Ότι η προσφυγή στο ΔΝΤ δεν ήταν αναγκαία, αλλά προαποφασισμένη, πρέπει να θεωρείται ως γεγονός βεβαιωμένο, αν λάβουμε υπόψη μας τα στοιχεία που έρχονται στο φως, το ένα μετά το άλλο. Δηλαδή από την παραποίηση των στατιστικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας για το 2009, προκειμένου να θεωρηθεί απαραίτητη η "διάσωση" της χώρας μας από τους "εταίρους" μας με τη συνδρομή του ΔΝΤ, μέχρι την αποκάλυψη του λάθους πολλαπλασιαστή, λάθους που έγινε άραγε αθέλητα; από άγνοια; ή μήπως σε σύμπνοια με τις επιταγές του ντουέτου Σόιμπλε-Μέρκελ;
Στο παρακάτω άρθρο ο Πάνος Παναγιώτου βασιζόμενος σε εμπιστευτικά έγγραφα της αμερικανικής πρεσβείας, στα οποία αναφέρονται οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο που μας ενδιαφέρει, αποκαλύπτει τις ευθύνες αυτών που οδήγησαν τη χώρα και πιο συγκεκριμένα τους έλληνες πολίτες στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισαν τα τελευταία 60 χρόνια!
(Λόγω της έκτασης του άρθρου αναδημοσιεύω το δεύτερο μέρος του, που αναφέρεται στα αμερικανικά έγγραφα)
Στο παρακάτω άρθρο ο Πάνος Παναγιώτου βασιζόμενος σε εμπιστευτικά έγγραφα της αμερικανικής πρεσβείας, στα οποία αναφέρονται οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο που μας ενδιαφέρει, αποκαλύπτει τις ευθύνες αυτών που οδήγησαν τη χώρα και πιο συγκεκριμένα τους έλληνες πολίτες στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισαν τα τελευταία 60 χρόνια!
(Λόγω της έκτασης του άρθρου αναδημοσιεύω το δεύτερο μέρος του, που αναφέρεται στα αμερικανικά έγγραφα)
Πώς φτάσαμε στη
διεθνή ανυποληψία (του Πάνου Παναγιώτου)
...Με δεδομένες τις προεκλογικές
του υποσχέσεις ο Γ. Παπανδρέου δίσταζε να προχωρήσει
σε ανακοίνωση πραγματικών μέτρων για τη χρηματοδότηση της επιβίωσης του κράτους
και της παραμονής της χώρας στο ευρώ, «αποφεύγοντας να συγκεκριμενοποιήσει
μέτρα», όπως αναφέρεται σε εμπιστευτικό έγγραφο.
Στην προσπάθειά του να
δικαιολογήσει την αλλαγή πολιτικής του και να κάμψει τις αντιστάσεις για
προσφυγή στο ΔΝΤ, αναγκάστηκε να προχωρήσει ένα επίπεδο παραπέρα,
αμφισβητώντας το σύνολο των ελληνικών στατιστικών στοιχείων και αναδεικνύοντας
ως πρωταρχικό, αν όχι μοναδικό, στόχο της κυβέρνησής του την απόδειξη ότι η
ελληνική οικονομία ήταν κατεστραμμένη, στα πρόθυρα της πτώχευσης, και σχεδόν
ανίκανη να χρηματοδοτήσει τα ελλείμματα και το χρέος της, κάτι το οποίο
αποδεικνύεται πως δεν ίσχυε.
Πώς
στήθηκε ο τραπεζικός μηχανισμός στήριξης
Όπως
αποκαλύπτεται σε έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα με ημερομηνία
31 Δεκεμβρίου 2009 και το οποίο χαρακτηρίζεται «ευαίσθητο», οι ελληνικές
τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν το πρόγραμμα παροχής επείγουσας ρευστότητας από την
ΕΚΤ για να αγοράσουν ελληνικό χρέος, χρηματοδοτώντας με το αζημίωτο τις
ανάγκες του Δημοσίου και των ταμείων, με αποτέλεσμα τα επιτόκια των ελληνικών
ομολόγων να αποκλιμακωθούν στα προ κρίσης επίπεδα και η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας να παραμείνει στην κατηγορία Α μέχρι και τις
22 Οκτωβρίου 2009, δεκαοχτώ ημέρες μετά την εκλογή Παπανδρέου.
Όπως
αναφέρεται στο έγγραφο, «οι ελληνικές τράπεζες είναι μεταξύ αυτών που δανείστηκαν
περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αθροιστικό
δανεισμό 47 δις ευρώ (από 53 δις ευρώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού), τα
οποία άντλησαν από το ειδικό παράθυρο ρευστότητας (συνολικού ύψους 680 δις ευρώ
από περιουσιακά στοιχεία που δέχεται η ΕΚΤ), που άνοιξε για να βοηθήσει τις
ευρωπαϊκές τράπεζες να ξεπεράσουν την έλλειψη ρευστότητας που προκλήθηκε από τη
χρηματοοικονομική κρίση».
Σύμφωνα με το έγγραφο, το σύστημα αυτό ήταν επισήμως
προγραμματισμένο να συνεχιστεί μέχρι τις αρχές του 2011, ενώ το πιθανότερο ήταν η ΕΚΤ να παρείχε τη δυνατότητα
χρήσης του για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, ειδικά σε χώρες που θα υιοθετούσαν
ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Σε άλλο έγγραφο του αμερικανικού προξενείου στη Φρανκφούρτη, με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2009, το οποίο χαρακτηρίζεται «ευαίσθητο», αναφέρεται ότι «η Ελλάδα είναι ένας βασικός ωφελημένος από την απεριόριστη παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ και την ευρύτερη ερμηνεία ως προς τις εγγυήσεις που αποδέχεται [σχόλιο του εγγράφου: ως τμήμα του αποκαλούμενου προγράμματος «ενισχυμένης πιστωτικής διευκόλυνσης» που ξεκίνησε νωρίτερα στο έτος, η ΕΚΤ χαμήλωσε τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης των περιουσιακών στοιχείων που αποδέχεται από Α- σε ΒΒΒ]. Η ΕΚΤ θα επιστρέφει στις προ κρίσης απαιτήσεις της για τις εγγυήσεις στις αρχές του 2011...».
Τουτέστιν, η Ελλάδα σε συνεργασία με την ΕΚΤ είχε δημιουργήσει κατά τη διάρκεια του 2009 ένα μηχανισμό χρηματοδότησης του κράτους που παρέκαμπτε τις αγορές κεφαλαίων κατά το δοκούν και όποτε υπήρχε ανάγκη, ο οποίος μπορούσε να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2011, με τη δυνατότητα χρήσης του όσο διάστημα χρειαζόταν, ώστε η χώρα να προβεί σε δημοσιονομική εξυγίανση. Επιπλέον, είχε καταφέρει να συντηρήσει το βασικό μηχανισμό χρηματοδότησής της από τις αγορές, διατηρώντας την πιστοληπτική βαθμολογία της στην κατηγορία Α από όλους τους οίκους αξιολόγησης, μειώνοντας το κόστος δανεισμού της στα προ κρίσης επίπεδα σε όλους τους βασικούς ορίζοντες και καλύπτοντας μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 τις δανειοληπτικές της ανάγκες χωρίς πρόβλημα. Ο διπλός αυτός μηχανισμός, με τη συνεργασία ελληνικών τραπεζών, ελληνικής κυβέρνησης, ΕΚΤ και ΕΕ, εγγυούνταν την ανεμπόδιστη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας και έκανε την περίπτωση πτώχευσης της χώρας «αδιανόητη», όπως φαίνεται από σειρά εμπιστευτικών εγγράφων. Όμως βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού χρηματοδότησης της βιωσιμότητας της χώρας και της παραμονής της στο ευρώ ήταν η διατήρηση της πιστοληπτικής βαθμολογίας της Ελλάδας πάνω από το ΒΒΒ, κάτι το οποίο είχε επιτευχθεί με σχετική ευκολία ακόμη και στο ζενίθ της παγκόσμιας κρίσης και επομένως δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει σε μια στιγμή που η διεθνής οικονομία είχε εισέλθει σε φάση ανάρρωσης και η χρηματοπιστωτική κατάσταση στην Ελλάδα εξομαλυνόταν με ταχύτατο ρυθμό.
Ο Παπανδρέου αποσυνδέει το μηχάνημα
Πράγματι, πέρα από την επιστροφή των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων και των CDS στα προ κρίσης επίπεδα αλλά και την απογείωση του ελληνικού Χρηματιστηρίου, που βοηθούσε τις ελληνικές επιχειρήσεις στην άντληση κεφαλαίων, τα επιτόκια των διετών ελληνικών ομολόγων τον Ιούλιο του 2009 είχαν μειωθεί στο 1,78% (στοιχεία Bloomberg), ποσοστό που αποτελούσε χαμηλό ρεκόρ. Το αποτέλεσμα του διπλού μηχανισμού χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας ήταν, πέρα από την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κράτους, μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 όλες οι τράπεζες και οι μεγάλες κρατικές (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ, ΟΠΑΠ κ.λπ.) και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα να δουν το κόστος δανεισμού τους να επιστρέφει σε προ κρίσης επίπεδα και να μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους, γεγονός που κρατούσε ζωντανή την οικονομία και επέτρεπε την επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων και τελικά των ελληνικών νοικοκυριών.
Στις 18 Οκτωβρίου 2009, όμως, ο Γ. Παπανδρέου πάτησε το κουμπί
που έκλεισε απότομα το μηχανισμό, «αποκαλύπτοντας» με δραματικό τρόπο και υπό
παγκόσμια δημοσιογραφική κάλυψη ότι το έλλειμμα της Ελλάδας θα ήταν στο 12% του
ΑΕΠ στο
κλείσιμο του έτους, προκαλώντας κατάρρευση των
χρηματιστηρίων διεθνώς και την υποβάθμιση της χώρας μας από τον Fitch στις 22 Οκτωβρίου σε Α-
από A και στις
8 Δεκεμβρίου σε ΒΒΒ+ από Α, για να ακολουθήσει η υποβάθμιση στις 15 Δεκεμβρίου
από τον Standard & Poor's
από Α- σε ΒΒΒ+ και η υποβάθμιση στις 22 Δεκεμβρίου από τον Moody's
σε Α2 από Α1.
Ήταν τότε που οι ελληνικές τράπεζες έχασαν την πρόσβαση στις
κύριες αγορές κεφαλαίων για πρώτη φορά στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της
χώρας. Όπως αναφέρεται στο ευαίσθητο έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας στην
Αθήνα με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2009, «ως αποτέλεσμα του ελληνικού χρέους
στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών (...), ο αναπληρωτής του Δ.Σ. της Eurobank παραδέχτηκε ότι οι
ελληνικές τράπεζες δεν έχουν πια πρόσβαση στις κύριες αγορές κεφαλαίων»,
προσθέτοντας πως «αν ο Moody's υποβαθμίσει σε ΒΒΒ+ [σχόλιο
εγγράφου: όπως έκαναν ο S&P και ο Fitch] (...), αν η Ελλάδα αποκλειστεί από τις
αγορές κεφαλαίων, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα είναι ικανές να χρηματοδοτήσουν
μόνες τους το ελληνικό χρέος».
Στο ίδιο έγγραφο τονίζεται πως, αν η βαθμολογία των ελληνικών
κρατικών ομολόγων μειωθεί κάτω από το ΒΒΒ-, τότε «αυτό θα δημιουργήσει
δυσκολίες τόσο για το ελληνικό κράτος όσο και για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς
η ΕΚΤ δεν θα μπορεί πλέον να αποδεχτεί τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως εγγύηση»,
ενώ συμπληρώνεται ότι «οι αγορές δεν πείστηκαν ακόμη από τα μεταρρυθμιστικά
μέτρα του πρωθυπουργού και οι επόμενες 60 ημέρες θα είναι κρίσιμες για το αν η
ελληνική κυβέρνηση θα επανακτήσει την εμπιστοσύνη μέσω συγκεκριμένων και
μετρήσιμων δράσεων».
Ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ της 9/5/2013