Η ερώτηση «γιατί έπρεπε να πάμε πάλι σε εκλογές;» ακούγεται κατά κόρον τις μέρες που ακολούθησαν την προκήρυξή τους. Ειδικά, εφόσον αυτό έγινε μετά την ψήφιση του 3ου «αριστερού» μνημονίου, ενώ θα είχε κάποια λογική εάν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόταν στους πολίτες ζητώντας την αποδοχή του, πριν αυτό ψηφιστεί. Όμως, μετά την εμπειρία του δημοψηφίσματος, δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι το αποτέλεσμα εκλογών με αυτό το διακύβευμα θα ήταν το επιθυμητό, έτσι κρίθηκε προτιμότερο να ζητηθεί η γνώμη μας για κάτι που αποτελεί τετελεσμένο γεγονός, άρα, ουσιαστικά άνευ ουσίας.
Μπορεί όμως να θεωρηθεί και ότι η προσφυγή στις κάλπες γίνεται εκ του πονηρού, αφού είναι βέβαιο ότι τα μνημονιακά κόμματα θα έχουν την πλειοψηφία των εδρών και της νέας Βουλής. Αντίθετα τα αντιμνημονιακά κόμματα (τρία, κατά τα φαινόμενα) βαδίζουν το καθένα το δικό του δρόμο, οπότε, ακόμα και στην –αδύνατη- περίπτωση που θα άθροιζαν πάνω από 150 έδρες δεν θα μπορούσαν να σχηματίσουν αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Ευνόητο είναι, αφού κανένα κόμμα δεν θα μπορούσε να συμπράξει με τη Χρυσή Αυγή, ενώ και το ΚΚΕ δεν επιθυμεί να συμπράξει με κανένα άλλο κόμμα, δεξιό ή αριστερό.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι μετά τις εκλογές θα έχουμε μια ακόμα κυβέρνηση (με κορμό το πρώτο κόμμα) που θα εφαρμόσει το ψηφισμένο μνημόνιο, κάτω από τις οδηγίες του ολλανδού κομισάριου Μάαρτεν Φερβέι, επικεφαλής της Task Force, της ουσιαστικής κυβερνητικής εξουσίας στη χώρα πλέον.
Τότε, ποιο είναι το διακύβευμα των επικείμενων εκλογών; Ίσως το άρθρο της Βασιλικής Σιούτη ρίξει λίγο φως σε αυτό το ερώτημα.
Το διακύβευμα των εκλογών
(της Βασιλικής Σιούτη)
«Ήμασταν υποχρεωμένοι να απευθυνθούμε στον ελληνικό λαό μετά τη συμφωνία, για να ζητήσουμε την έγκρισή του», αναφέρουν όλο και πιο συχνά υπουργοί της κυβέρνησης όταν ρωτιούνται για τον λόγο που οδήγησαν τη χώρα τόσο σύντομα ξανά σε κάλπες. Όλοι τους παραδέχονται ότι οι ψηφοφόροι στις εκλογές του περασμένου Ιανουάριου δεν τους έδωσαν εντολή για νέο Μνημόνιο, αλλά για την κατάργησή του, άρα έμμεσα αναγνωρίζουν κι ότι δεν είχαν την πολιτική νομιμοποίηση για ένα τρίτο πρόγραμμα, επαναλαμβάνουν όμως διαρκώς ότι δεν είχαν τη λαϊκή νομιμοποίηση ούτε για άτακτη χρεοκοπία και δραχμή, «δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Τη στιγμή εκείνη η άλλη επιλογή ήταν η καταστροφή», επιμένουν.
Ποιο θα είναι όμως το διακύβευμα των εκλογών; «Το νέο Μνημόνιο ήταν αναπόφευκτο για όποιον και να ήταν στην εξουσία. Εμείς όμως μπορούμε να απαλύνουμε τις συνέπειές του», έλεγε πριν από λίγες μέρες υπουργός πρώτης γραμμής, από αυτούς που έλαβαν μέρος και στη διαπραγμάτευση. «Μπορούμε να πάρουμε φιλολαϊκά μέτρα υπέρ των τάξεων που πλήττονται και να το εφαρμόσουμε με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ».
Ορισμένα κυβερνητικά στελέχη μιλάνε, μάλιστα, και για διάφορες ιδέες που έχουν, όπως, π.χ., να δοθούν δημόσιες εκτάσεις γης σε αγρότες ή ανέργους για να τις καλλιεργήσουν ή άλλα κίνητρα για να δημιουργηθούν συνεταιρισμοί, που πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να τονώσουν την οικονομία και τα λαϊκά εισοδήματα. Το διακύβευμα, δηλαδή, για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που βλέπει να την εγκαταλείπει η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, είναι η ελάφρυνση των επιπτώσεων του Μνημονίου για τα λαϊκά στρώματα, κι αυτό είναι που θα θέσει με κάποιον τρόπο και στον ελληνικό λαό κατά την προεκλογική περίοδο, θα προσπαθήσει, δηλαδή, να πείσει ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία οι συνέπειες θα είναι μικρότερες για την κοινωνία και τους πιο αδύναμους.
Πολλοί, ωστόσο, ακόμα και στην Κουμουνδούρου, αναρωτιούνται για το τι θα κερδίσουν πραγματικά με αυτές τις εκλογές ή μήπως το ρίσκο μετά τη διάσπαση θα είναι πιο μεγάλο απ' ό,τι νομίζουν. «Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χάσει ένα τμήμα αριστερών ψηφοφόρων από του παλιό κομματικό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό το ποσοστό στην κοινωνία είναι πολύ μικρό», εκτιμούν. «Επίσης, ας μην μετράνε τις όποιες απώλειες που ίσως να έχουμε από το 36% των εκλογών του Ιανουαρίου, γιατί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στη συνέχεια είχαμε φτάσει σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά, πιο πάνω κι από το 45%. Τότε που οι Έλληνες δήλωναν περήφανοι για την κυβέρνηση και τη διαπραγμάτευση που έκανε», λένε.
Ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες δεν κρύβουν και την ικανοποίησή τους για τη συνεργασία με το κόμμα των ΑΝΕΛ και τον Πάνο Κομμένο. Ο υπουργός Επικρατείας μάλιστα, δήλωσε πρόσφατα ότι ο αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές θα επιδιώξει ξανά τη συνεργασία μαζί τους ακόμα κι αν έχει αυτοδυναμία. Βέβαια υπάρχει η πιθανότητα, σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς αναλυτές, οι ΑΝΕΛ να μην καταφέρουν να μπουν στη Βουλή, καθώς η κατάστασή τους για την ώρα θεωρείται οριακή, αλλά, με βάση πληροφορίες από το Μαξίμου, ούτε αυτό φαίνεται ότι θα παίξει απαραίτητα ρόλο για να αποτρέψει κάποια συνεργασία. Το ενδεχόμενο αυτό, δηλαδή, παραμένει ανοιχτό σε κάθε περίπτωση, πράγμα πάντως που δεν βρίσκει σύμφωνα όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά εκείνα από την τάση των «53», που από την αρχή είχαν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για τους ΑΝΕΛ και τον Πάνο Κομμένο και, όπως λένε, αποδέχτηκαν τη συνεργασία αυτή «μόνο ως αναγκαίο κακό». Το Μέγαρο Μαξίμου ωστόσο, δεν επιθυμεί διόλου να χαλάσει η συμμαχία αυτή και προτιμά πολύ περισσότερο τους ΑΝΕΛ από το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ. Αυτός ήταν κι ένας από τους αφανείς αλλά πολύ ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους αποφάσισε τις εκλογές. Μετά την «ανταρσία» των αριστερών βουλευτών, που ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να ψηφίσουν ούτε το Μνημόνιο ούτε και τους μνημονιακούς νόμους που θα ακολουθούσαν, στο Μαξίμου ήξεραν ότι στο εξής θα χρειάζονταν τη βοήθεια των «παλαιομνημονιακών» κομμάτων για όλο το επόμενο διάστημα. Βοήθεια όμως που δεν ήταν διατεθειμένα να τους δώσουν χωρίς και τη δική τους συμμετοχή σε μια οικουμενικού τύπου κυβέρνηση. Άρα ο πρωθυπουργός ή θα έβαζε και τους υπόλοιπους στην κυβέρνηση και θα μοιραζόταν την εξουσία μαζί τους -κάτι που επ'ουδενί ήθελε- ή θα πήγαινε σε εκλογές προσπαθώντας να το αποφύγει, ευελπιστώντας είτε σε αυτοδυναμία είτε σε επανάληψη του αποτελέσματος του Ιανουαρίου και συνεργασία με τον Πάνο Κομμένο, με μια Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ όμως πολύ πιο συνεργάσιμη και απαλλαγμένος από την αριστερή πτέρυγα.
Αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν καταφέρει να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα η κατάσταση θα οδηγηθεί και πάλι εκεί που θα οδηγούνταν έτσι κι αλλιώς σε περίπτωση που δεν πήγαινε σε εκλογές σε ένα είδος οικουμενικής κυβέρνησης Επομένως το ρίσκο, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, δεν είναι μεγάλο, αφού ή θα κερδίσει ή θα μείνει στα ίδια όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου.
Μπορεί όμως να θεωρηθεί και ότι η προσφυγή στις κάλπες γίνεται εκ του πονηρού, αφού είναι βέβαιο ότι τα μνημονιακά κόμματα θα έχουν την πλειοψηφία των εδρών και της νέας Βουλής. Αντίθετα τα αντιμνημονιακά κόμματα (τρία, κατά τα φαινόμενα) βαδίζουν το καθένα το δικό του δρόμο, οπότε, ακόμα και στην –αδύνατη- περίπτωση που θα άθροιζαν πάνω από 150 έδρες δεν θα μπορούσαν να σχηματίσουν αντιμνημονιακή κυβέρνηση. Ευνόητο είναι, αφού κανένα κόμμα δεν θα μπορούσε να συμπράξει με τη Χρυσή Αυγή, ενώ και το ΚΚΕ δεν επιθυμεί να συμπράξει με κανένα άλλο κόμμα, δεξιό ή αριστερό.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι μετά τις εκλογές θα έχουμε μια ακόμα κυβέρνηση (με κορμό το πρώτο κόμμα) που θα εφαρμόσει το ψηφισμένο μνημόνιο, κάτω από τις οδηγίες του ολλανδού κομισάριου Μάαρτεν Φερβέι, επικεφαλής της Task Force, της ουσιαστικής κυβερνητικής εξουσίας στη χώρα πλέον.
Τότε, ποιο είναι το διακύβευμα των επικείμενων εκλογών; Ίσως το άρθρο της Βασιλικής Σιούτη ρίξει λίγο φως σε αυτό το ερώτημα.
Το διακύβευμα των εκλογών
(της Βασιλικής Σιούτη)
«Ήμασταν υποχρεωμένοι να απευθυνθούμε στον ελληνικό λαό μετά τη συμφωνία, για να ζητήσουμε την έγκρισή του», αναφέρουν όλο και πιο συχνά υπουργοί της κυβέρνησης όταν ρωτιούνται για τον λόγο που οδήγησαν τη χώρα τόσο σύντομα ξανά σε κάλπες. Όλοι τους παραδέχονται ότι οι ψηφοφόροι στις εκλογές του περασμένου Ιανουάριου δεν τους έδωσαν εντολή για νέο Μνημόνιο, αλλά για την κατάργησή του, άρα έμμεσα αναγνωρίζουν κι ότι δεν είχαν την πολιτική νομιμοποίηση για ένα τρίτο πρόγραμμα, επαναλαμβάνουν όμως διαρκώς ότι δεν είχαν τη λαϊκή νομιμοποίηση ούτε για άτακτη χρεοκοπία και δραχμή, «δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Τη στιγμή εκείνη η άλλη επιλογή ήταν η καταστροφή», επιμένουν.
Ποιο θα είναι όμως το διακύβευμα των εκλογών; «Το νέο Μνημόνιο ήταν αναπόφευκτο για όποιον και να ήταν στην εξουσία. Εμείς όμως μπορούμε να απαλύνουμε τις συνέπειές του», έλεγε πριν από λίγες μέρες υπουργός πρώτης γραμμής, από αυτούς που έλαβαν μέρος και στη διαπραγμάτευση. «Μπορούμε να πάρουμε φιλολαϊκά μέτρα υπέρ των τάξεων που πλήττονται και να το εφαρμόσουμε με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ».
Ορισμένα κυβερνητικά στελέχη μιλάνε, μάλιστα, και για διάφορες ιδέες που έχουν, όπως, π.χ., να δοθούν δημόσιες εκτάσεις γης σε αγρότες ή ανέργους για να τις καλλιεργήσουν ή άλλα κίνητρα για να δημιουργηθούν συνεταιρισμοί, που πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να τονώσουν την οικονομία και τα λαϊκά εισοδήματα. Το διακύβευμα, δηλαδή, για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που βλέπει να την εγκαταλείπει η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, είναι η ελάφρυνση των επιπτώσεων του Μνημονίου για τα λαϊκά στρώματα, κι αυτό είναι που θα θέσει με κάποιον τρόπο και στον ελληνικό λαό κατά την προεκλογική περίοδο, θα προσπαθήσει, δηλαδή, να πείσει ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία οι συνέπειες θα είναι μικρότερες για την κοινωνία και τους πιο αδύναμους.
Πολλοί, ωστόσο, ακόμα και στην Κουμουνδούρου, αναρωτιούνται για το τι θα κερδίσουν πραγματικά με αυτές τις εκλογές ή μήπως το ρίσκο μετά τη διάσπαση θα είναι πιο μεγάλο απ' ό,τι νομίζουν. «Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χάσει ένα τμήμα αριστερών ψηφοφόρων από του παλιό κομματικό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό το ποσοστό στην κοινωνία είναι πολύ μικρό», εκτιμούν. «Επίσης, ας μην μετράνε τις όποιες απώλειες που ίσως να έχουμε από το 36% των εκλογών του Ιανουαρίου, γιατί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στη συνέχεια είχαμε φτάσει σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά, πιο πάνω κι από το 45%. Τότε που οι Έλληνες δήλωναν περήφανοι για την κυβέρνηση και τη διαπραγμάτευση που έκανε», λένε.
Ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες δεν κρύβουν και την ικανοποίησή τους για τη συνεργασία με το κόμμα των ΑΝΕΛ και τον Πάνο Κομμένο. Ο υπουργός Επικρατείας μάλιστα, δήλωσε πρόσφατα ότι ο αν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές θα επιδιώξει ξανά τη συνεργασία μαζί τους ακόμα κι αν έχει αυτοδυναμία. Βέβαια υπάρχει η πιθανότητα, σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς αναλυτές, οι ΑΝΕΛ να μην καταφέρουν να μπουν στη Βουλή, καθώς η κατάστασή τους για την ώρα θεωρείται οριακή, αλλά, με βάση πληροφορίες από το Μαξίμου, ούτε αυτό φαίνεται ότι θα παίξει απαραίτητα ρόλο για να αποτρέψει κάποια συνεργασία. Το ενδεχόμενο αυτό, δηλαδή, παραμένει ανοιχτό σε κάθε περίπτωση, πράγμα πάντως που δεν βρίσκει σύμφωνα όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά εκείνα από την τάση των «53», που από την αρχή είχαν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για τους ΑΝΕΛ και τον Πάνο Κομμένο και, όπως λένε, αποδέχτηκαν τη συνεργασία αυτή «μόνο ως αναγκαίο κακό». Το Μέγαρο Μαξίμου ωστόσο, δεν επιθυμεί διόλου να χαλάσει η συμμαχία αυτή και προτιμά πολύ περισσότερο τους ΑΝΕΛ από το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ. Αυτός ήταν κι ένας από τους αφανείς αλλά πολύ ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους αποφάσισε τις εκλογές. Μετά την «ανταρσία» των αριστερών βουλευτών, που ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται να ψηφίσουν ούτε το Μνημόνιο ούτε και τους μνημονιακούς νόμους που θα ακολουθούσαν, στο Μαξίμου ήξεραν ότι στο εξής θα χρειάζονταν τη βοήθεια των «παλαιομνημονιακών» κομμάτων για όλο το επόμενο διάστημα. Βοήθεια όμως που δεν ήταν διατεθειμένα να τους δώσουν χωρίς και τη δική τους συμμετοχή σε μια οικουμενικού τύπου κυβέρνηση. Άρα ο πρωθυπουργός ή θα έβαζε και τους υπόλοιπους στην κυβέρνηση και θα μοιραζόταν την εξουσία μαζί τους -κάτι που επ'ουδενί ήθελε- ή θα πήγαινε σε εκλογές προσπαθώντας να το αποφύγει, ευελπιστώντας είτε σε αυτοδυναμία είτε σε επανάληψη του αποτελέσματος του Ιανουαρίου και συνεργασία με τον Πάνο Κομμένο, με μια Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ όμως πολύ πιο συνεργάσιμη και απαλλαγμένος από την αριστερή πτέρυγα.
Αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν καταφέρει να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα η κατάσταση θα οδηγηθεί και πάλι εκεί που θα οδηγούνταν έτσι κι αλλιώς σε περίπτωση που δεν πήγαινε σε εκλογές σε ένα είδος οικουμενικής κυβέρνησης Επομένως το ρίσκο, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, δεν είναι μεγάλο, αφού ή θα κερδίσει ή θα μείνει στα ίδια όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου.