13 Μαΐου 2013

Naomi Klein: Ο νεοφιλελευθερισμός μετά τον Φρίντμαν

Έχει αναδημοσιευτεί και άλλη φορά σε αυτό το blog απόσπασμα από το βιβλίο της Naomi Klein "Το δόγμα του σοκ" (εδώ). Παρακάτω αναδημοσιεύω από το τελευταίο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου ένα ακόμα απόσπασμα, που αναφέρεται στην ανησυχία των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού για το μέλλον του από τις επιπτώσεις που θα έχει σε αυτόν ο θάνατος του Φρίντμαν το 2006. 


Tον Δεκέμβριο του 2006, ένα μήνα μετά το θάνατο του Φρίντμαν, μια μελέτη του ΟΗΕ διαπίστωνε ότι «το πλουσιότερο 2% των ενηλίκων του πλανήτη κατέχει περισσότερο από το μισό παγκόσμιο κατά κεφαλήν πλούτο». Όταν τον Νοέμβριο του 2006 πέθανε ο Μίλτον Φρίντμαν, σε πολλές από τις νεκρολογίες κυριαρχούσε μια αίσθηση φόβου ότι ο θάνατός του θα σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής. Ο Τέρενς Κόρκοραν, ένας από τους πιο αφοσιωμένους μαθητές του, αναρωτιόταν στην καναδική National Post αν θα συνεχιζόταν το παγκόσμιο κίνημα που είχε ιδρύσει ο διάσημος οικονομολόγος: «Καθώς ήταν ο τελευταίος μεγάλος λέων των οικονομικών της ελεύθερης αγοράς, ο Φρίντμαν αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό. [... ] Δεν υπάρχει σήμερα κανείς του ίδιου διαμετρήματος. Άραγε οι αρχές που διατύπωσε και για τις οποίες αγωνίστηκε ο Φρίντμαν θα επιβιώσουν σε βάθος χρόνου χωρίς μια νέα γενιά αταλάντευτων, χαρισματικών και ικανών πνευματικών ηγετών; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς».
Η απαισιόδοξη αποτίμηση του Κόρκοραν ούτε καν προσέγγιζε την κατάστασή σύγχυσης στην οποία βρέθηκε εκείνο τον Νοέμβριο η σταυροφορία του αχαλίνωτου καπιταλισμού. Οι πνευματικοί κληρονόμοι του Φρίντμαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι νεοσυντηρητικοί που είχαν δημιουργήσει το σύμπλεγμα του καπιταλισμού της καταστροφής, βρέθηκαν στο χειρότερο σημείο της ιστορίας τους. Το κίνημα του νεοσυντηρητισμού είχε φτάσει στο αποκορύφωνα του το 1994, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Όμως εννέα μέρες πριν από το θάνατο του Φρίντμαν είχαν ηττηθεί και πάλι από τους Δημοκρατικούς. Τα τρία κομβικά ζητήματα που είχαν συμβάλει στην ήττα των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες κοινοβουλευτικές εκλογές του 2006 ήταν η πολιτική διαφθορά, η αποτυχημένη διεξαγωγή του πολέμου στο Ιράκ και η αντίληψη ότι η χώρα διολίσθαινε «σε ένα ταξικό σύστημα που παρόμοιο του δεν έχουμε ξαναδεί από το δέκατο ένατο αιώνα», σύμφωνα με τη διατύπωση του Τζιμ Γουέμπ, του Δημοκρατικού υποψηφίου που είχε κερδίσει μια έδρα στη Γερουσία των ΗΠΑ. Το θεμελιώδες δόγμα των οικονομικών της Σχολής του Σικάγου, που συνίσταται στο τρίπτυχο «ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση και περικοπές στις δαπάνες για τις κοινωνικές υπηρεσίες», υπήρξε η βασική αιτία για την κατάρρευση του νεοσυντηρητισμού.

Το 1976 ο Ορλάντο Λετελιέ, ένα από τα πρώτα θύματα της αντεπανάστασης, επέμενε ότι η τεράστια ανισότητα στην κατανομή του πλούτου την οποία τα Παιδιά του Σικάγου είχαν επιβάλει στη Χιλή δεν ήταν «μια οικονομική οπισθοδρόμηση, αλλά μια προσωρινή πολιτική επιτυχία».
Για τον Λετελιέ ήταν ξεκάθαρο ότι η δικτατορία των κανόνων της «ελεύθερης αγοράς» υπηρετούσε αυτό ακριβώς για το οποίο είχε σχεδιαστεί: όχι να δημιουργήσει μια απόλυτα αρμονική οικονομία, αλλά να μετατρέψει τους ήδη εύπορους σε πάμπλουτους και την οργανωμένη εργατική τάξη σε αναλώσιμους φτωχούς. Αυτό το μοντέλο κοινωνικής διαστρωμάτωσης επαναλήφθηκε παντού όπου θριάμβευσε η ιδεολογία της Σχολής του Σικάγου.
Στην Κίνα, παρά την εκπληκτική μεγέθυνση της οικονομίας, το εισοδηματικό χάσμα ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων και στους 800 εκατομμύρια κατοίκους της υπαίθρου διπλασιάστηκε την τελευταία εικοσαετία. Στην Αργεντινή, όπου το 1970 τα εισοδήματα του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού ήταν 12 φορές μεγαλύτερα από τα εισοδήματα του πιο φτωχού τμήματος του πληθυσμού, το 2002 η εισοδηματική διαφορά ήταν 43 φορές μεγαλύτερη. Η «πολιτική επιτυχία» στη Χιλή έχει πλέον παγκοσμιοποιηθεί: Τον Δεκέμβριο του 2006, ένα μήνα μετά το θάνατο του Φρίντμαν, μια μελέτη του ΟΗΕ διαπίστωνε ότι «το πλουσιότερο 2% των ενηλίκων του πλανήτη κατέχει περισσότερο από το μισό παγκόσμιο κατά κεφαλήν πλούτο». Το χάσμα είναι ιδιαίτερα μεγάλο στις ΗΠΑ: Το 1980, όταν ο Ρέιγκαν εξαπέλυσε τη φριντμανική εκστρατεία, οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων ήταν 43 φορές μεγαλύτερες από την αμοιβή του μέσου εργαζόμενου, ενώ εν έτει 2005 οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων ήταν 411 φορές μεγαλύτερες. Για τα διευθυντικά στελέχη η αντεπανάσταση που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 στο υπόγειο του Κτιρίου Κοινωνικών Επιστημών υπήρξε όντως επιτυχημένη, όμως το αντίτιμο για αυτή τη νίκη ήταν η ευρύτατη απώλεια της εμπιστοσύνης στη βασική] υπόσχεση των ελεύθερων αγορών: ότι ο ολοένα αυξανόμενος πλούτος θα κατανεμόταν σε όλο τον πληθυσμό. Όπως σχολίασε ο Γουέμπ στην προεκλογική εκστρατεία του 2006, «η διάχυση των οικονομικών οφελών από πάνω προ• τα κάτω απλώς δε συνέβη ποτέ».
Η συσσώρευση τόσο μεγάλου πλούτου στα χέρια μιας τόσο μικρής μειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έγινε με ειρηνικές διαδικασίες συχνά ούτε καν με νόμιμες. Ο Κόρκοραν δίκαια αναρωτιόταν για το διαμέτρημα των ηγετών του νεοφιλελεύθερου κινήματος. Ωστόσο το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ότι δεν υπήρχαν πλέον προσωπικότητες του διαμετρήματος του Φρίντμαν, αλλά και ότι πολλοί από τους ανθρώπους που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της διεθνούς εκστρατείας για την απελευθέρωση των αγορών από όλους τους περιορισμούς κατηγορούνταν για μια εντυπωσιακή σειρά σκανδάλων και εγκληματικών πράξεων, από τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Λατινική Αμερική μέχρι την πιο πρόσφατη επιβολή του στο Ιράκ. Σε όλη τη διάρκεια της τριακονταπεντάχρονης ιστορίας της η ατζέντα της Σχολής του Σικάγου προωθήθηκε χάρη στη στενή συνεργασία πανίσχυρων επιχειρηματιών, μάχιμων ιδεολόγων και πολιτικών ηγετών με σιδερένια πυγμή. Το 2006 σημαντικοί παράγοντες και από τις τρεις αυτές κατηγορίες είτε βρίσκονταν στη φυλακή είτε αντιμετώπιζαν ποινικές διώξεις.
…………………………………………………………………………………………
Εκτός από τα ποινικά προβλήματα, ο νεοφιλελευθερισμός αντιμετώπιζε ένα ακόμα σύννεφο στον ορίζοντα. Οι επιπτώσεις των σοκ, που είχαν συμβάλει τόσο καθοριστικά στη δημιουργία της αυταπάτης της ιδεολογικής συναίνεσης, είχαν αρχίσουν να φθίνουν. Ο Ροδόλφο Γουόλς, ένα ακόμα από τα πρώτα θύματα του νεοφιλελευθερισμού, θεωρούσε ότι η επικράτηση της ιδεολογίας της Σχολής του Σικάγου στην Αργεντινή ήταν μια πρόσκαιρη οπισθοδρόμηση και όχι μια μόνιμη ήττα. Οι τρομοκρατικές τακτικές που είχε χρησιμοποιήσει η χούντα οδήγησαν τη χώρα σε μια κατάσταση σοκ, όμως ο Γουόλς γνώριζε ότι τα σοκ, εκ φύσεως, είναι προσωρινά. Προτού σκοτωθεί στους δρόμους του Μπουένος Άιρες, ο Γουόλς υπολόγιζε ότι θα έπρεπε να περάσουν είκοσι με τριάντα χρόνια για να ατονήσουν οι επιπτώσεις της τρομοκρατίας και να ανακτήσουν οι Αργεντινοί το θάρρος και την αυτοπεποίθηση τους, ώστε να αρχίσουν πάλι να αγωνίζονται για οικονομική και κοινωνική ισότητα. Το 2001, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, οι Αργεντινοί εξεγέρθηκαν εναντίον των μέτρων λιτότητας του ΔΝΤ και υποχρέωσαν πέντε διαδοχικούς Προέδρους να παραιτηθούν μέσα σε τρεις βδομάδες.
Εκείνη την περίοδο ζούσα στο Μπουένος Άιρες και παντού άκουγα να λένε: «Μόλις έλαβε τέλος η δικτατορία!». Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τη σημασία αυτής της φράσης, καθώς η δικτατορία είχε λάβει τέλος δεκαεφτά χρόνια πριν. Πλέον νομίζω ότι μπορώ: Η κατάσταση σοκ είχε επιτέλους ξεθωριάσει, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Γουόλς.
Έκτοτε αυτή η απόλυτα ενσυνείδητη αντίσταση στον κλονισμό έχει εξαπλωθεί σε πολλά πρώην εργαστήρια του σοκ: στη Χιλή, στη Βολιβία, στην Κίνα, στον Λίβανο. Και, καθώς οι άνθρωποι αποβάλλουν το συλλογικό φόβο που τους είχαν ενσταλάξει με τα άρματα μάχης και τις ηλεκτρικές βουκέντρες, με τις αιφνίδιες διαφυγές κεφαλαίων και τις βάναυσες περικοπές, πολλοί απαιτούν περισσότερη δημοκρατία και μεγαλύτερο έλεγχο των αγορών. Τα αιτήματα αυτά συνιστούν τη μεγαλύτερη από όλες τις απειλές για την κληρονομιά του Φρίντμαν, επειδή αμφισβητούν τον πιο βασικό ισχυρισμό του: ότι ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι αδιαχώριστα συστατικά του ίδιου ενιαίου σχεδίου.
Η κυβέρνηση Μπους παρέμεινε τόσο προσηλωμένη στη διαιώνιση αυτού του μύθου της αδιαχώριστης ενότητας, ώστε το 2002 τον ενσωμάτωσε στη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών: «Οι μεγάλες συγκρούσεις τον εικοστού αιώνα ανάμεσα στην ελευθερία και στον ολοκληρωτισμό έλαβαν τέλος με την οριστική νίκη των δυνάμεων της ελευθερίας. Υπάρχει ένα μόνο βιώσιμο μοντέλο για την επιτυχία του έθνους: ελευθερία, δημοκρατία και ελεύθερη οικονομία».
Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος διατυπώθηκε με την υποστήριξη ολόκληρου του οπλοστασίου των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, δεν αρκούσε για να συγκρατηθεί το κύμα των πολιτών που χρησιμοποιούσαν τις διάφορες ελευθερίες τους για να απορρίψουν τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία ακόμα και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως ανέφερε ένας πρωτοσέλιδο τίτλος της Maimi Herald μετά τις ενδιάμεσες κοινοβουλευτικές εκλογές του 2006, «Οι Δημοκρατικοί Κέρδισαν μια Μεγάλη Νίκη Επειδή Ανατάχθηκαν στις Συμφωνίες για το Ελεύθερο Εμπόριο».
Λίγους μήνες μετά μια δημοσκόπηση για τους New York Time και το CBS διαπίστωνε ότι το 64% των Αμερικανών πολιτών πίστευαν πως το κράτος πρέπει να εξασφαλίζει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους και έδειχναν «εντυπωσιακή προθυμία [... ] να κάνουν παραχωρήσεις» προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των φόρων κατά 500 δολάρια ετησίως.
Στη διεθνή σκηνή οι πιο σθεναροί αντίπαλοι του νεοφιλελευθερισμού επικρατούν στη μια εκλογική αναμέτρηση μετά την άλλη. Ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες, που το προεκλογικό του πρόγραμμα στηριζόταν στο «Σοσιαλισμό του Εικοστού Πρώτου Αιώνα», επανεξελέγη το 2006 για μια τρίτη θητεία, αποσπώντας το 63% των ψήφων. Παρά τις απόπειρες της κυβέρνησης Μπους να παρουσιάσει τη Βενεζουέλα ως μια ψευδοδημοκρατία, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που έγινε το ίδιο έτος το 57% των κατοίκων της χώρας ήταν ικανοποιημένοι με την κατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα τους. Η κυβέρνηση του Τσάβες απολαμβάνει το δεύτερο σε ύψος ποσοστό επιδοκιμασίας σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, έπειτα από εκείνο της Ουρουγουάης, όπου η αριστερή συμμαχία Frente Amplio κέρδισε τις εκλογές, ενώ με μια σειρά δημοψηφισμάτων εμποδίστηκαν μείζονες ιδιωτικοποιήσεις. Με άλλα λόγια, στα δύο κράτη της Λατινικής Αμερικής όπου οι εκλογές είχαν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή αμφισβήτηση της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» οι πολίτες ανανέωσαν την πίστη τους στη δύναμη της δημοκρατίας να βελτιώσει τη ζωή τους.
Αντίθετα, σε χώρες όπου η οικονομική πολιτική παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη, ανεξάρτητα από τις υποσχέσεις που δίνονται κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών, οι δημοσκοπήσεις διαπιστώνουν μια διάβρωση της πίστης στη δημοκρατία, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αύξηση της αποχής κατά τις εκλογές, στο βαθύ κυνισμό απέναντι στους πολιτικούς και στην άνοδο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
GreekBloggers.com