Στο
κείμενό του που έχω ξεχωρίσει από το βιβλίο του "Ένας κόσμος ανάποδα"*, ο
Εδουάρδο Γκαλεάνο σχολιάζει το θέμα της ατιμωρησίας των κατόχων της
εξουσίας, παίρνοντας ως παράδειγμα γεγονότα που έχουν συμβεί σε χώρες
της Λατινικής Αμερικής. Διαβάζοντάς το όμως θα βρείτε πολλές ομοιότητες
με εμπειρίες - κυρίως πρόσφατες - που έχουμε κι εμείς στη χώρα μας. Και
αυτό μας δημιουργεί πολλές σκέψεις ...
Το κείμενο είναι το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο με τίτλο "Η ατιμωρησία των κυνηγών κεφαλών".
Όλοι
είμαστε ίσοι απέναντι στο νόμο. Απέναντι σε ποιο νόμο; Μήπως το θείο
νόμο; Επειδή απέναντι στον επίγειο νόμο η ισότητα χάνεται ολοένα
περισσότερο, σε όλα τα μέρη της γης, αφού η εξουσία έχει την κακή
συνήθεια να κάθεται πάνω σε ένα από τα δυο τάσια της ζυγαριάς που
κρατάει η δικαιοσύνη.
Η πραγματική ιστορία του ανθρώπινου γένους ήταν και είναι γεμάτη από ανισότητες απέναντι στο νόμο, ωστόσο η επίσημη ιστορία δε γράφεται από τη μνήμη αλλά από τη λήθη.
Κατά κανόνα οι πολιτικές κυβερνήσεις περιορίζονται στη διαχείριση της αδικίας, διαψεύδοντας τις ελπίδες για αλλαγή σε χώρες όπου η δημοκρατία προσκρούει συνεχώς πάνω στο τείχος των εχθρικών προς τη δημοκρατία οικονομικών και κοινωνικών δομών.
Αλλά και οι νόμοι της ατιμωρησίας φαίνεται ότι είναι κομμένοι και ραμμένοι πάνω στο ίδιο πατρόν. Οι δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής αναστήθηκαν, αλλά ήταν καταδικασμένες να εξοφλήσουν τα χρέη και να λησμονήσουν τα εγκλήματα. Θαρρείς και οι πολιτικές κυβερνήσεις έπρεπε να αποζημιώσουν τους ένστολους για τη δουλειά τους: η στρατιωτική τρομοκρατία είχε δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για τις ξένες επενδύσεις και είχε προετοιμάσει το έδαφος ώστε να ολοκληρωθεί, τα επόμενα χρόνια, το ξεπούλημα των χωρών τους έναντι εξευτελιστικής τιμής, χωρίς κανείς να τιμωρηθεί. Στα χρόνια της δημοκρατίας καταργήθηκε η εθνική κυριαρχία, καταπατήθηκαν τα δικαιώματα των εργαζομένων και διαλύθηκαν οι δημόσιες υπηρεσίες. Όλα έγιναν, ή μάλλον όλα καταστράφηκαν, με σχετική ευκολία. Η κοινωνία, που τη δεκαετία του ογδόντα επανέκτησε τα πολιτικά δικαιώματά της, είχε εντελώς αποδυναμωθεί, συνηθισμένη να επιβιώνει μέσα στο ψέμα και το φόβο, και είχε τόσο πολύ καταβληθεί από την απογοήτευση που είχε μεγάλη ανάγκη να πάρει κουράγιο από τη δημιουργική ζωντάνια την οποία η δημοκρατία υποσχόταν και δεν μπορούσε, ή δεν ήξερε, να δώσει.
Οι εκλεγμένες με λαϊκή ψήφο κυβερνήσεις θεώρησαν ότι η δικαιοσύνη θα φέρει εκδίκηση και η μνήμη αταξία και, αντί να αποδώσουν ευθύνες, έδωσαν γη και ύδωρ στους ανθρώπους που είχαν ασκήσει την κρατική τρομοκρατία. Στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας και της εθνικής συμφιλίωσης, θέσπισαν νόμους ατιμωρησίας που εκτόπιζαν τη δικαιοσύνη, έθαβαν το παρελθόν και υμνούσαν τη λήθη. Μερικοί από αυτούς τους νόμους ήταν τόσο ειδεχθείς που ξεπερνούσαν κάθε παγκόσμιο προηγούμενο.
Ο νόμος της Αργεντινής περί της υποχρεωτικής υπακοής εκδόθηκε το 1987 και ανακλήθηκε μια δεκαετία αργότερα, όταν πια δεν ήταν απαραίτητος. Στο ζήλο της απολυτότητάς του, ο νόμος της υποχρεωτικής υπακοής απήλλασσε από κάθε ευθύνη τους στρατιωτικούς που εκτελούσαν διαταγές. Επειδή όμως όλοι ανεξαιρέτως οι στρατιωτικοί εκτελούν διαταγές, άλλος του λοχία, άλλος του λοχαγού, άλλος του στρατηγού και άλλος του Θεού, την ποινική ευθύνη κατέληγε να την έχει ο Βασιλεύς των Ουρανών. Ο στρατιωτικός κώδικας της Γερμανίας, όπως τον διαμόρφωσε το 1940 ο Χίτλερ, έτσι ώστε να τον εξυπηρετεί σε κάθε του τρέλα, τηρούσε τα προσχήματα ασφαλώς περισσότερο: το άρθρο 47 ανέφερε ότι ο υφιστάμενος ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του «αν γνώριζε ότι η διαταγή του ανωτέρου του αναφερόταν σε πράξη που αποτελεί κοινό αδίκημα ή στρατιωτικό έγκλημα».
Οι υπόλοιποι νόμοι της Λατινικής Αμερικής δεν ήταν τόσο προκλητικοί όσο ο νόμος της υποχρεωτικής υπακοής, υιοθετούσαν όμως όλοι την περιφρόνηση της πολιτείας και την υπεροχή των ενόπλων δυνάμεων: κατ’ εντολήν του φόβου οι σφαγές βγήκαν εκτός της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και δόθηκε διαταγή να κρυφτούν κάτω από το χαλί όλα τα σκουπίδια της πρόσφατης ιστορίας. Στο δημοψήφισμα του 1989 στην Ουρουγουάη, η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε υπέρ της ασυλίας μετά από έναν ανελέητο διαφημιστικό βομβαρδισμό για τον κίνδυνο επιστροφής της βίας: κέρδισε ο φόβος που, εκτός από όλα τα άλλα, είναι και πηγή δικαιοσύνης. Σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής ο φόβος, είτε είναι ορατός είτε όχι, συντηρεί και δικαιώνει την εξουσία. Και η εξουσία έχει ρίζες πιο βαθιές και δομές πιο ανθεκτικές από τις κυβερνήσεις που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, ανάλογα με το ρυθμό των δημοκρατικών εκλογών.
Τι είναι όμως εξουσία; Τον ορισμό της εξουσίας έδωσε, με δυο κουβέντες, στις αρχές του 1998 ο Αργεντινός επιχειρηματίας Αλφρέδο Γιαμπράν:
—Εξουσία είναι η ατιμωρησία.
Η ατιμωρησία επιβραβεύει την παρανομία, προτρέπει στην επανάληψή της και την προπαγανδίζει: παροτρύνει τον κακοποιό και μεταδίδει το παράδειγμά του. Κι όταν το κράτος είναι ο κακοποιός, που βιάζει, κλέβει, βασανίζει και σκοτώνει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα, τότε ανάβει άνωθεν το πράσινο φως που δίνει την άδεια σε όλη την κοινωνία να βιάζει, να κλέβει, να βασανίζει και να σκοτώνει για εκφοβισμό, στα ανώτερα στρώματα υψώνει ως τρόπαιο την ατιμωρησία, για να επιβραβεύσει το έγκλημα.
Η δημοκρατία πληρώνει τις συνέπειες αυτών των εθίμων. Επομένως, δικαίως θα ρωτούσε ένας οποιοσδήποτε δολοφόνος, με το πιστόλι ακόμη να καπνίζει στο χέρι του:
— Γιατί να τιμωρήσετε εμένα που δε σκότωσα παρά μόνο έναν άνθρωπο, όταν αφήνετε αυτούς που έχουν σκοτώσει τη μισή υφήλιο να περιφέρονται με τέτοια αυταρέσκεια στους δρόμους, να παριστάνουν τους ήρωες και να πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία και να κοινωνούν;
.....................
Η λήθη, λέει η εξουσία, είναι η τιμή της ειρήνης, ενώ ταυτόχρονα μας επιβάλλει μια ειρήνη που στηρίζεται στην αποδοχή της αδικίας ως μια καθημερινή φυσιολογική κατάσταση.
Μας έχουν συνηθίσει να υποτιμάμε τη ζωή και μας απαγορεύουν να θυμόμαστε. Κατά κανόνα τα μέσα επικοινωνίας και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δε συνεισφέρουν στην ενσωμάτωση της μνήμης στην πραγματικότητα, αντιθέτως μάλιστα. Κάθε γεγονός διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα, διαχωρίζεται από το παρελθόν του και από το παρελθόν των άλλων. Ο πολιτισμός της κατανάλωσης, πολιτισμός του κατακερματισμού, μας εκπαιδεύει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα συμβαίνουν έτσι από μόνα τους. Ανίκανο να αναγνωρίσει τις ρίζες του, το παρόν προβάλλει στο μέλλον τη δική του επανάληψη. Το αύριο είναι το άλλο όνομα του σήμερα. Η άνιση οργάνωση του κόσμου, που εξευτελίζει την ανθρώπινη μοίρα, ανήκει στην αιώνια τάξη και η αδικία είναι ένα πεπρωμένο που είμαστε υποχρεωμένοι ή να το δεχτούμε ή να το δεχτούμε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ή μήπως επαναλαμβάνεται μόνο για κείνους που από τύψεις είναι ανίκανοι να την ακούσουν; Δεν υπάρχει ιστορία βουβή. Η ανθρώπινη ιστορία, όσο και να την τσουρουφλίσουν, όσο και να τη φθείρουν, όσα ψέματα και να πουν, αρνείται να κλείσει το στόμα της. Ο χρόνος που πέρασε εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, ζωντανός μέσα στον παρόντα χρόνο, ακόμα κι αν το παρόν δεν το θέλει ή δεν το γνωρίζει. Το δικαίωμα στη μνήμη δεν αναφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ο.Η.Ε., σήμερα όμως πρέπει περισσότερο από ποτέ να το διεκδικήσουμε και να το εξασκήσουμε: όχι για να επαναλάβουμε το παρελθόν αλλά για να μην το αφήσουμε να επαναληφθεί˙ όχι για να γίνουμε τα ζωντανά φερέφωνα των νεκρών αλλά για να αποκτήσουμε την ικανότητα να μιλάμε με φωνές που να μην είναι καταδικασμένες να αντηχούν αενάως τη βλακεία και την κακομοιριά. 'Οταν η μνήμη είναι στ’αλήθεια ζωντανή δεν κάθεται να ρεμβάζει την ιστορία αλλά μας καλεί να γράψουμε ιστορία. Περισσότερο από τα μουσεία, όπου η κακομοίρα πλήττει, η μνήμη βρίσκεται στον αέρα που αναπνέουμε˙ και διά μέσου του αέρα μάς εμπνέει.
Η ίδια τάξη που, στις ασθενέστερες τάξεις, χρησιμοποιεί το σκιάχτρο της τιμωρίας.
...Να ανακαλούμε στη μνήμη μας το παρελθόν, για να λυτρωθούμε από τις κατάρες του: όχι για να δέσουμε τα πόδια του παρόντος, αλλά για να του δώσουμε τη δυνατότητα να προχωρά άνετα, χωρίς παγίδες. Η μνήμη, όταν είναι σε εγρήγορση, είναι κάτι το αντιφατικό, όπως εμείς˙ ποτέ δεν ησυχάζει και, όπως εμείς, κι αυτή αλλάζει. Δε γεννήθηκε για να γίνει τροχοπέδη. Μάλλον έχει μια κλίση προς το να γίνει καταπέλτης. Θέλει να είναι λιμάνι αναχώρησης όχι λιμάνι άφιξης. Η μνήμη δεν αρνείται τη νοσταλγία· αλλά προτιμάει την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφισιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η Μνημοσύνη ήταν αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού, και δεν έκαναν λάθος.
Η ατιμωρησία είναι παιδί της κακής μνήμης....
*Εκδόσεις Πιρόγα, Μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου
Το κείμενο είναι το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο με τίτλο "Η ατιμωρησία των κυνηγών κεφαλών".
Η πραγματική ιστορία του ανθρώπινου γένους ήταν και είναι γεμάτη από ανισότητες απέναντι στο νόμο, ωστόσο η επίσημη ιστορία δε γράφεται από τη μνήμη αλλά από τη λήθη.
Κατά κανόνα οι πολιτικές κυβερνήσεις περιορίζονται στη διαχείριση της αδικίας, διαψεύδοντας τις ελπίδες για αλλαγή σε χώρες όπου η δημοκρατία προσκρούει συνεχώς πάνω στο τείχος των εχθρικών προς τη δημοκρατία οικονομικών και κοινωνικών δομών.
Αλλά και οι νόμοι της ατιμωρησίας φαίνεται ότι είναι κομμένοι και ραμμένοι πάνω στο ίδιο πατρόν. Οι δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής αναστήθηκαν, αλλά ήταν καταδικασμένες να εξοφλήσουν τα χρέη και να λησμονήσουν τα εγκλήματα. Θαρρείς και οι πολιτικές κυβερνήσεις έπρεπε να αποζημιώσουν τους ένστολους για τη δουλειά τους: η στρατιωτική τρομοκρατία είχε δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για τις ξένες επενδύσεις και είχε προετοιμάσει το έδαφος ώστε να ολοκληρωθεί, τα επόμενα χρόνια, το ξεπούλημα των χωρών τους έναντι εξευτελιστικής τιμής, χωρίς κανείς να τιμωρηθεί. Στα χρόνια της δημοκρατίας καταργήθηκε η εθνική κυριαρχία, καταπατήθηκαν τα δικαιώματα των εργαζομένων και διαλύθηκαν οι δημόσιες υπηρεσίες. Όλα έγιναν, ή μάλλον όλα καταστράφηκαν, με σχετική ευκολία. Η κοινωνία, που τη δεκαετία του ογδόντα επανέκτησε τα πολιτικά δικαιώματά της, είχε εντελώς αποδυναμωθεί, συνηθισμένη να επιβιώνει μέσα στο ψέμα και το φόβο, και είχε τόσο πολύ καταβληθεί από την απογοήτευση που είχε μεγάλη ανάγκη να πάρει κουράγιο από τη δημιουργική ζωντάνια την οποία η δημοκρατία υποσχόταν και δεν μπορούσε, ή δεν ήξερε, να δώσει.
Οι εκλεγμένες με λαϊκή ψήφο κυβερνήσεις θεώρησαν ότι η δικαιοσύνη θα φέρει εκδίκηση και η μνήμη αταξία και, αντί να αποδώσουν ευθύνες, έδωσαν γη και ύδωρ στους ανθρώπους που είχαν ασκήσει την κρατική τρομοκρατία. Στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας και της εθνικής συμφιλίωσης, θέσπισαν νόμους ατιμωρησίας που εκτόπιζαν τη δικαιοσύνη, έθαβαν το παρελθόν και υμνούσαν τη λήθη. Μερικοί από αυτούς τους νόμους ήταν τόσο ειδεχθείς που ξεπερνούσαν κάθε παγκόσμιο προηγούμενο.
Ο νόμος της Αργεντινής περί της υποχρεωτικής υπακοής εκδόθηκε το 1987 και ανακλήθηκε μια δεκαετία αργότερα, όταν πια δεν ήταν απαραίτητος. Στο ζήλο της απολυτότητάς του, ο νόμος της υποχρεωτικής υπακοής απήλλασσε από κάθε ευθύνη τους στρατιωτικούς που εκτελούσαν διαταγές. Επειδή όμως όλοι ανεξαιρέτως οι στρατιωτικοί εκτελούν διαταγές, άλλος του λοχία, άλλος του λοχαγού, άλλος του στρατηγού και άλλος του Θεού, την ποινική ευθύνη κατέληγε να την έχει ο Βασιλεύς των Ουρανών. Ο στρατιωτικός κώδικας της Γερμανίας, όπως τον διαμόρφωσε το 1940 ο Χίτλερ, έτσι ώστε να τον εξυπηρετεί σε κάθε του τρέλα, τηρούσε τα προσχήματα ασφαλώς περισσότερο: το άρθρο 47 ανέφερε ότι ο υφιστάμενος ήταν υπεύθυνος για τις πράξεις του «αν γνώριζε ότι η διαταγή του ανωτέρου του αναφερόταν σε πράξη που αποτελεί κοινό αδίκημα ή στρατιωτικό έγκλημα».
Οι υπόλοιποι νόμοι της Λατινικής Αμερικής δεν ήταν τόσο προκλητικοί όσο ο νόμος της υποχρεωτικής υπακοής, υιοθετούσαν όμως όλοι την περιφρόνηση της πολιτείας και την υπεροχή των ενόπλων δυνάμεων: κατ’ εντολήν του φόβου οι σφαγές βγήκαν εκτός της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και δόθηκε διαταγή να κρυφτούν κάτω από το χαλί όλα τα σκουπίδια της πρόσφατης ιστορίας. Στο δημοψήφισμα του 1989 στην Ουρουγουάη, η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε υπέρ της ασυλίας μετά από έναν ανελέητο διαφημιστικό βομβαρδισμό για τον κίνδυνο επιστροφής της βίας: κέρδισε ο φόβος που, εκτός από όλα τα άλλα, είναι και πηγή δικαιοσύνης. Σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής ο φόβος, είτε είναι ορατός είτε όχι, συντηρεί και δικαιώνει την εξουσία. Και η εξουσία έχει ρίζες πιο βαθιές και δομές πιο ανθεκτικές από τις κυβερνήσεις που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, ανάλογα με το ρυθμό των δημοκρατικών εκλογών.
Τι είναι όμως εξουσία; Τον ορισμό της εξουσίας έδωσε, με δυο κουβέντες, στις αρχές του 1998 ο Αργεντινός επιχειρηματίας Αλφρέδο Γιαμπράν:
—Εξουσία είναι η ατιμωρησία.
Η ατιμωρησία επιβραβεύει την παρανομία, προτρέπει στην επανάληψή της και την προπαγανδίζει: παροτρύνει τον κακοποιό και μεταδίδει το παράδειγμά του. Κι όταν το κράτος είναι ο κακοποιός, που βιάζει, κλέβει, βασανίζει και σκοτώνει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα, τότε ανάβει άνωθεν το πράσινο φως που δίνει την άδεια σε όλη την κοινωνία να βιάζει, να κλέβει, να βασανίζει και να σκοτώνει για εκφοβισμό, στα ανώτερα στρώματα υψώνει ως τρόπαιο την ατιμωρησία, για να επιβραβεύσει το έγκλημα.
Η δημοκρατία πληρώνει τις συνέπειες αυτών των εθίμων. Επομένως, δικαίως θα ρωτούσε ένας οποιοσδήποτε δολοφόνος, με το πιστόλι ακόμη να καπνίζει στο χέρι του:
— Γιατί να τιμωρήσετε εμένα που δε σκότωσα παρά μόνο έναν άνθρωπο, όταν αφήνετε αυτούς που έχουν σκοτώσει τη μισή υφήλιο να περιφέρονται με τέτοια αυταρέσκεια στους δρόμους, να παριστάνουν τους ήρωες και να πηγαίνουν την Κυριακή στην εκκλησία και να κοινωνούν;
.....................
Η λήθη, λέει η εξουσία, είναι η τιμή της ειρήνης, ενώ ταυτόχρονα μας επιβάλλει μια ειρήνη που στηρίζεται στην αποδοχή της αδικίας ως μια καθημερινή φυσιολογική κατάσταση.
Μας έχουν συνηθίσει να υποτιμάμε τη ζωή και μας απαγορεύουν να θυμόμαστε. Κατά κανόνα τα μέσα επικοινωνίας και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δε συνεισφέρουν στην ενσωμάτωση της μνήμης στην πραγματικότητα, αντιθέτως μάλιστα. Κάθε γεγονός διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα, διαχωρίζεται από το παρελθόν του και από το παρελθόν των άλλων. Ο πολιτισμός της κατανάλωσης, πολιτισμός του κατακερματισμού, μας εκπαιδεύει με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύουμε ότι τα πράγματα συμβαίνουν έτσι από μόνα τους. Ανίκανο να αναγνωρίσει τις ρίζες του, το παρόν προβάλλει στο μέλλον τη δική του επανάληψη. Το αύριο είναι το άλλο όνομα του σήμερα. Η άνιση οργάνωση του κόσμου, που εξευτελίζει την ανθρώπινη μοίρα, ανήκει στην αιώνια τάξη και η αδικία είναι ένα πεπρωμένο που είμαστε υποχρεωμένοι ή να το δεχτούμε ή να το δεχτούμε.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Ή μήπως επαναλαμβάνεται μόνο για κείνους που από τύψεις είναι ανίκανοι να την ακούσουν; Δεν υπάρχει ιστορία βουβή. Η ανθρώπινη ιστορία, όσο και να την τσουρουφλίσουν, όσο και να τη φθείρουν, όσα ψέματα και να πουν, αρνείται να κλείσει το στόμα της. Ο χρόνος που πέρασε εξακολουθεί να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, ζωντανός μέσα στον παρόντα χρόνο, ακόμα κι αν το παρόν δεν το θέλει ή δεν το γνωρίζει. Το δικαίωμα στη μνήμη δεν αναφέρεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ο.Η.Ε., σήμερα όμως πρέπει περισσότερο από ποτέ να το διεκδικήσουμε και να το εξασκήσουμε: όχι για να επαναλάβουμε το παρελθόν αλλά για να μην το αφήσουμε να επαναληφθεί˙ όχι για να γίνουμε τα ζωντανά φερέφωνα των νεκρών αλλά για να αποκτήσουμε την ικανότητα να μιλάμε με φωνές που να μην είναι καταδικασμένες να αντηχούν αενάως τη βλακεία και την κακομοιριά. 'Οταν η μνήμη είναι στ’αλήθεια ζωντανή δεν κάθεται να ρεμβάζει την ιστορία αλλά μας καλεί να γράψουμε ιστορία. Περισσότερο από τα μουσεία, όπου η κακομοίρα πλήττει, η μνήμη βρίσκεται στον αέρα που αναπνέουμε˙ και διά μέσου του αέρα μάς εμπνέει.
Η ίδια τάξη που, στις ασθενέστερες τάξεις, χρησιμοποιεί το σκιάχτρο της τιμωρίας.
...Να ανακαλούμε στη μνήμη μας το παρελθόν, για να λυτρωθούμε από τις κατάρες του: όχι για να δέσουμε τα πόδια του παρόντος, αλλά για να του δώσουμε τη δυνατότητα να προχωρά άνετα, χωρίς παγίδες. Η μνήμη, όταν είναι σε εγρήγορση, είναι κάτι το αντιφατικό, όπως εμείς˙ ποτέ δεν ησυχάζει και, όπως εμείς, κι αυτή αλλάζει. Δε γεννήθηκε για να γίνει τροχοπέδη. Μάλλον έχει μια κλίση προς το να γίνει καταπέλτης. Θέλει να είναι λιμάνι αναχώρησης όχι λιμάνι άφιξης. Η μνήμη δεν αρνείται τη νοσταλγία· αλλά προτιμάει την ελπίδα, τον κίνδυνο της ελπίδας και την αψηφισιά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η Μνημοσύνη ήταν αδελφή του Χρόνου και του Ωκεανού, και δεν έκαναν λάθος.
Η ατιμωρησία είναι παιδί της κακής μνήμης....
*Εκδόσεις Πιρόγα, Μετάφραση της Γεωργίας Ζακοπούλου