5 Ιουνίου 2014

Οι εθνικές οικονομίες όμηροι των αγορών

Είναι γεγονός ότι με τον τρόπο που διαμορφώνονται και λειτουργούν οι δυτικές -κυρίως- οικονομίες έχουν καταστεί έρμαιο στις ορέξεις και τις διαθέσεις των αγορών.
Ενώ τα χρέη πνίγουν τα κράτη, τους επιβάλλονται δήθεν θεραπευτικές μέθοδοι που έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα από τα διαφημιζόμενα. Είναι πλέον προφανές ότι τα εφαρμοζόμενα "προγράμματα διάσωσης" δεν έχουν στόχο την απαλλαγή των εθνικών οικονομιών από τα χρέη τους. Μήπως αντίθετα έχουν σκοπό την εξάρτησή τους από τις πηγές ρευστότητας, δηλαδή τις αγορές, που όμως έχουν ονοματεπώνυμα, αυτά των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων; Εξάρτηση που θυμίζει εκείνη των ναρκομανών που δεν αντέχουν χωρίς τη δόση τους; (αυτό σας φέρνει κάτι στο μυαλό;)
Το παρακάτω άρθρο φωτίζει κάποιες πτυχές αυτών των ερωτημάτων.

Διάσωση της χώρας ή παράδοση στις αγορές;
(του Κώστα Βεργόπουλου)

Υποτίθεται ότι τα προγράμματα λιτότητας και περικοπών δημοσίων δαπανών στην Ελλάδα και την Ευρώπη αιτιολογούνται με στόχο τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και κατ’επέκταση τη μελλοντική απομείωση του χρέους. Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις ενώ τα πρώτα τίθενται υπό αυστηρό έλεγχο, από την άλλη πλευρά τα δεύτερα συνεχίζουν τη μη αντιστάσιμη άνοδό τους όχι μόνον στη χώρα μας αλλά εξίσου στις υπόλοιπες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης. Όση αυστηρότητα επιδεικνύεται στο δραστικό περιορισμό των ελλειμμάτων, τόση και μεγαλύτερη χαλαρότητα καταγράφεται στην εκτίναξη των δημοσίων χρεών.
Σχετικά πρόσφατο παράδειγμα, η Ιταλία: ο εκλεγείς πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι εξήγγειλε πρόγραμμα όχι λιτότητας αλλά άμεσης ανάκαμψης της ιταλικής οικονομίας με έκτακτη κινητοποίηση 90 πρόσθετων δις ευρώ. Η χρηματοδότηση του προγράμματος συνεπάγεται περαιτέρω εκτίναξη του ιταλικού δημόσιου χρέους που ανέρχεται ήδη σε 132% του ιταλικού ΑΕΠ. Εντούτοις η προγραμματισμένη έκρηξη του χρέους δεν αποδοκιμάσθηκε από τη Γερμανίδα καγκελάριο κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στο Βερολίνο, αλλά, αντιθέτως, θεωρήθηκε «λογική» και εγκρίθηκε ακόμη και από τη «σκληρή» Bundesbank.
Αλλά και στην ελληνική περίπτωση, ενώ οι πάντες ωρύονται κατά των ελλειμμάτων, από την άλλη πλευρά δεν ανησυχούν εξίσου για την εκτίναξη του χρέους το οποίο από 115% του ΑΕΠ το 2009 έχει σήμερα φθάσει σε 175%. Αντιθέτως μάλιστα, η προσθήκη νέων χρεών στα παλαιά θεωρείται όχι επιδείνωση της θέσης του οφειλέτη, αλλά «διάσωση». Αποκορύφωση της «διάσωσης» θεωρείται η στιγμή κατά την οποία ο υπερχρεωμένος οφειλέτης θα απευθυνθεί στις αγορές του χρήματος για να συνάψει νέα δάνεια, ακόμη και με κόστος δανεισμού πολλαπλάσιο από αυτό των πακέτων της «διάσωσης».

Υποτίθεται ότι στις νέες αυτές συνθήκες θα έχει αποκατασταθεί η «φυσιολογική» εξάρτηση της υπερχρεωμένης χώρας από τις χρηματαγορές Ωστόσο, με αυτή την προσδοκία δεν διασώζονται ουσιαστικά οι χώρες αλλά αποκαθίστανται απλώς οι «ομαλές» λειτουργίες της εξάρτησης κάθε χώρας από τις χρηματαγορές. Με την ισοσκέλιση των ελλειμμάτων δεν σταθεροποιούνται οι οικονομίες αφού εξ αυτού καταποντίζονται ήδη σε βαθιά ύφεση και υψηλή ανεργία, αλλά απλώς παραδίδονται στην «ομαλή» εξάρτηση από την αυθαιρεσία των αγορών. Με την ολοκλήρωση του κύκλου, το πρόβλημα του χρέους επιστρέφει στο αρχικό του σημείο και οι υπεύθυνοι για τη χρηματοπιστωτική κρίση -οι χρηματαγορές-, χωρίς κύρωση ούτε διόρθωση, επιβραβεύονται, ώστε να συνεχίζουν απτόητοι το ολέθριο έργο τους αυτό που οδήγησε στην κρίση του 2008-2009: αποσύζευξη της χρηματοπιστωτικής σφαίρας από την οικονομική, υπερδιόγκωση της πρώτης και καχεξία της δεύτερης, με τελική συνέπεια την αποσταθεροποίηση αμφοτέρων. Και με πρόσθετη συνέπεια την αέναη διάσωση των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με χρήμα των θυμάτων τους και εις βάρος πάντα της πραγματικής οικονομίας.
Στην Αμερική σήμερα συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο ότι οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις διατελούν υπό «καθεστώς ομηρίας» έναντι των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων. Στο δημόσιο διάλογο δεν εμφανίζονται πλέον τα ζητήματα της παραγωγής, της απασχόλησης και της κοινωνικής ευημερίας αλλά αποκλειστικά και μόνον η ανησυχία σχετικά με τις αντιδράσεις των χρηματαγορών. Νοσηρές τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, σε κατάσταση αφερεγγυότητος με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη, επιβάλλουν συνεχώς και αδιαλείπτως ως προτεραιότητα τη δική τους διάσωση, με χρήμα που αφαιρείται από την οικονομία, με άμεση συνέπεια την περαιτέρω πτωτική πορεία της και, συνεπώς την υπονόμευση του αμέσου μέλλοντος, με αναπόφευκτες ωρολογιακές βόμβες των διαγραφομένων στον ορίζοντα νέων κρίσεων.
Είτε πρόκειται για νέες κρίσεις είτε για υποτροπή των παλαιών, το ζήτημα παραμένει πάντα το αυτό: η συντηρούμενη υπερδιόγκωση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας σε συνδυασμό με την εξ αυτής καχεξία της οικονομικής. Κατά την περίοδο 2007-2008, οι διεθνείς ροές κεφαλαίων είχαν ανέλθει μέχρι 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ωστόσο, από αυτές μόλις 1% συνέβαλε σε άμεσες επενδύσεις στην οικονομία, ενώ σε ποσοστό 19% αποτελούσαν εικονικές εγγραφές στο χρηματοπιστωτικό και σημειολογικό πεδίο. Με την έκρηξη της κρίσης, οι κεφαλαιακές ροές κατέρρευσαν και υποτίθεται ότι ξεκίνησε η «απομόχλευση», με αυτονόητη συνέπεια την περαιτέρω πτώση των ρυθμών της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, η διόρθωση όφειλε να γίνει προς ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: την ενίσχυση της οικονομικής σφαίρας και το ξεφούσκωμα της χρηματοπιστωτικής.
Έπειτα από εξαετία, η τελευταία φουσκώνει και πάλι, προσεγγίζοντας τις επικίνδυνες επιδόσεις του 2008, ενώ αυτές της παγκόσμιας οικονομίας σύρονται σε επίπεδα σαφώς κατώτερα από τα ήδη ανεπαρκή της προ του 2008 περιόδου. Εάν η αποσύζευξη προκάλεσε την κρίση του 2008, σήμερα, αφού το αυτό ακριβώς πρόβλημα επανέρχεται με ακόμη μεγαλύτερη δριμύτητα, γιατί, άραγε, να αναμένονται λιγότερο οδυνηρές συνέπειες; Η ευημερία του 2008 μετατράπηκε σε δυσπραγία, ενώ θα έπρεπε να έχει γίνει το αντίθετο για την αντιμετώπιση της κρίσης
Σήμερα, με την προαναγγελλόμενη υποτροπή της κρίσης, αφού η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ήδη σε δυσπραγία, με μαύρη τρύπα την Ευρώπη, και η χρηματοπιστωτική σφαίρα σε νέα υπερεπέκταση, με ατιμωρησία και επιβράβευση των υπεύθυνων γι’ αυτό, τι περισσότερο να αναμένεται, άραγε, ενόσω οι ιθύνοντες εμμένουν στη στείρα επιλογή της συρρίκνωσης της πρώτης και στην αλόγιστη υπερδιόγκωση της δεύτερης;
Ο μιθριδατισμός, ο εθισμός στο δηλητήριο, δεν έσωσε τελικά ούτε τον εφευρέτη του.

GreekBloggers.com