Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από διάλεξη που δόθηκε στις 24 Φεβρουάριου 1993 στην Αλεξανδρούπολη κατά τη διάρκεια
τελετής, στην οποία ο Κ. Καστοριάδης αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Δημοκρίτειου
Πανεπιστημίου Θράκης.
Λόγω της έκτασης της εν λόγω διάλεξης, έχω επιλέξει μόνο τα εισαγωγικά του σχόλια, στα οποία εξηγεί πώς εννοεί τους όρους "παιδεία" και "δημοκρατία", τους θεμέλιους λίθους, δηλαδή, μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε
μιαν ετερόνομη ή παραδοσιακή κοινωνία, η περίφραξη της σημασίας, και της ισχύος
ή της αξίας, συνεπάγεται ότι όχι μονάχα το πολιτικό ερώτημα ή το φιλοσοφικό
ερώτημα είναι κλεισμένο εκ των προτέρων, αλλά ακόμα και ότι το αισθητικό ζήτημα
ή το ηθικό πρόβλημα είναι επίσης κλεισμένο εκ των προτέρων.
Λόγω της έκτασης της εν λόγω διάλεξης, έχω επιλέξει μόνο τα εισαγωγικά του σχόλια, στα οποία εξηγεί πώς εννοεί τους όρους "παιδεία" και "δημοκρατία", τους θεμέλιους λίθους, δηλαδή, μιας ευνομούμενης πολιτείας.
Κ.Καστοριάδης: Θέλω να σας μιλήσω για ένα θέμα που πρέπει
να μας απασχολεί όλους μας και πνευματικά και πολιτικά. Το θέμα της παιδείας μέσα
σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πρώτα πρώτα μια επεξήγηση για τον όρο παιδεία. Εάν μιλούσα
ξένη γλώσσα, θα έλεγα κουλτούρα αλλά αυτός o
όρος και
ξενικός είναι και κάπως κακόηχος στα ελληνικά και λίγο κακόφημος τα τελευταία
χρόνια. Θα εξηγηθώ πιο κάτω για το τι εννοώ
με τη λέξη παιδεία
και θάθελα να σας υπενθυμίσω ότι κατ’ αρχήν τίποτε δεν θα έπρεπε να είναι πιο
αυτονόητο από το θέμα αυτής της συζήτησής μας.
Το να ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία
σημαίνει ότι διερωτάστε για όλα όσα μας
περιτριγυρίζουν μέσα στην κοινωνία. Συνεπώς διερωτόμαστε και για την ίδια την παιδεία μας. Η ίδια αυτή η
διερώτηση αποτελεί τμήμα της παιδείας ως διαδικασίας και ως ήθους. Φυσικά,
μόλις διατυπώσουμε αυτήν τη φράση –η θέση της παιδείας μέσα σε μια δημοκρατική
κοινωνία— αμέσως αναφύονται ένα σωρό προβλήματα. Τί εννοούμε με τη λέξη παιδεία, τί εννοούμε με
τη λέξη κοινωνία,
επίσης τί εννοούμε με τη λέξη δημοκρατία.
Γι’ αυτά δεν θα μιλήσω, απλώς θα τα θίξω. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι το κέντρο
του θέματός μας είναι τί το ιδιαίτερο παρουσιάζει η παιδεία σε μια δημοκρατική κοινωνία
και η σχέση της με την κοινωνία και με τη δημοκρατία, σε σύγκριση με άλλες
κοινωνίες οι όποιες, όλες, και οι πιο πρωτόγονες, είχαν αυτό που εγώ θέλω να
ονομάσω παιδεία
ή ένα είδος πολιτισμού; Θα ονομάσω παιδεία
κάθε τι που σε μια δεδομένη κοινωνία, μέσα στον δημόσιο χώρο της, υπερβαίνει αυτό
που είναι απλά λειτουργικό ή εργαλειακό και παρουσιάζει -κι αυτό είναι το
σημαντικότερο- μιαν αόρατη διάσταση, η οποία είναι θετικά επενδυμένη από τα
μέλη της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει να κάνει με τη δημόσια εμφάνιση
του φαντασιακού -με την ακριβή έννοια τού όρου- αυτής της κοινωνίας και του φαντασιακού
τού ποιητικού -με την ευρύτερη έννοια- έτσι, όπως αυτό το ποιητικό φαντασιακό ενσαρκώνεται
και ενσωματώνεται μέσα σε έργα και σε συμπεριφορές και πράξεις που υπερβαίνουν
το λειτουργικό και το εργαλειακό.
Μίλησα για αόρατη διάσταση. Όταν έχουμε μπροστά μας ένα
βιβλίο ή μια μουσική παρτιτούρα, ή κι όταν ακούμε αυτό που είναι γραμμένο στην
παρτιτούρα, ή όταν βλέπουμε μια ζωγραφιά, ένα άγαλμα, ένα μνημείο, παρ' όλο ότι
είναι ορατά, αυτό που μας ενδιαφέρει κι αυτό που μας συνεπαίρνει, είναι ακριβώς
η αόρατη διάσταση πέρα από το ορατό ή η μη αισθητή
διάσταση πέρα απ’ αυτό που άμεσα ακούγεται -που φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει
παρά μέσω του ορατού, του ακουστού ή του απτού-, αλλά για την οποία αυτή η ορατότητα, η ακουστότητα ή η
απτότητα είναι απλώς μια προϋπόθεση.
Τώρα, δημοκρατία
είναι βέβαια ένας όρος που σηκώνει πολύ περισσότερη συζήτηση από τη φύση του και
επειδή από πολύν καιρόν, από αιώνες, χιλιετηρίδες, διακυβεύτηκε μέσα σε συζητήσεις
και σε πολιτικούς αγώνες, και ακόμα διότι από πολλές δεκαετίες τώρα στον
Δυτικό κόσμο έχει εκπορνευθεί είτε με ήπιες μορφές είτε με βίαιες. Ας μην
ξεχνάμε ότι ένα από τα τυραννικά κράτη που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία και τα
πιο αποτελεσματικά στην τυραννικότητά τους είχε ως τίτλο, μέχρι τη διάλυσή του
προ τριών ετών, τέσσερις λέξεις πού ήταν τέσσερα ψέματα: Ένωση Σοσιαλιστικών
Σοβιετικών Δημοκρατιών.
Προκειμένου να ξεφύγουμε απ’ αυτή την
κακοφωνία, θα επανέλθουμε στην ετυμολογία. Δημοκρατία, το κράτος του δήμου,
δηλαδή ή εξουσία του λαού στα σύγχρονα ελληνικά. Ασφαλώς η φιλολογία δεν μας
επιτρέπει να λύσουμε πολιτικά προβλήματα, αλλά μας επιτρέπει τουλάχιστον να
διατυπώσουμε αυτή την ερώτηση: πού, σε ποιά
χώρα σήμερα, τολμάει κανείς να πει ότι είναι πραγματοποιημένη η εξουσία του
λαού; Εντούτοις αυτή η εξουσία είναι εγγεγραμμένη
στα συντάγματα των Δυτικών χωρών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η δική μας,
με το όνομα της λαϊκής κυριαρχίας. Και αφήνοντας, προς το παρόν, κατά μέρος την
υποκρισία αυτής της φράσης, θα στηριχτώ στο γράμμα της για να συναγάγω μια σημασία που ολίγοι θα μπορούσαν
να αμφισβητήσουν. Μέσα σε μια δημοκρατία ο λαός είναι κυρίαρχος, δηλαδή ο λαός
κάνει τους νόμους και τον Νόμο ή, με άλλα λόγια, η κοινωνία κάνει τους θεσμούς
της και τον θεσμό της. Η κοινωνία είναι αυτόνομη, αυτοθεσμίζεται φανερά και
ρητά, θέτει η ίδια τους κανόνες της, τις αξίες της, τις σημασίες της. Ή
αυτονομία ή η ελευθερία, η οποία συνεπάγεται και προϋποθέτει την αυτονομία ή την
ελευθερία των ατόμων, είναι ταυτοχρόνως αδύνατη χωρίς αυτή την τελευταία. Αυτή
ακριβώς ή αυτονομία αποτελεί τον κεντρικό στόχο του πολιτικού μας προ-
τάγματος. Αλλά η αυτονομία, η οποία τουλάχιστον κατ' επίφασιν, ακόμη μια φορά,
είναι εγγυημένη από τον νόμο, από τα συντάγματα, από τις δηλώσεις των
δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου, σέ τελευταία ανάλυση στηρίζεται και de jure και de facto επάνω στον συλλογικό νόμο, τον
Νόμο με την τυπική έννοια όσο και με την άτυπη έννοια.
Η πραγματική ατομική ελευθερία, δεν μιλάω
εδώ για τη φιλοσοφική ή την ψυχική ελευθερία,
αλλά για την ελευθερία που μπορούμε να πραγματώσουμε μέσα στην ατομική μας ζωή
και στην κοινωνική μας πράξη,
πρέπει να είναι αντικείμενο απόφασης και κατοχύρωσης από ένα νόμο που κανένα
άτομο δεν θα μπορούσε μόνο του ούτε να θέσει ούτε να κυρώσει. Και μέσα στο
πλαίσιο αυτού του νόμου το άτομο μπορεί με τη σειρά του να προσδιορίσει και να
ορίσει τους κανόνες, τις αξίες, τις σημασίες, πάνω στους οποίους και με τους
οποίους θα προσπαθήσει να διατάξει τη ζωή του και να της δώσει ένα νόημα. Η
αυτονομία, αυτή η ρητή αυτοθέσμιση όπως το ξέρουμε όλοι μας, αναδύεται για πρώτη φορά στις ελληνικές δημοκρατικές πόλεις.
Ξανααναδύεται αργότερα με διαφορετικό, και από ορισμένες απόψεις πλατύτερο, από
άλλες στενότερο, τρόπο στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο. Αυτή λοιπόν η αυτονομία
σημειώνει τη ρήξη που συνεπάγεται η δημιουργία της δημοκρατίας με όλα τα προηγούμενα κοινωνικο-ιστορικά
καθεστώτα. Γιατί όλα τα προηγούμενα κοινωνικο-ιστορικά καθεστώτα είναι
καθεστώτα θεσπισμένης ετερονομίας: Δηλαδή, σ’ αυτά τα καθεστώτα η πηγή και το
θεμέλιο του νόμου, όπως επίσης η πηγή και το θεμέλιο κάθε κανόνα, κάθε αξίας και
κάθε σημασίας, τίθενται ως υπερβατικά σε σχέση με την κοινωνία. Υπερβατικά με μιαν
απόλυτη έννοια, όπως στις μονοθεϊστικές κοινωνίες, υπερβατικά, ούτως ή άλλως,
σχετικά με την πραγματικότητα της ζωντανής κοινωνίας, όπως συμβαίνει στις
μυθικές ή πρωτόγονες κοινωνίες. Μυθικές όχι με την έννοια ότι είναι κοινωνίες
τις όποιες διηγούνται οι μύθοι, αλλά με την έννοια ότι είναι κοινωνίες οι
όποιες στηρίζουν τη θέσπισή τους πάνω σε μύθους. Και η ετερονομία συμβαδίζει με
κάτι που είναι για μάς πολύ σημαντικό και
που θα το ονομάσω, προσωρινά τουλάχιστον, περίφραξη της σημασίας. Δηλαδή ο
λόγος του Θεού ή οι διατάξεις που έθεσαν οι πρόγονοί μας δεν είναι
συζητήσιμοι. Έχουν καθοριστεί άπαξ δια παντός. Αυτό στις ετερόνομες κοινωνίες
ισχύει επίσης και για τα άτομα. Το νόημα
της ζωής τους είναι δοσμένο, είναι κανονισμένο εκ των προτέρων και κατ’ αυτόν τον
τρόπο είναι επίσης εγγυημένο. Καμιά συζήτηση δεν είναι δυνατή πάνω στους
θεσμούς. Ούτε και είναι δυνατή συζήτηση, ή αμφιβολία πάνω στο τι αξίζει και στο
τι δεν αξίζει, πάνω στο τι είναι καλό και τι είναι κακό, πάνω στο τι πρέπει να
κάνω και στο τι δεν πρέπει να κάνω.