Διάβαζα ένα άρθρο του κ.Θανάση Χατζή με τίτλο "Μετά την ακροδεξιά, εκτός νόμου και η αριστερά;", στο οποίο παραθέτει ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις, που γεννώνται από την κυβερνητική προπαγάνδα περί "δύο άκρων", μια θεωρία που μπορεί να οδηγήσει το δημοκρατικό μας πολίτευμα σε ακόμα πιο επικίνδυνες ατραπούς. Ήταν η (δικαιολογημένη) σύλληψη των βουλευτών και άλλων μελών της Χρυσής Αυγής μια πρόβα για τη μέθοδο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εναντίον ενός (επικίνδυνου για τους "κυβερνώντες" και τους πάτρωνές τους) αριστερού κόμματος; Και μην απαντήσετε ότι το συγκεκριμένο κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα παράνομο, ώστε να φοβάται, επειδή δεν είναι τόσο δύσκολο να βρεθούν -λίγο πριν τις επόμενες εκλογές- τα στοιχεία (πραγματικά ή φυτευτά) που χρειάζονται οι λυμαίνοντες την εξουσία ώστε να απαλλαγούν από τον επικίνδυνο αντίπαλο!
Λόγω της μεγάλης έκτασης του άρθρου, διάλεξα μόνο ένα κομμάτι που αποτελεί και το ρεζουμέ.
Η «Βολική» Θεωρία των Δύο Άκρων
Λόγω της μεγάλης έκτασης του άρθρου, διάλεξα μόνο ένα κομμάτι που αποτελεί και το ρεζουμέ.
Η «Βολική» Θεωρία των Δύο Άκρων
Η ανιστόρητη θεωρία των δύο άκρων δεν
εξισώνει απλώς με τον πιο ισοπεδωτικό τρόπο τη μούντζα που τυχόν θα ρίξει λόγου χάριν ένας
αγανακτισμένος πολίτης λόγω ανέχειας, λόγω υποβάθμισης του βιοτικού του
επιπέδου ή λόγω ανεργίας στο μέγαρο της βουλής, με τη δολοφονία ενός ανθρώπου.
Ούτε, έστω, το να εκσφενδονίζει κάποιος μια τούρτα εναντίον ενός πρύτανη, με το
ξεκοίλιασμα με κατσαβίδι ενός φουκαρά οικονομικού μετανάστη. Κατά
βάθος, επιχειρεί να «ποινικοποιήσει» τις αποκλίσεις
ένθεν και ένθεν του μεσαίου χώρου - «μεσαίου χώρου» όχι απλώς ως αναφορά
πολιτικών συμπεριφορών, αλλά ακόμη και λόγου (οσονούπω και σκέπτεσθαι...), είτε
πολιτικού είτε κοινωνικού.
Η προφυλάκιση ορισμένων πρωτοκλασάτων Ελλήνων
νεοναζί βουλευτών μπορεί να είναι κάτι πρωτοφανές (εφόσον πρόκειται για
σύλληψη βουλευτών), ωστόσο αυτοί δεν διώκονται για πολιτική δράση, αλλά για
σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης. Προφυλακιστέοι κρίθηκαν οι
Χρυσαυγίτες, όχι επειδή ο «X» είχε σπίτι του 3-4 μπουκάλια κρασί με τη φάτσα του
Μουσολίνι στην ετικέτα ή ο «Ζ» είχε σπίτι του cd με ναζιστικά εμβατήρια, αλλά επειδή υπάρχουν
ενδείξεις για σχέσεις με μαστροπεία, με «προστασία» με πληρωμένους μπράβους,
με δολοφονίες, με κλοπές, με μαύρο χρήμα... Πιο απλά, το σύστημα κατάφερε να
ταυτίσει τον νεοναζισμό με ό,τι πιο λούμπεν αντικοινωνικό στοιχείο υπάρχει,
προκειμένου να απαξιώσει στα μάτια του Έλληνα μικροαστού, ακόμη και πριν τη «δέσει» εισαγγελικά,
τη Χρυσή Αυγή.
Κάτι ανάλογο είχε αποπειραθεί, άλλωστε, και
με τις συλλήψεις και τις δίκες της «17 Νοέμβρη» αναφορικά με το άλλο «άκρο».
Πριν τις δίκες είχε απαξιώσει τα μέλη της με τις πληροφορίες ή και τις
επιλεγμένες το πρώτο διάστημα φωτογραφίες που διοχέτευε (όλοι θυμόμαστε τους
αναμαλλιασμένους αξύριστους τύπους που παρέπεμπαν σε «λαχαναγορίτες» αντί για
τρομοκράτες, όπως τους είχαμε γνωρίσει στο σινεμά). Αυτό, λοιπόν, το «άλλο
άκρο» έχει στοχοποιηθεί σήμερα.
Εάν η στοχοποίηση της Χρυσής Αυγής, όμως,
συνέπεσε χρονικά με τη διάπραξη μιας δολοφονίας και κρατά όσο διαρκεί η
προδικαστική διαδικασία, η αντιμετώπιση του άλλου «άκρου» προμηνύεται μια
επίπονη και μακρά προσπάθεια. Είναι, άλλωστε, διαφορετικό να διώκεις τις προτροπές για
σφάξιμο μεταναστών, ομοφυλόφιλων, αριστερών ή Εβραίων με το να διώκεις τη
μαρξιστική λενινιστική θεώρηση, τη μαρξιστική φιλοσοφία, τον διαλεκτικό και τον ιστορικό υλισμό και την αποδοχή της ιστορικής
πραγματικότητας της πάλης των τάξεων. Το δεύτερο είναι σαφώς πιo δύσκολο και, ως εκ τούτου, προϋποθέτει μια μακρά, συστηματική και επιστημονική
αντιμετώπιση.
Και, βέβαια, απαιτεί περισσότερα χρήματα,
γιατί από οικονομικής και μόνον απόψεως το διακύβευμα είναι απείρως μεγαλύτερο.
Αν, για παράδειγμα, κάποιοι επιχειρηματίες -είτε αυτοί ήταν εφοπλιστές, είτε
βιομήχανοι, είτε τραπεζίτες- χρηματοδοτούσαν τη Χρυσή Αυγή όχι για λόγους
ιδεολογίας, αλλά για να υπάρχει ανάχωμα ροής ψηφοφόρων προς τα αριστερά, θα
είχε ενδιαφέρον να ξέραμε λ.χ. αν οι αντιμνημονιακές ψήφοι που πήγαν στη Χρυσή
Αυγή κατευθύνονταν στον ΣΥΡΙΖΑ που εξαρχής είχε αντιδράσει στα πακέτα των 235 δισ. ευρώ που
πήραν οι τράπεζες και στις ιδιωτικοποιήσεις. Έτσι θα καταλαβαίναμε όχι μόνο τι «επένδυση» έκαναν (αν
βέβαια υπήρξαν χρηματοδότες τους κάποιοι επιχειρηματίες, όπως γράφτηκε και
ειπώθηκε στα ΜΜΕ) όταν χρηματοδοτούσαν τη Χρυσή Αυγή, αλλά και «πόσο πολλά
είναι τα λεφτά» για μια συντονισμένη «επιστημονική» καμπάνια απευθείας
στοχοποίησης του «εχθρού» (Αριστερά), αντί για την έμμεση αντιμετώπισή του με
την πριμοδότηση του άλλου άκρου του (Άκρα
Δεξιά).
Το σχέδιο εξαρχής έχει, σε γενικές γραμμές, ως εξής: Η ριζοσπαστικοποίηση των
ψηφοφόρων, και ειδικά η μετατόπισή τους προς τα αριστερά, θα πρέπει «πάση
θυσία» (για το σύστημα, εννοείται) να αποτραπεί. Αυτό συνέβη στον 20ό αιώνα
δύο φορές: μία με το ξέσπασμα του εμφυλίου και τα όσα ακολούθησαν μετά τη λήξη
του (ο βίαιος τρόπος), και μία στη Μεταπολίτευση, όταν με δανεικά λεφτά,
απατηλές υποσχέσεις και με προβολή νεοπλουτίστικων πρότυπων και συμπεριφορών
(λ.χ υπερκατανάλωση κ.λπ.) απεφεύχθη η ριζοσπαστικοποίηση του πληθυσμού μέσα
από την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, το οποίο υφάρπαξε τις ψήφους της Αριστεράς.
Πώς αποτρέπεται αυτή η ριζοσπαστικοποίηση;
Μια λύση που επελέγη
ήταν η μέχρι βαθμού γελοιότητας καταγγελία της
βίας. Το είδαμε πρόσφατα, όταν πήγαινε βουλευτής της Αριστεράς να μιλήσει στα τηλεοπτικά πάνελς και στα τηλεπαράθυρα για το Μεσανατολικό, για τις συντάξεις, για το
ασφαλιστικό κ.λπ., και η στερεότυπη ερώτηση ήταν «καταδικάζετε τη βία από όπου και αν προέρχεται και όποια μορφή και αν αποκτά;». Αυτή η τακτική, η οποία είχε ακολουθηθεί και
στις συλλήψεις και τις
δίκες της «17 Νοέμβρη», δεν είναι καινούργιο φαινόμενο: είναι η επανάληψη των «δηλώσεων», που οι νικητές του
εμφυλίου πολέμου απαίτησαν από τους ηττημένους να «υπογράψουν», μόνο και μόνο
για να τους απαξιώσουν στα μάτια των υπολοίπων.
Μια δεύτερη πρακτική ήταν η βίαιη
αντιμετώπιση των συλλογικών δράσεων. Αυτό το είδαμε κατ' επανάληψη, όπως π.χ.
με τα ΜΑΤ που, με εντολή του δημάρχου Αθηναίων Γιώργου Καμίνη, εισέβαλαν νωρίς το πρωί του Σαββάτου
18 Αυγούστου στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, διώχνοντας τους παραγωγούς και
βιοκαλλιεργητές και βάζοντας λουκέτο στο κτίριο που, σημειωτέον, ήταν εγκαταλελειμμένο από τον
Δήμο για περισσότερα από 7 χρόνια. Μάλιστα, γλίτωσε τη μετατροπή του σε parking χάρη στην πρωτοβουλία κατοίκων της περιοχής, ενώ λειτουργούσε και ως
αυτοδιαχειριζόμενος χώρος που στέγαζε κοινωνικά εγχειρήματα της περιοχής,
δίκτυα αλληλεγγύης, μαθήματα
Ελληνικών σε μετανάστες, λογοτεχνικές εκδηλώσεις, προβολές ταινιών, συλλογική
κουζίνα, αγορά βιοκαλλιεργητών, ανοιχτό σχολείο, δανειστική βιβλιοθήκη και άλλες δραστηριότητες ενοχλητικές για το σύστημα.
Ό,τι δεν είναι στο επιτρεπόμενο mainstream (άρα δεν καθοδηγείται και δεν χειραγωγείται),
είτε χαρακτηρίζεται παράνομο είτε λοιδορείται.
Στην περίπτωση της Αριστεράς, οι λοιδορίες και
οι αστεϊσμοί τύπου «παλαβή Αριστερά», «ο πρόεδρος του 15μελούς που θέλει
να γίνει πρωθυπουργός» δεν έπιασαν τόπο, όπως λ.χ. με τους Ανεξάρτητους 'Ελληνες, τους οποίους το σύστημα περιόρισε σε ακίνδυνα
γι’ αυτό επίπεδα και πλαίσια. 'Ετσι περνά, όπως φαίνεται, σε μια πιο δυναμική φάση…
Το άρθρο "Μετά την ακροδεξιά, εκτός νόμου και η αριστερά;" του Θανάση Χατζή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό NEXUS του Νοεμβρίου 2013