλευρά
του, ο Σαμαράς τον αντιμετώπισε κατά κανόνα απαξιωτικά και συχνά διολίσθαινε
σε φθηνομαγκιές. Επί της ουσίας απέφυγε να απαντήσει στα ζητήματα που έθεσε ο
αντίπαλός του. Επανέλαβε τη γνωστή ρητορική του, εστιάζοντας στην αντίφαση του
ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του: ενώ δηλώνει αποφασισμένος να
καταργήσει το Μνημόνιο, θεωρεί καταστροφική την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Εύστοχες ήταν και οι βολές του πρωθυπουργού για τις ιδεοληψίες της αξιωματικής
αντιπολίτευσης στο ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης, ενώ λάθος ήταν η
πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να οργανώσει συγκέντρωση έξω από τη Βουλή. Για μια
ακόμα φορά η ηγεσία του παρασύρθηκε από τα ακτιβίστικα αντανακλαστικά της.
Στο
διπολικό σκηνικό που και οι δύο
έστησαν παραφωνία ήταν η αντίδραση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης
στην πρόκληση Βενιζέλου. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να μπει σφήνα στο
δίπολο Σαμαρά - Τσίπρα αφενός για να αποτρέψει την εκλογική σύνθλιψη του
κόμματός του, αφετέρου επειδή ο ίδιος δεν αντέχει ψυχολογικά να είναι παίκτης
τρίτης κατηγορίας. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με την εμπλοκή του στο σκάνδαλο
των υποβρυχίων, τον ώθησαν στα όρια της πολιτικής υστερίας Παρ' όλα αυτά, ο
πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στη χοντροκομμένη παγίδα να αποδεχτεί τη μονομαχία
και να μετατραπεί σε συνομιλητή - αντίπαλο του Βενιζέλου, ενώ θεσμικά ο
συνομιλητής - αντίπαλός του είναι ο πρωθυπουργός.
Η πολιτική
αποτελεσματικότητα της κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί, όχι
απ' όσα ακούστηκαν στα τηλεοπτικά παράθυρα αυτές τις ημέρες, αλλά από το
συσχετισμό που θα καταγράψουν οι επόμενες δημοσκοπήσεις. Το πολιτικό στοίχημα
του Τσίπρα, πάντως δεν είναι τόσο να αποδομήσει την έτσι κι αλλιώς διάτρητη
κυβερνητική πολιτική, όσο να πείσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει αξιόπιστο σχέδιο για
την απεμπλοκή από το Μνημόνιο χωρίς να προκαλέσει χάος.