13 Σεπτεμβρίου 2015

Η καθοδική πορεία της αριστερής παρένθεσης

Είναι φανερό ότι ο μόνος σκοπός που έχουν να επιτελέσουν οι εκλογές της επόμενης Κυριακής είναι για να χρησιμεύσουν ως άλλοθι, ώστε να σχηματιστεί η κυβέρνηση "μεγάλου συνασπισμού" που επιθυμούν (και μάλλον έχουν διατάξει) οι ουσιαστικοί κυβερνήτες της χώρας, οι γερμανοί.
Οπότε θα κλείσει και αυτή η παρένθεση, την οποία πολλοί είχαν ονομάσει (ή περίμεναν ότι θα είναι) αριστερή. Ήταν όμως αριστερή; Η πολιτική που άσκησε (όση άσκησε) είχε σε κάποιο σημείο διαφορετική χροιά από εκείνη των μνημονιακών κυβερνήσεων της προηγούμενης πενταετίας;
Την πορεία μετάλλαξης της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, από την ανάληψη της κυβέρνησης τον Ιανουάριο τ.έ. μέχρι την προκήρυξη των εκλογών του Σεπτεμβρίου παρακολουθεί και περιγράφει με το δικό του τρόπο ο Νώτης Ιωάννου στο κείμενο που ακολουθεί. 


Οδεύοντας στις εκλογές της 20/9/2015
Η κλιμάκωση μιας πολιτικής παρωδίας
 

Στις 20 Αυγούστου, μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος, ο Πρωθυπουργός ανακοινώνει την παραίτηση της κυβερνήσεώς του και αμέσως μετά δια ζώσης, την υποβάλλει ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, αιτούμενος θεσμικά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Η αναμενόμενη εξαγγελία τους, εκτονώνει την σωρευμένη πολιτική ένταση, ιδίως των δύο τελευταίων έκρυθμων μηνών, μια ένταση που διαπέρασε τις ζωές όλων και αποτυπώθηκε ήδη ζωηρά στην συλλογική μνήμη.
Ωστόσο, παρά την πρωτοφανώς πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, το διάγγελμα δεν φέρει έκτακτο τόνο ή χροιά, ανάλογο τουλάχιστον της περίστασης, της ιστορικότητας. Η έλλειψη αναλογίας -μιας πολύτιμης αρετής που συναρτάται με τον δείκτη σοφίας και σπανίζει στην πολιτική μας ζωή- είναι άμεσα αισθητή όσο o Πρωθυπουργός διαγγέλλει: Ο λόγος του είναι άχρους και ακύμαντος μετά από τόσες πολιτικές αναταράξεις και δοκιμασίες, το ύφος του επίπεδο, σχεδόν γραμμικό, άνευρο. Σε συνδυασμό μάλιστα με την απουσία έκφρασης ή εκδήλωσης ενός στιγμιαίου έστω συναισθηματισμού, που θα μετέδιδε κάποιο πάθος ή εσωτερικότητα, παλμό ή διακύμανση, το τηλεοπτικό εγχείρημα κινδυνεύει να καταταγεί στο όριο μιας αναβαθμισμένης ρουτίνας, ενώ ο διαγγέλλων σχοινοβατεί με την μακαριότητα του ατσαλάκωτου, αν όχι εύχαρι τιμονιέρη, την στιγμή που η θύελλα μαίνεται. Η ίδια τυποκρατία, που στεγνώνει το στόμα, ο ίδιος φορμαλισμός που ενδημεί στον πολιτικό στίβο και μας σερβίρει αμάσητη την Ιστορία πίσω από άκαιρα χαμόγελα, χαρακτηρίζει και την επίσκεψη του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εξ όσων έγιναν αντιληπτά.

Άσχετα αν ανήκει ή όχι στην ιδιοσυγκρασία του απερχόμενου Πρωθυπουργού να τυπολογεί άχαρα σε κρίσιμες ώρες, το κάνει με εμφανή υπεροψία και θεωρώντας τις εκλογές προνομιακό του πεδίο. Στον ανταγωνισμό του, διαγκωνίζονται τα ίδια κουρασμένα, φθαρμένα στον χρόνο πρόσωπα, κάποια εκ των οποίων είναι πια πολιτικά σκιές, γεγονός που τον ωθεί να αισθάνεται, αλλά και να φέρεται, περίπου ως ζεν-πρεμιέ ανάμεσα σε καρατερίστες. Βεβαίως, από την συγκυρία που τον ανέδειξε πρώτο στις εκλογές του Ιανουαρίου έως σήμερα, παρά το βραχύ διάστημα, μεσολάβησε ή μάλλον υποκινήθηκε η ίδια η Ιστορία και αναζητά πια ευθύνες κι αυτουργούς.
Είναι αυτή που κυρίαρχα επεξεργάζεται και θα αποτιμήσει οριστικά όσα μεσολάβησαν, ενώ, ανεξάρτητα αν θα εξάγουμε ενδιάμεσα συμπεράσματα ή κρίσεις, ανήκει σε εμάς η ευθύνη να διατρέξουμε τα γεγονότα που σήμαναν Ιστορία, συλλαβίζοντας την χρονική διαδοχή, τον μεταξύ τους συσχετισμό, όπως και την επίδραση τους στις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις.
Μέχρι και τα τέλη Μαΐου, η Κυβέρνηση διατηρεί ένα προφίλ αντίστασης στις επιταγές της Ευρωζώνης. Βεβαίως με απώλειες, τριγμούς εκ των ένδον, εσωκομματικούς κλυδωνισμούς, αύξουσα κοινωνική δυσφορία και αμφισβήτηση, πλην όμως το διατηρεί επαρκώς. Ενόψει της εκπνοής του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης με την πάροδο του Ιουνίου, η ανησυχία διαχέεται και καλπάζει. Μετά την 20/6, η Κυβέρνηση υποβάλλει πρόταση στους δανειστές, η οποία επικρίνεται σφόδρα, οίκοθεν και μη, ως ευθέως αντικείμενη στο προεκλογικό της πρόγραμμα. Οι δανειστές, βέβαια, την απορρίπτουν ως ανεπαρκή και ανθυποβάλλουν απαιτητικά δική τους χρηματοδοτική πρόταση. Η Κυβέρνηση περήφανα την απορρίπτει, προβαίνοντας έτσι έμπρακτα στο πρώτο στάδιο της αντίστασης, την εναντίωση. Εκτιμητέο, θαρραλέο βήμα που προκαλεί ανάταση κι ενθουσιασμό, ίσως υπέρμετρο, αλλά απόλυτα δικαιολογημένο, αφού συνοδεύεται θριαμβικά με την προαναγγελία Δημοψηφίσματος. Είναι το καθοριστικό, κομβικότερο σημείο, που νοηματοδοτεί όλο το επέκεινα αυτού πολιτικό γίγνεσθαι. Το Δημοψήφισμα, ο κορυφαίος θεσμός άμεσης Δημοκρατίας, προωθείται και διατυμπανίζεται ως μελλοντικό διαπραγματευτικό ατού για την επίτευξη καλύτερης της ήδη απορριφθείσης, αν όχι επιθυμητής, Συμφωνίας. Παράλληλα η Κυβέρνηση, μεγαλόφωνα κι ανεπιφύλακτα προτρέπει και ενθαρρύνει στην επιλογή του ΟΧΙ στην λιτότητα των έως τούδε προτάσεων- Μνημονίων. Με ποσοστό 62% στις 5 Ιουλίου, υπό αντίξοες συνθήκες προπαγάνδας και κλειστές Τράπεζες, το ΟΧΙ σείει την Ελλάδα και το θυμικό μας, βοώντας ανά την Ευρώπη.
Από αυτό το σημείο και μετέπειτα, πέφτει το βαρύ πέπλο του σκοταδιού και το νήμα της λογικής ακολουθίας χάνεται πάραυτα. Η ελπίδα, το όνειρο ίσως, παγώνει, χωρίς καν μια συγγνώμη, τυπική έστω..
Την 10/7 κιόλας, προτείνουμε πακέτο μέτρων ύψους 12-13 δις προς έγκριση, αυτοαναιρώντας το παλλαϊκό "Όχι στην λιτότητα", σαν να επρόκειτο για μια απλή ρητορεία προς αναπτέρωση και εγρήγορση της Εθνικής μας συνείδησης και όχι για μια βαθειά πολιτική πράξη που αξιώνει πραγμάτωση, διεκδίκηση, μετουσίωση σε πολιτική μεταβολή.
Μοιραία η Κυβέρνηση, δείχνει να μας οδήγησε στο Δημοψήφισμα για να τροφοδοτήσει την πολιτική της αυταρέσκεια ή για να εμπλουτίσει το πολιτικό της DNA ή για να δώσει διέξοδο στην πολιτική της σύγχυση, το πιθανότερο. Λογικό συμπέρασμα δεν εξάγεται.
Την 12/7, όπως προδιαγράφηκε, η Ελλάδα σύρεται και ψυχορραγεί στο τραπέζι της περιλάλητης Ευρωπαϊκής προοπτικής. Υπονομευμένη διαχρονικά από ανεπαρκείς έως μέτριους πολιτικούς, μοιάζει απέναντι στους σιδερωμένους παρακαθήμενους της ως παρίας που εκλιπαρεί για επιβίωση. Αυτό είναι που πονά, μέχρι το κόκκαλο. Δεν ζητούμε απλά να προσυπογράψουμε ένα τρίτο εν σειρά ογκώδες, δεινό μνημόνιο, υπό την συνήθη τυπικότητα της καθιερωμένης γραφειοκρατίας. Το κάνουμε υπό ωμό εξευτελισμό, διαρκή, κτηνώδη, ανθρωποφάγο. Ο κυνισμός και η έναντι μας περιφρόνηση δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο, ενώ εμείς σιωπούμε, ανάμεσα σε νερόβραστους χαρτογιακάδες που μας σείουν το δάχτυλο της Ευρωπαϊκής δήθεν αυθεντίας, που έχτισαν τραπεζίτες και κενόδοξοι κοπρίτες της οικονομικής ανάλυσης.
Την επομένη, 13/7, ανακοινώνεται επισήμως η επίτευξη συμφωνίας. Η Ελλάδα, απογυμνωμένη, αποδέχεται με ταπείνωση ένα νέο, επαχθέστερο αυτού που προ ημερών απέρριψε, Μνημόνιο. Η Κυβέρνηση αυτοδιαψεύδεται, όλα τα ειρημένα της σκορπίζουν ως έπεα πτερόεντα, ο μακρύς Ελληνικός χειμώνας μοιάζει ατελείωτος και η Ιστορία ματαιώνεται στο πρώτο της ακόμη βήμα.
Το οδυνηρό, η πρόσθετη σκληρότητα του νέου Μνημονίου, προδίδει ότι η Κυβέρνηση, επί μήνες δεν διαπραγματεύτηκε γόνιμα, με επιχειρήματα που θα δημιουργούσαν περίσκεψη και προβληματισμό στους δανειστές. Απλά αρνούνταν την Συμφωνία, όχι βέβαια ρητά, αλλά μέσω ανεδαφικών προσεγγίσεων και αοριστιών κυρίως. Αυτό, δεν είναι απαραίτητα ασυγχώρητο. Το μέγα σφάλμα της Κυβερνήσεως, πράγματι αδιανόητο, ήταν ότι διαρκώς μετέφερε στο εσωτερικό, εδώ, εσφαλμένη αίσθηση και βεβαιότητα περί επικείμενης Συμφωνίας, η οποία πάντα ματαιώνονταν.
Πρόκειται για έλλειψη πολιτικού αισθητηρίου, αν δεν γινόταν απλά προς εφησυχασμό της κοινής γνώμης. Όμως η πολιτική είναι δημόσια δράση με συνέπειες για τους πολίτες. Όφειλε η Κυβέρνηση να αποτρέπει τις καθυστερήσεις διότι κοστίζουν. Όπως επίσης όφειλε, να προετοιμαστεί απολύτως για την διαπραγμάτευση όσο ήταν στην Αντιπολίτευση. Ο Δημόσιος στίβος απαιτεί προπαρασκευή, ιδίως σε κρίσιμες περιόδους, όπως της τελευταίας εξαετίας.
Την ίδια ημέρα, 13/7, όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο πρώην Πρωθυπουργός, αποφάσισε την προσφυγή στις κάλπες. Αφού δηλαδή δέσμευσε τη χώρα ανεπανόρθωτα, αμφισβήτησε ταυτόχρονα το εάν είχε το δικαίωμα να την δεσμεύσει. Παράδοξο ή απλά εγκληματικό;
Δύο μέρες μετά, δηλώνει στην Βουλή προς τους συντρόφους του: "Μέχρι εδώ φθάσαμε όλοι μαζί. Ή θα μείνουμε όλοι μαζί Ή θα φύγουμε όλοι μαζί". Σήμερα, αγαπά να κάθεται στο θεωρείο της εξουσίας, κομπάζοντας για αυτοδυναμία και έχοντας "πετάξει τους συντρόφους του στα σκυλιά", όπως εύστοχα δήλωσε η Πρόεδρος της Βουλής.
Στη συνέχεια η Κυβέρνηση, με μεταλλαγμένη πια λογική, οδηγεί την Χώρα στην ολοκλήρωση της Συμφωνίας, με δάνειες ψήφους της Αντιπολίτευσης, κατ’ ουσίαν δηλαδή χωρίς δικαίωμα. Την 14η Αυγούστου, παραμονή της Παναγίας και επίσης δίχως συγγνώμη, η Συμφωνία ψηφίζεται, η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ διασπάται, έτσι κι αλλιώς χωρίς τον Marx δεν βρήκε ποτέ ιδεολογική στέγη, βρήκε μόνο πολιτική, αλλά είναι στέγη άλλων. Παράλληλα, απ’ την κλασσική ρήση του ΣΥΡΙΖΑ "Το νόμισμα δεν είναι ταμπού", περάσαμε σε πολεμική μεταξύ δήθεν δραχμολάγνων και ευρωλάγνων, μια επινόηση γελοία. Όχι πάση θυσία παραμονή στο ευρώ, χωρίς προοπτική, όχι επιστροφή με κάθε τρόπο στην δραχμή, χωρίς μελέτη και όρους ευημερίας! Σύγκριση, με γνώση, με περίσκεψη, ώριμη απόφαση. Αυτό είναι εν τάχει το μήνυμα του Δημοψηφίσματος, λαϊκό και γι’ αυτό σοφό, τα λοιπά είναι αθλιότητες πολιτικάντηδων που το κατήντησαν πολιτικό εργαλείο. Ποιος θα το ενστερνιστεί και θα το εκφράσει πολιτικά, ως μήνυμα, με όραμα και αγάπη για τον τόπο, παραμένει απίθανο ζητούμενο. Αποδεικνύεται πως το Δημοψήφισμα μετεστράφη, εντέχνως, σε ένα κακόγουστο παιχνίδι, σε μια φάρσα με τον έμφυτο, αγνό Πατριωτισμό Ελλήνων και Ελληνίδων, σε μια παραχάραξη της αλήθειας, σε μια παρωδία από αυτές που η Ιστορία δεν συγχωρεί ποτέ!
GreekBloggers.com