Είναι γεγονός και ακούγεται συχνά ότι η χρονιά που πέρασε δεν μας άφησε να πλήξουμε. Μακάρι το πρόσημο των γεγονότων που ζήσαμε να ήταν θετικό. Όμως δεν ήταν.
Είναι πολύ πιθανόν, αντίστοιχα πυκνά να είναι και τα γεγονότα που θα ζήσουμε κατά το χρόνο που μόλις ξεκίνησε.
Μη ξεχνάμε βέβαια, πως σε αυτή τη χώρα το απρόβλεπτο παραμονεύει και τείνει να γίνει κανόνας.
Ακόμα είμαστε στην αφετηρία όμως και ο κ.Σταύρος Λυγερός κάνει μια περιγραφή των τωρινών και των μελλούμενων με βάση όσα μας είναι γνωστά αυτή τη στιγμή.
Οι σκληρές απαιτήσεις του ΔΝΤ όσον αφορά τη συγκεκριμενοποίηση και την εφαρμογή των δεσμεύσεων του 3ου Μνημονίου είναι ο βασικός λόγος που ο πρωθυπουργός έθεσε ζήτημα να μην ανανεωθεί η συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, η οποία λήγει τον Μάρτιο. Στο μέγαρο Μαξίμου έχουν συνείδηση ότι οι επικείμενες αλλαγές στο Ασφαλιστικό θα δοκιμάσουν τις πολιτικές αντοχές της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει τη δέσμευσή του πως οι κύριες συντάξεις δεν θα υποστούν και 12η μείωση.
Η κυβέρνηση έχει προτείνει ισοδύναμα, αλλά μένει να αποδειχθεί εάν αυτά θα γίνουν αποδεκτά από τους δανειστές. Το ΔΝΤ έχει εκφράσει την αντίθεσή του και στην αύξηση των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, αλλά και στην επιβολή ενός τέλους στις τραπεζικές συναλλαγές. Στην πραγματικότητα, το Ταμείο παίζει όλο αυτό το διάστημα τον ρόλο του πολιορκητικού κριού για την επιβολή των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων. Και τον παίζει με τη σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων δανειστών.
Έχοντας μπροστά του τον κάβο του Ασφαλιστικού, αλλά και τον εξίσου δύσκολο κάβο της φορολόγησης των αγροτών, ο πρωθυπουργός έχει ζωτική ανάγκη μία επικοινωνιακή επιτυχία. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στο μέγαρο Μαξίμου θεωρούν πως εάν τελικώς το ΔΝΤ μείνει εκτός ελληνικού προγράμματος θα έχουν να «πουλήσουν» στην κοινή γνώμη τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα αρχίζει να αποδεσμεύεται από τα δεσμά της κηδεμονίας.
Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Οι πληροφορίες για τον τρόπο που το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους οδηγούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και διευκόλυνση όσον αφορά τα επιτόκια, αλλά όχι έστω και έμμεση μείωση. Το σημαντικότερο είναι η απαίτηση παραμονής της Ελλάδας υπό δημοσιονομική κηδεμονία για όσα χρόνια θα χρωστάει στα κράτη-μέλη και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), δηλαδή για τις επόμενες αρκετές δεκαετίες! Το επιχείρημα του Βερολίνου είναι ότι μόνο έτσι θα διασφαλισθεί η αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων.
Πρόθεση του Σόιμπλε είναι το σχέδιο αυτό να εφαρμοσθεί στην ελληνική περίπτωση, αλλά ταυτοχρόνως να αποτελέσει το πλαίσιο για την αντιμετώπιση κρίσης χρέους και σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Παρά το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τις πρόσθετες προσπάθειες του Ντράγκι, η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στο τέλμα. Παρά τις αισιόδοξες κορώνες για την πρόοδο άλλων υπερχρεωμένων χωρών-μελών, η στασιμότητα ανακυκλώνει το αδιέξοδο και δημιουργεί νέους αδύναμους κρίκους.
Πιστός στον οικονομικό εθνικισμό του, ο Σόιμπλε σπεύδει με τον χειρισμό της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους να δημιουργήσει προηγούμενο στο επίπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών, το οποίο να προκαθορίσει τον χειρισμό κάθε επόμενης περίπτωσης. Όχι μόνο δεν κάνει βήματα προς την κατεύθυνση μίας συλλογικής ευρωπαϊκής αντιμετώπισης της κρίσης χρέους με γνώμονα την εμβάθυνση του ενοποιητικού εγχειρήματος, αλλά και επιδιώκει να παγιώσει την απόλυτη εθνική ευθύνη όσον αφορά το χρέος. Ο πυρήνας του σχεδίου του είναι ότι όποια χώρα-μέλος αντιμετωπίσει κρίση χρέους θα χάνει την κυριαρχία της και θα μετατρέπεται σε μεταμοντέρνα αποικία.
Προφανώς, όλα αυτά δεν είναι υποχρεωτικό να υιοθετηθούν από το σύνολο των εταίρων. Η πείρα, ωστόσο, μας διδάσκει ότι κατά κανόνα η εκάστοτε τελική απόφαση της Ευρωζώνης κινείται στο πλαίσιο των αντίστοιχων γερμανικών προτάσεων. Με αυτή την έννοια, το σχέδιο Σόιμπλε προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η Αθήνα όταν επιτέλους θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την πολυπόθητη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Στη μάχη για τη δραστική μείωση του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ είναι φυσικός σύμμαχος της Αθήνας. Μπορεί να είναι σημαιοφόρος της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης συνταγής, αλλά, ως επαγγελματίας «διασώστης», γνωρίζει πως καμία υπερχρεωμένη χώρα δεν θα μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια της εάν δεν μεσολαβήσει γενναίο κούρεμα του χρέους της.
Το 2010, το Ταμείο είχε υποκύψει στις σκοπιμότητες των Ευρωπαίων και είχε βάλει σε δεύτερη μοίρα το κούρεμα. Τον τελευταίο χρόνο, όμως, αφενός λόγω του γεγονότος ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να είναι στα γόνατα, αφετέρου λόγω της αμερικανικής πίεσης, έχει προτάξει το ζήτημα της μείωσης του χρέους. Θα προτιμούσε ένα κούρεμα, αλλά αυτό το αποκλείουν οι Ευρωπαίοι δανειστές. Γι’ αυτό και στο τραπέζι βρίσκεται η αναδιάρθρωση, χωρίς ακόμα να έχουν καθορισθεί οι όροι της.
Καλά πληροφορημένες πηγές υποστηρίζουν ότι το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει στους Ευρωπαίους αφενός ότι η μείωση του ελληνικού χρέους δεν πρέπει να είναι μικρότερη των 100 δισ, αφετέρου ότι η αναδιάρθρωση θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο που θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να πάρει ανάσες και να σταθεί στα πόδια της. Κατά τις ίδιες πηγές, ένα από τα κριτήρια, με τα οποία θα αποφασισθεί η συμμετοχή του ή όχι στο 3ο Μνημόνιο θα είναι εάν οι όροι της αναδιάρθρωσης θα εξασφαλίζουν επαρκή μείωση του χρέους.
Υπενθυμίζουμε πως το 2010 είχαν προβληθεί αντιρρήσεις από Ευρωπαίους αξιωματούχους για την ανάμιξη του Ταμείου στα εσωτερικά της Ευρωζώνης. Τότε, η Μέρκελ είχε προβάλει το επιχείρημα ότι η συμμετοχή του ήταν αναγκαία για να μη θεωρήσουν οι Αγορές πως τα μέτρα για τη διάσωση της Ελλάδας θα ήταν αποτέλεσμα ενδοευρωπαϊκών πολιτικών συμβιβασμών. Από τότε, η θέση αυτή έχει εδραιωθεί.
Η θέση του ΔΝΤ είναι συνεκτική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι σωστή. Υιοθετώντας απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ζητάει πρόσθετα επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά και πολύ πιο γενναία αναδιάρθρωση του χρέους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αντιθέτως αντιφατική είναι η θέση των σκληροπυρηνικών του ευρωιερατείου. Βολεύονται πολιτικά με το γεγονός ότι το Ταμείο παίζει τον ρόλο του πολιορκητικού κριού για την επιβολή στην Ελλάδα ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που δεν ισχύουν σε άλλες χώρες-μέλη. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Σόιμπλε και η «παρέα» του αντιστέκονται σθεναρά στην πίεση του ΔΝΤ για γενναία μείωση του ελληνικού χρέους.
Μέχρι πρότινος, αντιστρόφως αμφίθυμη ήταν και η στάση της Αθήνας. Από τη μία πλευρά αντιδρούσε στα σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα που απαιτεί το Ταμείο. Από την άλλη, την ικανοποιούσε η θέση του για τη μείωση του ελληνικού χρέους.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στις αρχές Δεκεμβρίου και υπό το κράτος του κινδύνου να χάσει τη δεδηλωμένη στις κρίσιμες ψηφοφορίες για το Ασφαλιστικό και για τη φορολογία των αγροτών, ο Τσίπρας έθεσε θέμα μη συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Από τότε, το ίδιο θέμα έθεσαν και κορυφαίοι υπουργοί του, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για πολιτική θέση κι όχι για ιδέα της στιγμής.
Στο μέγαρο Μαξίμου ισχυρίζονται αυθαιρέτως πως ό,τι είχε να προσφέρει το ΔΝΤ στο ζήτημα της μείωσης του ελληνικού χρέους το έχει ήδη προσφέρει. Προφανώς, ποντάρουν στην εκτίμηση πως η πίεση για μείωση θα ασκηθεί έτσι κι αλλιώς από την Ουάσιγκτον. Οι Αμερικανοί κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά είναι διαφορετικό να πιέζουν αυτοί από έξω από το να πιέζει το Ταμείο από μέσα.
Τα κίνητρα των κυβερνώντων είναι ασαφή. Θέτουν θέμα εξόδου του Ταμείου από το 3ο Μνημόνιο για να κερδίσουν δημοφιλία, «πουλώντας» στο εσωτερικό τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα αρχίζει να αποδεσμεύεται από τα δεσμά της κηδεμονίας; Ή πραγματικά πιστεύουν ότι χωρίς την παρουσία του ΔΝΤ οι μνημονιακές υποχρεώσεις θα χαλαρώσουν; Πιθανόν να είναι ένας συνδυασμός και των δύο. Υπενθυμίζουμε, άλλωστε, πως με την ίδια λανθασμένη προσδοκία είχαν προβεί και σε παραχωρήσεις στο μέτωπο της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης.
Παρόλα όσα έχουν μεσολαβήσει τον τελευταίο χρόνο, οι ένοικοι του μεγάρου Μαξίμου συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η «καλή Ευρώπη» (Σοσιαλδημοκράτες, Γιούνκερ και Μέρκελ) θα βοηθήσει την Αθήνα να αντιμετωπίσει την «κακή Ευρώπη» του Σόιμπλε και το ΔΝΤ. Προφανώς, το ευρωιερατείο δεν είναι μονολιθικό. Προφανώς, το διαπερνούν πολιτικές αντιθέσεις. Η πείρα, όμως, έχει διδάξει ότι τα επώδυνα μέτρα τα απαιτούν και οι Ευρωπαίοι δανειστές. Απλώς συχνά κρύβονται πίσω από το Ταμείο που παίζει τον ρόλο του «κακού μπάτσου».
Γι’ αυτό, εάν τελικώς το ΔΝΤ αποφασίσει να μη συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο 3ο Μνημόνιο, κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος. Θα παίζει ακριβώς τον ίδιο ρόλο που παίζει σήμερα όσον αφορά την επιβολή της ακραίας νεοφιλελεύθερης ατζέντας, αλλά χωρίς να μπορεί να ασκήσει την ίδια πίεση στο ευρωιερατείο για τη μείωση του ελληνικού χρέους.
Ζητώντας την έξοδο του ΔΝΤ από το μνημονιακό πρόγραμμα, ο πρωθυπουργός άνοιξε ένα μέτωπο, το οποίο ήταν εκ των προτέρων δεδομένο πως δεν μπορούσε να το διαχειρισθεί αποτελεσματικά. Κι αυτό επειδή την παραμονή του Ταμείου τη θέλει σύσσωμο το ευρωιερατείο. Ούτε αυτή η θέση του Τσίπρα μπορεί να λειτουργήσει σαν πολιτική φυγή προς τα εμπρός.
Στην πραγματικότητα, το αμέσως επόμενο διάστημα ο πρωθυπουργός δεν έχει εναλλακτικές επιλογές. Η εντολή του προς τους αρμόδιους υπουργούς είναι να διαπραγματευθούν σκληρά με το Κουαρτέτο ειδικά για τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό, αλλά και ότι η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο. Στο μέγαρο Μαξίμου ελπίζουν πως θα εξέλθουν αλώβητοι από τις κρίσιμες κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες και ως εκ τούτου θα έχουν τη δυνατότητα την άνοιξη να κινηθούν σε λιγότερο δυσμενές περιβάλλον και στο εσωτερικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο εσωτερικό, επειδή τα πολύ δύσκολα θα είναι πίσω όσον αφορά τις νομοθετικές παρεμβάσεις και επειδή υπάρχουν ενδείξεις για βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επειδή οι πολιτικές εξελίξεις στην Πορτογαλία και στην Ισπανία εκ των πραγμάτων διαφοροποιούν τους μέχρι προσφάτως υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς. Για την ακρίβεια στέλνουν το μήνυμα ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να συνεχίσει όπως μέχρι τώρα.
Μπορεί η νέα αριστερόστροφη πορτογαλική κυβέρνηση να διαπερνάται από έντονες αντιφάσεις, αλλά ο σχηματισμός της εκ των πραγμάτων αποτελεί έμπρακτη αμφισβήτηση του κυρίαρχου δόγματος της λιτότητας. Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ισπανία ήρθε να επικυρώσει και να ενισχύσει πολιτικά το κύμα αμφισβήτησης. Τα δύο αυτά βαρυσήμαντα γεγονότα στον ευρωπαϊκό Νότο δίνουν το πολιτικό περιθώριο στον Ρέντσι και στον Ολάντ να κάνουν ένα βήμα παραπέρα. Από τη θεωρητική κριτική στο δόγμα της λιτότητας να θέσουν θέμα τουλάχιστον χαλάρωσής του, αν όχι ανατροπής του. Οι εξελίξεις στην Ιβηρική δημιουργούν εκ των πραγμάτων μία ισχυρή βάση στήριξης για μία τέτοια πολιτική πρωτοβουλία.
Πιθανότατα το Βερολίνο θα επιχειρήσει να καταστείλει τις διογκούμενες τάσεις αμφισβήτησης που εκδηλώνονται στον ευρωπαϊκό Νότο. Αυτή τη φορά, όμως, απέναντι δεν έχει την άπειρη και γεμάτη ιδεοληψίες και αυταπάτες κυβέρνηση Τσίπρα, όπως συνέβαινε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Δυνητικά έχει απέναντί της ένα άτυπο αλλά πολύ πιο ισχυρό μέτωπο, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με τους εκβιασμούς που αντιμετώπισε την Αθήνα.
Εάν οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, το «καθαρτήριο» στο οποίο έχει απομονωθεί η Αθήνας εκ των πραγμάτων θα σπάσει και κατ’ επέκτασιν τα περιθώρια κινήσεων του Τσίπρα θα διευρυνθούν. Μέχρι, όμως, να ξεκαθαρίσει το τοπίο στο ευρωπαϊκό επίπεδο, η κυβέρνηση πρέπει να επιβιώσει. Γι’ αυτό και εμμέσως αναζητάει δυνητική σανίδα σωτηρίας για την περίπτωση που στις κρίσιμες ψηφοφορίες η πλειοψηφία των 153 «τσακίσει».
Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφεται το έμμεσο πλην σαφές πολιτικό φλερτ προς την Ένωση Κεντρώων. Η αρνητική στάση και του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού έναντι της κυβέρνησης έχει πείσει το μέγαρο Μαξίμου πως από τα δύο αυτά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου δεν έχει να περιμένει χείρα βοηθείας εάν την χρειασθεί. Γι’ αυτό και το πολιτικό άνοιγμά του στρέφεται προς τον Λεβέντη, μετατρέποντάς τον εκ των πραγμάτων σε δυνητικό ρυθμιστικό παράγοντα.
Ο αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων όχι μόνο απολαμβάνει τον απροσδόκητο αυτό ρόλο, αλλά και με αλλεπάλληλες δημόσιες παρεμβάσεις τροφοδοτεί σενάρια και δημιουργεί πολιτικές εντυπώσεις. Ο άλλοτε γραφικός έχει μετατραπεί σε κεντρικό πολιτικό παίκτη. Επισήμως δηλώνει πως πρέπει να σχηματισθεί κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής με τη συμμετοχή και της ΝΔ. Εάν πράγματι το εννοεί ή προβάλει αυτή τη θέση για να αποσπάσει υπέρμετρα πολιτικά ανταλλάγματα, θα φανεί εάν και όποτε η κυβέρνηση Τσίπρα χρειασθεί την Ένωση Κεντρώων για να επιβιώσει. Εάν, πάντως, οι εξελίξεις πάρουν τέτοια τροπή, ο πρωθυπουργός θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί από μειονεκτική θέση.
Παρά τα σενάρια που κυκλοφορούν, η πολιτική επαφή-συνεννόηση του πρωθυπουργού με τον Καραμανλή δεν προσφέρει δυνητικά διέξοδο στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αν το σημερινό κυβερνητικό σχήμα χάσει στην πορεία τη δεδηλωμένη, η καραμανλική πτέρυγα θα πιέσει εντός της ΝΔ για σχηματισμό «οικουμενικής», ή πιο σωστά κυβέρνησης του «ευρωπαϊκού τόξου».
Εάν πάμε εκεί, είναι αμφίβολο εάν ο Τσίπρας θα παραμείνει στην πρωθυπουργία. Γι’ αυτό και οι επιτελείς του Μαξίμου δεν συζητούν αυτό το ενδεχόμενο. Ελπίζουν ότι η πλειοψηφία των 153 θα παραμείνει ακέραιη. Για την περίπτωση που κάτι στραβώσει, όμως, ο σχεδιασμός τους είναι να προτείνουν στον Λεβέντη ρόλο κυβερνητικού εταίρου για να εξασφαλίσουν την αναγκαία κοινοβουλευτική «τσόντα». Το συνεχιζόμενο πολιτικό φλερτ μαζί του, λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο από καλλιέργεια του κλίματος και προετοιμασία του εδάφους για τη δύσκολη στιγμή.
Είναι πολύ πιθανόν, αντίστοιχα πυκνά να είναι και τα γεγονότα που θα ζήσουμε κατά το χρόνο που μόλις ξεκίνησε.
Μη ξεχνάμε βέβαια, πως σε αυτή τη χώρα το απρόβλεπτο παραμονεύει και τείνει να γίνει κανόνας.
Ακόμα είμαστε στην αφετηρία όμως και ο κ.Σταύρος Λυγερός κάνει μια περιγραφή των τωρινών και των μελλούμενων με βάση όσα μας είναι γνωστά αυτή τη στιγμή.
Οι σκληρές απαιτήσεις του ΔΝΤ όσον αφορά τη συγκεκριμενοποίηση και την εφαρμογή των δεσμεύσεων του 3ου Μνημονίου είναι ο βασικός λόγος που ο πρωθυπουργός έθεσε ζήτημα να μην ανανεωθεί η συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, η οποία λήγει τον Μάρτιο. Στο μέγαρο Μαξίμου έχουν συνείδηση ότι οι επικείμενες αλλαγές στο Ασφαλιστικό θα δοκιμάσουν τις πολιτικές αντοχές της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει τη δέσμευσή του πως οι κύριες συντάξεις δεν θα υποστούν και 12η μείωση.
Η κυβέρνηση έχει προτείνει ισοδύναμα, αλλά μένει να αποδειχθεί εάν αυτά θα γίνουν αποδεκτά από τους δανειστές. Το ΔΝΤ έχει εκφράσει την αντίθεσή του και στην αύξηση των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, αλλά και στην επιβολή ενός τέλους στις τραπεζικές συναλλαγές. Στην πραγματικότητα, το Ταμείο παίζει όλο αυτό το διάστημα τον ρόλο του πολιορκητικού κριού για την επιβολή των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων. Και τον παίζει με τη σύμφωνη γνώμη των Ευρωπαίων δανειστών.
Έχοντας μπροστά του τον κάβο του Ασφαλιστικού, αλλά και τον εξίσου δύσκολο κάβο της φορολόγησης των αγροτών, ο πρωθυπουργός έχει ζωτική ανάγκη μία επικοινωνιακή επιτυχία. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στο μέγαρο Μαξίμου θεωρούν πως εάν τελικώς το ΔΝΤ μείνει εκτός ελληνικού προγράμματος θα έχουν να «πουλήσουν» στην κοινή γνώμη τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα αρχίζει να αποδεσμεύεται από τα δεσμά της κηδεμονίας.
Η αλήθεια, όμως, είναι πολύ διαφορετική. Οι πληροφορίες για τον τρόπο που το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους οδηγούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και διευκόλυνση όσον αφορά τα επιτόκια, αλλά όχι έστω και έμμεση μείωση. Το σημαντικότερο είναι η απαίτηση παραμονής της Ελλάδας υπό δημοσιονομική κηδεμονία για όσα χρόνια θα χρωστάει στα κράτη-μέλη και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), δηλαδή για τις επόμενες αρκετές δεκαετίες! Το επιχείρημα του Βερολίνου είναι ότι μόνο έτσι θα διασφαλισθεί η αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων.
Πρόθεση του Σόιμπλε είναι το σχέδιο αυτό να εφαρμοσθεί στην ελληνική περίπτωση, αλλά ταυτοχρόνως να αποτελέσει το πλαίσιο για την αντιμετώπιση κρίσης χρέους και σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Παρά το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τις πρόσθετες προσπάθειες του Ντράγκι, η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη στο τέλμα. Παρά τις αισιόδοξες κορώνες για την πρόοδο άλλων υπερχρεωμένων χωρών-μελών, η στασιμότητα ανακυκλώνει το αδιέξοδο και δημιουργεί νέους αδύναμους κρίκους.
Πιστός στον οικονομικό εθνικισμό του, ο Σόιμπλε σπεύδει με τον χειρισμό της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους να δημιουργήσει προηγούμενο στο επίπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών, το οποίο να προκαθορίσει τον χειρισμό κάθε επόμενης περίπτωσης. Όχι μόνο δεν κάνει βήματα προς την κατεύθυνση μίας συλλογικής ευρωπαϊκής αντιμετώπισης της κρίσης χρέους με γνώμονα την εμβάθυνση του ενοποιητικού εγχειρήματος, αλλά και επιδιώκει να παγιώσει την απόλυτη εθνική ευθύνη όσον αφορά το χρέος. Ο πυρήνας του σχεδίου του είναι ότι όποια χώρα-μέλος αντιμετωπίσει κρίση χρέους θα χάνει την κυριαρχία της και θα μετατρέπεται σε μεταμοντέρνα αποικία.
Προφανώς, όλα αυτά δεν είναι υποχρεωτικό να υιοθετηθούν από το σύνολο των εταίρων. Η πείρα, ωστόσο, μας διδάσκει ότι κατά κανόνα η εκάστοτε τελική απόφαση της Ευρωζώνης κινείται στο πλαίσιο των αντίστοιχων γερμανικών προτάσεων. Με αυτή την έννοια, το σχέδιο Σόιμπλε προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η Αθήνα όταν επιτέλους θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την πολυπόθητη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Στη μάχη για τη δραστική μείωση του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ είναι φυσικός σύμμαχος της Αθήνας. Μπορεί να είναι σημαιοφόρος της πιο ακραίας νεοφιλελεύθερης συνταγής, αλλά, ως επαγγελματίας «διασώστης», γνωρίζει πως καμία υπερχρεωμένη χώρα δεν θα μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια της εάν δεν μεσολαβήσει γενναίο κούρεμα του χρέους της.
Το 2010, το Ταμείο είχε υποκύψει στις σκοπιμότητες των Ευρωπαίων και είχε βάλει σε δεύτερη μοίρα το κούρεμα. Τον τελευταίο χρόνο, όμως, αφενός λόγω του γεγονότος ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να είναι στα γόνατα, αφετέρου λόγω της αμερικανικής πίεσης, έχει προτάξει το ζήτημα της μείωσης του χρέους. Θα προτιμούσε ένα κούρεμα, αλλά αυτό το αποκλείουν οι Ευρωπαίοι δανειστές. Γι’ αυτό και στο τραπέζι βρίσκεται η αναδιάρθρωση, χωρίς ακόμα να έχουν καθορισθεί οι όροι της.
Καλά πληροφορημένες πηγές υποστηρίζουν ότι το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει στους Ευρωπαίους αφενός ότι η μείωση του ελληνικού χρέους δεν πρέπει να είναι μικρότερη των 100 δισ, αφετέρου ότι η αναδιάρθρωση θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο που θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να πάρει ανάσες και να σταθεί στα πόδια της. Κατά τις ίδιες πηγές, ένα από τα κριτήρια, με τα οποία θα αποφασισθεί η συμμετοχή του ή όχι στο 3ο Μνημόνιο θα είναι εάν οι όροι της αναδιάρθρωσης θα εξασφαλίζουν επαρκή μείωση του χρέους.
Υπενθυμίζουμε πως το 2010 είχαν προβληθεί αντιρρήσεις από Ευρωπαίους αξιωματούχους για την ανάμιξη του Ταμείου στα εσωτερικά της Ευρωζώνης. Τότε, η Μέρκελ είχε προβάλει το επιχείρημα ότι η συμμετοχή του ήταν αναγκαία για να μη θεωρήσουν οι Αγορές πως τα μέτρα για τη διάσωση της Ελλάδας θα ήταν αποτέλεσμα ενδοευρωπαϊκών πολιτικών συμβιβασμών. Από τότε, η θέση αυτή έχει εδραιωθεί.
Η θέση του ΔΝΤ είναι συνεκτική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι σωστή. Υιοθετώντας απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ζητάει πρόσθετα επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά και πολύ πιο γενναία αναδιάρθρωση του χρέους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αντιθέτως αντιφατική είναι η θέση των σκληροπυρηνικών του ευρωιερατείου. Βολεύονται πολιτικά με το γεγονός ότι το Ταμείο παίζει τον ρόλο του πολιορκητικού κριού για την επιβολή στην Ελλάδα ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που δεν ισχύουν σε άλλες χώρες-μέλη. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Σόιμπλε και η «παρέα» του αντιστέκονται σθεναρά στην πίεση του ΔΝΤ για γενναία μείωση του ελληνικού χρέους.
Μέχρι πρότινος, αντιστρόφως αμφίθυμη ήταν και η στάση της Αθήνας. Από τη μία πλευρά αντιδρούσε στα σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα που απαιτεί το Ταμείο. Από την άλλη, την ικανοποιούσε η θέση του για τη μείωση του ελληνικού χρέους.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στις αρχές Δεκεμβρίου και υπό το κράτος του κινδύνου να χάσει τη δεδηλωμένη στις κρίσιμες ψηφοφορίες για το Ασφαλιστικό και για τη φορολογία των αγροτών, ο Τσίπρας έθεσε θέμα μη συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Από τότε, το ίδιο θέμα έθεσαν και κορυφαίοι υπουργοί του, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για πολιτική θέση κι όχι για ιδέα της στιγμής.
Στο μέγαρο Μαξίμου ισχυρίζονται αυθαιρέτως πως ό,τι είχε να προσφέρει το ΔΝΤ στο ζήτημα της μείωσης του ελληνικού χρέους το έχει ήδη προσφέρει. Προφανώς, ποντάρουν στην εκτίμηση πως η πίεση για μείωση θα ασκηθεί έτσι κι αλλιώς από την Ουάσιγκτον. Οι Αμερικανοί κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά είναι διαφορετικό να πιέζουν αυτοί από έξω από το να πιέζει το Ταμείο από μέσα.
Τα κίνητρα των κυβερνώντων είναι ασαφή. Θέτουν θέμα εξόδου του Ταμείου από το 3ο Μνημόνιο για να κερδίσουν δημοφιλία, «πουλώντας» στο εσωτερικό τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα αρχίζει να αποδεσμεύεται από τα δεσμά της κηδεμονίας; Ή πραγματικά πιστεύουν ότι χωρίς την παρουσία του ΔΝΤ οι μνημονιακές υποχρεώσεις θα χαλαρώσουν; Πιθανόν να είναι ένας συνδυασμός και των δύο. Υπενθυμίζουμε, άλλωστε, πως με την ίδια λανθασμένη προσδοκία είχαν προβεί και σε παραχωρήσεις στο μέτωπο της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης.
Παρόλα όσα έχουν μεσολαβήσει τον τελευταίο χρόνο, οι ένοικοι του μεγάρου Μαξίμου συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η «καλή Ευρώπη» (Σοσιαλδημοκράτες, Γιούνκερ και Μέρκελ) θα βοηθήσει την Αθήνα να αντιμετωπίσει την «κακή Ευρώπη» του Σόιμπλε και το ΔΝΤ. Προφανώς, το ευρωιερατείο δεν είναι μονολιθικό. Προφανώς, το διαπερνούν πολιτικές αντιθέσεις. Η πείρα, όμως, έχει διδάξει ότι τα επώδυνα μέτρα τα απαιτούν και οι Ευρωπαίοι δανειστές. Απλώς συχνά κρύβονται πίσω από το Ταμείο που παίζει τον ρόλο του «κακού μπάτσου».
Γι’ αυτό, εάν τελικώς το ΔΝΤ αποφασίσει να μη συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο 3ο Μνημόνιο, κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος. Θα παίζει ακριβώς τον ίδιο ρόλο που παίζει σήμερα όσον αφορά την επιβολή της ακραίας νεοφιλελεύθερης ατζέντας, αλλά χωρίς να μπορεί να ασκήσει την ίδια πίεση στο ευρωιερατείο για τη μείωση του ελληνικού χρέους.
Ζητώντας την έξοδο του ΔΝΤ από το μνημονιακό πρόγραμμα, ο πρωθυπουργός άνοιξε ένα μέτωπο, το οποίο ήταν εκ των προτέρων δεδομένο πως δεν μπορούσε να το διαχειρισθεί αποτελεσματικά. Κι αυτό επειδή την παραμονή του Ταμείου τη θέλει σύσσωμο το ευρωιερατείο. Ούτε αυτή η θέση του Τσίπρα μπορεί να λειτουργήσει σαν πολιτική φυγή προς τα εμπρός.
Στην πραγματικότητα, το αμέσως επόμενο διάστημα ο πρωθυπουργός δεν έχει εναλλακτικές επιλογές. Η εντολή του προς τους αρμόδιους υπουργούς είναι να διαπραγματευθούν σκληρά με το Κουαρτέτο ειδικά για τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό, αλλά και ότι η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης δεν μπορεί να καθυστερήσει άλλο. Στο μέγαρο Μαξίμου ελπίζουν πως θα εξέλθουν αλώβητοι από τις κρίσιμες κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες και ως εκ τούτου θα έχουν τη δυνατότητα την άνοιξη να κινηθούν σε λιγότερο δυσμενές περιβάλλον και στο εσωτερικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στο εσωτερικό, επειδή τα πολύ δύσκολα θα είναι πίσω όσον αφορά τις νομοθετικές παρεμβάσεις και επειδή υπάρχουν ενδείξεις για βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επειδή οι πολιτικές εξελίξεις στην Πορτογαλία και στην Ισπανία εκ των πραγμάτων διαφοροποιούν τους μέχρι προσφάτως υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς. Για την ακρίβεια στέλνουν το μήνυμα ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να συνεχίσει όπως μέχρι τώρα.
Μπορεί η νέα αριστερόστροφη πορτογαλική κυβέρνηση να διαπερνάται από έντονες αντιφάσεις, αλλά ο σχηματισμός της εκ των πραγμάτων αποτελεί έμπρακτη αμφισβήτηση του κυρίαρχου δόγματος της λιτότητας. Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ισπανία ήρθε να επικυρώσει και να ενισχύσει πολιτικά το κύμα αμφισβήτησης. Τα δύο αυτά βαρυσήμαντα γεγονότα στον ευρωπαϊκό Νότο δίνουν το πολιτικό περιθώριο στον Ρέντσι και στον Ολάντ να κάνουν ένα βήμα παραπέρα. Από τη θεωρητική κριτική στο δόγμα της λιτότητας να θέσουν θέμα τουλάχιστον χαλάρωσής του, αν όχι ανατροπής του. Οι εξελίξεις στην Ιβηρική δημιουργούν εκ των πραγμάτων μία ισχυρή βάση στήριξης για μία τέτοια πολιτική πρωτοβουλία.
Πιθανότατα το Βερολίνο θα επιχειρήσει να καταστείλει τις διογκούμενες τάσεις αμφισβήτησης που εκδηλώνονται στον ευρωπαϊκό Νότο. Αυτή τη φορά, όμως, απέναντι δεν έχει την άπειρη και γεμάτη ιδεοληψίες και αυταπάτες κυβέρνηση Τσίπρα, όπως συνέβαινε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Δυνητικά έχει απέναντί της ένα άτυπο αλλά πολύ πιο ισχυρό μέτωπο, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με τους εκβιασμούς που αντιμετώπισε την Αθήνα.
Εάν οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, το «καθαρτήριο» στο οποίο έχει απομονωθεί η Αθήνας εκ των πραγμάτων θα σπάσει και κατ’ επέκτασιν τα περιθώρια κινήσεων του Τσίπρα θα διευρυνθούν. Μέχρι, όμως, να ξεκαθαρίσει το τοπίο στο ευρωπαϊκό επίπεδο, η κυβέρνηση πρέπει να επιβιώσει. Γι’ αυτό και εμμέσως αναζητάει δυνητική σανίδα σωτηρίας για την περίπτωση που στις κρίσιμες ψηφοφορίες η πλειοψηφία των 153 «τσακίσει».
Σ’ αυτό το πλαίσιο εγγράφεται το έμμεσο πλην σαφές πολιτικό φλερτ προς την Ένωση Κεντρώων. Η αρνητική στάση και του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού έναντι της κυβέρνησης έχει πείσει το μέγαρο Μαξίμου πως από τα δύο αυτά κόμματα του ενδιάμεσου χώρου δεν έχει να περιμένει χείρα βοηθείας εάν την χρειασθεί. Γι’ αυτό και το πολιτικό άνοιγμά του στρέφεται προς τον Λεβέντη, μετατρέποντάς τον εκ των πραγμάτων σε δυνητικό ρυθμιστικό παράγοντα.
Ο αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων όχι μόνο απολαμβάνει τον απροσδόκητο αυτό ρόλο, αλλά και με αλλεπάλληλες δημόσιες παρεμβάσεις τροφοδοτεί σενάρια και δημιουργεί πολιτικές εντυπώσεις. Ο άλλοτε γραφικός έχει μετατραπεί σε κεντρικό πολιτικό παίκτη. Επισήμως δηλώνει πως πρέπει να σχηματισθεί κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής με τη συμμετοχή και της ΝΔ. Εάν πράγματι το εννοεί ή προβάλει αυτή τη θέση για να αποσπάσει υπέρμετρα πολιτικά ανταλλάγματα, θα φανεί εάν και όποτε η κυβέρνηση Τσίπρα χρειασθεί την Ένωση Κεντρώων για να επιβιώσει. Εάν, πάντως, οι εξελίξεις πάρουν τέτοια τροπή, ο πρωθυπουργός θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί από μειονεκτική θέση.
Παρά τα σενάρια που κυκλοφορούν, η πολιτική επαφή-συνεννόηση του πρωθυπουργού με τον Καραμανλή δεν προσφέρει δυνητικά διέξοδο στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αν το σημερινό κυβερνητικό σχήμα χάσει στην πορεία τη δεδηλωμένη, η καραμανλική πτέρυγα θα πιέσει εντός της ΝΔ για σχηματισμό «οικουμενικής», ή πιο σωστά κυβέρνησης του «ευρωπαϊκού τόξου».
Εάν πάμε εκεί, είναι αμφίβολο εάν ο Τσίπρας θα παραμείνει στην πρωθυπουργία. Γι’ αυτό και οι επιτελείς του Μαξίμου δεν συζητούν αυτό το ενδεχόμενο. Ελπίζουν ότι η πλειοψηφία των 153 θα παραμείνει ακέραιη. Για την περίπτωση που κάτι στραβώσει, όμως, ο σχεδιασμός τους είναι να προτείνουν στον Λεβέντη ρόλο κυβερνητικού εταίρου για να εξασφαλίσουν την αναγκαία κοινοβουλευτική «τσόντα». Το συνεχιζόμενο πολιτικό φλερτ μαζί του, λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο από καλλιέργεια του κλίματος και προετοιμασία του εδάφους για τη δύσκολη στιγμή.