Για το ρευστό πολιτικό τοπίο, όπως διαμορφώνεται σήμερα, αν ληφθούν υπόψη οι τρέχουσες εξελίξεις, γράφει ο κ. Σταύρος Λυγερός στο σημερινό τεύχος του περιοδικού ΕΠΙΚΑΙΡΑ.
Πήρα την πρωτοβουλία να τονίσω με bold κάποια σημεία τα οποία επαναλαμβάνω κι εγώ σε συζητήσεις και θεωρώ κομβικής σημασίας, αλλά θα σχολιάσω το σημείο στο οποίο αναφέρεται ο καλός αρθρογράφος στην έλλειψη αξιόπιστου προγράμματος εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ για την υπέρβαση της κρίσης με το ερώτημα: "Στις προηγούμενες μεταπολιτευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, τα κόμματα που κέρδιζαν τις εκλογές είχαν παρουσιάσει αξιόπιστα προγράμματα διακυβέρνησης; και αν ναί, τα εφάρμοσαν μετά την εκλογική τους επικράτηση;" Όλοι μας μπορούμε να δώσουμε την απάντησή μας.
Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι επιθυμούν να εξαντλήσουν την τετραετία, αλλά το φορτισμένο κοινωνικοοικονομικό τοπίο δεν αφήνει περιθώρια για ασφαλείς μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς.Το πολιτικό τοπίο, άλλωστε, είναι πολύ ρευστό, χωρίς ακόμα να είναι σαφές πώς τελικώς θα διαμορφωθεί. Η κύρια διαχωριστική γραμμή δεν ορίζεται πια από το παραδοσιακό κομματικό δίπολο ΠΑΣΟΚ - ΝΔ. Ορίζεται από τη στάση απέναντι στο Μνημόνιο.
Στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012, το δίπολο αυτό εκφράστηκε κυρίως από την αντιπαράθεση ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, τότε συγκρούστηκαν δύο ετεροκαθοριζόμενα πολιτικοεκλογικά ρεύματα. Το πρώτο ήταν το ρεύμα της τιμωρίας του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας που έριξε την Ελλάδα στον γκρεμό. Συγκροτήθηκε κυρίως από ψηφοφόρους που δεν έχουν πολλά να χάσουν. Στην πλειοψηφία τους επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως πλησιέστερο χώρο και όχι επειδή ασπάστηκαν τις ιδεολογικοπολιτικές θέσεις του. Με άλλα λόγια, είναι κατά κανόνα εκλογικοί πρόσφυγες και όχι προσχωρήσαντες ψηφοφόροι. Δύο άλλα τμήματα του αντιμνημονιακού ρεύματος εκφράστηκαν από τους ΑΝΕΛ και από τη Χρυσή Αυγή.
Το δεύτερο ρεύμα στις προηγούμενες εκλογές ήταν το ρεύμα του φόβου αλλά και της προσδοκίας που γεννούσε η προεκλογική δέσμευση της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Υπενθυμίζουμε ότι η «παράταξη του Μνημονίου», με την ενεργό εμπλοκή του ευρωιερατείου, είχε εξαπολύσει πρωτοφανή προπαγανδιστική επίθεση με αιχμή τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ισοδυναμούσε με έξοδο από την Ευρωζώνη και εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Η επαναδιαπραγμάτευση, όμως, αποδείχτηκε επιταγή χωρίς αντίκρισμα. Η επιβολή, μάλιστα, πρόσθετων επώδυνων μέτρων συρρίκνωσε πολιτικοεκλογικά την «παράταξη του Μνημονίου». Και επειδή συρρικνώνεται, γι' αυτό και συσπειρώνεται γύρω από τον ισχυρότερο πόλο της, τη ΝΔ.
Στην «παράταξη του Μνημονίου» παραμένουν μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία πιέζονται, δυσφορούν, αλλά δεν κινδυνεύουν άμεσα με καταστροφή. Αυτά τα στρώματα έχουν ακόμα να χάσουν και γι' αυτό αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν απειλή για τα συμφέροντά τους. Με άλλα λόγια, συσπειρώνονται γύρω από τη ΝΔ όχι τόσο επειδή τη θεωρούν λύση, όσο επειδή τη θεωρούν είτε το μικρότερο κακό είτε ανάχωμα.
Οι εκλογές του 2012 παγίωσαν ένα νέο διχαστικό κλίμα, οι πρωτογενείς ορίζουσες του οποίου είναι πρωτίστως οικονομικοκοινωνικές και δευτερευόντως ιδεολογικοπολιτικές. Οι παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις τείνουν να ρευστοποιηθούν. Γι' αυτό και ο κυβερνητικός συνασπισμός επιχειρεί να μετατοπίσει με αλλεπάλληλες επικοινωνιακές επιθέσεις το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης από το δυσμενές γι'αυτόν πεδίο της οικονομίας στα αδύναμα σημεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η Κουμουνδούρου έχει δίκιο όταν μιλά για αποπροσανατολισμό. Δεν είναι, όμως, αθέμιτη η τακτική της «παράταξης του Μνημονίου» να υπογραμμίζει υπαρκτές ασάφειες και αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι Έλληνες είναι όχι μόνο δυσαρεστημένοι από την πολιτική του Μνημονίου, αλλά τη θεωρούν και αδιέξοδη. Παρ' όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει τη διάχυτη λαϊκή οργή για να διαμορφώσει καθαρό πλειοψηφικό ρεύμα. Η αδυναμία του αυτή δεν προκύπτει μόνο από τις κατηγορίες ότι υποθάλπει ανομικά φαινόμενα. Προκύπτει κυρίως επειδή δεν έχει παρουσιάσει ένα αξιόπιστο εθνικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Αυτός είναι ο λόγος που μια μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων θεωρεί ότι η άνοδός του στην εξουσία μπορεί να οδηγήσει σε τυχοδιωκτισμούς και ως εκ τούτου σε χειρότερες περιπέτειες.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που εξ αντιδιαστολής σταθεροποιείται προσωρινά η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά. Για τον ίδιο λόγο ενισχύεται και η Χρυσή Αυγή, η οποία εμφανίζει ανοδική πολιτικοεκλογική δυναμική. Η διάχυτη εντύπωση ότι το εξαρτημένο εγχώριο πολιτικό σύστημα προδίδει την κοινωνία ριζοσπαστικοποιεί μικρομεσαία στρώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση ωθεί προς τα αριστερά, αλλά ταυτοχρόνως τροφοδοτεί και την ανάπτυξη αντιδημοκρατικών τάσεων, έστω κι αν αυτές οι τάσεις φαίνεται να έχουν ένα άνω όριο.
Πήρα την πρωτοβουλία να τονίσω με bold κάποια σημεία τα οποία επαναλαμβάνω κι εγώ σε συζητήσεις και θεωρώ κομβικής σημασίας, αλλά θα σχολιάσω το σημείο στο οποίο αναφέρεται ο καλός αρθρογράφος στην έλλειψη αξιόπιστου προγράμματος εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ για την υπέρβαση της κρίσης με το ερώτημα: "Στις προηγούμενες μεταπολιτευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, τα κόμματα που κέρδιζαν τις εκλογές είχαν παρουσιάσει αξιόπιστα προγράμματα διακυβέρνησης; και αν ναί, τα εφάρμοσαν μετά την εκλογική τους επικράτηση;" Όλοι μας μπορούμε να δώσουμε την απάντησή μας.
Ασταθείς οι πολιτικές ισορροπίες
Το 2013 είναι ένα ιδιαιτέρως
δύσκολο έτος για την κυβέρνηση, χωρίς να αποκλείονται
εξελίξεις, οι οποίες θα θέσουν σε δοκιμασία την ίδια την επιβίωσή της.
Ο πρωθυπουργός έχει
εναποθέσει τις ελπίδες του στο ενδεχόμενο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους που
βρίσκεται στα χέρια των χωρών-μελών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας και το οποίο πιθανολογείται ότι θα πραγματοποιηθεί μετά τις
γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου. Τίποτα, ωστόσο, δεν είναι δεδομένο και
βεβαίως δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το Βερολίνο θα αλλάξει γραμμή πλεύσης,
χαλαρώνοντας ή, πολύ περισσότερο, εγκαταλείποντας την πολιτική της
μονοδιάστατης λιτότητας που επιβάλλει στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι επιθυμούν να εξαντλήσουν την τετραετία, αλλά το φορτισμένο κοινωνικοοικονομικό τοπίο δεν αφήνει περιθώρια για ασφαλείς μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς.Το πολιτικό τοπίο, άλλωστε, είναι πολύ ρευστό, χωρίς ακόμα να είναι σαφές πώς τελικώς θα διαμορφωθεί. Η κύρια διαχωριστική γραμμή δεν ορίζεται πια από το παραδοσιακό κομματικό δίπολο ΠΑΣΟΚ - ΝΔ. Ορίζεται από τη στάση απέναντι στο Μνημόνιο.
Στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012, το δίπολο αυτό εκφράστηκε κυρίως από την αντιπαράθεση ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα, τότε συγκρούστηκαν δύο ετεροκαθοριζόμενα πολιτικοεκλογικά ρεύματα. Το πρώτο ήταν το ρεύμα της τιμωρίας του παραδοσιακού συστήματος εξουσίας που έριξε την Ελλάδα στον γκρεμό. Συγκροτήθηκε κυρίως από ψηφοφόρους που δεν έχουν πολλά να χάσουν. Στην πλειοψηφία τους επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως πλησιέστερο χώρο και όχι επειδή ασπάστηκαν τις ιδεολογικοπολιτικές θέσεις του. Με άλλα λόγια, είναι κατά κανόνα εκλογικοί πρόσφυγες και όχι προσχωρήσαντες ψηφοφόροι. Δύο άλλα τμήματα του αντιμνημονιακού ρεύματος εκφράστηκαν από τους ΑΝΕΛ και από τη Χρυσή Αυγή.
Το δεύτερο ρεύμα στις προηγούμενες εκλογές ήταν το ρεύμα του φόβου αλλά και της προσδοκίας που γεννούσε η προεκλογική δέσμευση της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Υπενθυμίζουμε ότι η «παράταξη του Μνημονίου», με την ενεργό εμπλοκή του ευρωιερατείου, είχε εξαπολύσει πρωτοφανή προπαγανδιστική επίθεση με αιχμή τον ισχυρισμό ότι ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ισοδυναμούσε με έξοδο από την Ευρωζώνη και εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας. Η επαναδιαπραγμάτευση, όμως, αποδείχτηκε επιταγή χωρίς αντίκρισμα. Η επιβολή, μάλιστα, πρόσθετων επώδυνων μέτρων συρρίκνωσε πολιτικοεκλογικά την «παράταξη του Μνημονίου». Και επειδή συρρικνώνεται, γι' αυτό και συσπειρώνεται γύρω από τον ισχυρότερο πόλο της, τη ΝΔ.
Στην «παράταξη του Μνημονίου» παραμένουν μεσαία και ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, τα οποία πιέζονται, δυσφορούν, αλλά δεν κινδυνεύουν άμεσα με καταστροφή. Αυτά τα στρώματα έχουν ακόμα να χάσουν και γι' αυτό αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ σαν απειλή για τα συμφέροντά τους. Με άλλα λόγια, συσπειρώνονται γύρω από τη ΝΔ όχι τόσο επειδή τη θεωρούν λύση, όσο επειδή τη θεωρούν είτε το μικρότερο κακό είτε ανάχωμα.
Οι εκλογές του 2012 παγίωσαν ένα νέο διχαστικό κλίμα, οι πρωτογενείς ορίζουσες του οποίου είναι πρωτίστως οικονομικοκοινωνικές και δευτερευόντως ιδεολογικοπολιτικές. Οι παραδοσιακές κομματικές ταυτίσεις τείνουν να ρευστοποιηθούν. Γι' αυτό και ο κυβερνητικός συνασπισμός επιχειρεί να μετατοπίσει με αλλεπάλληλες επικοινωνιακές επιθέσεις το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης από το δυσμενές γι'αυτόν πεδίο της οικονομίας στα αδύναμα σημεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η Κουμουνδούρου έχει δίκιο όταν μιλά για αποπροσανατολισμό. Δεν είναι, όμως, αθέμιτη η τακτική της «παράταξης του Μνημονίου» να υπογραμμίζει υπαρκτές ασάφειες και αντιφάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι Έλληνες είναι όχι μόνο δυσαρεστημένοι από την πολιτική του Μνημονίου, αλλά τη θεωρούν και αδιέξοδη. Παρ' όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει τη διάχυτη λαϊκή οργή για να διαμορφώσει καθαρό πλειοψηφικό ρεύμα. Η αδυναμία του αυτή δεν προκύπτει μόνο από τις κατηγορίες ότι υποθάλπει ανομικά φαινόμενα. Προκύπτει κυρίως επειδή δεν έχει παρουσιάσει ένα αξιόπιστο εθνικό σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης, με αποτέλεσμα να μην πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Αυτός είναι ο λόγος που μια μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων θεωρεί ότι η άνοδός του στην εξουσία μπορεί να οδηγήσει σε τυχοδιωκτισμούς και ως εκ τούτου σε χειρότερες περιπέτειες.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που εξ αντιδιαστολής σταθεροποιείται προσωρινά η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά. Για τον ίδιο λόγο ενισχύεται και η Χρυσή Αυγή, η οποία εμφανίζει ανοδική πολιτικοεκλογική δυναμική. Η διάχυτη εντύπωση ότι το εξαρτημένο εγχώριο πολιτικό σύστημα προδίδει την κοινωνία ριζοσπαστικοποιεί μικρομεσαία στρώματα. Η ριζοσπαστικοποίηση ωθεί προς τα αριστερά, αλλά ταυτοχρόνως τροφοδοτεί και την ανάπτυξη αντιδημοκρατικών τάσεων, έστω κι αν αυτές οι τάσεις φαίνεται να έχουν ένα άνω όριο.